in αδρομερές σκιαγράφημα δυο ιστοριών του ανθρώπινου γένους, σουμερική γλώσσα και λογοτεχνία

σύντομη εισαγωγή στη σουμερική γλώσσα (1): από την οικονομία του Ναού στον ασιατικό τρόπο παραγωγής

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

Θα αφήσουμε τις άδενδρες στέπες του Πόντου, της σημερινής Ουκρανίας,  και τους (γνωστούς αργότερα ως ινδοευρωπαίους) ποιμένες που αυτή την εποχή, το 5.000 π.Χ.,  ζουν ειρηνικά και δεν αλληλοσφάζονται, μιας και υπάρχουν ακόμα αχανή βοσκοτόπια και μπορούν να επεκταθούν και θα κινηθούμε ανατολικά και νότια – με την υπόσχεση ότι θα επιστρέψουμε.  Θα περάσουμε  την περιοχή του Καυκάσου και μετά από δυο χιλιάδες χρόνια, γύρω στο 4.000 π.Χ.,  θα φτάσουμε στη Μεσοποταμία. Εδώ θα δούμε έναν κόσμο τελείως διαφορετικό. Έναν κόσμο μικρών αγροτικών κοινοτήτων, αυτόνομων και εξισωτικών, που σχετίζονται και συνεργάζονται μεταξύ τους. Εάν μπούμε μέσα σε ένα από αυτά τα χωριά, εκείνο που θα μας κινήσει την περιέργεια θα είναι ένα μεγάλο, σε σύγκριση με τις  χαμηλές και μικρές κατοικίες, κτίριο που δεσπόζει κάπου στο κέντρο.  Πρόκειται για την κοινοτική αποθήκη πρώτων υλών και εργαλείων, που είναι ταυτόχρονα και κοινοτικό εργαστήριο και τόπος περιοδικής συλλογικής κατανάλωσης της τροφής. (Παρόμοιες κοινοτικές αποθήκες τροφίμων  θα συναντήσουμε και στις νεολιθικές αγροτικές κοινότητες της ελλαδικής χερσονήσου – το νότιο μέρος της Βαλκανικής . Θα αφιερώσω ένα σημείωμα για αυτό το θέμα λίαν συντόμως).

Σε αντίθεση με τις στέπες του Πόντου, η Μεσοποταμία είναι μια περιοχή που προσφερόταν για την καλλιέργεια της γης μόνο που υπήρχαν δυο δυσχέρειες, που δεν τις αντιμετώπιζαν οι αγροτικές κοινότητες της Ανατολίας (Μικράς Ασίας) και της Βαλκανικής Χερσονήσου: ενώ οι περιοχές κοντά στα ποτάμια Τίγρη και Ευφράτη, και ειδικά κοντά στις εκβολές τους, ήταν βαλτώδεις και έπρεπε να αποστραγγιστούν για να γίνουν καλλιεργήσιμες, λίγα χιλιόμετρα από τα ποτάμια οι περιοχές ήταν ξερές και άνυδρες – για να καλλιεργηθούν έπρεπε να ανοιχτούν αδρευτικά κανάλια. Οι αγροτικές κοινότητες της Μεσοποταμίας αντιμετώπισαν αποτελεσματικά και τα δυο αυτά προβλήματα. Η αποστράγγιση των βαλτωδών περιοχών και η άδρευση των ημιερημικών  ήταν μεγάλα έργα, απαιτούνταν πολλά χέρια, πολλά εργαλεία, μεγάλες ποσότητες τροφής, καταλύματα, οργάνωση και συντονισμό,  θα μπορούσε δηλαδή να πραγματοποιηθεί  μόνο με τη συνεργασία των κοινοτήτων της περιοχής. Κάθε χρόνο, οι κοινότητες συνεισέφεραν οικειοθελώς έναν αριθμό ανδρών (και γυναικών;), εργαλεία και ποσότητες τροφίμων προκειμένου να ολοκληρωθούν τα έργα από τα οποία θα επωφελούνταν όλες. Πριν αρχίσουν τα έργα, το πρώτο που έπρεπε να γίνει ήταν να χτιστεί  μια μεγάλη αποθήκη όπου θα αποθηκεύονταν οι συνεισφορές των κοινοτήτων ( εργαλεία, πρώτες ύλες και τρόφιμα). Την αποθήκευση και την διανομή των εργαλείων, των πρώτων ίλων και των τροφίμων ανέλαβε μια ομάδα ανδρών που ειδικεύτηκε αφενός στον συντονισμό των εργασιών και αφετέρου στον εφοδιασμό, την  διανομή εργαλείων και τροφής.

Μιας και τα έργα για να ολοκληρωθούν απαιτούνταν πολλά χρόνια, δίπλα στην μεγάλη αποθήκη, κτίζονταν και νέα εργαστήρια αλλά και τα καταλύματα τόσο των εργατών όσο και της ομάδας που συντόνιζε τα έργα και διαχειριζόταν τον πλούτο της αποθήκης. Το δομημένο αυτό περιβαλλον ήταν το κέντρο της περιοχής των κοινοτήτων. Δεν ήταν μια αγροτική κοινότητα, αν και οργανωμένη με πρότυπο αυτην, ήταν τα πρώτα αστεακά συγκροτήματα, ήταν οι πρώτες πόλεις. Όταν τα έργα τελείωναν, όλες αυτές οι εγκαταστάσεις δεν εγκαταλείπονταν κι αυτό για δυο λόγους. Από τη μια, τα έργα χρειάζονταν συντήρηση. Από την άλλη, δεν το επέτρεπαν οι διαχειριστές και οι συντονιστές των έργων, που μετεξελίχθηκαν σε μια προνομιούχα ομάδα που απέβλεπε στην αναπαραγωγή της ύπαρξής της, δηλαδή των προνομίων της. Υπήρχαν δυο τρόποι να αναπαραχθεί: οι φόροι και ο πόλεμος.

Η οικειοθελής προσφορά των αγροτικών κοινοτήτων μετεξελίχθηκε, λόγω της δράσης των συντονιστών της εργασίας και διαχειριστών του κοινωνικού πλούτου, σε καταναγκαστικό φόρο.  Οι ανοιχτές κοινόχρηστες και κοινόκτητες αποθήκες εργαλείων και τροφίμων μετεξελίχτηκαν σε χώρους κλειστούς, ελεγχόμενοι αυστηρά από τους συντονιστές και διαχειριστές. Πρόκειται για τους Ναούς. Οι υπηρέτες των κοινοτήτων, οι συντονιστές και διαχειριστές, μετεξελίχθηκαν σε ένα κοινωνικό στρώμα με προνόμια – πρόκειται για το λεγόμενο ιερατείο – που δεν άργησε να γίνει άρχουσα τάξη. Αργότερα, ο επικεφαλής της ομάδας αυτής ήταν ο βασιλιάς, lugal στα σουμερικά. lu σημαίνει ‘άνδρας’ και  gal,  ‘μεγάλος, γίνομαι μεγάλος, μεγαλώνω’.

Να λοιπόν που μάθαμε τις πρώτες τρεις σουμερικές λέξεις. Πριν όμως μάθουμε κι άλλες και προσπαθήσουμε να γνωρίσουμε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και τη δομή της πρώτης γραπτής γλώσσας, οφείλουμε να συνεχίσουμε την αφήγησή μας για να κατανοήσουμε το οικονομικό και κοινωνικό υπόβαθρο.

Η ορθολογική  διαχείριση του κοινωνικού πλούτου και ο αποτελεσματικός συντονισμός των εργασιών είχαν ως αποτέλεσμα αφενός τη γένεση της γραφής και αφετέρου την συσσώρευση της γνώσης σε λίγα πρόσωπα. Η γραφή επινοήθηκε μέσα στην κοινοτική αποθήκη που έγινε Ναός. Κάθε τι που έμπαινε και έβγαινε από τον Ναό, καταγραφόταν. Θα ήμουν πιο ακριβής εάν έλεγα ότι σχεδιαζόταν (σημασιογραφία, λεξιγραφία, λογογραφία – θα ασχοληθούμε στο μέλλον με αυτούς τους όρους). Η γραφή προέκυψε από ένα σύστημα τήρησης λογαριασμών με μικρές πήλινες πινακίδες, κάτι σας τις μάρκες στο καζίνο. Αυτές οι μάρκες είναι τα αρχαιότερα κείμενα που διαθέτουμε. Η γραφή στη Μεσοποταμία δεν άρχισε με εικόνες (σημασιογραφία) αλλά με αφηρημένα σχήματα. Για παράδειγμα, ένας κύκλος με σταυρό στη μέση δήλωνε το πρόβατο.

Εκεί συσσωρευόταν, και αποθηκεύονταν με τη γραφή,  και η παραγόμενη γνώση.  Επιπλέον, συγκροτήθηκε ένας φοροεισπρακτικός μηχανισμός που για να λειτουργήσει απαιτούνταν άνδρες, μεταφορικά μέσα (οι φόροι ήταν σε είδος), δρόμοι. Η φορολογία επέκτεινε την πόλη, μιας και για να κατασκευαστούν  τα μεταφορικά μέσα  και το δίκτυο των δρόμων απαιτούνταν περισσότερες ύλες, εργαστήρια, επιπλέον εργασία, κλπ.

Σε μια ευρύτερη περιοχή υπήρχαν πολλές πόλεις, πολλοί Ναοί, που είχαν υπό τον  έλεγχό τους ένα μεγάλο ή μικρό αριθμό κοινοτήτων. Ενώ στην αρχή οι σχέσεις μεταξύ των Ναών ήταν αγαστές, η γένεση της τοπικής άρχουσας ελίτ, η σύμπηξη σχέσεων Κυριαρχίας διατάραξε τη συνεργασία και τη σύμπνοια και οδήγησε σε αξιώσεις Κυριαρχίας έναντι των γειτόνων, επέφερε δηλαδή τη συγκρότηση στρατού και σε κατακτητικούς πολέμους. Η κλιμάκωση του πολέμου επέφερε τον έλεγχο μιας μείζονος περιοχής από έναν ισχυρό Ναό που μετεξελίχθηκε στο πρώτο Κράτος.

Βέβαια, κάθε Ναός ήταν ένα μικρό Κράτος και από τη στιγμή που δεν νοείται Ναός χωρίς Πόλη, δεν νοείται και Κράτος χωρίς Πόλη. Έτσι, η έδρα του ισχυρότερου Κράτους ήταν η μεγαλύτερη, πολυπληθέστερη και πλουσιότερη πόλη.

Συνοπτικά: η συνεργασία των αυτόνομων αγροτικών κοινοτήτων είχε δυο διαφορετικά και αντικρουόμενα αποτελέσματα: από τη μια έγινε εφικτή η αντιμετώπιση των προβλημάτων (η αποστράγγιση των βάλτων και η άδρευση των ημιερημικών εδαφών), με αποτέλεσμα να αυξηθεί ο αριθμός των αγροτικών κοινοτήτων, ο πληθυσμός  και ο παραγόμενος κοινωνικός πλούτος, κι από την άλλη,  εγκαθιδρύθηκαν σχέσεις Κυριαρχίας και εμφανίστηκαν θεσμοί που τις κατέγραφαν, τις υλοποιούσαν και τις αναπαρήγαγαν (άρχουσα τάξη, Ναός, κράτος, γραφή, συσσώρρευση γνώσης, φορολογία, στρατός, πόλεμος).

Όταν ολοκληρώθηκε αυτή η διαδικασία, ολοκληρώθηκε και η γένεση ενός τρόπου παραγωγής που ονομάζουμε, κακώς, ασιατικό τρόπο παραγωγής. Από τον τρόπο παραγωγής των νεολιθικών αυτόνομων αγροτικών κοινοτήτων, ας τον πούμε νεολιθικό τρόπο παραγωγής, περάσαμε στον ασιατικό τρόπο παραγωγής.

Για να κατανοήσουμε τη μετάβαση από τον νεολιθικό στον ασιατικό τρόπο παραγωγής, ας δούμε, άκρως συνοπτικά, τα βασικά χαρακτηριστικά, ομοιότητες και διαφορές,  και του πρώτου και του δεύτερου.

Στον νεολιθικό τρόπο παραγωγής, το βασικό μέσο παραγωγής είναι η γη.  Η γη είναι κοινόκτητη και κοινόχρηστη, ανήκει και χρησιμοποιείται από όλη την κοινότητα, η οποία είναι αυτόνομη και απλά συνεργάζεται με τις άλλες γειτονικές (ανταλλαγή προϊόντων, αποστολές εφοδιασμού πρώτων υλών, θρησκευτικές εορτές, κλπ). Η κεντρική αποθήκη είναι τόσο χώρος αποθήκευσης  πρώτων υλών και εργαλείων, όσο και εργαστηρίων και συλλογικής περιοδικής κατανάλωσης της τροφής, με λίγα λόγια ένας χώρος ανοιχτής έκθεσης και ελεύθεσης πρόσβασης σε ένα μέρος του κοινωνικού πλούτου που δεν παράγει η κοινότητα.

Από τη στιγμή που ο ασιατικός τρόπος παραγωγής προήλθε μέσα από τα σπλάχνα του νεολιθικού, δεν μας παραξενεύει που επιβιώνουν πολλά χαρακτηριστικά του. Το πρώτο και το κύριο είναι ότι η γη, το βασικό μέσο παραγωγής, δεν είναι ατομική ιδιοκτησία. Η γη συνεχίζει να ανήκει στην κοινότητα.

Το δεύτερο χαρακτηριστικό που επιβιώνει είναι η συλλογικότητα της κοινότητας. Δεν υπάρχει κοινωνική διαφοροποίηση στους κόλπους της, με αποτέλεσμα η καταβολή του φόρου και η στρατολόγηση να μην είναι προσωπική ή οικογενειακή υπόθεση αλλά συλλλογική, υπόθεση όλης της κοινότητας. Η κοινότητα ρύθμιζε το πως θα καταβληθεί ο φόρος που επιβαλλόταν από το κράτος.

Τα ειδοποιά στοιχεία είναι δύο: είναι η ύπαρξη του κράτους και η συγκεκριμένη οργάνωσή του. Ενώ η γη ανήκει στις κοινότητες (κατοχή), το κράτος, είδαμε πως συγκροτήθηκε,  έχει την κυριότητα των μέσων παραγωγής, καρπούται δηλαδή το υπερπροϊόν, που παίρνει τη μορφή του φόρου σε είδος (Tribut). Αυτό όμως το υπερπροϊόν, αυτοί οι φόροι, αποτελούν πλούτο συλλογικό της άρχουσας τάξης στο σύνολό της, ο οποίος διανέμεται από την ανωτατη κρατική αρχή σε αξιωματούχους του κράτους που δεν έχουν κληρονομικά δικαιώματα. Κι αυτό διότι το Κράτος οργανώθηκε με πρότυπο την αγροτική κοινότητα, δηλαδή συλλογικά: ο Ναός είναι κοινοτική κοινόχρηστη και κοινόκτητη απόθήκη, επομένως και το Κράτος, η άρχουσα τάξη δεν μπορούσε παρά να οργανωθεί συλλογικά.

Με την προϋπόθεση ότι κατέβαλαν τους φόρους, οι κοινότητες διατηρούσαν την μικρή ή μεγάλη αυτονομία τους. Αποτελούσαν δηλαδή τη στοιχειώδη οικονομική και κοινωνική μονάδα του ασιατικού τρόπου παραγωγής.  Έτσι, η επιβίωση της σχετικής αυτονομίας των αγροτικών κοινοτήτων ήταν και επιβίωση του νεολιθικού τρόπου παραγωγής, που ήταν ένας κομμουνιστικός τρόπος παραγωγής.

Κι αυτό είναι το παράδοξο αλλά όχι ακατανόητο: η συνεργασία των κομμουνιστικών νεολιθικών κοινοτήτων της Μεσοποταμίας (αλλά και άλλων περιοχών, π.χ., της Αιγύπτου) επέφερε την δημιουργία του Κράτους και της Κυριαρχίας. Κομμουνισμός και Κυριαρχία συνυπάρχουν, με την δεύτερη να επιτελεί μια λειτουργία διαχείρισης του πρώτου.

Γνωρίζουμε την εξήγηση αυτού του παράδοξου: από τη μια, η έλλειψη ελέγχου από τις κοινότητες, λόγω της βραδύτητας στις επικοινωνίες και στις μεταφορές, κι από την άλλη, η μονιμότητα της διαχείρισης του κοινωνικού πλούτου και του συντονισμού των εργασιών που ενισχύθηκε από τη γραφή και τη συσσώρρευση της γνώσης,  είχαν ως αποτέλεσμα την εμφάνιση της άρχουσας τάξης που πήρε τη μορφή του Κράτους.

Η συλλογική οργάνωση των Υποτελών Παραγωγών σε συνδυασμό με τη συλλογική οργάνωση της άρχουσας τάξης μας παρακινεί να συσχετίσουμε την οικονομία του Ναού και τον ασιατικό τρόπο παραγωγής με τα σοσιαλιστικά κράτη και τον σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής του αιώνα που μας πέρασε. Ένα δίκαιο κράτος που ελέγχει την παραγωγή του κοινωνικού πλούτου και τον αναδιανέμει σύμφωνα με τις ανάγκες και τις επιθυμίες της άρχουσας τάξης. Μόνο που αντί του ασιταικού τρόπου παραγωγής έχουμε εδώ τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Νομίζω πως ο κρατικός καπιταλισμός των σοσιαλιστικών χωρών έχει κάποια κοινά στοιχεία με την οικονομία του Ναού.

Αυτά για σήμερα. Σε ένα προσεχές σημείωμα θα καταπιαστώ με την εμφάνιση της γραφής μέσα στους Ναούς των πόλεων της Μεσοποταμίας γύρω στο 3.500 π. Χ. Και στη συνέχεια θα ασχοληθούμε με τη σουμερική γλώσσα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σχολιάστε ελεύθερα!

  1. Εξαιρετικό, διανεμήθηκε ήδη και στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας.

    Το δέος για την φύση, η εν γένει αδυναμία ερμηνείας των φαινομένων του φυσικού κόσμου (από τους κεραυνούς μέχρι την αρρώστια), πρέπει να γέννησε από νωρίς κάποια μορφή θρησκείας. Νομίζω ότι το «ιερατείο» που αναφέρεις είχε, επίσης από νωρίς, στενή σχέση _και_ με αυτή την ανθρώπινη πλευρά. Το ερώτημα ποιος από τους δύο ρόλους, του διαχειριστή ή του ‘μάγου’, προέκυψε πρώτος, για πολλούς δεν έχει νόημα αφού έτσι εκπίπτουμε στο ζήτημα της κότας και του αυγού, για άλλους όμως είναι θεμελιώδες διότι η απάντηση ίσως να χαρακτηρίζει την ουσία του είδους μας …

  2. Αγαπητέ grsail,
    δεν σε ξέχασα. Σήμερα θα γράψω για το σχόλιό σου στο κείμενο ‘μπορούν να πολεμήσουν, και πως οι άνεργοι. . .’
    Το ζήτημα της εμφάνισης της θρησκείας είναι πολύ ακανθώδες, κι ένα από τα αγκάθια είναι η διαπίστωση ότι υπήρξαν τροφοσυλλεκτικές ομάδες χωρίς θρησκεία και πάρα πολλές, με θρησκεία χωρίς Θεό. Η αλληλεπίδραση των ανθρώπων με τη φύση έχει πολλές πτυχές – σε πολλές τροφοσυλλεκτικές ομάδες η φύση είναι η η καλή μάνα που παρέχει τα αγαθά. Θεωρώ ότι έχουμε υπερτονίσει την φύση ως κακιά μητριά κι αυτή η κατηφόρα αρχίζει κυρίως στην αρχαία Ελλάδα με τη λατρεία της επιθυμίας της αθανασίας, με την επιθυμία του ήρωα (της Ιλιάδας) να γίνει πιο ισχυρός από τη φύση.
    Πριν τη μετάβαση από την τροφοσυλλογή στη μόνιμη εγκατάσταση και την παραγωγή της τροφής, την οποία μπορούμε να εξηγήσουμε ως επίλυση σε κάποιο πρόβλημα, κατά τη γνώμη μου, στο πρόβλημα της αύξησης του πληθυσμού, δεν υπήρχαν διαχειριστές, υπήρχαν μόνο σαμάνοι (θεραπευτές, σοφοί), που κακώς τους λέμε μάγους, και όχι σε όλες – υπήρχαν σίγουρα στις κυνηγητικές ομάδες αλλά όχι στις τροφοσυλλεκτικές (που ήταν και κυνηγητικές αλλά το κυνήγι είναι συμπληρωματικό χαρακτήρα – η ομάδα αναπαραγόταν χάριν της τροφής που έφερναν οι γυναίκες με τα παιδιά). Υπήρχαν ασφαλώς και σε γεωργικές κοινωνίες, δεν υπάρχει καμιά απολύτως αμφιβολία, άλλοτε ως επιβίωση κι άλλοτε ως νέος θεσμός, που άλλοτε ταυτίστηκε με το βασιλιά κι άλλοτε έγινε το δεξί του χέρι. Αν δεν έχεις διαβάσει τον ‘Χρυσό Κλώνο’ του Τζέιμς Τζωρτζ Φρέιζερ σου το συνιστώ ανεπιφύλακτα, μαθαίνει κανείς πολλά πράγματα για τους μάγους, βασιλείς, γιορτές, ανθρωποθυσίες κι άλλα πολλά.
    Χρησιμοποιώ τον όρο ‘ιερατείο’ με μισή καρδιά και βρίσκομαι πολύ κοντά στο να τον εγκαταλείψω, προτιμώντας άλλους όρους π.χ. διαχειριστές, συντονιστές, αξιωματούχους, ανάλογα με τη φάση της διαδικασίας της γένεσης του Κράτους στη Μεσοποταμία και στην Αίγυπτο μεταξύ 3.500 και 2.500 π.Χ.
    Πάντως, όλα αυτά, η κοινωνιογένεση, η ανθρωπογένεση, η μετάβαση από την τροφοσυλλογή στη παραγωγή της τροφής και η εμφάνιση της Κυριαρχίας και του Κράτους παρουσιάζουν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, μιας και υπάρχουν πολλά ζητήματα που χρήζουν μελέτης και διερεύνησης.