in η γοητεία της ταχύτητας

και τρέεεεχουμε. . .

φίλες και φίλοι, γεια σας και χαρά σας

Γιατί μας αρέσει να τρέχουμε με το αυτοκίνητο μόνο και μόνο για να απολαύσουμε την ταχύτητα; Γιατί μας τραβάει τόσο πολύ η ταχύτητα; Εάν φεύγουμε από την πεζή πραγματικότητα, προς ποια πραγματικότητα οδεύουμε, αν δεν είμαστε ήδη – με 240 στο κοντέρ – σε μια νέα; Ποια είναι αυτή η νέα πραγματικότητα; Γιατί, ενώ γνωρίζουμε ότι ένας από τους λόγους που χάνουμε τον έλεγχο του αυτοκινήτου και σκοτωνόμαστε-σκοτώνουμε-ακρωτηριαζόμαστε-ακρωτηριάζουμε-τραυματιζόμαστε- τραυματίζουμε, ελαφρά ή βαριά, συνεχίζουμε να τρέεεεχουμε, όπως μας πρότεινε, αν τη θυμάστε,  και η διαφήμιση της Αττικής Οδού; Γιατί οι γέροι οδηγούν αργά; Όποιος/α θέλει να αυτοκτονήσει, οδηγεί αργά ή γρήγορα; Όποιος/α θέλει να πεθάνει (αλλά δεν το γνωρίζει), οδηγεί αργά ή γρήγορα; Όποιος/α θέλει να απομακρυνθεί από τον θάνατο (αλλά δεν το γνωρίζει), οδηγεί αργά ή γρήγορα;

Τα ερωτήματα αυτά (και πολλά άλλα, όπως θα δούμε) δεν έχουν διατυπωθεί και δεν έχουν απαντηθεί, παρόλο που μας αφορούν άμεσα και σχετίζονται με την ίδια μας τη ζωή. Να λοιπόν που προβάλλει άλλο ένα ερώτημα: γιατί αυτά τα ζωτικής σημασίας ερωτήματα δεν διατυπώνονται και δεν απαντώνται; Στον προκείμενο κύκλο διαλέξεων θα επιχειρήσουμε να δώσουμε μια απάντηση σε όλα αυτά τα ερωτήματα· προς το παρόν θα φέρουμε στο προσκήνιο τα βασικά θέματα των διαλέξεων που θα ακολουθήσουν για να επισημάνουμε τα κομβικά σημεία του ερευνητικού μας αντικειμένου.

Όταν μεταφέρω έναν ασθενή από το σπίτι του στο νοσοκομείο, τρέχοντας όσο πιο πολύ μπορώ, φεύγω από το σπίτι για να πάω στο νοσοκομείο. Τρέχω για κάποιο λόγο. Ό οδηγός της Φόρμουλα 1 τρέχει από το σημείο της εκκίνησης προς το σημείο τερματισμού: κι αυτός τρέχει για πιο λόγο. Αλλά όταν τρέχουμε για να τρέξουμε, όταν τρέχουμε χωρίς λόγο (έτσι νομίζουμε. . .), από που φεύγουμε και προς τα που πάμε; Ας αφήσουμε αυτό το ερώτημα αναπάντητο στην άκρη κι ας θέσουμε άλλο ένα: γιατί όσο περνάνε τα χρόνια, τρέχουμε, με το αυτοκίνητο εννοώ, όλο και πιο λίγο; Δεν χρειάζεται να απαντήσουμε. Η ερώτηση ετέθη μόνο και μόνο για να περιορίσουμε την ασάφεια του ρήματος “τρέχουμε”. Δεν τρέχουμε, για να απολαύσουμε την ταχύτητα (να ένας λόγος!), όλοι και όλες αδιακρίτως. Ποιοι τρέχουν; Τρέχουν οι νέοι κι αυτοί που έχουν σκοτούρες. Οι νέοι δεν έχουν σκοτούρες; Έχουν, αλλά πολύ συχνά νιώθουν θεοί, αθάνατοι, νομίζουν ότι δεν θα πεθάνουν, ότι δεν κινδυνεύουν από τίποτα και από κανέναν. Όσο πιο κοντά βρίσκεσαι στο θάνατο, τόσο πιο αργά οδηγείς. Όσο πιο μακριά νομίζεις ότι βρίσκεσαι, τόσο πιο πολύ τρέχεις. Οι γέροι φοβούνται, οι νέοι όχι: γιατί;

Η ταχύτητα ξυπνάει την επιθυμία του θανάτου. Θα έλεγα ότι ο θάνατος είναι η απόλυτη ταχύτητα, ο χρόνος μηδέν. Με την ταχύτητα, απομακρυνόμαστε από τον θάνατο και οδεύουμε προς αυτόν. Στη διάλεξη για την Φόρμουλα 1, η οποία θα είναι και η πρώτη, θα δείξουμε ότι ο οδηγός απομακρύνεται από τον θάνατο και προσπαθεί να τον αποφύγει πλησιάζοντας όσο γίνεται πιο κοντά, αναπτύσσοντας την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ταχύτητα. Και λέω όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διότι υπάρχει ένα όριο, το όριο του θανάτου. Το όριο αυτό δεν ξεπερνιέται: αν ο οδηγός δεν υποχωρήσει, θα πεθάνει. Η μόνη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στον οδηγό της Φόρμουλα 1 και του νεαρού/ης οδηγού που τρέχει για να πλησιάσει το θάνατο αποφεύγοντάς τον είναι ότι ο πρώτος έχει επίγνωση του τι κάνει, παίζει με το θάνατο επαγγελματικά και γι αυτό αμείβεται με τεράστια ποσά.

Φίλες και φίλοι, όταν τρέχουμε μόνο και μόνο για το τριπ της ταχύτητας, τρέχουμε για να απομακρυνθούμε από τον θάνατο και κατευθυνόμαστε προς την αγκαλιά του. Μας κυνηγάει το ασυνείδητο άγχος του θανάτου και υπάρχει μόνο ένας τρόπος να πάψουμε να το νιώθουμε: ο θάνατος. Φεύγουμε από τον θάνατο και οδεύουμε προς το θάνατο: αυτό με λίγα λόγια κάνουμε, όταν τρέχουμε, χωρίς λόγο, για να απολαύσουμε την ταχύτητα. Όλα αυτά βέβαια δεν τα γνωρίζουμε. Αλλά δεν είναι το μόνα που δεν γνωρίζουμε. Η άγνοια γύρω από το αυτοκίνητο είναι τεράστια και γενικευμένη. Αλλά τι άλλο δεν γνωρίζουμε;

Γνωρίζουμε ότι η υπερβολική ταχύτητα είναι ένας από τους λόγους που χάνουμε τον έλεγχο του αυτοκινήτου. Εάν κάποιος κινείται σε επαρχιακό δρόμο με 120 χιλιόμετρα την ώρα και στα πενήντα μέτρα εμφανιστεί μπροστά του ένα τρακτέρ, είναι βέβαιο ότι δεν τον σώζει τίποτα. Εγείρεται λοιπόν ένα ερώτημα: για αυτά τα πενήντα μέτρα, γι’ αυτά τα 2-3 δευτερόλεπτα, το αυτοκίνητο είναι αυτοκίνητο; Σύμφωνα με τον ορισμό του αυτοκινήτου, δεν είναι αυτοκίνητο. Διότι το αυτοκίνητο είναι αυτοκίνητο μόνο όταν μπορεί να σταματήσει ή/και να στρίψει. Αλλά στο παραπάνω παράδειγμα, ο οδηγός δεν μπορεί ούτε να σταματήσει ούτε να στρίψει. Το τιμόνι και τα φρένα είναι σαν να μην υπάρχουν. Σε αυτή την περίπτωση, το αυτοκίνητο μοιάζει με την πέτρα που ρίχνουμε πάνω σε ένα τζάμι: είναι ένα απλό βλήμα. Το αυτοκίνητο, όπως θα δούμε και στον κύκλο διαλέξεων το αυτοκίνητο είναι βλήμα, δεν σύρεται (δεν είναι όχημα) αλλά βάλλεται, εκσφενδονίζεται. Είναι ένα βλήμα με οδηγό: όταν καταφέρνουμε να μην τρακάρουμε, ο οδηγός το καθιστά έξυπνο βλήμα. Όταν οδηγούμε, σκοπεύουμε, σημαδεύουμε: σκοπεύουμε τον κενό χώρο. Όταν χάνουμε τον έλεγχο, το αυτοκίνητο περιέρχεται στην κατάσταση του απλού (τυφλού) βλήματος.

Ο οδηγός που τρέχει για να απολαύσει την ταχύτητα, δεν γνωρίζει δυο πράγματα: ότι τρέχει για να αποφύγει τον θάνατο οδεύοντας προς αυτόν και ότι είναι χειριστής βλήματος. Στη περίπτωση αυτή, η απόλαυση της ταχύτητας, η γοητεία της ταχύτητας δεν είναι παρά το άλλο όνομα για την επιθυμία, για την γοητεία του θανάτου την ώρα ακριβώς που χειριζόμαστε ένα καταστροφικό και φονικό βλήμα. Ανά πάσα στιγμή, το όλο παιχνίδι παίζεται στο πεντάλ του γκαζιού: ή θα το πατήσω ακόμα πιο πολύ ή θα πάρω το πόδι μου από κει, θα κόψω ταχύτητα και θα βρω ένα μέρος να παρκάρω για να συνέλθω και, εάν είναι άνοιξη, να ακούσω κάνα χελιδόνι εκεί κοντά να κελαηδά ή να δω τα κατσίκια που βόσκουν στην απέναντι πλαγιά.

Κατά συνέπεια: ένα πολύ μεγάλο μέρος των θανάτων στους δρόμους είναι αυτοκτονίες, συνειδητές ή, οι περισσότερες, ασυνείδητες. Θα δούμε επίσης, ότι ένα άλλο μεγάλο μέρος των θανάτων είναι φόνοι, ασυνείδητοι. Δεν είναι τυχαίο ότι η πλειονότητα των νεκρών είναι πεζοί. Τις προάλλες, ένας οδηγός υποστήριξε στο δικαστήριο ότι πάτησε γκάζι αντί για φρένο γιατί τα μπέρδεψε! Δηλαδή: προς το παρόν ξέχασε ποιο είναι το φρένο και ποιο είναι το γκάζι. Δηλαδή: για κλάσματα δευτερολέπτου βίωσε το δίλημμα να τον σκοτώσει ή όχι και τελικά επέλεξε το γκάζι! Γιατί το έκανε; Θα μας βοηθήσει ο ορισμός του φόνου: είναι η αιφνίδια και στιγμιαία διοχέτευση τεράστιων ποσοτήτων συσσωρευμένου άγχους. Ο καλύτερος τρόπος να ξεσπάσει κανείς, να βγάλει όλο το βούρκο που έχει μαζέψει είναι ο φόνος. Ο σκοπός επιτυγχάνεται με μια διαφορά: ότι το άγχος επιστρέφει περισσότερο και πολλές φορές υπάρχει μόνο ένας τρόπος να εξαλειφθεί: η αυτοκτονία.

Δεν υπάρχει καμιά, απολύτως αμφιβολία ότι ένα μεγάλο μέρος των θανάτων του οδικού εμφυλίου πολέμου είναι αυτοκτονίες και φόνοι. Στην περίπτωση αυτή, δεν έχει κανένα απολύτως νόημα να αναζητούμε τα αίτια. Εάν η αιτία είναι η επιθυμία, συνειδητή ή ασυνείδητη, να αυτοκτονήσουμε ή να φονεύσουμε, γιατί δεν συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των άλλων, δηλαδή με την κακή κατάσταση των δρόμων, με την κακή οδική σήμανση, την αϋπνία, την κούραση και τα λοιπά; Εκείνο το “λόγω υπερβολικής ταχύτητας”, τι είναι; Να σας πω τι είναι: είναι ανοησία, απερισκεψία, επίδειξη και άλλα τέτοια. Ποιος κρίνει ότι πρόκειται περί ανοησίας και ανευθυνότητας και τα παρόμοια; Οι κρατικές υπηρεσίες; Κρατικού υπάλληλοι; Το Κράτος, ο Κύριος, δεν αναγνωρίζει την επιθυμία, συνειδητή η ασυνείδητη, του Υποτελούς. Ο Υποτελής δεν εκλαμβάνεται ως ανθρώπινο ον διότι είναι ένα εργαλείο με το οποίο αυξάνουμε, μεγεθύνουμε την ισχύ μας. Είναι ένα ομιλούν εργαλείο, ένα instrumentum vocale, και ως γνωστόν, τα εργαλεία δεν έχουν επιθυμίες.

Το Κράτος μας απαγορεύει να είμαστε δυστυχισμένοι: μας διατάζει να είμαστε ευτυχισμένοι. Κάθε δυσανασχέτηση, κάθε δυσφορία, κάθε δυστυχία πρέπει να αποσιωπηθεί, να εξοβελιστεί. Το τι πρέπει να αισθανόμαστε, το τι πρέπει να επιθυμούμε, το πότε και πως θα πεθάνουμε ή θα διοχετεύσουμε το άγχος μας, το καθορίζει το Κράτος και ο Κύριος, Κοντά σε αυτούς, και οι καπιταλιστές της αυτοκινητοβιομηχανίας: ενώ το αυτοκίνητο έχει γίνει ένα μέσο αλληλοσπαραγμού, η εστίαση σε αυτή την διαπίστωση είναι απαγορευτική. Η διαφήμιση του αυτοκινήτου έχει αναλάβει το καθήκον του ρετουσαρίσματος: άνεση, πολυτέλεια, ασφάλεια, ισχύς, πρωτοποριακή τεχνολογία και άλλα πολλά.

Παρ΄ όλα αυτά, να ο ετήσιος απολογισμός: 200.000 νεκροί, 500.000 ακρωτηριασμένοι και πάνω από 2 εκ. ελαφρά και βαριά τραυματισμένοι πάνω στους δρόμους του πλανήτη.

Σχολιάστε ελεύθερα!

  1. Νομίζω πάντως κι άλλοι αθλητές αμοίβονται με τεράστια ποσά. Ποδοσφαιριστές, μπασκετμπολίστες, του στίβου…Έτσι δεν είναι; Θα μου πεις κι αυτοί έρχονται αντιμέτωποι με τραυματισμούς, αναπηρίες,έχουν εξαντλητικά προγράμματα κλπ. Ναι οκ. Εδώ και καιρό μαζεύω λεφτά ν’αγοράσω παπί. Τώρα το σκέφτομαι είναι η αλήθεια….