in Νεολιθική Γλωσσολογία, ποιμενισμός/αρχαία ελληνική γλώσσα και Ιλιάδα

li ri mu mu ku (3)

Φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

Σήμερα θα καταπιαστούμε με τα προβλήματα φωνητικής που εμφανίζει η ανάγνωση της μινωικής σφραγίδας και αύριο θα τελειώσουμε με μια εξέταση ζητημάτων γραφής και ανάγνωσης που επιχειρεί ο γλωσσολόγος-ιστορικός Γεώργιος  Πολύμερος. Μιας και η φωνητική είναι κι αυτή ένα πολύ λεπτό ζήτημα, θα κάνω μια σύντομη εισαγωγή για να μπορέσουμε να προσεγγίσουμε την ανάγνωση που επιχειρείται.

Ας υποθέσουμε ότι ένας  νεοέλληνας, πάρα πολύ χαμηλού, πολύ χαμηλού, χαμηλού, μετρίου, μέσου, ανώτερου, υψηλού, πολύ υψηλού, πάρα πολύ υψηλού μορφωτικού επιπέδου, ανοίγει τους Αχαρνείς του Αριστοφάνη κι αρχίζει να διαβάζει τους πρώτους τέσσερις στίχους.

Ὅσα δή δέδηγμαι τήν ἐμαυτοῦ  καρδίαν,     

ἥσθην δέ βαιά, πάνυ δέ βαιά, τέτταρα·  

ἅ δ΄ ὠδυνήθην ψαμμακοσιογάργαρα.  

φέρ’ ἴδω, τί δ’ ἥσθην ἄξιον χαιρηδόνος;

Τι θα καταλάβει; Δε θα καταλάβει τίποτα! Θα αναγνωρίσει κάποιες λέξεις αλλά το πόσες και ποιες θα είναι θα προσδιοριστεί από το μέγεθος του πολιτιστικού και μορφωτικού κεφαλαίου που διαθέτει. Ένας αγρότης ενδέχεται να αναγνωρίσει τις λέξεις όσα και καρδίαν κι  ένας γιατρός άλλες δύο (τέτταρα, άξιον), όλοι μα όλοι δεν θα καταλάβουν τι λέει ο Αριστοφάνης. Αυτό το δέδηγμαι  τί είναι; ἥσθην,  τι σημαίνει; Ψαμμακοσιογάργαρα; Χαιρηδόνος; Για να καταλάβουν θα πρέπει να ανοίξουν μια μετάφραση, από τις πολλές που έχουν γίνει για τους Αχαρνείς. Εάν διάβαζε τη μετάφραση του Χρ. Χρηστίδη, θα καταλάβαινε:

 Αχ, πόσες πίκρες την καρδιά μου έχουν σπαράξει!  

Είν’ οι χαρές μου λιγοστές, τέσσερις μόνο,      

ενώ οι πόνοι που ‘νιωσα βουνά από άμμο. 

Ας δω τι χάρηκα που τη χαρά ν’ αξίζει;

 Εάν ο Αριστοφάνης ζωντάνευε και καθόταν μεταξύ των θεατών της Επιδαύρου κι άκουγε αυτά τα λόγια από το στόμα του ηθοποιού, τι θα καταλάβαινε; Απολύτως τίποτα! Γιατί δεν καταλαβαίνουμε τα αρχαία ελληνικά κείμενα και πρέπει να τα μεταφράσουμε; Ένας που δεν γνωρίζει αγγλικά δεν θα καταλάβει τον Μακμπέθ του Σέξπυρ – ένας που δεν γνωρίζει αρχαία ελληνικά , δεν θα καταλάβει τον Αριστοφάνη. Αλλά και αρχαία ελληνικά να γνωρίζει πάλι θα δυσκολευτεί, όπως θα δυσκολευτεί κι ένας φοιτητής φιλολογίας κι ένας καθηγητής Αρχαίων Ελληνικών στο Γυμνάσιο και το Λύκειο και θα καταφύγει σε βοηθήματα.

 Το γεγονός ότι δεν μπορούμε να καταλάβουμε μια κωμωδία του Αριστοφάνη και το μεταφράσουμε, όπως μεταφράζουμε Σέξπειρ, Ίψεν, Τόμας Μαν, Ντάντε, Βολταίρο και Τσέχοφ, μας αναγκάζει να δεχτούμε ότι τα αρχαία ελληνικά και τα νέα ελληνικά είναι δυο διαφορετικές, αλλά συγγενικές γλώσσες, όπως είναι τα λατινικά και τα ιταλικά ή τα ιταλικά και τα ισπανικά, τα γερμανικά και τα ολλανδικά. Πολλοί ισχυρίζονται ότι είναι ίδια γλώσσα. Εάν όμως είναι ίδια γλώσσα γιατί δεν την καταλαβαίνουμε και την μεταφράζουμε; Εκτός κι εάν δεν ισχύει ο ορισμός για τη γλώσσα και διατυπώσουμε έναν άλλον. Όταν δεν καταλαβαίνουμε μια γλώσσα, αυτή η γλώσσα είναι μια άλλη γλώσσα. Μπορεί να είναι συγγενική, πολύ συγγενική, αλλά είναι μια άλλη γλώσσα.

 Αυτοί που ισχυρίζονται ότι τα αρχαία ελληνικά και τα νέα ελληνικά είναι η ίδια γλώσσα τους αρμόζει η εξής. . . τιμωρία. Να βάλουμε μπροστά τους, ανοιχτά και δημόσια,  την Ιλιάδα, τον Αριστοφάνη, τον Αριστοτέλη και κάποιος ας τραβήξει στη τύχη έναν τόμο κι ας του τον δώσει να τον διαβάσει και να μας πει τι λέει. Θα δεχτεί να υποστεί κανείς αυτή τη δοκιμασία; Εγώ όχι. Εάν είμαι τυχερός και μου δώσουν την Ιλιάδα, δέχομαι να τη διαβάσω και να καταλάβω τι λέει σε οποιοδήποτε σημείο κι αν την ανοίξετε. Για τον Αριστοφάνη και τον Αριστοτέλη, σηκώνω τα χέρια μου και παραδίδομαι! Την Ιλιάδα γιατί θα την καταλάβεις; Θα την καταλάβω γιατί τη μελετώ πάνω από 35 χρόνια! Την έχω διαβάσει πάνω από 100 φορές, στο πρωτότυπο εννοείται.

 Οι γλώσσες αλλάζουν. Αλλάζουν σε επίπεδο μορφολογίας, σημασιολογίας, σύνταξης. Κάποτε λέγανε ἀγανακτώ τη κακία αυτού, σήμερα λέμε, αγανακτώ που αυτός είναι κακός. Κάποτε η αρχαία ελληνική δεν είχε άρθρο – κάποτε απέκτησε. Κάποτε είχε δυικό αριθμό, κάποτε χάθηκε. Κάποτε είχε δοτική, τώρα δεν έχει. Κάποτε λέγανε αι γυναίκες, μετά είπανε οι γυναίκες. Οι γυναίκες! Αντιλαμβάνεστε τι τερατούργημα είναι αυτό! Όχι, δεν το αντιλαμβανόμαστε διότι το θεωρούμε δεδομένο, αυτονόητο. Κάποτε λέγανε τά βέλεα, μετά λέγανε τα βέλη. Κι εμείς σήμερα λέμε τα βέλη. Το γράφουμε με τον ίδιο τρόπο αλλά το προφέρουμε και με τον ίδιο τρόπο; Εμείς προφέρουμε [veli], οι αρχαίοι έλληνες; Θα δούμε παρακάτω πως πρόφεραν το η.

Αυτοί που ισχυρίζονται ότι τα αρχαία ελληνικά και τα νέα είναι η ίδια γλώσσα ισχυρίζονται ακόμα ότι προφέρουμε τους φθόγγους όπως οι αρχαίοι Έλληνες. Δηλαδή, το η το διάβαζαν όπως εμείς, ως ι. Εμείς λέμε η αγάπη [ i  aγapi].  Μερικοί ισχυρίζονται ότι και οι αρχαίοι Έλληνες πρόφεραν [i aγapi]. Γιατί όμως δεν έγραφαν ι αγάπι; Δεν έγραφαν ι αγάπι διότι δεν πρόφεραν [ i aγapi]. Πρόφεραν ἡ αγάπη.

ἡ ἀγάπη

Τι είναι αυτή δασεία στο η; Είναι ένα σημάδι ότι πριν το η προφερόταν ένας δασύς φθόγγος, τον οποίο παριστάνουμε με το h και προφερόταν κάπως όπως το h στην αγγλική λέξη home, σαν ένα χ που μόλις που ακούγεται. Η ψιλή στο α της αγάπης δήλωνε ότι δεν υπήρχε δασύς φθόγγος πριν το α! Το η δεν αναπαρίστανε τον φθόγγο ι ( γιατί άλλωστε;) αλλά τον φθόγγο ε μακρό ē ( δεν μπορώ να βρω το σύμβολο  ε με τη γραμμή από πάνω που δείχνει ότι είναι μακρό και αναγκάζομαι να χρησιμοποιώ το ē). Οι αρχαίοι Έλληνες λοιπόν πρόφεραν hē αγάπē (hεε αγάπεε). Γιατί όπως λέμε αγαπάω και αγαπάζω και όχι αγαπήω  (αγαπήζω); Τιμάω και όχι τιμήω; Όταν πλάστηκαν αυτά τα ρήματα, τα ονόματα προφέρονταν αγάπα, τιμά. Κατά τη μεταμυκηναϊκή και γεωμετρική εποχή( 1100-700 π. Χ.)  το α μακρό μετεξελίχθηκε σε ε μακρό (ē, η). Αυτη η φωνητική αλλαγή δεν υιοθετήκε από ΄΄ολους τους ελληνόφωνους. Η δωρική και η αιολική διατηρεί και διασώζει το α μακρό (ᾱ).  Να λοιπόν γιατί οι  Αθηναίοι και οι Ίωνες λέγανε ἡ νῆσος και οι Δωριείς λέγανε ἁ νᾶσος. Ο τύπος  ἁ νᾶσος είναι ο προδιαλεκτικός τύπος, ο πρωτοελληνικός, τον οποίο διασώζει η δωρική, η αρχαιοπινέστερη των διαλέκτων. 

 Στη συνέχεια, το ε μακρό μετεξελίσθηκε σε ι κι έτσι γράφουμε η νήσος και προφέρουμε ι νισος. Θα έπρεπε να γράφουμε ι νίσος αλλά δεν τον κάνουμε και καλά κάνουμε που δεν το κάνουμε. Η προφορά άλλαξε, αλλά όχι και η απόδοση του φθόγγου στη γραφή: άλλο γράφουμε, άλλο διαβάζουμε.  – αυτή είναι η ιστορική ορθογραφία. Ένα πρόβλημα αλλά και μια ευλογία, διότι μας παρέχει μαρτυρίες μιας άλλης προφοράς.

Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι η ελληνική γλώσσα υπέστη μεγάλες αλλαγές και στο φωνητικό επίπεδο. Κι ενώ μπορούμε να διακρίνουμε και να μελετήσουμε άμεσα  τις αλλαγές σε μορφολογικό, σημασιολογικό, συντακτικό, λεξιλογικό επίπεδο, δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό για το φωνητικό διότι δεν έχουμε . .  ηχογραφήσει  καμιά κασέτα από την αγορά της αρχαίας Αθήνας ή από κάνα στρατόπεδο της Σπάρτης. Έχουμε όμως τα κείμενα γραμμένα σε διαφόρους διαλέκτους, παρατηρούμε τις διαφορές και προσπαθούμε όχι μόνο να τις περιγράψουμε αλλά και να τις ερμηνεύσουμε. Και είμαστε σίγουροι ότι αρχικά είχαμε 

ἁ ἀγάπα [hᾱ αγάπᾱ]

μετά, στην Ιωνική και Αττική, ἡ ἀγάπη [hē αγάπē]

και μετά η αγάπη [ i aγapi]

Και μετά από όλα αυτά, ας στρέψουμε την προσοχή μας στην ανάγνωση του γλωσσολόγου -ιστορικού Γ. Πολύμερου να δούμε τι θα δούμε.

Διαβάζουμε στο κείμενο, σύμφωνα με την ανάγνωση που εξετάζουμε, lir’ . Πολύ ωραία! Πως πρέπει να την μεταγράψουμε; Πρέπει να την μεταγράψουμε λιρ’.  Όταν μεταγράφουμε τα συλλαβογράμματα της Γραμμικής γραφής Β τα μεταγράφουμε ΟΠΩΣ ΑΚΡΙΒΩΣ μπορούμε να τα διαβάσουμε. Το si  το μεταγράφουμε σι, πως αλλιώς θα μπορούσαμε να το μεταγράψουμε; Το ri το μεταγράφουμε άλλοτε ως ρι κι άλλοτε ως λι διότι τις συλλαβές αυτές η Β΄ τις αναπαριστάνει με το ίδιο συλλαβογράφημα -το γιατί συμβαίνει αυτό θα το δούμε αύριο το πρωί. Όταν διαβάζουμε τα συλλαβογράμματα  me-ri,   me-ri-to, me-ri-te-wo  τα μεταγράφουμε ως εξής: μέλι, μέλιτο(ς), μελιτēFo(ς) – μελιτῆFο(ς) -μελιτεύς, ο μελισσοκόμος.  Συμπληρώνουμε το ς διότι η Β’ δεν διαθέτει ιδιάιτερο συλλαβόγραμμα ούτε για τη συλλαβή τος ούτε για τη συλλαβή Fος. Μεταγράφουμε τη συλλαβή te ως τē (τη) διότι η Β΄αναπαριστάνει το ε βραχύ και το ε μακρό με το ίδιο συλλαβόγραμμα (e). Στον τοίχο να με στήνατε, εγώ τo συλλαβόγραμμα li/ri θα το μετέγραφα πιστά ως ρι ή λι. 

Στον τοίχο να με στήνατε!

Φίλες και φίλοι, το πρόβλημα εδώ είναι πάρα πολύ σοβαρό, σοβαρότατο.  Το γιατί γίνεται θα το δούμε στη συνέχεια, σήμερα και αύριο.

Θα πρέπει λοιπόν να μεταγράψουμε λιρ᾿.  Ο γλωσσολόγος μας όμως μεταγράφει ληρ’. Ας δούμε τώρα πως προφερόταν η λέξη λῆρος. Γιατί βάζουμε περισπωμένη; Διότι το μακρό προ του βραχέος περισπάται. Λέμε νῆσος, κῆπος αλλά νήσων, κήπων. Άρα λοιπόν το η είναι μακρό, αυτό το ξέρει κι ένας μαθητής γυμνασίου. Μακρό τι; Μακρό ε ή μακρό ι; Εάν ήταν μακρό ι θα είχαμε λῖρος. Εμείς όμως έχουμε λῆρος!

Θα μου πείτε: πιθανόν το συλλαβόγραμμα li/ri να αναπαρίστανε τις συλλαβές λε, ρε. Ωραία, και το συλλαβόγραμμα le/re ποιές συλλαβές αναπαριστάνει; Το le/re   αναπαριστάνει τις λε/ρε και το le/ri, τις λι/ρι -τελεία και παύλα. Ο γλωσσολόγος μας άλλα βλέπει άλλα διαβάζει. Εάν επρόκειτο για τη λέξη ληρος, ο γραφέας θα έπρεπε να γράψει το συλλαβόγραμμα le/re. Εάν υπήρχε αυτό το συλλαβόγραμμα, τότε δεν θα είχαμε τίποτα να πούμε. Η ρίζα του προβλήματος βρίσκεται στο πως προφετὀταν η λέξη λῆρος. Η γραφή λῆρος λέει ότι προφερόταν λēρος, λεέρος. Εάν πούμε ότι προφερόταν λίρος, τότε θα πρέπει να εξηγήσουμε γιατί δεν γραφόταν λῖρος αλλά λῆρος.

Εάν μετέγραφε λιρ’ θα μπορούσε να μας πει ότι, κοιτάξτε, εκείνη την εποχή η λέξη προφερόταν λιρος αλλά αργότερα το ι μετεξελίχθηκε σε ε μακρό (ē). Μια τέτοια σκέψη θα μπορούσα να τη δεχτώ, αν και θα περίμενα ο νόμος αυτός να μην έχει εξαχθεί μόνο από μία μαρτυρία. Αυτό δεν θα ήταν νόμος αλλά αυθαιρεσία. Λογική αυθαιρεσία όμως. Πολύ λογική.

Το ίδιο ισχύει και για το διαζευκτικό ή -το οποίο προφέρεται σήμερα [ i] αλλά στην αρχαία Ελλάδα προφερόταν ε μακρό (ē).

Κατά τον ίδιο τρόπο όταν διαβάζουμε mum’ θα πρέπει να μεταγράψουμε αυτό που διαβάζουμε: μυμ’ . Όταν διαβάζουμε στα κρατικά αρχεία της Πύλου το συλλαβόγραμμα mu μεταγράφουμε παντα μυ. Δεν περνάει καν από το μυαλό μας να μεταγράψουμε μο ή μω! Κι αυτό διότι το υ αναπαρίστανε το φωνήεν [u] το οποίο εμείς σήμερα αναπαριστάνουμε με το ου διὀτι το υ που προφερόταν ου μετεξελιχθηκε σε [i] . Από φωνητικής πλευράς, το ου  είναι φωνήεν [u] , δεν είναι δίφθογγος.  Τα  συλλαβογράμματα που λήγουν σε u (ku, mu, su, tu, κλπ) δεν τα μεταγράφει ως έπρεπε (κυ [γυ, χυ], μυ, συ, τυ [θυ]) αλλά κου [χου], μου, μω, τω [θω], κλπ!  

Διαβάζει ώ[χου] ενώ θα έπρεπε το συλλαβόγραμμα να το μεταγράψει ως κυ ή γυ ή χυ – το γιατί θα το δούμε αύριο. Το mu δεν μεταγράφεται μου ή μω αλλά μόνο μυ και μόνο μυ. Το ku δεν μεταγράφεται κου, χου, γου, κω, γω, χω αλλά κυ, γυ, χυ και μόνο κυ, γυ, χυ. Εάν ο χαράκτης της σφραγίδας ήθελε να γράψει χου ή χω θα έγραφε ko-u ή ko. Εἰχε τα κατάλληλα συλλαβογράμματα για να κάνει τη δουλειά του!

Εάν μεταγράψουμε πιστά τα συλλαβογράμματα, θα είχαμε:

λιρ’ (ή λιλ’, ριλ’, ριρ’)  ι  μυμ’  υκυ (υγυ, υχυ).

Εμείς όμως διαβάζουμε

λήρ΄ ή μώμ’ ώχου!

Τα κατάφερε ο γλωσσολόγος μας! Επινόησε αφού έκανε ένα μάτσο αλλαγές και τροποποιήσεις, αφού δηλαδή πλαστογράφησε το κείμενο, κάποιες λέξεις ελληνικές και μας παρουσιάζει ένα κείμενο ελληνικής γλώσσας μόνο που αυτή η γλώσσα μόνο ελληνική δεν είναι, όπως είδαμε εξετάζοντας τη μορφολογία, τη σημασιολογία και τη σύνταξη των λέξεων της πρότασης που διαβάζει στην μινωική σφραγίδα. 

Θα συνεχίσω αύριο το πρωί και θα τελειώσω με ζητήματα γραφής, μεταγραφής και ανάγνωσης.

Σχολιάστε ελεύθερα!