in αστυνομικό μυθιστόρημα

αθώος δολοφόνος

1. οι σφαίρες και τα λόγια δε γυρίζουν πίσω

[ι8 Ιανουαρίου 2008]

–      Άμα πιεις άλλο ένα δε θα το μετανιώσεις.

Το χέρι μου άκουσε την πρόταση πριν από τα αυτιά και τον εγκέφαλο και σταμάτησε να ζαλίζει το άδειο ποτήρι. Ψιλόβρεχε, η διακοπή του ρεύματος έκανε τον Μάιλς Ντέηβις να σιωπήσει, τα αυτοκίνητα κατηφόριζαν προς τη Συγγρού και φώτιζαν, χωρίς να το θέλουν,  τη πύλη του Αδριανού,  κι εγώ ήμουν βέβαιος ότι ήμουν μόνος. Αλλά δεν ήμουν. Πότε ήρθε; Μας χώριζαν ένα σκαμπό και δυο κεράκια. Μου φάνηκε γνωστή φάτσα αλλά δεν θα τον ρωτούσα ποτέ αυτό που συνήθως ρωτάνε σε αυτές τις περιπτώσεις. Το ημίφως τον έκανε γνωστή φάτσα. Τα χαρακτηριστικά που δεν διακρίνουμε τα συμπληρώνουμε εμείς, κατά τη βούλησή μας, κατά την ανάγκη μας, και βλέπουμε αυτό που θέλουμε να δούμε.  Δεν ήθελα να πιω άλλο ένα γιατί θα συνέβαινε αυτό που συμβαίνει πάντα: θα με έπαιρνε η κατηφόρα, θα άνοιγε ο νεροχύτης,  που λέει και ο φίλος μου ο Λούης. Γιατί να μην μπορώ να σταματήσω,  γιατί; Κι αν  δεν μπορείς να αποφασίσεις αν θα πιεις ή δε θα πιεις ένα ποτό ακόμα, φαντάσου τι άλλο δίλημμα αντιμετωπίζεις. Ο τύπος πρέπει να είναι πολύ παρατηρητικός και έξυπνος, σκέφτηκα. Οι παρατηρητικοί και οι έξυπνοι μου αρέσουν. Δεν είναι πάντα ευγενείς και διακριτικοί, μαθαίνουν όμως γρήγορα. Γύρισα και τον κοίταξα. Το φως των κεριών με βοήθησε να δω ότι με είδε με την άκρη του ματιού του. Είδε ότι τον είδα ότι με είδε με την άκρη του ματιού του.

–      Έλλη, βάλε μου άλλο ένα.

Η Έλλη μου έβαλε το τρίτο, μένω πολύ κοντά, και πλησίασε τον τύπο.

–      Παρακαλώ, του είπε γλυκά και χαμογελαστά.

–      Μια Erdiger παρακαλώ, απάντησε γλυκά και χαμογελαστά.

Μιλούσε αργά και καθαρά. Ζοριζόταν να μιλήσει αργά και καθαρά. Μια ανεξίτηλα αποτυπωμένη βορειοελλαδίτικη προφορά δεν μπορούσε να σκεπαστεί, όσο και να προσπαθούσε. Σαραντάρης δεν ήταν, αλλά φαινόταν. Πενηντάρης ήταν, αλλά δε του φαινόταν. Η Έλλη του έφερε τη μπύρα και ένα μικρό πιάτο με ζυμαρικά. Ο τύπος της χαμογέλασε και το χαμόγελο του άστραψε ευγνωμοσύνη. Τον γνώριζε; Έβαλε το χέρι του στη δεξιά τσέπη του σακακιού του κι έβγαλε ένα μικρό κουτί κοσμημάτων. Μπα; Δαχτυλίδι; Σκουλαρίκια; Αυτός ήταν ο καλός της; Από την άλλη τσέπη έβγαλε ένα σουγιά. Άνοιξε το κουτί και πήρε από μέσα μια μικρή κόκκινη πιπεριά. Την ψιλόκοψε πάνω από το πιάτο με τα ζυμαρικά, έβαλε το κουτί στη δεξιά τσέπη, το σουγιά στην αριστερή. Ήταν ψηλός και γεροδεμένος. Τα δάχτυλά του χοντρά, αλλά όχι πολύ.  Έπιασε το ποτήρι με τη μπύρα, το σήκωσε, γύρισε και μου είπε:

–      Υγεία και χαρά.

Δεν είχα χρόνο να αντιδράσω και επανέλαβα την ευχή. Ναι, υγεία και χαρά. Τι να τη κάνεις την υγεία χωρίς τη χαρά;  Υπάρχει υγεία χωρίς χαρά; Χαρά! Εύκολο είναι; Πρέπει να φτύσεις αίμα. Έτρωγε, έπινε και κοιτούσε μόνο μπροστά, ίσια μπροστά, τα μπουκάλια των λικέρ. Στην αριστερή τσέπη χτύπησε το κινητό.

–      Παρακαλώ. . .Παύλο, ξέρεις τι ώρα; Δεν κοιμήθηκες ακόμα; . . . Βρε Παύλο, κι αύριο μέρα είναι. . .  Αυτό και κοιμάσαι, εντάξει; . . . Γράψε: χαμόγελα. . . χαμογέλα. . . χαμογελά. . . Τι παρατηρείς; . . . Πολύ ωραία. . . Άλλο ένα και κλείνουμε. . . Νόμος. . . νομός .. . Καληνύχτα, Παύλο.

Έβαλε το κινητό δίπλα στο σουγιά.

–      Ο γιος μου, μου είπε απολογητικά.

–      Τι τάξη πάει; τον ρώτησα.

–      Δευτέρα Δημοτικού, απάντησε με χαρά και περηφάνια.

–      Από που μας έρχεσαι;

–      Από Αλεξανδρούπολη. Κάθε χρόνο τέτοια μέρα βρίσκομαι στην Αθήνα.

–      Θα πρέπει να έχεις πολύ σοβαρό λόγο, παρατήρησα.

–      Ναι, υπάρχει ένας πολύ σοβαρός λόγος. Στις 18 Ιανουαρίου του 1977, πρωτοετής στη Φιλοσοφική,  είχα καλέσει τους φίλους μου σε ένα μπαράκι στη Πλάκα, ζούσα στην Αθήνα τότε, να τους κεράσω για τα γενέθλια μου. Πήγα λοιπόν πιο νωρίς και περίμενα. Εισέβαλε όμως η Αστυνομία, δεν είχα ταυτότητα, τους εξήγησα γιατί είμαι εκεί, με απήγαγαν και πέρασα τη νύχτα μου πάνω στα πεντακάθαρα πλακάκια του κρατητηρίου, εδώ πιο κάτω.   Έτσι, από τότε, κάθε χρόνο τέτοια μέρα γιορτάζω τα γενέθλια μου σε μπαράκι, άλλοτε μόνος κι άλλοτε με παρέα. Δεν θέλω να ξεχάσω. Δεν μπορώ να τους συγχωρήσω, οπότε δεν μπορώ και να τους τιμωρήσω.

–      Χρόνια σου πολλά και καλά, του ευχήθηκα και του έδωσα το χέρι μου. Θοδωρής Ευσταθίου.

–      Αθανάσιος Νεράντζος.

–      Γενέθλια και γιορτή μαζί;

–      Αν γεννιόμουν κορίτσι, θα με έλεγαν Τριανταφυλλιά. Εσένα;

Πως θα με έλεγαν αν γεννιόμουν κορίτσι; Δεν το είχα ξανασκεφτεί. Το σκέφτηκα.

– Παναγιώτα, του απάντησα.

Με κοίταξε σα να με γνώριζε.

–      Μήπως είσαι ο δημοσιογράφος της Πρωινής;

–      Ναι, εγώ είμαι, του απάντησα.

Διαβάζει την Πρωινή. Μάλιστα. Ενδιαφέρον. Φιλοσοφική, πρέπει να είναι φιλόλογος.

–      Ήμουν κι εγώ κάποτε δημοσιογράφος, μου είπε.

–      Εργαζόσουν σε εφημερίδα;

–      Όχι, σε περιοδικά. Παρ’ ολίγο να εργαστώ σε εφημερίδα.

–      Παρ’ ολίγο; Τι εννοείτε;

Ήπιε μια γερή γουλιά μπύρα και παρήγγειλε άλλη μία. Η βροχή δυνάμωνε. Η Έλλη μου έβαλε άλλο ένα. Μια στις τόσες δε πειράζει. Με τα πόδια θα πάω στο σπίτι. Περίμενα να μου απαντήσει. Το ουίσκι με έκανε να κρέμομαι από τα χείλη του. Παναγιώτα! Θεός σχωρέστην! Τι γιαγιά! Τι σπανακόπιτες ήταν αυτές που έφτιαχνε! Πως να ξεχάσω να γαλακτομπούρεκό της!

–      Ξύπναγα τη νύχτα να κάνω ένα τσιγάρο για να μπορέσω να ξανακοιμηθώ. Από τις πέντε το πρωί μέχρι στις έντεκα το πρωί κάπνιζα ενάμισι Κάμελ άφιλτρο. Στις δώδεκα, από τη πολλή νικοτίνη έτρεμαν τα πόδια μου και είχα υπνηλία. Εκείνη την εποχή, ήτανε άνοιξη του ’87, είχα κάνει μια έρευνα για τις αιτίες θανάτου των δημοσιογράφων από την μεταπολίτευση μέχρι και το ’85  και βρήκα ότι το 55 τοις εκατό πέθαναν από καρκίνο. Σήμερα, το ποσοστό ξεπερνάει το 65.

Από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του έβγαλε ένα πακέτο Καρέλια, αυτά που καπνίζει και η βασίλισσα της Δανίας. Εγώ το είχα ανάψει ήδη. Έβαλε ένα τσιγάρο στο στόμα. Δεν είχε αναπτήρα. Του πρόσφερα τη φλόγα μου. Στράφηκε προς το μέρος μου και το άναψε.

–      Νικοτίνη! πρόφερε αφού φύσηξε το καπνό με ευχαρίστηση. Ένα από τα γλυκύτερα δηλητήρια, ένα από τα πικρότερα φάρμακα της φύσης. Εάν πάνω στα πακέτα έγραφαν τρία τσιγάρα την ημέρα είναι απαραίτητα, ο κόσμος θα κάπνιζε πολύ λιγότερο. . . Μεγάλο όνομα ή υγεία; Το ανεπίλυτο μακροχρόνιο δίλημμα, αγαπητέ Μιχάλη, είναι μία από τις κυριότερες αιτίες του καρκίνου. Έκοψα λοιπόν το τσιγάρο κι έγινα κηπουρός.

–      Κηπουρός;

–      Δεν ήταν ο μόνος λόγος. Είχα αφιερώσει δυο ολόκληρα χρόνια για να κάνω μια έρευνα και την πήγα σε μια εφημερίδα με την βεβαιότητα ότι θα δημοσιευτεί και θα πιάσω δουλειά εκεί. Δυστυχώς, η έρευνα απορρίφθηκε. . . και όχι μόνο από μια ή δυο εφημερίδες. Από όλες.

–      Ήταν ανεπίκαιρη; τον ρώτησα με περιέργεια.

–      Ναι, αποδείχτηκε ότι δεν ενδιέφερε κανέναν.

–      Ποιο ήταν το θέμα της;

Έσβησε το τσιγάρο και ήπιε άλλη μια γερή γουλιά μπύρα.

–      Το όνομα Αργύρης Μπαλτατζής σου λέει τίποτα;

Μια αστραπή φώτισε τον ουρανό και τις στήλες του Ολυμπίου Διός. Τα δάχτυλά μου έπιασαν το ποτήρι και το υπόλοιπο χέρι το έφερε στο στόμα μου. Ήταν όμως άδειο.

–      Έλλη, άλλο ένα, σε παρακαλώ.

Μα είναι δυνατόν;

–      Τον βρήκες; τον ρώτησα ανυπόμονα.

–      Όχι. Δεν μπόρεσα να τον βρω. Βρήκα όμως πως σκότωνε.

–      Σκότωσε οχτώ ανθρώπους και δε νοιάζεται κανείς; άρχισε να μιλάει το ουίσκι μέσα μου σηκώνοντας το τόνο της φωνής του. Κυκλοφορεί ελεύθερος, κανείς δεν ψάχνει να τον βρει, κανείς δεν ξέρει που είναι, κανείς δεν νοιάζεται. Είναι απίστευτο. Τι συμβαίνει;

–      Είναι αθώος, παρατήρησε

και με εξαγρίωσε.

–      Αθώος; Σκότωσε οχτώ ανθρώπους και είναι αθώος; Δε μπορώ να το καταλάβω. Πως είναι δυνατόν να είναι αθώος;

–      Και όμως είναι, επέμενε

και έχασα τον έλεγχο.

–      Επιχειρήματα, θέλω επιχειρήματα, τι να τις κάνω τις εικασίες!

Το βλέμμα της Έλλης με επανέφερε στη τάξη. Ήπια ένα ποτήρι νερό. Και του είπα αποφασιστικά:

–      Πρότεινα στην εφημερίδα που εργάζομαι να ερευνήσω την υπόθεση. Με αποθάρρυναν, το σκέφτηκα και το ξανασκέφτηκα αλλά, όχι, όχι, θα ψάξω και θα τον βρω.

–      Δεν θα τον βρεις, με διαβεβαίωσε.

–      Είναι νεκρός; τον ρώτησα κάπως απότομα.

–      Όχι, δεν είναι νεκρός.

–      Αφού δεν είναι νεκρός, θα τον βρω. Και όχι μόνο θα τον βρω αλλά θα ξεσκεπάσω κι όλο αυτό το πέπλο μυστηρίου που έχουν ρίξει πάνω του. Είναι αίσχος! Ένας στυγνός δολοφόνος κυκλοφορεί ελεύθερος και κανενός το αυτί δεν ιδρώνει. Είναι απίστευτο, απίστευτο, δεν το χωράει ο νους του ανθρώπου.

Δεν είχα τίποτα άλλο να πω. Και ο τύπος ήταν ένα δώρο της ζωής για μένα. Ήρθε την κατάλληλη στιγμή.

–      Τι απόγινε εκείνη η έρευνα;

–      Την έκαψα.

–      Την έκαψες;

–      Την έκαψα αλλά θυμάμαι ένα ένα τα πρόσωπα που συνάντησα. Φίλους, συγγενείς, γνωστούς, γκόμενες, γυναίκες, παιδιά, τους πάντες. Εάν θέλεις, μπορώ να σου κάνω ένα κατάλογο με τα πρόσωπα και τις διευθύνσεις τους.

–      Θα το κάνεις αυτό για μένα;

–      Και βέβαια θα το κάνω. Αφού σε ενδιαφέρει η υπόθεση και μπορώ να σε βοηθήσω γιατί να μην το κάνω.

–      Πότε θα φύγεις;

–      Θα έφευγα αύριο το πρωί αλλά πέθανε ένας ανεψιός μου και θα μείνω για τη κηδεία. Αύριο το βράδυ θα είμαι εδώ με τον κατάλογο.

–      Θανάση, δεν ξέρω πως να σε ευχαριστήσω, του είπα μισομεθυσμένος.

–      Δεν υπάρχει λόγος.

–      Ο ανεψιός σου, πως πέθανε;

–      Τον σκότωσε η μητέρα του άθελά της.

–      Πως άθελά της;

–      Μια μέρα τσακώθηκαν και πάνω στο τσακωμό του είπε,  άντε ρε πουστάρα, κι έπεσε από τον έβδομο.  Ήταν γκέι. Θα είναι στη κηδεία. Κυκλοφορεί ελεύθερη.

–      Αυτοκτονία ήταν.

–      Φόνος ήταν.

Δεν είχα διάθεση να τσακωθώ. Ο τύπος είπε στην Έλλη:

–      Καλή μου Έλλη, εσύ που μια μέρα θα γίνεις μια διάσημη συγγραφέας, πως θα περιέγραφες το συμβάν;

Η Έλλη χαμογέλασε και σταμάτησε για λίγο να πλένει τα ποτήρια. Μας κοίταξε και είπε:

–  Σε λίγα εκατομμυριοστά του δευτερολέπτου το ωστικό κύμα των λέξεων πέταξε το πούστη γιο από τη κουζίνα στο μπαλκόνι του πέμπτου ορόφου. Για να φύγει όσο πιο γρήγορα μπορούσε, υπήρχε μια μόνο λύση. Δεν υπήρχε άλλη.

Η νεκροψία έδειξε ότι το θύμα εβλήθη από πολύ κοντά, με τρία βλήματα ιδιαιτέρως μεγάλου διαμετρήματος. Το ένα, άντε, από αμερικάνικο Μάγκνουμ, πολτοποίησε τα γεννητικά του όργανα, το δεύτερο, ρε, από περίστροφο είκοσι δύο χιλιοστών, έκανε ψιλοκομμένο πατσά τη καρδιά του και το τρίτο, πουστάρα, από πιστόλι ελληνικής κατασκευής, κατάφερε πλήγμα διαμπερές και κυριολεκτικά εξαφάνισε τον εγκέφαλό του.

Και συνέχισε να πλένει τα ποτήρια. Ο τύπος τη χειροκρότησε. Αναγκάστηκα να τη χειροκροτήσω κι εγώ. Ήξερα τι έκανα; Άλλη μια αστραπή φώτισε τη πύλη του Αδριανού.

Σχολιάστε ελεύθερα!

  1. Φίλε μου, ελπίζω να είναι σε ενεργητικά σκαριά αυτό το πόνημα, κι αυτό να είναι απλά ένα απόσπασμά του.
    Πολύ καλή δουλειά!

  2. Δρακόκρινο,
    πρόκειται για αστυνομικό μυθιστόρημα· το έχω γράψει δυο φορές μα δεν με άρεσαν. Από τη δεύτερη φορά, το μόνο που με άρεσε ήταν το πρώτο κεφάλαιο, αυτό που διάβασες και σε άρεσε. Γράφω μόνο για έναν ή μία αναγνώστρια, οπότε, τώρα, το ζήτημα τίθεται σε άλλες βάσεις. Δεν γνωρίζω πότε θα το ξαναπιάσω. Σπαταλάω τη νοητική μου ζωτικότητα από δω κι απο κει, οπότε μπορεί και ποτέ.
    Υπάρχει και μία άλλη λύση. Να το γράψουμε ομαδικά. Τρεις , πέντε, που πειραματἰζονται και τη ψάχνουν. Εάν υπάρξει ανταπόκριση, ευχαρίστως να αφηγηθώ το στόρι και πάνω σε αυτό να χτίσουμε. Ἐνα κεφάλαιο ο καθένας, η καθεμιά. Εννοείται ότι, αν χρειαστεί, θα επανεξετάσουμε και το στόρι.
    Αθανάσιος

  3. Αθανάσιε, με τη σειρά μου κι εγώ θα σκεφτώ την πρότασή σου, αν και για να’ μαι ειλικρινής, δε νομίζω πως έχω το συγγραφικό αέρα για κάτι τέτοιο. Μέχρι στιγμής “αποφθεγματικά” είναι αυτά που γράφω και στην καλύτερη περίπτωση κάποιο ποίημα.
    Θα επανέρχομαι στο blog σου πάντως, έχεις ενδιαφέρουσες ιδέες και το “έρωτας ή η μετά ηδονής κυκλοφορία της γνώσης” με βρίσκει καθ’ όλα σύμφωνο.
    Παύλος