in citius altius fortius

1. από τον ήρωα στον αθλητή

1.  Το καλοκαίρι του 696 προ Χριστού*, την  αυγή της αρχαϊκής εποχής (700-500), πιθανόν για πρώτη φορά Αθηναίοι αριστοκράτες ξεκινούν από την Αθήνα για να πάνε στην Ολυμπία, την δέσποιν’ αλαθείας, και μετά από ένα εξαήμερο, υπολογίζω, περπάτημα φτάνουν εκεί για να λάβουν μέρος στους αθλητικούς αγώνες που η φήμη τους δεν έπαυσε να εξαπλώνεται από τότε που διεξάχθηκαν για πρώτη φορά*, το 776. Η αποστολή αυτή ήταν η δεύτερη εκτός Πελοποννήσου: είχαν προηγηθεί οι Μεγαρείς, το 704. Λίγα χρόνια μετά, οι Αθηναίοι θα συναντούσαν στην Ολυμπία αθλητές από την μικρασιατική Σμύρνη (688) και τον Κρότωνα, της κάτω Ιταλίας (672). Μέσα σε ένα αιώνα, καθ’ όλη τη διάρκεια της Υστερογεωμετρικής Εποχής (ΥΓ 800-700), η διεξαγωγή των αθλητικών αγώνων στο ιερό του Διός στη δυτική Πελοπόννησο είχε αναδειχτεί ως το κορυφαίο αθλητικό και κοινωνικό γεγονός του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Ο Πίνδαρος, το 476,

 επαναλαμβάνει την πεποίθηση των ελεύθερων ανδρών, όλων των κοινωνικών στρωμάτων, γράφοντας μηδ’ Ολυμπίας αγωνα φέρτερον αυδάσομεν: τους συγκρίνει με το χρυσάφι, που ξεχωρίζει με τη λάμψη του από τον υπόλοιπο πλούτο, και με τον ήλιο, το θαλπνότερον φαεννόν άστρον του ουρανού. Πως όμως ένας ταπεινός κι άσημος χώρος, όπου από τους κατοίκους ενός μικρού χωριού, της Πίσας, λατρεύονταν με θυσίες ο θεός της υπέρτατης ισχύος, o Ζεύς, στις αρχές και τα μέσα του 8ου αιώνα μετεξελίχθηκε σε χώρο διεξαγωγής των πιο ξακουστών αθλητικών αγώνων; Πως μια τοπικής εμβέλειας θρησκευτική γιορτή εξελίχθηκε στην πιο πολυπληθή και πολύβουη αθλητική συγκέντρωση;

2.  Κατά την τελευταία περίοδο του αποικισμού, την εποχή που ο Σόλων διετέλεσε άρχων της Αθήνας, το 594/3, στα μέσα της αρχαϊκής εποχής, υπήρχαν στη λεκάνη στης Μεσογείου πάνω από 1.500 πόλεις· λίγες δεκαετίες αργότερα, μετά την ίδρυση και των άλλων τριών πανελλήνιων αθλητικών συγκεντρώσεων, στους Δελφούς (586 ), στον Ισθμό (582 ) και στη Νεμέα (573 ), την εποχή που θα γεννιόντουσαν ο Αισχύλος (525), ο Πίνδαρος (522; 518;), ο Παρμενίδης (525) δεν υπήρχε πόλη που να μην αναλαμβάνει την διοργάνωση τοπικών αθλητικών αγώνων ή την αποστολή αθλητών και θεατών στους πανελλήνιους αγώνες. Λίγες δεκαετίες πριν την τέλεση των πρώτων αθλητικών αγώνων στο ιερό του Διός στην Ολυμπία, το 776, δηλαδή κατά τις τελευταίες δεκαετίες της Γεωμετρικής Εποχής (830-800), η διοργάνωση και διεξαγωγή αθλητικών αγώνων στα πλαίσια μιας θρησκευτικής γιορτής, μιας παναγήρεως, ήταν μια  παντελώς άγνωστη κοινωνική δραστηριότητα: πως περάσαμε από ένα κόσμο που αγνοεί την μόνιμη τέλεση αθλητικών αγώνων σε ένα κόσμο που τις διεξαγάγει κατά εκατοντάδες κάθε χρόνο, από τη μια άκρη της Μεσογείου στην άλλη;

3.  Το ζήτημα της γένεσης του αθλητισμού και της ταχύτατης διάδοσής του κατά την Υστερογεωμετρική και Αρχαϊκή εποχή συνδέεται άρρηκτα με όλα τα καινοφανή κοινωνικά φαινόμενα αυτής της περιόδου: μέσα από την παρακμή του απομονωμένου οίκου, της ηρωικής ποίησης, του γεωμετρικού ρυθμού στην αγγειογραφία και τη γλυπτική προβάλλουν, με ορμή και αυτοπεποίθηση, η πόλη, ο μνημειώδης ναός, ο αποικισμός, η οπλιτική  φάλαγγα, η αδέσμευτη φαντασία και ο χαρούμενος πειραματισμός των αγγειοπλαστικών εργαστηρίων, η λυρική ποίηση, η αττικής τραγωδία, η ιωνική φιλοσοφία, γεωγραφία και εθνογραφία, η δημοκρατία. Οι αλλαγές σε όλα τα επίπεδα της γλώσσας είναι εμφανείς: εξαφανίζεται ο δυϊκός αριθμός, εμφανίζεται το άρθρο, το δίγαμμα χάνει και τους τελευταίους του προμαχώνες, οι λέξεις αποκτούν νέα σημασία. Τώρα, λόγου χάριν, ο δεινός, ο ικανός, ο σπουδαίος δεν είναι αυτός που προκαλεί το δέος, αυτός που μπορεί να φτάσει κάπου, ο ταχύς αλλά είναι γενικά ο επιδέξιος, ο ικανός.

4.  Σε αυτό τον νέο κόσμο, ο ήρωας της Γεωμετρικής εποχής, ο ήρωας της Ιλιάδας, δεν νιώθει απλώς πολύ άβολα, δεν έχει καμιά απολύτως θέση. Το δράμα του μας το παρουσιάζει με έξοχο τρόπο ο Σοφοκλής στον Αίαντα. Ήρωας και πόλις είναι ασύμβατα, μας λέει ο ποιητής, δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Ο ήρωας της Ιλιάδας (αλλά και της Οδύσσειας) είναι ποιμένας· εξασφαλίζει τη τροφή του από την εκτροφή μεγάλου αριθμού ζώων·  ζει μακριά από τους άλλους, σε μια κατοικία που μοιάζει με φρούριο (οἶκος)· η έλλειψη βοσκότοπων τον αναγκάζει να διενεργεί ληστρικές επιδρομές κατά των γειτονικών (συγγενικών) γενών με αποτέλεσμα η ζωοκλοπή να αναδεικνύεται σε μια δραστηριότητα που εξασφαλίζει πλούτο, ισχύ και φήμη: ο πιο ξακουστός ζωοκλέφτης είναι ένας θεός, ο Ερμής. Το αδιέξοδο της στενοχωρίας και της περιρρέουσας ατμόσφαιρας των συνεχών προστριβών ξεπερνιέται μόνο με την εξόντωση του ποιμενικού γένους. Κάθε καλοκαίρι ο ήρωας αφήνει την φροντίδα των ζώων του στους  υποτακτικούς του, επανδρώνει καράβια και διενεργεί ληστρικές επιδρομές στα παράλια της ανατολικής Μεσογείου με σκοπό να γυρίσει το φθινόπωρο φορτωμένος με σκλάβες, μέταλλα, ρουχισμό, αγγεία και ό,τι άλλο μπορεί να μετακινηθεί. Από την Ιλιάδα μαθαίνουμε τι κάνει εκεί: σφάζει όλους τους άνδρες και τις γυναίκες μη αναπαραγωγικής ηλικίας, αρπάζει ότι μπορεί να μεταφερθεί, καίει το χωριό και πάει γι αλλού. Η εξόντωση του αντιπάλου, άμεση συνέπεια του ποιμενικού τρόπου παραγωγής, είναι ο πυρήνας του ηρωικού ήθους. Ο ήρωας λατρεύει την παράφορη βία (άτη) και την υπερβολική βία (υβρις): μόνο αυτές οι πρακτικές του εξασφαλίζουν την επιβίωση, τη νίκη, το κλέος, τον πλούτο και την ισχύ (κράτος). Για τον ήρωα, μόνο ένας τρόπος επίλυσης των προβλημάτων υπάρχει: το τράβηγμα του μαχαιριού, η εξόντωση του αντιπάλου. Ο μύθος είναι άρρηκτα δεμένος με την ληστρική επιδρομή, την αρπαγή, την απαγωγή, την εξόντωση.

5.  Αυτή η ποιμενική (επική) αρετή, το μονολιθικό ποιμενικό (ηρωικό) ήθος, είναι ασυμβίβαστο με την πόλιν, τονίζει ο Σοφοκλής. Τώρα, ο πολίτης είναι καλλιεργητής γης, από τον πλούσιο γαιοκτήμονα που τα πεντακόσια και χίλια στρέμματα γης τα καλλιεργούν εκατοντάδες δούλοι μέχρι και τους αυτουργούς, τους κατόχους μικρών εκτάσεων γης τις οποίες καλλιεργούν οι ίδιοι, με τη βοήθεια των άλλων μελών της οικογένειας. Ο ποιμένας που έγινε γαιοκτήμονας δουλοκτήτης οφείλει να εξοβελίσει τον ηρωικό κώδικα αξιών, εάν θέλει να αποφύγει την καταστροφή. Τώρα, ο αντίπαλος δεν είναι εμπόδιο για την επιβίωση και την αύξηση της ισχύος: ούτε ο γείτονας γαιοκτήμονας ούτε ο δούλος. Ο πρώτος είναι σύμμαχος, ο δεύτερος παραγωγός του πλούτου. Οι απομονωμένοι και λιγοστοί γαιοκτήμονες εγκαταλείπουν τους οίκους και τα χτήματα με τους εκατοντάδες δούλους και εγκαθίστανται γύρω από την πόλιν, που στην Ιλιάδα σημαίνει το φρούριο και είναι κτισμένο πάνω σε ψηλό και απότομο λόφο (> ακρόπολις). Η εξόντωση, η αρπαγή, η καταστροφή, η παράφορη βία, η ανεξέλεγκτη βία τώρα είναι μανία, μίασμα: υποσκάπτουν την ισχύ του δουλοκτήτη πολίτη. Η αττική τραγωδία δείχνει με έξοχο τρόπο τόσο τη δυσκολία του εξοβελισμού του ποιμενικού κώδικα αξιών όσο και τις συνέπειες της έλλειψης αυτοσυγκράτησης (άτη) και της υπερβολικής βίας, της ατασθαλίας (ύβρις): η μείωση, και σε οριακές περιπτώσεις η ολοκληρωτική εξάλειψη, της κοινωνικής, στρατιωτικής και πολιτικής ισχύος είναι αναπότρεπτη (νέμεσις, δίκη).

6.  Η Ιλιάδα, ένα από σημαντικότερα κείμενα του δυτικού πολιτισμού, καταγράφει με ανεπανάληπτο τρόπο την μετεξέλιξη του ήρωα σε μη-ήρωα, του ήρωα-ποιμένα σε πολίτη-γαιοκτήμονα. Παρατηρούμε τον σταδιακό εξοβελισμό των ηρωικών αξιών και του ηρωικού κώδικα συμπεριφοράς. Ο ήρωας αντιστέκεται: δεν θέλει να μην είναι ήρωας αλλά τελικά δεν μπορεί κάνει διαφορετικά (πολιτισμική αδράνεια). Θέλει, δε θέλει, θα παύσει να είναι ήρωας. Η μεταμόρφωση αυτή του ποιμένα σε δουλοκτήτη γαιοκτήμονα άρχισε κατά την Υστερογεωμετρική εποχή και ολοκληρώθηκε κατά την Αρχαϊκή. Ο Αχιλλέας της ραψωδίας Α είναι ένας ασυγκράτητος φίλερις και μαχαιροβγάλτης τσομπάνης. Στην Ψ θεωρεί τον τσακωμό ανάρμοστη για έναν ήρωα συμπεριφορά. Στην Α αρνείται να υποταχθεί στον Αγαμέμνονα στην Ψ υποτάσσεται και αποδέχεται την ισχύ του Κυρίου του (ιδμεν γάρ όσον προβέβηκας απάντων ( ). Σε όλη την Ιλιάδα είναι βλοσυρός και σκληρός, δεν χαμογελά ποτέ, είναι απηνής. Στην Ψ, χαμογελά! Τι να πούμε και για την Ω! Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς στον Αχιλλέα αυτής της ραψωδίας; Την αυτοπειθαρχία του; Τον οίκτο, τον σεβασμό ή το θαυμασμό που δείχνει προς τον αντίπαλό του;

7 .  Η μετάβαση από τον ποιμενικό τρόπο παραγωγής στον δουλοκτητικό τρόπο παραγωγής είναι το υλικό υπόβαθρο της μετεξέλιξης του ποιμένα-ήρωα σε πολίτη-δουλοκτήτη, της μετάβασης από τον μύθο (την εξόντωση) στο Λόγο (την υποδούλωση, την αποδοχή των πλεονεκτημάτων της συνύπαρξης με τον αντίπαλο) από την ντροπή (δεν το έκανες, ενώ θα μπορούσες να το κάνεις· ενν. να σκοτώσεις), στην ενοχή (το έκανες ενώ θα μπορούσες να μην το κάνεις)  από τον οίκον στην πόλιν,  από την μονομαχία των ηρώων στην οπλιτική φάλαγγα των συνασπισμένων γεωργών, από τον γεωμετρικό ρυθμό στο νατουραλισμό,  από την ηρωική ποίηση στη λυρική και την τραγωδία.

8.  Με το πέρασμα από τον ποιμενικό τρόπο παραγωγής στον δουλοκτητικό, ο ποιμένας σταματά τις ληστρικές επιδρομές, γειτονικές και υπερπόντιες, το φιλοπόλεμο και πολεμοχαρές ποιμενικό πνεύμα υποχωρεί: ο αριστοκράτης, ιδιοκτήτης μεγάλων εκτάσεων γης και κτήτορας εκατοντάδων δούλων δεν έχει λόγους να πολεμά. Αν οι ακτήμονες συνεργάζονται και εφορμούν στα παράλια της Μεσόγείου για να εξασφαλίσουν ένα κομμάτι γης με το όπλο στο χέρι και μέσα από τις τάξεις της φάλαγγας, οι αριστοκράτες ανακαλύπτουν ένα νέο τρόπο να επιδείξουν την ισχύ τους και την αύξησή της μπροστά στο συγκεντρωμένο πλήθος.

9.  Η βασική επιδίωξη του ήρωα, μας λέει τόσο η Ιλιάδα όσο και η Οδύσσεια, είναι η εξασφάλιση της λείας, προϋπόθεση της επιβίωσης και της ισχύος. Ο ήρωας ποιμένας κινείται πάντα στα όρια της ένδειας και της λιμοκτονίας λόγω της ολοσχερούς αδυναμίας του να επέμβει στη παραγωγική διαδικασία, αδυναμία που οφείλεται στην ταύτιση του μέσου εργασίας  με το αντικείμενο εργασίας: το σκαλιστήρι μπορεί να γίνει ζωήλατο αλέτρι ή μηχανοκίνητο τηλεχειριζόμενο τρακτέρ και να οργώσει πιο βαθιά και μεγαλύτερες εκτάσεις γης αλλά η κατσίκα δεν επιδέχεται καμιά απολύτως αλλαγή. Εάν υπάρχουν διαθέσιμα λιβάδια με άφθονο χορτάρι δε θα γεννήσει πάνω από δύο νεογνά· εάν το χορτάρι, λόγω στενοχωρίας, εξαντληθεί, μαζί με τα ζώα θα λιμοκτονήσουν και τα μέλη του ποιμενικού γένους. Σε οριακές περιπτώσεις, θα αναγκαστεί να φάει τα ίδια του τα εργαλεία, τα ζώα αναπαραγωγής. Η ποιμενική εργαλειοφαγία είναι η έσχατη συνέπεια του ποιμενικού αδιεξόδου, του εγγενούς αδιεξόδου του ποιμενικού τρόπου παραγωγής: της ταύτισης του μέσου εργασίας με το αντικείμενο εργασίας. Αυτός είναι ο λόγος που όλες οι ποιμενικές κοινωνίες (Ινδοευρωπαίοι, Άραβες, Εβραίοι, Τούρκοι, Μογγόλοι, κλπ)  που πέρασαν από τη σκηνή της Ιστορίας ήταν ενδεείς και φιλοπόλεμοι.

10.  Στο ερώτημα σε ποιον ανήκει η λεία, η Ιλιάδα δίνει δυο απαντήσεις: του Αχιλλέα και του Αγαμέμνονα. Η πρώτη: η λεία ανήκει σε όλους όσους συμμετείχαν στη ληστρική επιδρομή· σε αυτούς που διακρίθηκαν θα δοθεί ένα τιμητικό δώρο (γέρας), αλλά η υπόλοιπη λεία θα μοιραστεί μεταξύ των πολεμιστών, κυρίως με κλήρωση προς αποφυγή προστριβών. Ο καθένας θα πάρει ό,τι του λάχει (λαγχάνω). Ο Αγαμέμνονας υποστηρίζει ότι η λεία ανήκει στον ισχυρότερο άντρα, δηλαδή στον αρχηγό του πιο ισχυρού στρατού, κι αυτός θα κάνει τη μοιρασιά: θα κρατήσει το μεγαλύτερο και το πολυτιμότερο δώρο για τον εαυτό του και το άλλο θα το μοιράσει στους ευγενείς υπαρχηγούς του ή στους υποτελείς αρχηγούς των άλλων στρατευμάτων. Η διάκριση στη μάχη έχει παραμεριστεί από την ισχύ: ο υποτελής, οργίλος Αχιλλέας είναι καταδικασμένος να ομολογήσει την υποταγή του στον Αγαμέμνονα και το κάνει.

11.  Η επιδίωξη της εξασφάλισης της λείας συνδέεται στενά με την επιδίωξη του κλέους, της φήμης, της δόξας. Η Ιλιάδα είναι κάτι παραπάνω από σαφής: το κλέος αποκτάται μόνο με το φόνο, μόνο με την διάκριση στη μάχη: το κλέος, το τι λένε οι άλλοι για μένα, αποτελεί προϋπόθεση της αξίωσης συμμετοχής στη μοιρασιά της λείας. Όποιος έχει κλέος, θα έχει και λεία, πλούτο,  επομένως θα διαθέτει και ισχύ (Αχιλλεύς)· η συσσώρευση του πλούτου και της ισχύος επιφέρει το κλέος (Αγαμέμνων), το οποίο με τη σειρά του αυξάνει τον πλούτο και την ισχύ . . . Το κλέος δεν είναι οι ανεξέλεγκτες φήμες και διαδόσεις που κυκλοφορούν μεταξύ των μελών μιας ποιμενικής κοινότητας αλλά ό,τι ακούει το συγκεντρωμένο πλήθος από το στόμα ενός συγκεκριμένου προσώπου, του αοιδού. Ο έλεγχος της φήμης και η επιβολή της εκδοχής του ποιμένα πολεμιστή δημιούργησε την ποιμενική προφορική ποιητική αφήγηση, την ηρωική ποίηση: ο αοιδός με την αφήγησή του, με την εξύμνηση της πολεμικής δράσης, οφείλει να αυξήσει το κλέος του ήρωα, τον πλούτο του, την κοινωνική του ισχύ. Ο αοιδός είναι υποχρεωμένος να εστιάζει συνεχώς την αφήγησή του στον ήρωα. Μια και μόνη ανάγνωση της Ιλιάδας αρκεί για να το διαπιστώσουμε: επί έξι ολόκληρες χειμωνιάτικες μέρες, από το πρωί μέχρι το βράδυ, το ακροατήριο ακούει τον αοιδό να αφηγείται τη δράση ενός πολύ μικρού αριθμού ηρώων. Η αφήγηση υποβάλλει την αντίληψη ότι οι  στρατιώτες της Ιλιάδας δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα συγκεντρωμένο πλήθος που παρακολουθεί τους ήρωες να συνομιλούν, να ερίζουν, να μονομαχούν και να πολεμούν. Στη Χ, κατά την διάρκεια της μονομαχίας μεταξύ του Αχιλλέα και του Έκτορα, μεταξύ των θεατών θα διακρίνουμε και τους θεούς. Ο ήρωας, για να αποκτήσει κλέος, πλούτο και ισχύ οφείλει να δρα, να νικά δηλαδή, μπροστά σε συγκεντρωμένο πλήθος. Ο ήρωας δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το συγκεντρωμένο πλήθος που τον παρακολουθεί, τον θαυμάζει και τον επευφημεί. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο ήρωας-ποιμένας  δεν κάνει διάκριση μεταξύ του πλήθους των εκτρεφομένων ζώων που τον  ακολουθούν καθώς αυτός τα οδηγεί προπορευόμενος (αγός) στο βοσκή και του πλήθους των στρατιωτών (στραταγός). Εάν τα διέκρινε, ο παραδοσιακός λογότυπος ποιμήν λαών (βοσκός στρατιωτών), που αποδίδεται σε όλους τους ήρωες της Ιλιάδας, δεν θα είχε εμφανιστεί.

12.  Με την μετάβαση από την εκτροφή των ζώων και τις ληστρικές, κοντινές ή υπερπόντιες επιδρομές,  στην καλλιέργεια της γης ο ήρωας-πολεμιστής συνεχίζει να είναι ποιμένας ανθρώπων μόνο που δεν πολεμά: οι δούλοι έχουν αντικαταστήσει τα εκτρεφόμενα ζώα, αυτοί παράγουν τώρα τον πλούτο, τη λεία. Η λεία εξασφαλίζεται μέσω της υποδούλωσης (ορθός λόγος) όχι μέσω της εξόντωσης. Ο δουλοκτητικός τρόπος παραγωγής (αρπαγής) του πλούτου, ο οποίος εκλαμβάνεται ως λεία, διασπά ανεπανόρθωτα την άρρηκτη ενότητα λείας και κλέους. Τώρα, με την εργασία των δούλων, το κλέος δεν είναι απαραίτητο για την εξασφάλιση της λείας. Ο αοιδός παίρνει τη φόρμιγγά του και αποσύρεται από τη σκηνή της Ιστορίας. Τη θέση του τη παίρνει ο διδάσκαλος, ο σκηνοθέτης της τραγωδίας, ο οποίος επιχειρεί να πείσει τον γαιοκτήμονα να παραιτηθεί του ηρωικού κώδικα αξιών, εάν θέλει να διατηρήσει και να αυξήσει την ισχύ του. Ο άγριος και παράφορος ποιμένας γίνεται σώφρων αλλά η επιθυμία της διάκρισης και της υπεροχής, αυτονομημένη από τις καινοφανείς σχέσεις παραγωγής, δεν λέει να αποχωρήσει από το ιστορικό προσκήνιο.

13.  Μία από τις συνέπειες της μετάβασης από τον ποιμενικό τρόπο παραγωγής στον δουλοκτητικό, από την εκτροφή των ζώων στην καλλιέργεια της γης, ήταν η δραστική αύξηση του πληθυσμού, που προκάλεσε και τον αποικισμό των παραλίων της Μεσογείου και του Εύξεινου πόντου. Η αύξηση αυτή επέφερε αναπόφευκτα και την αύξηση του πλήθους στις θρησκευτικές συγκεντρώσεις. Η κοινότητα συγκεντρώνεται σε ένα συγκεκριμένο μέρος (ιερό) για να θυσιάσει ζώα στο βωμό και να λατρεύσει με αυτό το τρόπο την θεότητα, να διακηρύξει δηλαδή την απόφασή της ότι θα υπερασπιστεί την εδαφική της επικράτεια: τώρα, η σφαγή των ζώων δεν είναι παρά μια προειδοποίηση για τη τύχη των γειτόνων εάν επιχειρήσουν να εισβάλουν. Δεν είναι τυχαίο ότι κατά την κλασική εποχή, λίγο πριν την έναρξη της μάχης οι αντίπαλοι στρατοί επιδείκνυαν τη σφαγή ενός αρνιού. Πολλές φορές, το κρέας των ζώων καταναλώνονταν επιτόπου, ενώ τα πολύτιμα δέρματα εκτίθονταν σε ένα σημείο και γίνονταν κτήμα όποιου προλάβαινε και τα έπαιρνε, του πιο γρήγορου. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι το μοναδικό αγώνισμα των δεκατριών πρώτων Ολυμπίων ήταν το στάδιο, ενώ ήταν και το μοναδικό όλων των αγώνων που είχαν διεξαχθεί προ του 776. Η παρομοίωση των στίχων Χ 158-61 είναι ενδεικτική: ο προπορευόμενος (καταδιωκόμενος) Έκτορας και ο διώκτης Αχιλλέας συγκρίνονται με αθλητές που τρέχουν για να αποκτήσουν το έπαθλο, κρέας ή δέρμα, σε κάποια θρησκευτική γιορτή: πρόσθε μεν εσθλός έφευγε, δίωκε δέ μιν μέγ’ αμείνων / καρπαλίμως, επεί ουχ ιερήϊον ουδέ βοείην / αρνύσθην, α τε ποσσίν αέθλια γίγνεται ανδρών, / αλλά περί ψυχής θέον Εκτορος ιπποδάμοιο.* Η ύπαρξη του συγκεντρωμένου πλήθους κατά τη διάρκεια μιας θρησκευτικής γιορτής  αναδείκνυε τους νικητές του δρόμου σε ήρωες. Από δω και πέρα, καθώς η  συλλογικότητα της οπλιτικής φάλαγγας κυριαρχεί και οι ληστρικές επιδρομές ανήκουν στο παρελθόν, ο μόνος τρόπος να διακριθεί ο αριστοκράτης είναι η νίκη μπροστά στο συγκεντρωμένο πλήθος κατά τη διάρκεια της θρησκευτικής συνάθροισης

14.  Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι οι αριστοκράτες αποίκισαν με αξιοθαύμαστη ταχύτητα και αυτοπεποίθηση τις θρησκευτικές συγκεντρώσεις: όχι μόνο έλαβαν μέρος στο αγώνισμα του δρόμου αλλά πρόσθεσαν κι άλλα. Η αύξηση του αριθμού των αγωνισμάτων μετατόπισε σταδιακά την σημασία και τη λειτουργία των θρησκευτικών γιορτών: το κεντρικό γεγονός της λατρευτικής εκδήλωσης δεν ήταν η θυσία αλλά η τέλεση των αγωνισμάτων και η επίδειξη, μέσω της νίκης, της ισχύος και της αύξησής της. Διαθέτουμε ενδείξεις ότι ένα από τα πρώτα ιερά που κατακτήθηκαν με αυτό το τρόπο από πλούσιους γαιοκτήμονες ήταν το ιερό της Ολυμπίας. Το ιερό αυτό βρίσκεται στην πιο μεγάλη και στην πιο εύφορη πεδιάδα της νότιας Ελλάδας: ήταν το ιερό που συμμετείχαν οι πλουσιότεροι αριστοκράτες γαιοκτήμονες της περιοχής και πολύ γρήγορα εξελίχθηκε σε πόλο έλξης και όλων των γαιοκτημόνων των γειτονικών περιοχών. Όσο περισσότεροι και πλουσιότεροι γαιοκτήμονες προσδοκούσαν να διακριθούν εκεί, τόσο αυξανόταν και το μεγαλείο των Ολυμπίων. Όσο πιο πολλά αγωνίσματα, τόσο πιο πολλοί νικητές, τόσο πιο πολλοί επισκέπτες, τόσο πιο πολλά αναθήματα. Από τα ειδώλια ζώων που βρέθηκαν στο ιερό, τα 18 χρονολογούνται από τον 10ο αιώνα· 160 από τον 9ο και 1.461 από τον 8ο. Η ζήτηση συμβολικού κεφαλαίου ισχύος διευρύνεται συνεχώς. Η Ολυμπία, που δεν είναι παρά μια χαρακτηριστική περίπτωση, από λατρευτικός κυρίως χώρος, γίνεται τόπος παραγωγής και επίδειξης συμβολικού κεφαλαίου κοινωνικής και στρατιωτικής ισχύος.

15.  Δεν υπάρχει καμιά απολύτως αμφιβολία ότι οι αριστοκράτες παίρνουν μέρος σε όλα τα αγωνίσματα, αλλά αυτό που προτιμούν είναι η αρματοδρομία, το τέθριππο και η συνωρίς (άρμα που σύρεται από δύο άλογα). Οι περισσότεροι Επίνικοι του Πινδάρου έχουν συντεθεί για να υμνήσουν τη νίκη κάποιου ισχυρού και πλούσιου αριστοκράτη σε αγώνισμα αρματοδρομίας.* Ο συνθέτης των άθλων επι Πατρόκλω, των αγώνων που διεξάχθηκαν μετά τη κηδεία του Πατρόκλου και περιγράφονται ζωντανά και γλαφυρά στην Ψ της Ιλιάδας, χρειάζεται 390 στίχους (262-652) για να αφηγηθεί τη τέλεση της αρματοδρομίας ενώ τα άλλα εφτά στριμώχνονται στους υπόλοιπους 250, με τα τέσσερα τελευταία να ασφυκτιούν μέσα σε εκατό στίχους (798-897). Η γλωσσική και πραγματολογική ανάλυση των άθλων έδειξε* ότι έχουν συντεθεί στην Αθήνα, από ποιητή Αθηναίο (ή, που ζούσε στην Αθήνα), ο οποίος σχετιζόταν με τους αριστοκράτες, κατά τα μέσα του έκτου αιώνα για τιμήσει τη νίκη κάποιου Αθηναίου ευγενούς ή και για να ικανοποιήσει το ακροατήριο του που το ενδιαφέρον τους για τους αθλητικούς αγώνες και ειδικά για την αρματοδρομία αυξάνονταν συνεχώς. Η περιγραφή αθλητικών αγώνων ήταν ένα παντελώς αντιπαραδοσιακό θέμα, μιας και οι λίγες περιγραφές των επιτάφιων ή άλλων αγώνων στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια δεν ξεπερνούν συνολικά τους είκοσι, είκοσι πέντε στίχους.* Η ζωντάνια και η γλαφυρότητα της περιγραφής των αγωνισμάτων των άθλων μας παρακινεί να εικάσουμε ότι όλα αυτά που αφηγείται ο ποιητής δεν είναι επινοήσεις: θα πρέπει να είχε παραβρεθεί μεταξύ των θεατών είτε στα μεγάλα Παναθήναια, που για πρώτη φορά τελέσθηκαν το είτε σε κάποιους από τους τέσσερις πανελλήνιους αγώνες.

16.  Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι οι ποιμένες πολεμιστές διεξήγαγαν σποραδικά αθλητικούς αγώνες, τόσο κατά τη διάρκεια του πολέμου όσο και της ειρήνης. Στη πρώτη περίπτωση, η διεξαγωγή ενός αγωνίσματος ήταν ένας τρόπος ελέγχου της υπεροχής σε μια πολεμική δεξιότητα με σκοπό την εξάλειψη της διαφωνίας και της προστριβής, την εξασφάλιση της αναίμακτης διευθέτησης μιας διεκδίκησης. Ποιος θα πάρει, λόγου χάριν,  τα όπλα ή τη λεία του νεκρού πολεμιστή; Τα όπλα του Αχιλλέα τα διεκδίκησαν ο Αίας από τη Σαλαμίνα και ο Οδυσσέας: πολλοί ομηριστές θεωρούν ότι η συμμετοχή τους στο αγώνισμα της πάλης στα άθλα απηχεί την παράδοση της διαμάχης και της διευθέτησής της σχετικά με τη τύχη των όπλων του νεκρού ήρωα. Στη δεύτερη περίπτωση, οι επιτάφιοι αγώνες με τα πολύτιμα έπαθλα ήταν ένας τρόπος επίδειξης του πλούτου και της ισχύος της οικογένειας του τεθνηώτος ανδρός. Ο αναχρονισμός των ληστρικών επιδρομών και ο περιορισμός του πολέμου κυρίως μεταξύ γειτονικών κοινοτήτων εξοβέλισε ολοκληρωτικά τους αγώνες κατά τη διάρκεια του πολέμου ενώ η επίδειξη του πλούτου και της ισχύος μπροστά στο συγκεντρωμένο πλήθος έβαλε ένα τέλος στους επιτάφιους αγώνες.

17 . Διαβάζοντας τα άθλα σχηματίζουμε την εντύπωση ότι οι αριστοκράτες έχουν την αίσθηση ότι πολεμούν όταν συμμετέχουν στη διεξαγωγή κάποιου αγωνίσματος. Το μυαλό του νικητή είναι διαρκώς στο έπαθλο, όπως του πολεμιστή στη λεία. Όλα τα έπαθλα των νικητών στα άθλα είναι λάφυρα πολέμου. Για την περιγραφή των αγωνισμάτων ο ποιητής είναι αναγκασμένος να καταφύγει στη γλώσσα και την τεχνική της περιγραφής του πολέμου. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι τόσο το γενικό όσο και το ειδικό αθλητικό λεξιλόγιο προέρχεται από το πολεμικό (αεθλον, αγών , νίκη)· ούτε ότι το αθλητικό αυτό λεξιλόγιο απόκτησε, από τον 5ο και μετά αιώνα, πολεμική σημασιολογική χροιά. Ο Ηρόδοτος μεταχειρίζεται συχνά το ρήμα αγωνίζομαι αντί του πολεμώ και ο Πλάτων τον όρο αθλητής αντί του πολεμιστής. Από τον όρο αθλος δεν παράχθηκε μόνο ο αθλητής αλλά και ο άθλιος, μιας και η απόκτηση του επάθλου, όπως και της λείας, προϋποθέτει κόπο και μόχθο.

18.   Είναι σαφές ότι η πρακτική της μονομαχίας κατά τη διάρκεια της (ομηρικής) μάχης είναι μια ακραιφνής πολεμική πρακτική. Αλλά τι να πούμε για την τελετουργική μονομαχία, κατά την διάρκεια της οποίας οι στρατιώτες  περιορίζονται στο ρόλο των θεατών; Ο Πάρις μονομαχεί με τον Μενέλαο, ο Έκτορας με τον Αίαντα, ο Αχιλλέας με τον Έκτορα και οι (Αχαιοί) στρατιώτες κάθονται και παρακολουθούν με το ίδιο ς δέος που θα παρακολουθήσουν και το αγώνισμα της μονομαχίας στα άθλα μεταξύ του Αίαντα και του Διομήδη. Η μονομαχία μετέχει τόσο του πολέμου όσο και του αγωνίσματος. Κατά τον ίδιο τρόπο, τα αγωνίσματα της πυγμαχίας, της πάλης, του μεταγενέστερου παγκρατίου βρίσκονται στο μεταίχμιο μεταξύ πολέμου και αγωνίσματος. Πρόκειται για μια συμβολική, και αναπόφευκτα βίαιη, αναπαράσταση του πολέμου, όπου νικητής αναδεικνύεται ο αθλητής που επιδεικνύει περισσότερη ψυχική, και κατά δεύτερο λόγο, σωματική δύναμη και αντοχή. Η μονομαχία, ως γνήσια πολεμική πρακτική, δεν εντάχθηκε ως αγώνισμα στους αθλητικούς αγώνες, παρόλο που η συμβολή της στην εμφάνιση του αγωνίσματος ήταν αποφασιστικής σημασίας, εξ αιτίας του κινδύνου σοβαρού τραυματισμού ή και της πρόκλησης θανάτου. Οι Θράκες, μας λέει ο Ηρόδοτος, την εκτιμούσαν πιο πολύ από όλα τα άλλα αγωνίσματα, όπως οι αριστοκράτες της αρχαϊκής εποχής την αρματοδρομία, την νίκη στο αγώνα ταχύτητας των ιππήλατων αρμάτων.

19.   Τα άλλα αγωνίσματα (οι δρόμοι ταχύτητας και αντοχής, η ρίψη βάρους [δισκοβολία], ο ακοντισμός, το άλμα, η αρματοδρομία και η ιπποδρομία),  δεν είναι τίποτα άλλο παρά πολεμικές δεξιότητες. Διαθέτουμε ενδείξεις ότι μερικά από αυτά τα αγωνίσματα προέρχονται από στρατιωτικές ασκήσεις. Εάν σε μια στρατιωτική άσκηση, που αποσκοπεί στη βελτίωσης μιας πολεμικής δεξιότητας, αναπόφευκτα εισαχθεί το πανταχού παρόν στοιχείο της διάκρισης και της υπεροχής, το αποτέλεσμα θα είναι η γένεση ενός αγωνίσματος.  Χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός τέτοιου αγωνίσματος είναι ο οπλίτης δρόμος: οι συμμετέχοντες έτρεχαν ως οπλίτες, με τα όπλα, κυρίως την ασπίδα,  στα χέρια. Στην ίδια κατηγορία εντάσσονται και τα άλλα αγωνίσματα, εκτός της αρματοδρομίας μιας και τα άρματα δεν χρησιμοποιούνταν στο πόλεμο ούτε στην αρχαϊκή ούτε στην κλασική εποχή. Δεν υπάρχει όμως καμιά αμφιβολία ότι η ταχύτητα του πολεμιστή ή του αριστοκράτη θεωρείται ως η δεξιότητα εκείνη που εξασφαλίζει κατά κύριο λόγο την υπεροχή τη νίκη και την ισχύ. Ο ισχυρότερος πολεμιστής της Ιλιάδας είναι ο ταχύτερος: ο πόδας ωκύς Αχιλλεύς.

 

Σχολιάστε ελεύθερα!

  1. Δημήτρη, σε ευχαριστώ και χαίρομαι που το βρήκες ενδιαφέρον. Όπως θα διαπίστωσες, πρόκειται για μια απόπειρα μαρξιστικής,κατά κύριο λόγο, προσέγγισης της γένεσης του αρχαιοελληνικού αθλητισμού, της διεξαγωγής των αθλητικών αγώνων και ειδικά των Ολυμπιακών Αγώνων. Η μέχρι τώρα μαρξιστική προσέγγιση της γένεσης του αρχαϊκού και κλασικού αρχαιοελληνικού πολιτισμού, από τους Κορδάτο και Λεκατσά κυρίως, έχει πολλά προβλήματα, θα την χαρακτήριζα μέχρι και άγονη, ειδικά στη περίπτωση του Κορδάτου. Ελπίζω αυτά που γράφω να αποτελέσουν σημείο εκκίνησης για φιλομαθείς νέους και νέες ερευνητές και μελετητές του μέλλοντος που με τις εργασίες τους θα μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε πολλά ζητήματα που παραμένουν σκοτεινά και αδιευκρίνιστα, όπως η γένεση της πόλης, της δημοκρατίας, του χρήματος και άλλα πολλά.