in αστυνομικό μυθιστόρημα

κλινική ‘Γλυκιά Ζωή'(1)

κλινική ‘Γλυκιά Ζωή’

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

1. δέκα χιλιάδες μέρες

Αυτό είναι, αυτό είναι. Πως και δεν το σκέφτηκε κανείς; Κάθε χρόνος που περνάει μας μένει μια κούραση που δε φεύγει, μένει μόνιμα στο σώμα μας, στα πόδια μας, στα χέρια μας, στα κύτταρά μας όλα, μαζεύεται, μαζεύεται, κοιμάσαι και ξυπνάς όλο και πιο κουρασμένος, τίποτα δεν μπορεί να τη διώξει, ούτε η ησυχία, ούτε η σιωπή, ούτε το ζεστό μπάνιο, ούτε το μασάζ, ούτε το σεξ, τίποτα, τίποτα. Στα ενενήντα, νιώθεις τέτοια κούραση, κούραση κουραστική, κούραση αποτρόπαια, κούραση ενοχλητική, που λες, να πεθάνω να ξεκουραστώ, λες και θέλουμε και πεθαίνουμε, θέλουμε τον θάνατο σαν ένα ποτήρι νερό, όταν είμαστε διψασμένοι, σαν μια μπουκιά ψωμί, όταν πεινάμε, σαν ένα γλυκό υπνάκο στη πολυθρόνα, όταν νυστάζουμε, έτσι τον θέλουμε τον θάνατο. Στα ενενήντα. Στα ενενήντα έξι πέθανε ο παππούς μου. Από κούραση. Στα ενενήντα δύο πέθανε ο πατέρας μου. Αν λάβω υπόψη μου τη φθορά και τον εκφυλισμό του ανθρώπινου είδους, εγώ θα πεθάνω στα ογδόντα οχτώ, μπορεί όμως και όχι. Γιατί να μην πεθάνω κι εγώ σαν τον παππού μου; Λίγοι περνάνε τα εκατό; Υγιέστατος είμαι. Η πίεσή μου είναι πίεση εικοσάρη. Περπατάω καθημερινά πέντε χιλιόμετρα. Πίνω ένα ποτήρι κόκκινο κρασί κάθε μεσημέρι. Ναι, ναι, να ‘μαστε καλά, τα ενενήντα θα τα περάσω. Θα ζήσω ακόμα. . . πάνω από είκοσι οχτώ χρόνια. 336 μήνες. Λίγοι είναι; Δεν είναι ούτε ένας ούτε δύο. Πάνω από δέκα χιλιάδες μέρες. Δέκα χιλιάδες μέρες!

-Δεν θα ήταν καλύτερα να της τηλεφωνούσαμε;

Τον ρώτησε για να σταματήσει να ανακατεύει τον καφέ. Τον ρώτησε για να σταματήσει να σκέφτεται. Τον ρώτησε για να πιάσει κουβέντα. Ανησυχούσε. Ο Φώτης άφησε το κουταλάκι δίπλα στο φλιτζάνι και της ζήτησε συγγνώμη. Από συνήθεια. Το ανακάτεμα του καφέ συνοδευόταν πάντα από μια συγγνώμη. Ο στροβιλισμός του καφέ παρέσερνε το μυαλό να στροβιλιστεί κι αυτό, να χαθεί σε ένα χάσιμο άπειρα μικρής διάρκειας που μόνο η Χαρά γνώριζε πόσα λεπτά της ώρας διαρκούσε. Ένα χάσιμο της αίσθησης του χρόνου και του χώρου, ένας μικρός, αιφνίδιος, αναπάντεχος θάνατος, μια ηδονή που μόνο η λήθη σου χαρίζει, μια ιερή νόσος καθημερινή και κοινή, που δεν την γνωρίζουμε, δεν την συνειδητοποιούμε – τόσο γνωστή και γνώριμη μας είναι. Μας ενοχλεί, τη φθονούμε. Τι σκέφτεσαι, μας ρωτάνε και μας τραβάνε στη δίνη της οχληρής και επώδυνης καθημερινότητας. Που βόσκεις; Βόσκω στα Ηλύσια Πεδία, στα πεδία των Μακάρων, στα πεδία της μακαριότητας του Τίποτα, μπεεε, μουουου. Και μας επαναφέρουν. Επανεκκίνηση – της λογικής.
ΦΩΤΗΣ Όχι, όχι. Θα χαρεί πιο πολύ αν μας δει  ξαφνικά μπροστά   της.
ΧΑΡΑ Τι ώρα θα φτάσουμε;
ΦΩΤΗΣ Δυο ώρες μέχρι τη Θεσσαλονίκη, άλλη μια μέχρι το Κιλκίς, κι άλλη μια μέχρι το μοναστήρι, τέσσερις πέντε ώρες. (Κοιτάζει το ρολόι). Στις δυο θα είμαστε εκεί.
ΧΑΡΑ Αν ήταν πιο κοντά μας, θα τη βλέπαμε πιο συχνά. Δε μπορούμε να τη φέρουμε πιο κοντά;
ΦΩΤΗΣ Πιο κοντά θα είναι και πιο κοντά στην Αθήνα. Καλά είναι εκεί. Νέοι είμαστε, όσο κρατιόμαστε ακόμα θα πηγαίνουμε να τη βλέπουμε. Θα κάνουμε  και τα ταξιδάκια μας.

Ένα λεωφορείο των ΚΤΕΛ έστρεψε και παρκάρισε κοντά σε ένα άλλο. Εμφανίστηκαν βιαστικοί επιβάτες, άνοιξε  η πόρτα με ορμή, πασαρέλα, συνταξιούχοι και φοιτήτριες και φαντάροι και αγρότες και υπάλληλοι, να προλάβουν να κάνουν το ψιλό τους, να κάνουν το χονδρό τους, ν’ αλλάξουν σερβιέτα, να πιούν καφέ, να φάνε τυρόπιτα, να καπνίσουν, να καπνίσουν, να αγοράσουν σταυρόλεξα, να αγοράσουν κρακεράκια, να αγοράσουν νεράκι, να ξεμουδιάσουν, να τεντωθούν, να προλάβουν να ξανακαθίσουν, ακίνητοι, ακινητοποιημένοι. Ο Φώτης φαντάστηκε τη διένεξη των αρχαιολόγων σχετικά με τη χρησιμότητα του πολυθέσιου οχήματος που κάποιος τυχερός συνάδερφός τους θα ανακαλύψει το 3014 σε μια καμένη, πυρπολημένη, εγκαταλειμμένη άρον άρον πόλη του εικοστού πρώτου ή του εικοστού δεύτερου αιώνα, μετά Χριστόν, όχημα μεγάλο, όχημα που μπορούσε να μεταφέρει εξήντα ανθρώπους, εξήντα ανθρώπους, σκεπασμένο με στάχτη και σκόνη, σκόνη, παράγωγο της αποσύνθεσης του μπετού, μπετό που επέστρεψε στην πρωταρχική του κατάσταση, μπετό που έγινε νεκρό τσιμέντο, σβησμένο, άψυχο, αδύναμο τσιμέντο. Θα συμφωνήσουν ότι ήταν ένα όχημα για τη μεταφορά των ανθρώπων σε μικρές αποστάσεις, από γειτονιά σε γειτονιά, και θα φρίξουν όταν κάποιος, ανισόρροπος, θα διατυπώσει την άποψη ότι με αυτό το όχημα οι άνθρωποι ταξίδευαν ώρες πολλές και μέρες πολλές, από μια πόλη στην άλλη, από μια χώρα στην άλλη, από μια ήπειρο στην άλλη – και θα τον χλευάσουν και θα αδιαφορήσουν, με το εξής επιχείρημα: είναι δυνατόν οι άνθρωποι να έφτασαν σε αυτό το σημείο κατάπτωσης και εκφυλισμού, εξαχρείωσης και παρακμής; Και ο αιρετικός αρχαιολόγος θα υποστηρίζει, ναι, ναι, έφτασαν σε αυτό το σημείο παραλογισμού και θα επιμένει πως θα ανακαλύψουν κι άλλες ενδείξεις εξαθλίωσης.
Προβατοφορείο. Τροχοφόρα στάνη. Ένα ανεπαίσθητο μειδίαμα εμφανίστηκε στα χείλη του Φώτη, μειδίαμα που προκάλεσε η ηδονή, ηδονή που προκάλεσε η επινόηση των λέξεων, μειδίαμα και ηδονή που δεν έμελε να έχουν μέλλον, λόγω  αυτοσυγκράτησης, λόγω αυτοελέγχου, λόγω αυτοπροστασίας από την κακία και την πονηριά του κόσμου. Αλλά τις σκέψεις ποιος μπορούσε να τις δει και να τις ακούσει;  Προβατοπαρόν. Προβατομέλλον. Προβατοπαρελθόν. Προβαροχώρος. Προβατοχρόνος. Ανθρωποβοσκητική. Ανθρωποβοσκός.

ΧΑΡΑ Θα βρέξει!
ΦΩΤΗΣ Ας βρέξει. Φοβάσαι μη βραχείς;
ΧΑΡΑ Θα πηγαίνουμε πιο σιγά.
ΦΩΤΗΣ Θα φτάσουμε μισή ώρα πιο αργά! Μακάρι τέτοια προβλήματα να είχαμε!
ΧΑΡΑ Τι θες να πεις;
ΦΩΤΗΣ Δε θέλω να πω τίποτα. Είναι πρόβλημα που θα     αργήσουμε μισή ώρα; Για όνομα του Θεού!
ΧΑΡΑ . . .(σκεφτική)
ΦΩΤΗΣ Πάλι τα ίδια θ’ αρχίσεις;
ΧΑΡΑ(Βουρκώνει) Όσο σκέφτομαι ότι δε θα γίνει μάνα, δε θα κρατήσει παιδί στην αγκαλιά της . . .
ΦΩΤΗΣ Σταμάτα! Σε παρατάω εδώ και φεύγω. Μαζί δε τη πήραμε την απόφαση; Υπάρχει καλύτερος τρόπος να την προστατέψουμε;
Ένα αυτοκίνητο σταματά μπροστά στις αντλίες του βενζινάδικου. Mein Auto ist mein Burg. Ψιχαλίζει. Πασαρέλα. Νεράκι στο χέρι, κρακεράκια, Μάλμπορο κι αναπτήρας του Παναθηναϊκού, σταυρόλεξα, περιοδικά πολύχρωμα για ομπρέλα,  διανύουν βιαστικά την απόσταση από την καφετέρια, το λεωπροβατοφορείο ξεκινά, βγαίνει δειλά στην εθνική, στρίβει δεξιά, χάνεται.

ΧΑΡΑ Τον ήπιες τον καφέ;
ΦΩΤΗΣ Πάω στην τουαλέτα και φεύγουμε.

Πήγε στην τουαλέτα ο Φώτης, συνταξιούχος καθηγητής, μαθηματικός. Κατέβασε αργά το φερμουάρ. Δεν μπορούσε να το αποφύγει, δεν μπορούσε να ελέγξει τον εγκέφαλό του, δεν μπορούσε να σβήσει τη μνήμη του, δεν μπορούσε να αποτρέψει ο Κύριος οίδε ποιες συνάψεις ποιων νευρώνων, συνάψεις  που έβγαζαν από τα συρτάρια της μνήμης τις εικόνες της καλόγριας να μαζεύει βιαστικά τα εσώρουχα τα απλωμένα στο σκοινί σε μιαν άκρη της αυλής του μοναστηριού, εσώρουχα δαντελωτά, κιλοτάκια μικροσκοπικά, μικροσκοπικά και δαντελωτά, και άσπρα και μαύρα και κόκκινα, και ζαρτιέρες, μαύρες και άσπρες, και κάλτσες που δεν ήταν ούτε κάλτσες ούτε καλσόν, να τα μαζεύει βιαστικά,  κι αυτός πίσω από τη μεγάλη ξύλινη πόρτα, πίσω από μια χαραμάδα της βαριάς ξύλινης πόρτας του φρουριομοναστηριού να βλέπει και η γυναίκα του να τον ρωτά, ‘τι βλέπεις;’, ‘τι βλέπεις;’, όταν έφτασαν νωρίς πρωί και δεν είχαν που να πάνε, δεν είχαν τι να κάνουν, και σκέφτηκαν να πάνε στο μοναστήρι – ήξεραν ότι οι καλόγριες ξυπνάνε νωρίς και θα τους άνοιγαν, έκανε και κρύο, χτυπούσαν, χτυπούσαν, τίποτα. Τι γοητευτικό μυστήριο κι αυτό, να βλέπεις τόσα πολλά από μια τόσο μικρή τρύπα, από μια κλειδαρότρυπα, από μια χαραμάδα, να βλέπεις το σύμπαν από την τρύπα του τηλεσκόπιου, να βλέπεις μαύρα δαντελωτά κιλοτάκια από μια χαραμάδα, κι όταν η νεαρή καλόγρια, όχι, δεν ήταν η κόρη τους, μάζεψε όλα τα σύνεργα της ηδονής, ‘τι βλέπω ρε Χαρά, τίποτα δε βλέπω’, της είπε, κι έσκυψε και η Χαρά να δει και είδε μια καλόγρια που ερχόταν τρέχοντας σχεδόν να τους ανοίξει, και τους άνοιξε, και τους υποδέχτηκε με ένα χαμόγελο, χαμόγελο πλατύ, χαμόγελο άνετο, χαμόγελο ευχάριστο, χαμόγελο φιλικό.
Ο Φώτης ανέβασε βιαστικά το φερμουάρ του παντελονιού, έπλυνε τα χέρια του, όχι γιατί λερώθηκαν αλλά γιατί λέρωσαν και βγήκε έξω. Η Χαρά δεν ήταν στο τραπέζι. Όλοι όσοι κάθονταν στα διπλανά τραπέζια, άνδρες και γυναίκες, κοιτούσαν έξω – το ότι κάποιοι πολλοί κοιτούσαν ταυτόχρονα έξω δε μπορεί, θα έβλεπαν κάτι πολύ περίεργο, ένα σπάνιο θέαμα. Κοίταξε κι αυτός, η ανθρώπινη φύση του δεν του επέτρεπε να μην κοιτάξει, και είδε τη γυναίκα του να τρέχει πίσω από μια μαύρη μερσεντές που έφευγε και έβγαινε στη Εθνική, στρίβοντας δεξιά, να βρέχει, να ρίχνει καρέκλες, να τρέχει, με σηκωμένα τα χέρια προς τον ουρανό, να τρέχει, να σταματά ξαφνικά μόλις αντιλήφθηκε ότι δεν θα μπορούσε να φτάσει τη μαύρη μερσεντές, μόλις η Εθνική και η βροχή ρούφηξαν και εξαφάνισαν  τη μαύρη μερσεντές, να γυρίζει, να τρέχει με όρθια με σηκωμένα τα χέρια προς τον ερεβώδη ουρανό, την αχανή κατοικία του αχανούς Θεού και Κυρίου ημών, την αχανή κατοικία των διευθυντών και στελεχών και πολιτικών και επιστημόνων και αθλητών και δημοσιογράφων και συγγραφέων και διανοουμένων που τρώνε, κοιμούνται, εργάζονται και γαμάνε μέσα στα ιπτάμενα φρούριά τους, εν μέσω χρυσής νεφέλης, εκεί ακριβώς όπου η Ήρα ξελόγιασε τον φουκαρά τον Δία, τον αδερφό της και σύζυγό της,  την είδε να τρέχει,  να ανοιγοκλείνει το στόμα της, να μπαίνει στη καφετέρια και τότε από το στόμα που ανοιγόκλεινε βγήκαν οι παρακάτω κραυγές, φωνές, λυγμοί, απόγνωση, πόνος, ουρλιαχτά, ικεσίες, ευχές:

–    Φώτη . . . η Αφροδίτη . . .την είδα μέσα στο
αυτοκίνητο . . . Που πάει; . . .με ποιον είναι; . . . που τη πάνε; . . .Φώτη . . . Να τους προλάβουμε. . . Που είναι το αυτοκίνητο;

Και κοιτάζει έξω και ψάχνει με το βλέμμα της να βρει το αυτοκίνητο και τον πιάνει από το χέρι και τον τραβάει κι αυτός να βάζει χειρόφρενο κι αυτή να τραβάει και να φωνάζει και να σπαράζει και να ωρύεται και να ικετεύει και να διατάζει ‘που είναι το αυτοκίνητο, Φώτη;’ και να τον τραβάει και να τον τραβάει και να κοιτάζει έξω και οι άλλοι να την κοιτάζουν και να την ακούνε να λέει και να ξαναλέει ‘πάμε, πάμε’ και να ακούνε τον άνδρα της να λέει
–    Δεν ήταν η Αφροδίτη. . .

Αν ήσασταν εκεί, θα ακούγατε τον εξής διάλογο:

ΧΑΡΑ Η Αφροδίτη ήταν! Την είδα με τα ίδια μου τα μάτια. Καθόταν με μια κοπέλα στο πίσω κάθισμα.
ΦΩΤΗΣ Χαρά, άκουσε με! Η Αφροδίτη είναι στο μοναστήρι. Χτες την είδες σε ένα σουπερμάρκετ στο Παγκράτι. Προχτές την είδες να κατηφορίζει την Πανεπιστημίου με μια ηλικιωμένη καλόγρια. Πριν    από μια βδομάδα την είδες έξω από σινεμά. Ηρέμησε. Σε λίγες ώρες θα είσαι κοντά της.
ΧΑΡΑ (ξεσπάει σε λυγμούς). Η Αφροδίτη ήταν!
ΦΩΤΗΣ  Θέλεις να πάρουμε τηλέφωνο να της μιλήσεις; Έλα, σε παρακαλώ, κάθισε, θα τηλεφωνήσω στην  ηγουμένη να τη φωνάξει να της μιλήσεις.
ΧΑΡΑ  Φώτη, η Αφροδίτη ήταν!

Τη βόηθησε να καθίσει, κάθισε κι αυτός. Ο Φώτης βγάζει το κινητό και τηλεφωνεί.

ΦΩΤΗΣ. Καλημέρα σας. . . Αγία Ηγουμένη, είμαι ο πατέρας της Αφροδίτης . . . Μας ψάχνετε!; . . . Είμαστε στη Λάρισα. Ερχόμαστε να δούμε . . .(Ανήσυχος)  Όχι, δεν μας ενημέρωσαν, φύγαμε    χαράματα. . . (Ακούει χωρίς να μιλά, χλωμιάζει) . . .
ΧΑΡΑ Τι συμβαίνει; Που είναι η Αφροδίτη;
ΦΩΤΗΣ Ειδοποιήσατε την Αστυνομία; . . .(κλείνει το  τηλέφωνο, ενώ η Ηγουμένη μιλάει ακόμα).
ΧΑΡΑ Φώτη, τι συμβαίνει;
ΦΩΤΗΣ. Εξαφανίστηκε η Αφροδίτη.
ΧΑΡΑ Φώτη, η Αφροδίτη ήταν. Σήκω, τρέχα, θα τους     προλάβουμε.

Και τον πιάνει από το χέρι, τον σηκώνει όρθιο, τον τραβά, ο Φώτης κάνει τρία βήματα, αστραπή, μετά βροντή, δυνατή βροχή, μένει ακίνητος και σωριάζεται στο πάτωμα με τα καφέ πλακάκια, πάνω στα οποία είχαν περπατήσει άνθρωποι που οι σόλες τους είχαν γλείψει σκατά σκύλων και γατιών και ποντικιών.

[Το σώμα του Φώτη (του Φώτη;) θα απομακρυνθεί από την καφετέρια. Θα απομακρυνθεί από την Αθήνα. (Όταν η νεκροφόρα θα φύγει από την Αθήνα, για μερικά χιλιόμετρα θα ακολουθεί κατά ρόδας ένα απορριμματοφόρο). Θα απομακρυνθεί από το πατρικό σπίτι, θα απομακρυνθεί από τα  Παλούκια Δράμας. (Στη θέα της νεκρικής πομπής, ο οδηγός του απορριμματοφόρου θα βγάλει το καπέλο του και θα σταυροκοπηθεί). Θα τον θάψουν δίπλα στον πατέρα του, Γεώργιο, που ήταν θαμμένος δίπλα στον παππού του, Φώτιο. (Την ώρα που ο παππάς θα διαβάζει το εν τόπω χλοερώ, εν τόπω αναψύξεως, όπου δεν υπάρχει πόνος και στεναγμός και οδυρμός, το απορριμματοφόρο θα περνάει έξω από το νεκροταφείο και θα οδεύει εσπευσμένα προς τον χώρο υγειονομικής ταφής των σκουπιδιών). Στον τάφο του θα γράψουν

ΦΩΤΙΟΣ ΚΑΡΒΟΥΝΙΔΗΣ
6-4-1936
12-3-1998

Θα σας παρακαλέσω να μην υποκύψετε στον πειρασμό και αναρωτηθείτε εάν υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα σε αυτό που είναι γραμμένο στον τάφο και σε αυτό που είναι μέσα στον τάφο. Εάν το κάνετε, λάβετε υπόψη σας ότι μόνο ο νεκρός είναι αθάνατος.]

Σχολιάστε ελεύθερα!