in Νεολιθική Γλωσσολογία, ποιμενισμός/αρχαία ελληνική γλώσσα και Ιλιάδα

li ri mu mu ku = LiR’ I muM’ Uku = λήρ’ ή μώμ’ ώχου (1)

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

 Σήμερα θα εξετάσουμε την ανάγνωση του κειμένου, σε κρητική ιερογλυφική γραμμένο, μιας μινωικής σφραγίδας (αρ. 70), της περιόδου 1900 – 1625 π.Χ., που επιχειρεί ο Γεώργιος Πολύμερος, γλωσσολόγος – ιστορικός και έχει δημοσιευτεί στο βιβλίο του Ινδοευρωπαίοι και Έλληνες  ΙΙΙ – Μίνως Δεσμώτης ( σελ. 66-67, εκδ. ΛΙΓΓΑ ΓΑΙΑ, Λαμία, 2010). Θα ακολουθήσει η εξέταση άλλων δύο κειμένων, μιας σφραγἰδας της ιερογλυφικής και μιας πινακίδας της Γραμμικής Γραφής Α΄(1850 -1450 π.Χ.)  και ένα συμπερασματικό κείμενο στο οποίο θα σχολιάσω την απόπειρα αποκρυπτογράφησης που επειχειρεί ο συγγραφέας.

Ο Γ. Πολύμερος διαβάζει τα συλλαβογράμματα  ri/li ri/li mu mu ku, και διατείνεται ότι θα πρέπει να τα διαβάσουμε ως εξής: lir’ i mum’ uku. Αυτά, λέει, είναι ελληνικά: λήρ’ ή μώμ’ ώχου. Τι σημαίνει; Μας το εξηγεί ο συγγραφέας (σ. 66): ‘Η προτροπή είναι να μην μετέχει κάποιος στον λήρο ( ανεξέλεγκτα λόγια) ή  στον μώμο (στις επικρίσεις και στις κατηγορίες)’.

    Ας  δεχτούμε ότι το κείμενο li ri mu mu ku (> lir’ i mum’ uku)  είναι ελληνικά (λήρ’ ή μώμ’ ώχου). Θα ελέγξουμε την ανάγνωση από φωνητικής, μορφολογικής και συντακτικής έποψης. Ας αρχίσουμε από την μορφολογία. 

Μιας και θα αντιμετωπίσουμε πολύ σύντομα πολλά προβλήματα λογικής και θα ήθελα να είμαστε προετοιμασμένοι, κάνω την εξής σύντομη παρέκβαση. Όταν θα έρθει η ώρα θα αντιληφθείτε πόσο απαραίτητη είναι αυτή η παρέκβαση.

    Τι θα σκεφτόσασταν εάν κάποιος σας έλεγε ότι η Ρόδος είναι μεγαλύτερη από την Κρήτη; Θα σκεφτόσασταν ότι ο άνθρωπος αυτός δεν γνωρίζει ότι η Κρήτη είναι μεγαλύτερη από τη Ρόδο. Εάν επέμενε; Θα του λέγατε να ρωτήσει και κάποιον άλλον ή να δει έναν χάρτη ή ανοίξει κάποιο βιβλίο να το διαπιστώσει. Εάν σας έλεγε ότι ο χάρτης δεν αναπαριστάνει σωστά τα μεγέθη των νησιών και ότι το βιβλίο κάνει λάθος; Θα επιμένατε διότι θα ήσασταν βέβαιοι, βέβαιες ότι δεν κάνετε λάθος και ότι ο άνθρωπος αυτός δεν είναι στα καλά του, ότι είναι παράλογος. Ποια είναι η λογική; Η λογική είναι ότι η Ρόδος είναι μικρότερη από την Κρήτη. Κι αν σας ρωτούσε κάποιος να του πείτε την έκταση της Κρήτης θα του απαντούσατε; Μάλλον όχι, εγώ σίγουρα όχι. Θα λέγαμε λοιπόν ευθαρσώς ότι δεν γνωρίζουμε την έκταση της Κρήτης χωρίς να ντρεπόμαστε  που δεν την γνωρίζουμε. Έτσι δεν είναι;

Α. Μορφολογία

 1. Εάν ακούγατε κάποιον να λέει, θέλω κάθε πρωί να ετρέχω, εάν τον ακούγατε να λέει,  ήθελα να ετρέξω χτες αλλά δεν μπόρεσα ή αν σας διέταζε, ετρέχα ή ετρέξε, τι θα σκεφτόσασταν; Δεν θα σκεφτόσασταν ότι ο άνθρωπος αυτός δεν μιλάει καλά ελληνικά; Ότι είναι ξένος; Εάν είναι Έλληνας, δεν θα σας παραξένευαν αυτά τα ετρέχω, ετρέξω, ετρέχα και ετρέξε; Θα σας παραξένευσαν. Το γιατί το γνωρίζουμε. Λέμε: τρέχω, έτρεχα, θα τρέξω, έτρεξα, έχω τρέξει, είχα τρέξει. Να τρέχω είναι υποτακτική ενεστώτα, να τρέξω είναι υποτακτική Αορίστου. Τρέχα, είναι προστακτική Ενεστώτα, τρέξε είναι προστακτική Αορίστου. Γιατί λέμε τρέχω κι όχι ετρέχω; Γιατί λέμε να τρέχω κι όχι να ετρέχω; Γιατί λέμε τρέχα κι όχι ετρέχα; Γιατί λέμε έτρεξα αλλά να τρέξω κι όχι να ετρέξω, γιατί λέμε, τρέξε κι όχι ετρέξε; 

Τι είναι αυτό το ε-; Γιατί το βάζουμε στον Παρατατικό και στον Αόριστο; Γιατί δεν το βάζουμε στον Ενεστώτα, στον Μέλλοντα  και τον Παρακείμενο; Γιατί το βάζουμε μόνο στην οριστική του Αορίστου αλλά όχι και στην Υποτακτική και στην Προστακτική; Έτσι ήταν πάντα; Εάν κάνουμε ένα ταξίδι στο παρελθόν και βρεθούμε στην Αρχαία Αθήνα τον 5ο π.Χ. αιώνα, πριν από 2.500 χρόνια θα διαπιστώσουμε ότι αυτό το ε-, η αύξηση, υπήρχε μόνο στον Παρατατικό, τον Αόριστο και τον Υπερσυντέλικο, μόνο στην οριστική του Αορίστου: λύω, έλυον, λύσω, έλυσα, λέλυκα, ελελύκειν. Υποτακτική Αορίστου: λύσω. Ευκτική, λύσαιμι. Προστακτική, λύσον. Ας σημειώσουμε ότι τους χρόνους που δέχονται την αύξηση ε- τους λέμε ιστορικούς χρόνους. Λοιπόν, από τότε μέχρι σήμερα, δεν άλλαξε τίποτα: την αύξηση την δέχεται μόνο ο Παρατατικός, ο Αόριστος (μόνο στην Οριστική) και ο Υπερσυντέλικος. Είμαστε τόσο βέβαιοι όσο ότι η Κρήτη είναι μεγαλύτερη σε έκταση από τη Ρόδο. Κατηγορηματικά βέβαιοι!

Είμαστε βέβαιοι ότι ενώ η χρήση της αύξησης δεν είναι πάντα απαραίτητη, ιδίως στον αόριστο, στην οριστική(λέμε θέλησα, μάσησα, κατούρησα, αγόρευσα αλλά ποτέ χέσα, κλάσα, αλλά έχεσα, έκλασα ), είναι αδιανόητη η χρήση της αύξησης τις εγκλίσεις του Αορίστου και την Προστακτική, διότι αυτή δεν είναι έγκλιση (είδα -να δω, δες! είπα – να πω, πες!). Η ίδια κατάσταση επικρατούσε και κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα. Την εποχή αυτή, περιορίζομαι σε αυτήν, θα λέγαμε ότι η χρήση της αύξησης είναι σχεδόν υποχρεωτική. Και λέω σχεδόν διότι απουσιάζει στα επαναληπτικά σε -σκον ρήματα, απουσιάζει συχνά στον υπερσυντέλικο ενώ στον Ηρόδοτο η απουσία της είναι εμφανής και σαφής, ιδιαίτερα στα ρήματα που αρχίζουν με δίφθογγο (λ.χ., οικοδόμεον).   

Εάν πάμε ακόμα πιο πίσω στο χρόνο, στην αρχαϊκή εποχή (700-500 π.Χ.)   θα διαπιστώσουμε ότι τα πράγματα ήταν κάπως διαφορετικά. Διαβάζουμε στην Ιλιάδα (και στην Οδύσσεια)  δεκάδες φορές το ρήμα δώκε (ν), αόριστος χωρίς αύξηση, αλλά και δεκάδες φορές το έδωκε(ν). Ένας συγγραφέας του 5ου αιώνα δεν θα έγραφε ποτέ δώκε (ν), όπως δεν θα λέγαμε κι εμείς ποτέ δώσε αλλά έδωσε, εκτός εάν έχουμε αφαίρεση φωνήεντος (μου ‘δωσε). Ένας αοιδός όμως είχε την ευχέρεια να επιλέξει μεταξύ ενός αορίστου με αύξηση ή χωρίς αύξηση και βέβαια  αυτή η επιλογή καθοριζόταν και από το μέτρο. Είναι όμως πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η αύξηση δεν ήταν υποχρεωτική στο βαθμό που ήταν τον 5ο αιώνα.

Ας πάμε ακόμα πιο πίσω. Στα κρατικά αρχεία της μυκηναϊκής Πύλου (1200 π.Χ) διαβάζουμε εφτά ρήματα σε οριστική Αορίστου, τα έξι όμως από αυτά είναι χωρίς αύξηση: do-ke (δωκε),   wi-de (ίδε)  te-ke (θηκε)  de-ka-sa-to (δέξατο)   da-sa-to (δάσ[σ]ατο)   pa-ro-ke-ne-to (παρογένετο) αλλά   a-pe-do-ke, απέδωκε. Παρατηρούμε ότι στους μυκηναϊκούς χρόνους η αύξηση ήταν ένα τελείως περιθωριακό φαινόμενο, δεν ήταν καθόλου μα καθόλου υποχρεωτική. Μας επιτρέπεται να διατυπώσουμε δύο εικασίες. Η πρώτη: η αύξηση μόλις είχε εμφανιστεί, καθιερώθηκε, επεκτάθηκε η χρήση της μέχρι που φτάσαμε στο σημείο μετά από πολλούς αιώνες, τον 50 και εξής, να είναι σχεδόν υποχρεωτική. Η δεύτερη: δεν ήταν ένα καινοφανές φαινόμενο  αλλά  ένα φαινόμενο κληρονομημένο από την παράδοση μόνο που η χρήση της αύξησης ήταν πολύ σπάνια. Ποια από τις δύο να επιλέξουμε;

Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα θα πρέπει να δούμε τι ήταν, τι είναι η αύξηση, να εξετάσουμε εάν υπήρχε σε άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες κι αν ήταν υποχρεωτική ή προαιρετική.

Η αύξηση ήταν αρχικά ένα αυτόνομο μόρφημα που έχασε την αυτονομία του και σήμαινε, και συνεχίζει να σημαίνει,  ‘τότε, εκείνη την εποχή’. Η αύξηση χρησιμοποιούνταν όταν ήθελαν να τονίσουν με  ἐμφαση την έννοια του παρελθόντος. :΄Ετσι, στον τύπο έδωκε τονίζεται το παρελθόν περισότερο από ότι στον τύπο δώκε. Γιατί αυτό; Διότι οι χρόνοι δεν δήλωναν κυρίως τον χρόνο αλλά το ποιόν ενέργειας. Ας δούμε τι είναι το ποιόν ενέργειας. Ο Ενεστώτας καταγράφει την πράξη κατά τη διάρκεια της εξέλιξης, ο Αόριστος τη δείχνει απλά χωρίς καμιά θεώρηση διάρκειας, ενώ ο Παρακείμενος ως τετελεσμένη ή ως αποτέλεσμα. Για να τονιστεί το παρελθόν γινόταν χρήση της αύξησης μόνο στον Παρατατικό, τον Αόριστο, τον Υπερσυντέλικο και μόνο στην Οριστική.

Χρήση της αύξησης γινόταν και σε άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες και ήταν πάντα προαιρετική, μόνο όταν ήθελαν να τονίσουν το παρελθόν. Τη βρίσκουμε στη βεδική, την κλασική σανσκριτική, τη φρυγική, την αβεστική, την αρμενική. Και στην ελληνική.

Και μετά από όλα αυτά ας πάμε να εξετάσουμε τι είναι αυτό το ώχου. Είναι Προστακτική Ενεστώτα μέσης φωνής (με σημασία ενεργητικού παρακειμένου, όπως θα δούμε παρακάτω) , β΄προσώπου ενικού αριθμού. Το ρήμα στην Οριστική Ενεστώτα είναι οίχομαι.  Στον παρατατικό είναι ωχόμην (ε-οιχόμην). Εχουμε τον μέσο Παρακείμενο ώχημαι και τον ενεργητικό ώχωκα – όχι από το ε-οιχημαι ή ε-οίχηκα, διότι στον Παρακείμενο δεν έχουμε αύξηση, αλλά έκταση του αρχικού φωνήεντος χωρίς διπλασιασμό, λ.χ. άγομαι – ήγμαι).  

Έχουμε λοιπόν Ενεστώτα, έχουμε Προστακτική και έχουμε ώχου, δηλαδή αύξηση (< ε-οίχου)!

Ένα ξυράφι να κόψω τις φλέβες μου!

Ο Γεώργιος Πολύμερος οφείλει να εξηγήσει την αύξηση στον Ενεστώτα και την Προστακτική. Θα το κάνει; Όχι! Εάν δεν το κάνει, θα βγάλουμε τα συμπεράσματά μας στο ανακεφαλαιωτικό κείμενο που προεξάγγειλα.

Πως θα έπρεπε να ήταν η Προστακτική; οίχου! Λύου, μάχου,βουλεύου, κλπ.

2. Οίχου; Όχι, φίλες και φίλοι, δεν θα έπρεπε να ήταν οίχου! Η  κατάληξη -ου είναι απαρἀδεκτη για εκείνη την εποχή. Ποια κατάληξη θα έπρεπε να περιμένουμε; Θα σας εξηγήσω.

Ποια είναι η κατάληξη στο β΄πρόσωπο ενικού, στην Προστακτική Ενεστώτα μέσης φωνής; Ας δούμε το ρήμα δείκνυμαι. Η Προστακτική είναι δείκνυ-σο, ενώ στο ρήμα λύομαι είναι λύ-ου.  Πως εξηγούνται αυτοί οι δυο διαφορετικοί τύποι;

Το γνωρίζει και ένας πρωτοετής φοιτητής της φιλολογίας. Η κατάληξη είναι -σο: τίθεμαι -τίθεσο (από το *τίθεο, με αποκατάσταση του σιγηθέντος σ) , εθέμην -θου < *θέο < *θέ-σο, λύ-ου < λύ-εο < λύ-ε-σο.  Το οίχου λοιπόν προέρχεται από το οιχεο κι αυτό από το οίχεσο. Ποιον από αυτούς τους τρεις τύπους θα υπήρχε εκείνη την εποχή;

Εάν το σίγμα μεταξύ δύο φωνηέντων δεν είχε σιγηθεί, θα είχαμε οιχεσο. Εάν είχε σιγηθεί, τότε θα είχαμε οιχεο. Εάν τα εο είχαν συναιρεθεί,  θα είχαμε οίχου.  Εκείνη την εποχή όμως το σ δεν είχε σιγηθεί. Αλλά, ας υποθέσουμε ότι κάτι τέτοιο είχε γίνει. Στην ηρωική ποίηση, τη λυρική, τον Ηρόδοτο οι περισσότεροι τύποι είναι ασυναίρετοι! Η συναίρεση είναι ένα φαινόμενο που προέκυψε  μετά τη σίγηση του σ, του F,του h και του j. Η λέξη θεός κάποτε προφέρονταν θεσός, μας το επιβεβαιώνουν οι λέξεις θέσ-φατος, θεσ-πεσιος! Εκείνη λοιπόν την εποχή (1900-1650)  θα είχαμε ή οίχεσο (εικάζεται ότι το σ ανάμεσα σε φωνήεντα μέσα στη λέξη σιγήθηκε μετά το 1600 π. Χ.) ή οιχεο. Πάντως όχι οίχου! Και όχι ώχου!

Ο Γεώργιος Πολύμερος  οφείλει να μας εξηγήσει ὀτι όλα αυτά δεν είναι έτσι όπως τα παραθέτω. Θα το κάνει; Όχι!

3. Γνωρίζετε τι είναι η έκθλιψη, φίλες και φίλοι. Το μαθαίνουμε στο Δημοτικό. Όταν μια λέξη τελειώνει σε φωνήεν και η επόμενη αρχίζει με φωνήεν για να αποφευχθεί η χασμωδία, το τελευταίο φωνήεν της πρώτης λέξης σιγείται, δεν προφέρεται. Λέμε: θ΄αράξω σήμερα στο σπίτι. Κατά τ’ άλλα, ότι κι αν γίνει, δε μ’  ενδιαφέρει. Στα αρχαία ελληνικά δεν εκθλίβονταν όλα τα τελικά φωνήεντα ή οι τελικοί δίφθογγοι. Εκθλίβονται οι λέξεις που τελειώνουν σε α βραχύ, ε, ι βραχύ και ο.  Η  δίφθογγος οι εκθλίβεται μόνο στη δοτική ενικού της προσωπικής αντωνυμίας: μ’=μοί, σ’ =σοί, τ’ =τοί. Δεν εκθλίβεται το υ, το ω, το α μακρό, η δίφθογγος ει και ου – η αι μόνο στις ρηματικές καταλήξεις σε -μαι,  -σαι,  -ται και -σθαι.

Ο Γ. Πολύμερος διαβάζει: λήρ’ και μώμ’. Ποιά φωνήνετα ή ποιοί δίφθογγοι έχουν σιγηθεί; Ένας Θεός ξέρει και ο Γ. Πολύμερος. Θα μου πείτε, μα είναι πολύ εύκολο να το υποθέσουμε, είναι ευκόλως εννούμενο που λένε. Εγώ δεν ξέρω! Ας μας το πει ο Γ. Πολύμερος ή κάποιος από τους δικούς του! Θα μας το πουν; Όχι, βέβαια! Θα μας πουν δηλαδή σε ποια πτώση βρίσκονται αυτά τα λήρ’ και μώμ’ ;  Εάν δεν μας το πουν, εμείς θα διατυπώσουμε κάποιες εικασίες – κάποια από αυτές ίσως να είναι  η πτώση που ψάχνουμε, άρα, το φωνήεν ή τα φωνήεντα, τη δίφθογγο ή τις διφθόγγους.

Τι γίνεται όμως όταν μια λέξη λήγει σε φωνήεν ή δίφθογγο και η επομένη είναι το διαζευκτικό μόριο ή; Εκθλίβεται το τελευταίο φωνήεν της πρὠτης λέξης; Όχι, φίλες και φίλοι, ουδέποτε. Δεν υπάρχει στην αρχαία, η βυζαντινή και νεοελληνική γραμματεία ούτε μία μαρτυρία! Ελευθερία ή θάνατος – δεν θα λέγαμε ποτἐ  Ελευθερι’ ή θάνατος! Ποτέ!

Έχουμε λοιπόν αύξηση στον Ενεστώτα και την Προστακτική

έχουμε την συνηρημένη κατάληξη  -ου στο β΄πρ. ενικού στην  Προστακτική του μέσου Ενεστώτα

έχουμε μια έκθλιψη και μια πτώση που δεν διευκρινίζινται,

έχουμε μια έκθλιψη πριν το διαζευκτικό ή,

κι όλα αυτά πρέπει να εξηγηθούν αλλά ο γλωσσολόγος – ιστορικός τα ξεπερνάει με την εξής φράση: Και εδώ δεν έχουμε να προσθέσουμε τίποτα. Και το λέει αυτό διότι συνηθίζει συχνά να διευκρινίζει: Λίγα έχουμε να παρατηρήσουμε και πάντως όχι για την γραμματική και το συντακτικό ή για την απόδοση στη σημερινή καθομιλουμένη. Τώρα όμως έχετε να προσθέσετε, τώρα που εμείς παρατηρήσαμε πολλά και θα παρατηρήσουμε ακόμα περισσότερα. Εάν δεν προσθέσετε εσείς, θα προσθέσουμε εμείς. Θα περιμένουμε μια βδομάδα. Είμαστε κι εμείς βιαστικοί, όχι μόνο εσείς.

Β. ΣΥΝΤΑΞΗ

αύριο το πρωἰ.  

[Κυριακή, 24 Ιουνίου]

Σήμερα,  φίλες  και φίλοι, θα ελέγξουμε τη σύνταξη της πρότασης λήρ’ ή μώμ’ ώχου, κι αύριο θα δούμε τα φωνητικά προβλήματα που παρουσιάζει. Θα κάνω ένα διάλειμμα μιας βδομάδας, λόγω υγείας, δε θα γράψω τίποτα και θα επανέλθω με την εξέταση της δεύτερης και τρίτης ανάγνωσης και με τη διατύπωση κάποιων σκέψεων σχετικά με την αποκρυπτογράφηση της κρητικής ιερογλυφικής και της Γραμμικής Α΄ που επιχειρεί ο Γ. Πολύμερος, γλωσσολόγος-ιστορικός.

Μιας και το ζήτημα της σύνταξης είναι ιδιαίτερα λεπτό, απαιτεί δηλαδή έναν ιδιαίτερο χειρισμό στην αντιμετώπισή του, χρειάζεται  με άλλα λόγια ιδιαίτερη προσοχή και ακρίβεια, θα διατυπώσω κάποιες σκέψεις για να μπορέσουμε και να κατανοήσουμε κάποια πράγματα και, άρα, να συννενοηθούμε.

 1. Τη φράση ο ήλιος καίει για μας τους γκέι θα μπορούσαμε να τη διατυπώσουμε με πολλούς τρόπους. Καίει ο ήλιος για μας τους γκέι. Για μας τους γκέι καίει ο ήλιος. Για μας τους γκέι ο ήλιος καίει. Όλες αυτές οι προτάσεις είναι σωστές από γραμματικής πλευράς. Η σημασία τους είναι η ίδια και αυτή αλλά κάθε πρόταση έχει ιδιαίτερες παραδηλώσεις, παρασημάνσεις που τις δημιουργεί η τάξη των λέξεων. Εάν σας πω ότι είχα κάτι λεφτουδάκια και αγόρασα ένα οικοπεδάκι, θα καταλάβετε, χωρίς να το διατυπώσω ρητά, ότι τα λεφτά ήταν λίγα, τα μάζεψα σιγά σιγά και ότι το οικόπεδο που αγόρασα είναι μικρό και σίγουρα όχι στην Εκάλη. Όλα αυτά που θα αντιληφθείτε χωρίς να τα δηλώσω,  είναι παραδηλώσεις, παρασημάνσεις. 

Γιατί όμως θα μπορούσαμε  να διατυπώσουμε με πολλούς τρόπους τη φράση που σας ανέφερα; Θα μπορούσαμε να το κάνουμε διότι αρχικά το βασικό χαρακτηριστικό της  ινδοευρωπαϊκής πρότασης, κληρονόμος της οποίας είναι η πρόταση όλων των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, ήταν η αυτονομία των στοιχείων που την αποτελούσαν, με άλλα λόγια, υπήρχε μια απόλυτη ελευθερία στην τάξη των λέξεων. Μπορώ να πω ο ήλιος καίει αλλά και καίει ο ήλιος. Μπορώ να βάλω στην αρχή την κύρια (ο ήλιος καίει) ή τη δευτερεύουσα πρόταση (για μας τους γκέι) αλλά δεν μπορώ να πω ο ήλιος καίει τους γκέι για μας ή τους γκέι για μας ο ήλιος καίει. Ή ο καίει ήλιος! Ἠ, καίει ήλιος ο! Ή ήλιος ο καίει!

Υπάρχει ελευθερία αλλά όχι και αυθαιρεσία. Κι αυτό διότι κάθε γλώσσα τείνει να παγιώσει μια σειρά των λέξεων της πρότασης , με αποτέλεσμα να εμφανίζει μια συγκεκριμένη δομή, η οποία δομή έχει κανόνες. Η δομή της πρότασης είναι ένα από τα στοιχεία εκείνα που μας επιτρέπουν να πούμε ότι η ελληνική είναι συγγενική με τη γερμανική και όχι με την τουρκική ή την ιαπωνική ή των γλώσσα των Ζουλού. Όσον αφορά την αρχαία ελληνική γλώσσα, και όχι μόνο, οι της συγκριτικής γλωσσολογίας ερευνητές έχουν στρέψει την προσοχή τους στην θέση του ρήματος, του υποκειμένου, του προσδιορίζοντος και του προσδιοριζομένου  και στο ποια στοιχεία καταλαμβάνουν τις  δύο πρώτες θέσεις της πρότασης. 

Θα μου επιτρέψετε να πω μερικά πράγματα γι αυτά τα ζητήματα, σύντομα και απλά. Από όλα τα στοιχεία της πρότασης το  ρήμα είναι αυτό που διασώζει και διατηρεί την απόλυτη ελευθερία των στοιχείων της ινδοευρωπαϊκής πρότασης, εμφανίζει δηλαδή την μεγαλύτερη ευκινησία από όλα τα άλλα στοιχεία της πρότασης. Μιας και το ρήμα καταλαμβάνει κεντρική θέση στη πρόταση, τείνει να καταλάβει ή την πρώτη θέση ή να απωθηθεί στο τέλος. Θα γνωρίζετε ότι στα λατινική το ρήμα απωθείται στο τέλος, όχι όμως στη γαλλική, που προέρχεται από τη λατινική. Στα αρχαία ελληνικά δεν υπάρχει μια συγκεκριμένη θέση για το ρήμα. Μπορεί να προηγείται ή να έπεται του αντικειμένου, μπορεί να προηγείται ή να έπεται των μετοχών που εκφράζουν δευτερεύοντα περιστατικά της ρηματικής ενέργειας αλλά το επίρρημα πάντα προηγείται του ρήματος. Θα δούμε παρακάτω ότι υπάρχει μια εξαίρεση ως προς τη θέση του ρήματος που έχει γίνει νόμος -και μας αφορά άμεσα.

Το υποκείμενο, για την αρχαία ελληνική μιλάω πάντα, τείνει να καταλαμβάνει τη τρίτη θέση και μετά. Εκτός από την πρακτική της πολιτιτικής ρητορικής κι αυτό για λόγους έμφασης και εντυπωσιασμού.

Αυτό που προσδιορίζει προηγείται αυτού που προσδιορίζεται – αφήνω πάντα έξω την περίπτωση της έμφασης. Κι αυτό ισχύει για όλες τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Σήμερα, λέμε παλιόκαιρος ή πολύ βαρύς χειμώνας, έτσι δεν είναι; Δεν μπορούμε να πούμε χειμώνας βαρύς πολύ ή βαρύς πολύ χειμώνας! Μπορούμε να πούμε όμως χειμώνας βαρύς ο φετεινός!

Σπανιώτατα λοιπόν στη  πρώτη θέση της πρότασης έχουμε το υποκείμενο ή το ρήμα.  Τι έχουμε στην πρώτη θέση; Έχουμε συνδέσμους, δεικτικά, αρνήσεις, ερωτηματικά στοιχεία και κάποια μόρια. Τι είναι όλα αυτά; Είναι λέξεις που η λειτουργία τους είναι να προσδιορίσουν την δομή της πρότασης. Λέμε, τι ώρα είναι; Θα μπορούσαμε να πούμε, ώρα είναι τί; Ποτέ! Λέμε, μη φύγεις! Θα μπορούσαμε να πούμε φύγεις μή!; Ποτέ των ποτών!

Τη δεύτερη θέση, για τα αρχαία ελληνικά μιλάω, καταλαμβάνουν συνηθέστατα τα μόρια που συνδέουν τις προτάσεις, λέξεις γενικά που δεν είναι φορείς σημασίας.

Και μετά από όλα αυτά ας αναρωτηθούμε: ποια θέση της πρότασης καταλαμβάνει η προσταγή, η διαταγή, η παρότρυνση, η ικέσία; Μιας καί όλα αυτά εκφράζονται με Προστακτική, αναρωτιόμαστε: ποια θέση της πρότασης καταλαμβάνει η Προστακτική; Μία από τις δέκα εντολές λέει: τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου. Η προτροπή-διαταγή, τα όρια τους είναι πολύ δυσδιάκριτα, καταλαμβάνει την πρώτη θέση.  Αυτός είναι ο κανόνας.  Σε όλη την αρχαιοελληνική γραμματεία, η Προστακτική καταλαμβάνει την πρώτη θέση. Αλλά: τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημιν σήμερον (Ματθαίος) και, τον άρτον ημών τον επιούσιον δίδου το καθ΄ημέραν (Λουκάς).  Ποια είναι η διαφορά; Στη πρώτη περίπτωση, ο Θεός ο Κύριος ημών, ο ισχυρός, ο αθάνατος μας προτρέπει-διατάζει, εμάς τους ανθρώπους, ενώ στη δεύτερη, εμείς οι άνθρωποι ικετεύουμε-διατάζουμε τον Θεό. Το ποια θέση θα καταλάβει η Προστακτική μέσα στη πρόταση προσδιορίζεται από το ποιος διατάζει και ποιος διατάζεται! Μεταξύ θεών όμως και μεταξύ ανθρώπων, η Προστακτική καταλαμβάνει την πρώτη θέση και προσδιορίζει έτσι τη δομή της πρότασης. Θα πούμε τρέχα να προλάβεις το λεωφορείο, δεν θα πούμε, να προλάβεις το λεωφορείο τρέχα!   Άκου τον πατέρα σου! Άκου τι σου λέω! Φέρε μου ένα ποτήρι νερό! Αν δεν θέλουμε να είμαστε πολύ βάναυσοι,  εάν θέλουμε δηλαδή να διατάξουμε ευγενικά, πολιτισμένα, θα πούμε, τον πατέρα σου άκου, ή, τον πατέρα σου ν΄ακούς! Εάν πάμε στο αφεντικό και ζητήσουμε αύξηση, θα πούμε: θα ήθελα, αν μπορείς, να μου δώσεις αύξηση. Και αυτός θα μας απαντήσει: φύγε από μπροστά μου να μη σε βλέπω! Ή: άντε και γαμήσου!

Και μετά από όλα αυτά διαβάζουμε την πρόταση λήρ’  ή μώμ’ ώχου. Το ώχου είναι Προστακτική. Ποιος προτρέπει-διατάζει ποιον; Είναι σαφές ότι αυτός που προτρέπει είναι κάποιος ισχυρός, αυτός που προτρέπεται-διατάζεται ο υποτελής. Τα κείμενα τα γράφανε άνθρωποι των ανακτόρων, της Κυριαρχίας και τα περισσότερα κείμενα που διαβάζει ο Γ. Πολύμερος, είναι προτροπές-διαταγές. Μάλιστα σε μια σφραγίδα (34) διαβάζει το εξής (α΄πρόταση):

Μην αμελείς  να δέρνεις όποιον  έχει την τάση να τεμπελιάζει.

Θα περιμέναμε λοιπόν την Προστακτική ώχου στην αρχή της πρότασης. Στις ηθικού περιεχομένου προτάσεις, η Προστακτική καταλαμβάνει πάντα την πρώτη θέση. Τη πρώτη θέση, μετά τις προσφωνήσεις,  καταλαμβάνει κι όταν θέλουμε να παροτρύνουμε κάποιον για κάτι. Η προτροπή-διαταγή γνώθι σαυτόν είναι γνωστή. Επίσης, σπεύδε βραδέως! Και: άκουε πολλά, λάλει καίρια. Ανάσχου πάσχων, δρων γαρ έχαιρες  ( Υπέμενε όταν υποφέρεις, όταν δρούσες ήσουν καλά). Εάν θέλουμε να μετριάσουμε τη βαναυσότητα της διαταγἠς ή του περιεχομένου της, εάν θέλουμε να τονίσουμε ένα άλλο στοιχείο της πρότασης, τότε η Προστακτική θα καταλάβει τη δεύτερη ή τρίτη θέση, ποτέ όμως την τελευταία. Ο Θεόγνις μας προτρέπει: αργός μη ίσθι. . . ανιαρόν αργία. Και ο Μένανδρος: άνθρωπος ων γίγνωσκε της οργής κρατείν.

 Θα έπρεπε λοιπόν να έχουμε ώχου λήρ’  ή μώμ (;). Ενδέχεται  όμως ο συντάκτης του κειμένου της σφραγίδας να μην ήταν τόσο βάναυσος, ανυπόμονος και επιτακτικός και να διατύπωσε την διαταγή ευγενικά. Σε αυτήν την περίπτωση, θα έπρεπε να έχουμε λήρ’ ώχου (ή μήπως ώχ’ 😉 ή μώμ(;) Θα μπορούσε η Προστακτική να ήταν στο τέλος εάν είχαμε συμπλοκή και όχι διάζευξη: λήρ(;) και μώμ’ ώχου ή λήρ(;) μώμ(;) τ΄[τε] ώχου. Εκτός εάν το ή εκφράζει συμπλοκή και όχι διάζευξη. Θα το εξετάσουμε παρακάτω.

2. Και τώρα θα εξετάσουμε τη σύνταξη και τη σημασία της Προστακτικής ώχου και του ρήματος οίχομαι. Το ώχου είναι προστακτική, εκφράζει προσταγή (προτροπή, παραίνεση, παρότρυνση), εκφράζει δηλαδή θετική εκδήλωση της βούλησης. Δεν είναι απαγόρευση! Η απαγόρευση εκφράζεται με (απαγορευτική) υποτακτική: μην τρέχεις! Μη κλάνεις όταν τρως! Μπορούμε να πούμε κλάνε όταν τρως αλλά δεν μπορούμε να πούμε μη κλάνε όταν τρως! Θα πούμε μην κλάνεις όταν τρώς! Την Προστακτική λοιπόν ώχου θα πρέπει να την μεταφράσουμε ως Προστακτική, όχι ως απαγόρευση! Ο Γ. Πολύμερος τη μεταφράζει ως απαγόρευση – να μην μετέχεις στον λήρο και στον μώμο! Γιατί το κάνει αυτό; Διότι δυσκολεύεται πολύ να τη μεταφράσει ως προσταγή, ως Προστακτική! Γιατί δυσκολεύεται;

Το ρήμα οίχομαι είναι ενεστώτας με σημασία παρακειμένου. Είναι ένα φαινόμενο που το μαθαίνουμε στο γυμνάσιο. Ο παρακείμενος εκφράζει κυρίως πράξη παρούσα, η οποία είναι αποτέλεσμα παρελθόντος. Οίχομαι σημαίνει έχω φύγει, έχω απομακρυνθεί. Οίδα σημαίνει ‘το ξέρω διότι το έχω δει᾿ Τέθνηκα σημαίνει είναι νεκρός διότι έχω πεθάνει. Θνήσκω σημαίνει  πεθαίνω, ο θάνατός μου βρίσκεται εν εξελίξει. Έθανον σημαίνει πέθανα, πάει και τελείωσε, έλαβε τέλος η διαδικασία του θανάτου.

Οίχομαι σημαίνει ‘έχω φύγει, έχω αναχωρήσει, έχω εξαφανιστεί, είμαι φευγάτος, έγινα άφαντος’.   Τι θα μπορούσε λοιπόν να σημαίνει η Προστακτική οίχου (ώχου); Φύγε; Αναχώρησε; Εξαφανίσου; Γίνε  άφαντος; Αν μεταφράσουμε λοιπόν το ώχου ως προσταγή (Προστακτική) και όχι ως απαγόρευση, θα μεταφράσουμε: φύγε, φεύγε, απομακρύνσου  από τον λήρο και τον μώμο (και όχι μην μετέχεις του λήρου και του μώμου, δεν είναι καθόλου το ίδιο). Ας πούμε ότι είναι έτσι. Όταν φεύγω, φεύγω από κάπου και πάω κάπου. Το οίχομαι σε ποιο σημείο εστιάζει; Στὀ σημείο από το οποίο έχω φύγει ή στο σημείο στο οποίο βρίσκομαι διότι έχω φτάσει; Από τη στιγμή που έχω φύγει ήδη, είμαι κάπου αλλού, πηγαίνω κάπου αλλού ή πηγαίνω προς κάποιο πρόσωπο. Ε λοιπόν, φίλες και φίλοι, δεν υπάρχει ούτε μια μαρτυρία στην αρχαία ελληνική μαρτυρία που να μας λέει ότι το οίχομαι εκφράζει ἠ συντάσσεται με κάποιους προσδιορισμούς που δηλώνουν το σημείο ή το πρόσωπο από το οποίο έχει ήδη φύγει κανείς. Το οίχομαι συντάσσεται με αιτιατική του τόπου ή με εμπρόθετη αιτιατική για να δήλώσει τον προορισμό: οίχοντο ες Λακεδαίμονα (Ηρόδοτος), οίχεται εις άλα διαν (Ιλιάς), οιχομένοιο σέθεν δολιχήν οδόν (Οδύσσεια) και άλλα πολλά, πολλά.

Μεταφορικά, σημαίνει ‘έχω πεθάνει’ αλλά και ‘έχω καταστραφεί’. Το οίχομαι δεν χρησιμοποιείται μόνο για πρόσωπα αλλά και για πράγματα. Όταν θέλουμε να εκφράσουμε την ορμητική κίνηση ενός βλήματος, της θύελλας κλπ, προς κάποιον στόχο, προς κάποια κατεύθυνση. Διαβάζουμε στην Ιλιάδα (Α 53): εννήμαρ μεν ανά στρατόν ώχετο κήλα θεοίο: επί εννιά μέρες τα βέλη του θεού έφταναν με αρμή στο στρατόπεδο (των Αχαιών).

 Προφανώς, τα λήρ’ και μώμ είναι αντικείμενα στο ρήμα, στην Προστακτική ώχου. Σε τι πρώτη είναι αυτά; Θα είναι ή γενική ή δοτική ή αιτιατική. Δοτική δεν είναι (λήρω, μώμω) διότι η δοτική εκφράζει τη στάση, τον τόπο. Αιτιατική (λήρον, μώμον) δεν είναι, διότι, πρώτον, δεν θα είχαμε έκθλιψη και, δεύτερον, η αιτιατική εκφράζει την κίνηση προς κάπου, τον προορισμό. Κατά συνέπεια, θα ήταν γενική, ή καλύτερα αφαιρετική, που εκφράζει την κίνηση από τόπο, την αφετηρία. Δεν γράφω πως είναι η γενική διότι περιμένω μια απάντηση από τον Γ. Πολύμερο. Εάν δεν υπάρξει, θα τα ξαναπούμε. Όμως, το ρήμα οίχομαι δεν συντάσσεται ποτέ με γενική διὀτι δεν εκφράζει την απομάκρυνση αλλά τον προορισμό, την κίνηση προς τα κάπου. 

 Αυτό που διαβάζουμε, φύγε από τον λήρο και τον μώμο είναι απαράδεκτο, δεν είναι ελληνικά αυτά.

Ας υποθέσουμε ότι κάτι τέτοιο ήθελε να πει ο συντάκτης. Πως θα το έλεγε; Θα μεταχειριζόταν το ρήμα απέχω (απέχομαι), ο οποίο συντάσσεται με γενική-αφαιρετική διότι δηλώνει την απομάκρυνση, την αποχή. Στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου η Κασσάνδρα προφητεύει τη δολοφονία του Αγαμέμνονα ως εξής: α α ιδού ιδού, άπεχε της βοός τον ταύρον, κράτα τον ταύρο (Αγαμέμνων) μακριά από τη δαμάλα (Κλυταιμήστρα).  Απέχομαι τινός σημαίνει απομακρύνομαι, κρατάω του εαυτόν μου μακριά από κάτι. Πολέμου μεν αφεξόμεθ’ ως συ κελεύεις, διαβάζουμε στην Οδύσσεια ( τ 489). Θα είχαμε λοιπόν απέχου (ή απόσχου) λήρ (;) ή μώμ(;) (σε γενική και τα δύο ονόματα. 

3. Είμαι σε δίλημμα: να συνεχίσω να γράφω ή να πάω στον κήπο; Ένα από τα δύο θα κάνω. Ή θα γράψω ή θα πάω στον κήπο. Δεν σημαίνει θα γράψω και θα πάω στον κήπο. Να φάω τυρί ή αυγό; Αυτό σημαίνει πως ή θα φάω τυρί θα φάω αυγό. Δεν σημαίνει θα φάω και τυρί και αυγό! Εάν πω, θα συνεχίσω να γράφω και μετά θα πάω στον κήπο σημαίνει ότι δεν έχω κάποιο δίλημμα, δεν υπάρχει κάποια διάζευξη, υπάρχει μια ακολουθία, μια συμπλοκή, μια πρόσθεση, ας το πούμε έτσι. 

Το δίλημμα είναι ένας διαζευκτικός συλλογισμός. Ή θα γράψω ή θα πάω στον κήπο! Διάζευξη είναι ένα σχήμα λόγου με το οποίο παρουσιάζονται ως εξίσου δυνατές δυο διαφορετικές επιλογές, η προτίμηση της μιας όμως αποκλείει την άλλην, ολικώς  ή μερικώς. Εντάξει; Συμφωνείτε ότι η Κρήτη είναι μεγαλύτερη της Ρόδου; Πολύ ωραία. Μου παρουσιάζονται δυο επιλογές, να φάω τυρί ή αυγό. Θα φάω τυρί -και λίγο, πολύ λίγο αυγό. Εάν τελικά φάω και αυγό, υπήρχε δίλημμα, διάζευξη,  αλλά τώρα δεν υπάρχει. Πως θα πούμε στα αρχαία ελληνικά να φάω τυρί ή αυγό; Θα πούμε: φάγω τυρόν ή ωόν; Πως θα πούμε θα φαώ τυρί και αυγό; Έδομαι τυρόν ωόν τε. Ενώ το μόριο ή διαζευγνύει, το τε ενώνει. (Το και έχει άλλη σημασία, δεν ενώνει αλλά προσθέτει, είναι προσθετικό)

 Ας έρθουμε τώρα στην ανάγνωση του Γ. Πολυμέρου και ας αφήσουμε στην άκρη όλα όσα είπαμε μέχρι τώρα. Απομακρύνσου (ώχου)  από τον λήρον ή τον μώμον. Όχι από τον λήρον και τον μώμον αλλά ή από τον λήρον ή από τον μώμον. Ας επιλέξουμε ένα από τα δύο. Ένα από τα δύο είναι απαράδεκτα, θα πρέπει να το απορρίψουμε, ολικώς ή μερικώς, αλλά δεν γνωρίζουμε ποιο είναι. Ο συντάκτης μας αφήνει να επιλέξουμε. Εγώ επιλέγω να απομακρυνθώ από τον λήρο (ανεξέλεγκτα λόγια) , όχι όμως από τον μώμο! (επικρίσεις, κατηγορίες, μομφές)  Μου αρέσει πολύ ο μώμος! Τρελαίνομαι για μώμο! Ο Γ. Πολύμερος μεταφράζει: η προτροπή είναι να μην μετέχει κάποιος στον λήρο ή στον μώμο. Εδώ το ή φαίνεται ότι ενώνει, προσθέτει: θέλει να πει, να μην μετέχει κάποιος στον λήρο και στον μώμο. Στην αρχαία ελληνική γλώσσα το ή έχει διαζευκτική κυρίως σημασία και συγκριτική, ουδέποτε συμπλεκτική ή προσθετική. Η εξέλιξη του ή παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον και εμφανίζει μια πολύ μεγάλη ποικιλία χρήσεων που δεν υπήρχε στα αρχαία ελληνικά, ποικιλία που προέρχεται από τη διαζευκτική ή/και συγκρτική λειτουργία του μορίου ή:

ή τώρα ή ποτέ!  εσύ ή κάποιος άλλος ας σηκωθεί! τι προτιμάς, καφέ ή γάλα; ή εκαναν βόλτες ή διάβαζαν !   θα συζητήσουν ή πριν ή μετά το μάθημα!  ή τώρα ή ποτέ! ή εσύ θα μείνεις ή η Γεωργία! ή μ΄αφήνεις να φύγω ή βάζω τις φωνές!  Ελευθερία ή θάνατος! παιδί είσαι εσύ ή τύραννος; χόρτασες ή δε χόρτασες; τι κάθεσαι εδώ; ή μήπως περιμένεις κανέναν;

Με αυτόν τον τρόπο μεταχειριζόμαστε, φίλες και φίλοι, το διαζευκτικό-συγκριτικό μόριο ή. Το να πούμε θα παίξω ποδόσφαιρο ή μπάσκετ και να εννοούμε ότι θα παίξω ποδόσφαιρο και μπάσκετ το βρίσκω παντελώς ανοίκειο. Μήπω εννοώ θα παίξω ποδόσφαιρο και μετά μπάσκετ; Δε θα το έλεγα.

Κατά τον Γ. Πολύμερο, ο συντάκτης του κειμένου δεν μας θέτει ενώπιον ενός διλήμματος: μας προτρέπει να απομακρυνθούμε και από τον λήρο και από τον μώμο. Το κείμενο όμως λέει να απομακρυνθούμε από τον λήρο ή τον μώμο! 

Ανακεφαλαιώνω: ο Γ. Πολύμερος οφείλει

α) να μας εξηγήσει τι θέλει η Προστακτική ώχου στο τέλος της πρότασης 

β) να μας εξηγήσει γιατί μεταφράζει την προσταγή ως απαγόρευση και την Προστακτική ως Απαγορευτική Υποτακτική;

γ) να μας πει τι πτώσεις είναι αυτά τα ληρ’ και μωμ’;

δ) να μας πει, εάν είναι γενικές, ποια είναι η μορφή τους και να μας εξηγήσει τη σύνταξη του οίχομαι με γενική.

ε) να μας εξηγήσει γιατί το διαζευκτικό ή σημαίνει ότι και το τε, μόριο που ενώνει, όπως είπαμε.

Θα περιμένουμε. Κι αν δεν υπάρξουν εξηγήσεις, θα εξηγήσουμε εμείς τι συμβαίνει.

Τελειώσαμε; Όχι βέβαια. Άφησα το βαρύ πυροβολικό, τη φωνητική διάσταση του ζητήματος, στο τέλος. Θα συνεχίσω αύριο το πρωί. Πάω στον κήπο.

Σχολιάστε ελεύθερα!

  1. α)Η προστακτική που δεν είναι προστακτική αλλά προτρεπτική τίθεται και στην αρχή και στη μέση και στο τέλος της πρότασης. Απλά εσύ δεν το γνωρίζεις. Ως εκ τούτου έχουν δίκιο όσοι επισημαίνουν την άγνοιά σου.
    β) Πρόκειται για προτρεπτική κι όχι για προστακτική αλλά κι αν ακόμη επρόκειτο για προστακτική δεν υπήρχε κανένας λόγος να μην εκληφθεί ως προσταγή ή ως παραίνεση. Αυτά που επικαλείσαι εσύ ουδεμία σχέση έχουν με την πρωτοελληνική. Είναι δογματικά φληναφήματα που απορρέουν απο ηθελημένες ή αθέλητες παραποιήσεις.
    γ)Είναι γενικές και ορθά τέθηκαν ως τέτοιες. Όπως παρατηρεί ο Σταματάκος για την χρήση της γενικής πτώσης:”…είναι η πτώσις της περιοχής εις ήν ανήκει η έννοια ονόματος ή ρήματος.Εκφράζει την έννοιαν ενός ευρυτέρου όλου προς το οποίον έχει σχέσιν τινά η έννοια ενός άλλου ονόματος ή ρήματος”. Οπότε σοφά ο συντάκτης παρέθεσε δύο γενικές τις οποίες συνδέει κι όχι αντιδιαστέλλει όπως νομίζεις εσύ.
    δ) Το οίχομαι συντάσσεται συνήθως με αιτιατική, αυτό συμβαίνει στα ομηρικά, αλλά δεν υπάρχει κανόνας επ’ αυτού και έχουμε συχνότατες εμφανίσεις στις οποίες συντάσσεται με άλλες πτώσεις. Απλά δεν τα γνωρίζεις. Ως εκ τούτου θα πρέπει να πληροφορείσαι πριν παραπληροφορήσεις.Επίσης ο ίδιος ο Όμηρος σε διαψεύδει για τις μακροσκελείς ακατάληπτες αναλύσεις σου σχετικά με τις έννοιες των χρόνων του οίχομαι, στο Χ 223 αναφέρει “οιχομένη πεπιθήσω” δηλαδή θα πάω και θα τον πείσω.Το επισημαίνει και ο Πανταζίδης στο ομηρικό λεξικό του το οποίο αγνοείς.
    ε) Το η δεν είναι διαζευκτικό, είναι αθροιστικό και σημαίνει “και το ένα και το άλλο”. Για τις πολλές του χρήσεις και σημασίες διάβασε το λεξικό του Πανταζίδου όπου ανάμεσα στα άλλα”…σύνδεσμος διαζευτικός, μόριον ερωτηματικόν ή σύνδεσμος διαπορητικός, μόριον συγκριτικόν ή διαφορικόν (έφθης πεζός εών Η εγώ συν νηί μελαίνη)…Ενίοτε τίθεται πλεοναστικώς εις πρότασιν επεξηγούσαν γενικήν τινά…. Η επίρ. βεβαιωτικόν…τω όντι, αληθώς, βεβαίως…. Και υπάρχουν ακόμα δεκάδες αποδόσεις τις οποίες αγνοείς.
    Σαν κατακλείδα επειδή δεν πρόκειται να ασχοληθώ ξανά με κακόπιστο άνθρωπο του οποίου την παράκληση δέχθηκα και απέστειλα δωρεάν τα βιβλία μου για να αναλύει τα κείμενά μου, ευρισκόμενος σε προφανή αδυναμία λόγω αγνοίας, χρησιμοποιώντας ως αντίρροπη δύναμη την αισχρότητα την οποία ουδόλως φειδωλεύεται, έχω να παραθέσω και το εξής. Ο τύπος προτρεπτικής ώχου, αν και δεν χρειάζεται εξήγηση για την αύξηση δεδομένου ότι η προτρεπτική ήταν εναύξητος, ακόμη και στον ενεστώτα, εν τούτοις δεν αποκλείεται να υποκρύπτει την προσθήκη ενός αρχικού όμικρον τοι οποίο ετίθετο όταν είχαμε στην πρόταση δύο αντικείμενα τα οποία θα έπρεπε εννοιολογικά να παρατάσσονται δηλαδή να έχουν την αυτή κατεύθυνση. Εν ολίγοις αυτό το ο έδινε στο ρήμα την επιπρόσθετη έννοια: μαζί, ομού. Γράφει ο Σταματάκος (σ.88). Άσχετον επίσης προς το προθεματικόν ο- είναι το ΓΝΩΣΤΟΝ πρόθημα ο-το δηλούν τρόπον τινά “ομού”…
    Σε εσένα αυτό το γνωστόν είναι ΑΓΝΩΣΤΟΝ. Συνοψίζοντας κι επειδή στερείσαι των εφοδίων να με κρίνεις και επειδή προσπαθείς να αναρριχηθείς επιλέγοντας αντιπάλους σου κάνω γνωστό ότι δεν ασχολούμαι-κι εγώ- ξανά. Μπορείς να ασχημονείς όσο θέλεις και να μαίνεσαι επίσης. Επειδή χρωστώ μια απάντηση σε κάποιον αναγνώστη οποίος επικοινώνησε μαζί μου για το τοπωνύμιο akerewa και ο οποίος προφανώς δεν είχε την υπομονή να περιμένει χρόνια μέχρι να βρεις τι σημαίνει και να του πεις δηλώνω ότι η σημασία είναι: ο τόπος που στριφογυρίζουν τα νερά (από άχα=νερό (πρβλ Αχελώος, Αχέρων, κ.λ.π.) και ελίττω=στριφογυρνάω βίαια. Υπάρχει κύριο όνομα Αχέλης και το θηλυκό ΑχέλειFα>Αχέλεια, στην Γραμμική Β akerewa. Αυτά έχουν δημοσιευθεί εδώ και χρόνια αλλά η άγνοια και ο παθολογικός απομονωτικός ναρκισσισμός του ιδιοκτήτη του ιστότοπου τα έθαψαν.Αυτά και δεν επανέρχομαι.Δεν είναι δυνατόν να μας λέει ότι δεν μπορούμε να αντιληφθούμε τα του επιταφίου του Περικλέους και αυτός να αντιλαμβάνεται γραπτά που χρονολογούνται 2000 χρόνια προ αυτών του επιταφίου. Υπάρχει πρόβλημα για το οποίο αδιαφορώ. Γιώργος Πολύμερος.

  2. Υ.Γ.Πριν αρχίσεις να διαρρηγνύεις τα ιμάτιά σου σχετικά με τους τύπους της γενικής ότι δήθεν θα έπρεπε να είναι σε -οίο, επειδή έτσι νομίζεις, διάβασε και μπορεί να βρεις ότι οι αρχικοί τύποι (οι πανάρχαιοι τύποι της πρωτοελληνικής ΔΕΝ ΕΛΗΓΑΝ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ ΣΕ ΟΙΟ). Κι επειδή αρέσκεσαι να καταπίνεις την κάμηλο σου αφιερώνω το: Εκ συναιρουμένων ανομοίων φωνηέντων υπερνικά άλλοτε το εν και άλλοτε το άλλο..Φωνητικός Νόμος 49. Τελειώσαμε. Γ.Π.

  3. Μια χαρά τα λέει ο Πολύμερος. Εγώ έχω να προσθέσω ότι η γενική ενικού συνήθως, όχι πάντα, λήγει σε οιο αλλά όπως επισημαίνει και ο Ηooker σ.106 ο Όμηρος χρησιμοποιεί γενικές σε -οιο αλλά και σε οο και ου. Στη σελίδα 103 επισημαίνει ότι στην Β εμφανίζονται μη αναμενόμενες ορθογραφίες. Τα ίδια στη σελίδα 106 όπου παραθέτει ονόματα με ανώμαλες ορθογραφίες. Εκεί πιθανολογεί ότι εκτός απο την γενική σε -οιο υπάρχει και μία γενική που λήγει σε -ο. Πάρα πολύ καλά τα λέει ο Πολύμερος και καλά κάνει που καταγγέλλει την άγνοια του “καθηγητή κακών τεχνών”. Τα ίδια και στη σελίδα 109 όπου αναφέρεται στην ανώμαλη γραφή της λέξης βους. Στην 108 επισημαίνει (για όσους ενδιαφέρονται για την αλήθεια και δεν παρασύρονται απο πυροτεχνήματα) ότι η γενική ενικού και πληθυντικού λήγουν σε ao γεγονός που θέτει σοβαρά σε αμφισβήτηση την παραδοσιακή άποψη ότι η κατάληξη ου της γενικής του ενικού στη μεταγενέστερη ελληνική (π.χ. το αττικό νεανίου) σχηματίσθηκε κατά το πρότυπο του -οο της γενικής….αξίζει να σημειωθεί, επιπλέον ότι αυτή η κλίση έχει δανεισθεί μια δυική κατάληξη -e απο τα συμφωνόληκτα. Στην 111 “τα wanakato και wanakate παρουσιάζουν ανώμαλες ορθογραφίες”. Τα mu-mu ορθώς διαβάζονται μώμου. Τότε δεν υπήρχε ήχος που αντιστοιχεί σε ωμέγα. Υπήρχαν μόνο ήχοι που αντιστοιχούσαν σε ου τριβόμενο και σε ου όπως το λέμε σήμερα. Στον Κρατύλο μαθαίνουμε ότι ακόμα και στην εποχή του Πλάτωνα το όμικρον προφερόταν ου. Ας αφήσει τις εξυπνάδες ο κακοκαθηγητής. Τελικώς, όπως ομολογούν όλοι οι σχετικοί με το αντικείμενο, η γραμμική Β αντανακλά μια φτωχή γλώσσα με τεράστιες ιδιαιτερότητες και αδυναμίες. Ο ίδιος ο Hooker στο βιβλίο του και στο κεφάλαιο “η γλώσσα των κειμένων της γραμμικής Β” αμφιβάλλει ακόμα και για την μεταγραφή των φθόγγων (σελ.97). Ανάμεσα στα άλλα….Η γραφή δεν διακρίνει ανάμεσα σε μακρά και βραχέα φωνήεντα (ακούς κύριε κακοδιδάσκαλε;)…ωστόσο το συλλαβάριο της Β παρέχει ισοδύναμα τα οποία δεν φαίνεται να είναι απόλυτα αναγκαία για την απόδοση της ελληνικής γλώσσας….η ύπαρξη ή μη δεσέος ήχου δεν δηλώνεται πουθενά στο σύστημα…η γραφή δεν διακρίνει ανάμεσα σε ηχηρά και άηχα κλειστά σύμφωνα……το σύμβολο που θεωρητικά μεταγράφεται ως ke μπορεί να αντιπροσωπεύει οποιαδήποτε απο τις έξι συλλαβές κε,κη,χε,χη,γε,γη ομοίως το pe αντιπροσωπεύει όχι μόνο το πε, αλλά επίσης τα πη,φε,φη,βε,βη ενώ το σύμβολο που μεταγράφεται ως re προφέρεται λε και λη αλλά επίσης ρε και ρη……Στην σελίδα 101 “η γραφή ένεκα και η παραδοσιακή ετυμολογία αποδεικνύονται λανθασμένες”… Και πάει λέγοντας. Η γραφή Ποσειδών αποδεικνύεται κι αυτή λανθασμένη και άλλα τέτοια ων ουκ έστιν αριθμός. Επομένως η γραμμική Β που είναι ομολογημένο ότι δεν αντιστοιχεί σε καμμία ελληνική διάλεκτο δεν αποτελεί έδαφος για συγκριτική μελέτη. Είναι κλειστό σύστημα το οποίο δεν επεκτείνεται. Προσωπικά οφείλω χάριτες στον Πολύμερο που μου άνοιξε τα μάτια. Αλλά ποιόν άξιο δεν λοιδώρησαν οι ανάξιοι; Τον Ventris τον έβγαλε άχρηστο ο Πλάτων (ο Νικόλαος Πλάτων) ο οποίος άρχισε τους ελιγμούς ότι δήθεν η τάδε λέξη είναι έτσι και δεν είναι έτσι, η τάδε κατάληξη θα έπρεπε να είναι έτσι και πολλά τέτοια σοφίσματα που έδειχναν κακία ψυχής. Φυσικά η αλήθεια θριάμβευσε.

  4. Σταματάω κι εγώ εδώ. Πολύ βάρος δίνω σε αθλιότητες και βλακείες.

  5. Δεν ολοκληρώθηκε η εξέταση του κειμένου της σφραγίδας που διαβάζει ο Γ. Πολύμερος (λήρ΄ ή μώμ΄ ώχου). Άφησα δύο εγκληματικά, κατά τη γνώμη μου, λάθη στο τέλος. Θα γράψω άλλα δύο κείμενα, ένα για το κάθε λάθος, και μετά θα συναγάγω κάποια συμπεράσματα. Εκτός από αυτά, θα γράψω κι ένα για την ηθική του διαλόγου και την ηθική της συζήτησης.