in ημερολόγιο ολίγων ημερών, μαρτυρίες

φάγαμε πακέτο: ημερολόγιο ολίγων ημερών (1)

Πετράδες, αργεί να ξημερώσει, 25 Μαρτίου 2007

Σηκώθηκα πιασμένος, στις τρεις και τέταρτο. Άναψα τη σόμπα κι έφτιαξα καφεδάκι. Ήρθε η ώρα για το δεύτερο. Ανοίγω το ράδιο. Η βελόνα κολλημένη στην Ισταμπούλ, κλασική αυτή τη ώρα. Μετέφρασα λίγους στίχους Παρμενίδη, τελειώνει όπου νάναι· διάβασα ένα κεφάλαιο από τη Λευκή μυθολογία. Ο Παρμενίδης πέταξε τη μπανανόφλουδα και ο πρώτος που τη πάτησε ήταν ο Πλάτων. (Ως αριστοκράτης, πλούσιος δουλοκτήτης γαιοκτήμονας, δε θα μπορούσε να μη τη πατήσει). Τώρα είμαι  βέβαιος ότι το Περί φύσιος θα πρέπει να το δούμε κυρίως (κυρίως) ως κείμενο πολιτικής φιλοσοφίας: το εἶναι, το εόν, τα εόντα είναι η Κυριαρχία, υπάρχει, το μή-εἶναι, η μη-Κυριαρχία, δεν υπάρχει. Διατηρώ τις μεταφορές στη μετάφραση αλλά στην ερμηνεία παρουσιάζω τις (ασυνείδητες;) επιθυμίες του αριστοκράτη, θα το ξεμασκαρέψω το κείμενο, από τη κορφή μέχρι τα νύχια. Χτες άνοιξα πάνω

από ογδόντα λάκκους  και ξαναφύτεψα κλήματα στη θέση αυτών που δεν έπιασαν. Του χρόνου θα φτιάξω μια ξύλινη καλύβα στο αμπέλι. Οπωσδήποτε. Μόλις πιάνει η βροχή, αντί να γίνομαι μούσκεμα μέχρι να φτάσω στο σπίτι, όπως προχτές, θα μπαίνω μέσα, θα κάθομαι στο τραπέζι, η Ρόζα μια μέρα αναρωτήθηκε γιατί καθόμαστε σε καρέκλες ενώ λέμε να κάτσουμε στο τραπέζι, θα έδινα ένα χρόνο από τη ζωή μου για να γίνω παιδί για μια μέρα, είχε απόλυτα δίκιο ο  Τρότσκι που πίστευε ότι γεννιόμαστε όλοι μεγαλοφυΐες, και θα βλέπω το έδαφος να ρουφά το νερό, τις σταγόνες της βροχής να κυλούν πάνω στα κλήματα. Θα ανοίξω στο πάτωμα μια βαθιά τρύπα μέσα στο χώμα και θα φροντίσω να έχω μέσα πάντα μερικά μπουκάλια κρασί και ένα μπουκάλι τσίπουρο. Αριστερά, ένα ξύλινο κρεβάτι. Στο βάθος μια μικρή, όρθια μαντεμένια ξυλόσομπα. Δεξιά, κάνα δυο ράφια για τα εργαλεία, έτοιμο το καφεδάκι, σε ξυλόσομπα και μπακιρένιο μπρίκι με σκαλιστή λαβή, παρακαλώ! Σε ένα ράφι, ένα τηγάνι, λάδι, αλάτι. Σε ένα άλλο, η Ιλιάδα, ο Προμηθέας, η Πολιτεία, το πιο σιχαμερό βιβλίο που έχει γραφτεί ποτέ (ο μόνος τρόπος να μην καταλυθεί η Κυριαρχία είναι να κάνουμε τη κοινωνία μαντρί, οπότε οι Υποτελείς μας θα γίνουν λογικά αιγοπρόβατα [Μεθόδιος Ανθρακίτης], τα οποία ως γνωστόν δεν επαναστατούν,  αυτή είναι η Δικαιοσύνη) ο Πλατόνωφ, το Κεφάλαιο, η Ερμηνεία των Ονείρων, ο Ραμπελέ, και, ασφαλώς, πάντα κάνα δυο εφημερίδες για να ανάβω τη σόμπα. Εργαλεία, κρασί και βιβλία! Το τραπέζι μπροστά. Έξω, ένας μικρός κηπάκος με ραπανάκια, καρότα, ρόκα, ρέβα, κρεμμυδάκια, σκόρδα. Δεξιά, τα καβάκια* θα με χαιρετάνε. Πίσω από αυτές, ο Έβρος θα κυλάει τα βρώμικα νερά του (μικρός, πηγαίναμε με το παππού μου να ποτίσουμε τις αγελάδες και έπινα νερό! ) Καπιταλισμός! Θα μας πεθάνει, αν δεν τον βγάλουμε από τη μέση. Θα περνά το τρένο και θα μου χαμογελά. Πότε θα έρθεις να πάμε κάνα ταξιδάκι; Μπροστά κι αριστερά, το χωριό. Δεξιά, πίσω από τους λόφους, η Ισταμπούλ. Πρέπει να τη κάνω κάπως μεγάλη! Γιατί εάν μας πιάσει βροχή κι είμαστε εγώ, η Τασούλα, ο Παύλος, η Αποστολία, ο Θόδωρος, η Όλγα, η Ρόζα και η Γιασεμή, που θα καθόμαστε; Ναι, ναι, θα τη κάνω μεγαλούτσικη. Θα παίρνουμε μαζί μας ψωμί, φρέσκο κατσικίσιο τυρί (από τα χεράκια μου), αυγά, ελιές Μάκρης, και καβρουμά φτιαγμένο από τα χεράκια μου, να φάτε να σας φύγει ο τσαμπουκάς. Τον Απρίλη θα ανοίγουμε ροζέ με πολλές τανίνες και ελαφρότατα ρετσινωμένο, θα βγάζουμε καρότα και κρεμμυδάκια από το κήπο, θα πίνουμε τσιπουράκι και θα γευόμαστε το παστουρμά  που φέραμε προχτές από τη Πόλη. Η πόλη του καθενός είναι η πιο κοντινή πόλη και η δική μου είναι η Ισταμπούλ, δεν είναι η Αθήνα, κι ας έζησα εκεί είκοσι εφτά χρόνια, αν και με μακροχρόνιες απουσίες. Πρέπει όμως να μάθω τούρκικα. Εάν μπορέσω μια μέρα να σταματήσω την οικοδομή, θα είναι από τα πρώτα πράματα που θα κάνω! Μα τη Παναγία! Και να ζω περισσότερο χρόνο στ’ αμπέλι. ΄Άκουσα στις ειδήσεις ότι χτες φάγαμε τέσσερα από την Τουρκία! Μας γαμήσανε τέσσερις φορές και εμείς μία. Αυτό δεν ήταν γαμήσι, αυτό ήταν τσιμπούκι με το κώλο! Δεν μας σηκώνεται; Μέσα στο σπίτι μας! Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, θα σας γαμήσουμε ξανά/ και μες, και μες τη λεωφόρο/ σας γαμή, σας γαμήσαμε το κώλο, ψέλνει στο Παναθηναϊκό τα κάλαντα η Original. Έχεις μες στο κώλο ένα βάρος, Μίλαν Μπάρος, Μίλαν Μπάρος! Γαμήσαμε τους Γάλλους και πάμε τελικό! Παραμονές 25ης Μαρτίου! Η πλάκα είναι ότι διάβαζα Συμπόσιο την ώρα που έπαιζε η εθνική. Αυτός που γαμάει, λέει ο Πλάτων δια στόματος Φαίδρου, είναι πιο θεϊκός από αυτόν που γαμιέται. Δε λέει “γαμάει”, λέει “εραστής παιδικών“. Γιατί είναι πιο θεϊκός; Γιατί είναι πιο ισχυρός: ο εραστής είναι άνδρας, αυτός διεισδύει, αυτός προκαλεί πόνο, αυτός επιβάλλει την Κυριαρχία στον πιτσιρικά. Πριν βγάλεις γένια σε γαμούσαν, μετά γαμούσες εσύ: αυτή είναι η ανδροκρατική αρχαία Ελλάδα. Είμαι βέβαιος ότι δεν θα άρεσε στους αλλαξοκωλιάρηδες προγόνους μας το ποδόσφαιρο. Αυτοί τον έχωναν στο πρωκτό, εμείς σε μια τεράστια παραλληλόγραμμη κωλοτρυπίδα. Και μετά παραπονιόμαστε που μας γαμάνε οι Αλβανοί και οι Τούρκοι. Αυτοί να δεις αλλαξοκωλιά! Σκέφτομαι σε ποιους εκδότες να στείλω το ποδόσφαιρο. Θα τολμήσει κανείς να το εκδώσει; Πρέπει να ξανακοιτάξω και το αυτοκίνητο, να ξαναδιαβάσω, οπωσδήποτε, την Αβέστα, η Sh της Πύλου έχει κάποιες ελλείψεις, θα την συμπεριλάβω στο δέμα, είναι πολύ σημαντική, από γλωσσικής και ιστορικής πλευράς, πρέπει να βάλω μια ώρα μπροστά το ρολόι, να ξανακοιτάξω τη στίξη της Τσαντιλιάδας, στις 8 Μαίου πιάνω δουλειά, θα προλάβω; Εάν δεν προλάβω, το φθινόπωρο.

Αύριο να πάω στο Κάστρο** να παραγγείλω μπαταρία για το τρακτεράκι. Τέσσερα βιβλία των είκοσι ευρών! Δε γίνεται αλλιώς. Την έβαλα στο μηχάνημα να τη φορτίσω και πρόσεξα ότι έληξε το Δεκέμβρη του 06. Γι αυτό δεν έπαιρνε μπροστά! Πότε πέρασαν τέσσερα χρόνια; Στην επόμενη αλλαγή ο Παύλος θα τελειώνει τη δευτέρα Δημοτικού, η σουρλουλού θα ετοιμάζεται να πάει κι αυτή σχολείο, η Τασούλα θα περάσει τα σαράντα, κι εγώ θα είμαι 53. Πόσες μπαταρίες θα αλλάξω ακόμα; Ποιος ξέρει να τον ρωτήσω; Το ποντίκι τελικά δεν βγήκε έξω, όπως νόμιζα. Το ξαναείδα. Που κρύβεται; Άφησα στο πάτωμα λίγο βραστό αυγό, και το  πρωί ήταν στο στομάχι του. Προχτές, τη πρώτη φορά που το είδα, τράβηξα καναπέ, ψυγείο, δυο  ντουλάπες, τη παπουτσοθήκη στο χωλάκι, άνοιξα την εξώπορτα και ήμουνα σίγουρος ότι έφυγε. Σιγά να μην αφήσει τη ζέστη και βγει έξω! Πρέπει να είναι αρσενικό. Πανταχού απών και πανταχού παρών. Πόσο μοιάζουν τα ποντίκια με το Θεό! Ζουν με ψίχουλα, ξέρουν να κρύβονται καλά κι άμα μπουν κάπου μέσα, κολλητσίδα γίνονται, δε βγαίνουν με τίποτα. Θα βάλω φάκα και θα τον αφήσω έξω. Οι γκουγκουχτούρες*** όμως δεν θα έμπαιναν μέσα στο σπίτι, όση ώρα και να έμενε η πόρτα ανοιχτή. Τις βλέπω από το παράθυρο, την ώρα που γράφω και διαβάζω μέχρι να ζεστάνει να πάω στ’ αμπέλι. Κάθονται κοντά κοντά, η μια ξεψειρίζει (ξεψειρίζει;) τη άλλη με το ράμφος, χαριεντίζονται, πετάει η μια, ακολουθεί κι η άλλη. Πόσο θα ήθελα να ήμουν γκουγκουχτούρα! Μετά το μεσημέρι, βροχές σε όλη την Ελλάδα. (Μου το είπε η μάνα μου να σηκωθώ να πάω στ’ αμπέλι). Είναι ευκαιρία να γράψω στη Dori, την ξέχασα, να της βάλω λεφτά να μου στείλει και το Κομμουνιστικό Μανιφέστο στα γερμανικά (πόσο να κάνει, πέντε, δέκα ευρά;) και να μου φωτοτυπήσει την Εξουσιοδότηση,**** δεν θα δυσκολευτεί να τη βρεί, εκεί που εργάζεται. Να γράψω και στο Θόδωρα. Εάν όντως βρέξει, θα είμαι ξεκούραστος και θα έχω χρόνο να ξανακοιτάξω την ερμηνεία του Παρμενίδη. Φεύγω, πάω να κλαδέψω, τελειωμό δεν έχουν τα μασάλια*****.

Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι οχτώ και είκοσι και πενήντα δευτερόλεπτα.

 

[*λεύκες  **Διδυμότειχο  ***δεκαοχτούρες  **** Die Freigabe der Fernichtung lebensunwerten Lebens των Karl Bindig και Alfred Hoche (Εξουσιοδότηση εκμηδένισης της ζωής που δεν αξίζει να υπάρχει, να βιωθεί)  *****χωρατά, παραμύθια]

Σχολιάστε ελεύθερα!