in ιστορική γραμματική της αρχαίας και νέας ελληνικής γλώσσας

από την αρχαία στη νέα ελληνική γλώσσα

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

το σημερινό σημείωμα το αφιερώνω στους Θεόδωρο Μπασιάκο και Γιάννη Λειβαδά

    Ας φανταστούμε, φίλες και φίλοι, ότι κάνουμε ένα ταξίδι στο χρόνο και βρισκόμαστε στην αγορά της αρχαίας  Αθήνας, στην ψαραγορά, τη χρονιά που αρχίζει ο Πλάτων να παίζει το πουλάκι του, το 416 προ Χριστού, σε ηλικία 12 χρονών,  και ο Σωκράτης να είναι 53 χρονών, και λέγαμε σε έναν ψαρά,

ρε φιλάρα, βάλε μου δυο κιλά σαρδέλες

θα μας κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια· όχι μόνο δεν θα καταλάβαινε ούτε μία λέξη αλλά θα περιέπιπτε σε μεγάλη σύγχυση και αμηχανία. Αν

 επαναλαμβάναμε τη φράση αργά, κάτι θα του ήταν απροσδιορίστως γνώριμο αλλά δεν θα μας μπορούσε να μας κατατάξει ως ομιλητή σε καμιά διάλεκτο της εποχής του. Κατά τον ίδιο τρόπο, εάν ο ψαράς και ο Σωκράτης κάθονταν ένα βράδυ στον καναπέ κι άκουγαν τις ειδήσεις από την Τρέμη ή τη Στάη, δεν θα καταλάβαιναν τίποτα απολύτως. Εάν δεν λάβουμε υπόψη μας τον παράγοντα των κοινωνικών, πολιτικών και άλλων συμφραζομένων και περιοριστούμε στον γλωσσικό, πιθανότατα κάποιες μεμονωμένες λέξεις να τους ήταν γνώριμες αλλά τίποτα παραπάνω – αν κι εγώ  αμφιβάλλω κατά πόσο και αυτές θα τους ήταν γνώριμες .

     Όταν ακούω έναν ομιλητή και δεν καταλαβαίνω τι λέει αυτό σημαίνει ότι ο ομιλητής αυτός δεν μιλάει την ίδια γλώσσα με μένα. Απλό δεν είναι;  Αν ακούσουμε κάποιον να μιλάει ποντιακά, δεν θα καταλάβουμε ούτε μία λέξη, παρόλο που οι περισσότερες είναι μοροφλογικά πολύ συγγενείς με αυτές της αρχαίας ελληνικής. Ζήτησα κάποτε από ένα Πόντιο να μου βάλει τσίπουρο κι αυτός μου απάντησε χαριτολογώντας: ουκίβάλωσε. Δεν κατάλαβα τίποτα. Όταν  επανέλαβε τη φράση αργά, έπιασα τους κρίκους της αλυσίδας του λόγου (chain of speech): ουκί βάλω σε, δεν θα σου βάλω! Τα ποντιακά λοιπόν δεν είναι διάλεκτος της νέας ελληνικής γλώσσας , είναι μια άλλη γλώσσα, η οποία προήλθε, όπως και η νεοελληνική, από την αρχαία. Ένας ομιλητής της ιταλικής και ένας της ισπανικής θα επικοινωνήσουν εάν ο καθένας μιλάει τη δική του γλώσσα, έτυχε να είμαι παρών σε μια τέτοια συνομιλία· ένας ομιλητής όμως της ποντιακής κι ένας της νέας ελληνικής δεν θα μπορέσουν να επικοινωνήσουν! Πρόκειται για διαφορετικές, αν και πολύ συγγενείς, γλώσσες.

     Η νέα ελληνική γλώσσα προήλθε από την αρχαία ελληνική. Πότε συνέβη αυτό;  Ποιές ήταν οι σπουδαιότερες  αλλαγές σε φωνητικικό, μορφολογικό, συντακτικό και σημασιολογικό επίπεδο;  Με αυτά τα ερωτήματα θα καταπιαστούμε σήμερα, φίλες και φίλοι.

    Όπως χρειάζονται πάρα πολλά χρόνια για να εμφανιστεί ένας πολιτισμός, με τον ίδιο τρόπο χρειάζονται και πολλά χρόνια για να εμφανιστεί μια νέα γλώσσα, μια γλώσσα που προέρχεται από μία άλλη. Διότι κάθε γλώσσα προέρχεται από μία άλλη· ένα δεύτερο ενδεχόμενο είναι να εξαφανιστεί, όπως εξαφανίστηκε πριν απο λίγες δεκαετίες η αραμαϊκή, η μητρική γλώσσα του Χριστούλη μας, όταν πέθανε και ο τελευταίος ομιλητής της, ένας γέρος στη Συρία. Με τη σειρά της και η αρχαία ελληνική γλώσσα προήλθε από μία άλλη, δεν θα μάθουμε όμως ποτέ ποια ήταν αυτή – μόνο υποθέσεις θα διατυπώνουμε. Έτσι λοιπόν η μετάβαση από την αρχαία στην νέα ελληνική δεν μπορεί παρά να ήταν μακροχρόνια, και όντως ήταν: χίλια χρόνια! Από τους δύο πρώτους χριστιανικούς αιώνες μέχρι το 1100.

    1. 2. Τους πρώτους δύο χριστιανικούς αιώνες συνέβη η πρώτη και καθοριστικής σημασίας αλλαγή, μια αλλαγή που εκκίνησε μια διαδικασία πολλών άλλων αλλαγών, τις οποίες και θα εξετάσουμε στη συνέχεια. Η αλλαγή αυτή έχει δύο πτυχές, άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους. Πρόκεται για την παύση, την εξάλειψη της προσωδιακής προφοράς: καταργείται η διάκριση μεταξύ μακρών και βραχειών συλλαβών, φωνηέντων δηλαδή, και ο τόνος από μουσικός γίνεται δυναμικός. 

   Τα φωνήντα στην αρχαία ελληνική προφέρονταν άλλοτε παρατεταμένα στο χρόνο κι άλλοτε όχι. Στη γραφή, τα μακρά και τα βραχέα α, ι και υ αναπαριστάνονταν με τον ίδιο τρόπο. Τα ο και ε όμως παραστάνονταν διαφορετικά: τα βραχέα ως ο και ε, τα μακρά ως ω και η. Έτσι, στη λέξη χώρα, το ο είναι μακρό (ω) και το α είναι κι αυτό μακρό. 

      Όταν προφέρουμε μια (πολυσύλλαβη) λέξη, δεν προφέρουμε τις συλλαβές με τον ίδιο τρόπο, με την ίδια ένταση. Όταν προφέρουμε τη λέξη αλάτι, τη συλλαβή -λα- την προφέρουμε πιο δυνατά από τις άλλες. Ο τόνος που βάζουμε αυτό ακριβώς δηλώνει. Και το τονιζόμενο φωνήεν προφέρεται πια παρατεταμένα στο χρόνο, το τονισμένο α είναι πιο μακρό από το αρχικό α. Πιο σαφές γίνεται στη προφορά της λέξης κώλος ή σπίτι, για παράδειγμα. Επειδή λοιπόν τη συλλαβή την προφέρουμε πιο δυνατά, ο τόνος αυτός αποκαλείται δυναμικός.  Οι αρχαίοι Έλληνες όμως δεν πρόφεραν τη συλλαβή πιο δυνατά αλλά ή ένταση ήταν διαφορετικού τύπου: η τονιζόμενη συλλαβή προφερόταν σε υψηλότερο, σε οξύτερο ήχο. Ο τόνος αυτός λέγεται μουσικός.

    Για να κατανοήσουμε το δράμα μας, εννοώ το δράμα της αδυναμίας μας να διαβάσουμε και να προφέρουμε με μουσικό τόνο τα αρχαία κείμενα,  θα πρέπει να καταφύγουμε στην επισήμανση του πως διαβάζουμε την αρχαία ελληνική ποίηση. Επειδή δεν μπορούμε να προφέρουμε τα κείμενα με τον μουσικό τόνο, διαβάζουμε την ποίηση, την Ιλιάδα, τον Αρχίλοχο, την Σαπφώ ή τον Αισχύλο, τις μεγάλες μου αδυναμίες, ως πεζό λόγο!  Η εξαφάνιση της προσωδιακής προφοράς, της διάκρισης μακρών και βραχέων συλλαβών και της εξάλειψης του μουσικού τόνου,  δεν μας επιτρέπει να διαβάσουμε αρχαία ελληνική ποίηση, δεν μπορούμε να την διαβάσουμε, τη διαβάζουμε ως πεζό λόγο. Όταν διαβάζω Σαραντάρη, λόγου χάριν, διαβάζω ποίηση – όταν διαβάζω όμως Ανακρέοντα, τον διαβάζω ως πεζό λόγο.

     Η παύση της προσωδιακής προφοράς ήταν μια μακροχρόνια διαδικασία·είμαστε βέβαιοι ότι θα εκτυλίχθηκε κατά τη διάρκεια πολλών γενεών. Το ερώτημα γιατί έπαυσε η επί πολλούς αιώνες ισχύουσα προσωδιακή προφορά είναι κάτι το οποίο πιθανόν να μην το διαυγάσουμε ποτέ. Τείνω προς τη διατύπωση μιας θεωρίας αλλά δεν είναι του παρόντος μιας και οι εν εξελίξει έρευνες δεν μου επιτρέπουν να ομιλήσω με μια κάποια βεβαιότητα. Θα επανέλθουμε όμως επί του ζητήματος.

       Η εξαφάνιση της προσωδιακής προφοράς, τουτέστιν, η εξάλειψη της διάκρισης μεταξύ μακρών και βραχειών συλλαβών και η αντικατάσταση του μουσικού από τον δυναμικό τόνο ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της περιόδου από τους δύο πρώτους χριστιανικούς αιώνες μέχρι το 600. Από τότε οι γλωσσικές μεταβολές επιταχύνονται και γενικεύονται αλλά θα χρειαστούν άλλα πεντακόσια χρόνια για να εμφανιστεί μια νέα γλώσσα. Σε αυτό το σημείο θα κάνω δύο παρακάμψεις που θα μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε τη μετάβαση από την αρχαία στη νέα ελληνική γλώσσα.

    Η γλώσσα είναι ο πιο συντηρητικός κοινωνικός θεσμός· οι γλώσσες αλλάζουν πολύ δύσκολα, απαιτείται πολύς χρόνος, πολλές γενιές για να επέλθει μια γλωσσική μεταβολή, πόσω μάλλον περισσότερες της μιας. Καμιά γενιά δεν μπορεί να παρατηρήσει την εξέλιξη μιας γλώσσας, αν και επιμέρους αλλαγές, κυρίως στο σημασιολογικό επίπεδο: η λέξη δηθενιά (<δήθεν, ντεμέκ) πλάστηκε τα τελευταία χρόνια, είμαστε μάρτυρες της δημιουργίας της, δεν θα μάθουμε όμως ποτέ από ποιον και που και πως. Δεν γνωρίζουμε κι αν θα καθιερωθεί – μάλλον θα καθιερωθεί διότι είναι μια πολύ ωραία λέξη, μια λέξη με πολύ μεγάλο ψυχικό σθένος.

    Η δεύτερη παράκαμψη αφορά την ανυπαρξία γραπτών πηγών της περιόδου 100 -1100. Αυτοί οι οποίοι μετέτρεψαν, καθόλους εν γνώσει τους βεβαίως, την αρχαία ελληνική σε νέα αγρότες, δούλοι στην αρχή και δουλοπάροικοι κατά τους τελευταίους  αιώνες της βυζαντινής εποχής και τα φτωχά στρώματα των πόλεων και ειδικά της Πόλης. Οι γαιοκτήμονες, ο υψηλόβαθμος κλήρος  και οι γραφειοκράτες του κρατικού διοικητικού μηχανισμού συνέχιζαν να μιλούν μια αττικίζουσα γλώσσα και να συνθέτουν την ποίησή τους σε προσωδιακά μέτρα του απώτατου παρελθόντος. Ο λαός όμως στις πόλεις, μάλλον στην Πόλη, επινόησε τον δεκαπεντασύλλαβο ιαμβικό στίχο, ο οποίος αποκαλούνταν και πολιτικός ή πολίτικος. Ήταν στίχος λαϊκός, βωμολοχικός, χυδαίος, σκωπτικός και ήταν δημιούργημα του λαού που παρακολουθούσε τα θεάματα του Ιπποδρόμου όπου χλεύαζε και έβριζε τον εκάστοτε αυτοκράτορα. Οι πουτάνες στην Πόλη αποκαλούνταν πολιτικές, μιας και το πολιτικό δήλωνε κάθε τι το πρόστυχο, το δημόσιο, το κοινό, το άξιο περιφρόνησης.  Κι ενώ έχουμε πολλά κείμενα των βυζαντινών Κυρίων, οι μαρτυρίες της λαϊκής ποίησης είναι ελάχιστες· γίνονται περισσότερες με το πέρασμα του χρόνου. Η έλλειψη αυτή δεν μας επιτρέπει να μελετήσουμε εμβριθώς όχι μόνο την πολιτική, τη λαϊκή ποίηση αλλά και την εν γένει μετάβαση από την αρχαία στην νέα ελληνική γλώσσα. Πάντως η συμβολή της πολιτικής, της λαϊκής,,της σκωπτικής (ιαμβικής ποίησης) στη διαμόρφωση της νέας ελληνικής γλώσσας θα πρέπει να θεωρείται αναμφίλεκτη.

      Και μετά από αυτές τις δύο παρακάμψεις, ας δούμε τις σημαντικότερες γλωσσικές μεταβολές της περιόδου 600-1100. Η σειρά με την οποία τις παραθέτω δεν δηλώνει κατά κανένα τρόπο και τη χρονολογική σειρά εμφάνισής τους – εξηγούμαι. Εξετάζω πρώτα τις σχετικές με τον τονισμό αλλαγές, ακολούθως τις σχετικές τη φωνητική (προφορά), τη μορφολογία και τη σημασιολογία αλλαγές. (Τις παραθέτω ακροθιγώς και θα τις επεξεργαστώ περαιτέρω στο μέλλον).

    3. Με την μετατροπή του μουσικού τόνου σε δυναμικό σχετίζονται πολλές και σημαντικές αλλαγές. Να η πρώτη: Όταν ο τόνος ήταν μουσικός, ήταν τόσο αναπόσπαστα συνδεδεμένος με τη λέξη ώστε όταν ο τόνος έγινε δυναμικός άλλαξε και η μορφή και η θέση της λέξης μέσα στη φράση. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα: στην αρχαία ελληνική, οι εγκλιτικοί τύποι των προσωπικών αντωνυμιών, οι τύποι  δηλαδή που  ο τόνος τους χάνονταν  ή μετακινούνταν στη λήγουσα της προηγούμενης λέξης, ως αντικείμενο ρήματος έπονται του ρήματος: φιλώ σε, ειπέ μοι, κλπ· στην νέα ελληνική προηγούνται και   να τονίζονται:  σέ φιλώ, μού είπε, μέ είπε. 

    4. Κατά τον ίδιο τρόπο, η δεικτική αντωνυμία αυτός, αυτή, αυτό άλλαξε θέση και έγινε προσωπική: αντί να τίθεται μετά το ρήμα (εφόνευσε αυτόν), τίθεται πριν από αυτό με αποτέλεσμα να εμφανιστούν οι αδύνατες αντωνυμίες  του τρίτου προσώπου του ρήματος (τον, την, το, του, της, τους, τας [τις], των [τους]):  αυτόν εφόνευσε > τόν φόνευσε. Όταν παραμένουν στη θέση τους, εμφανίζονται ως εγκλιτικοί τύποι: φόνευσέ τον.   

    5.  Η χρονική αύξηση των ρημάτων (ε-) σιγείται εάν είναι άτονη: έλεγε αλλά λέχτηκε (<ελέχθη), έδωσε αλλά δόθηκε (εδόθη), έπαιξε αλλά παίχτηκε.

    6. Τα προτονικά (άτονα) φωνήεντα πολλών λέξεων εξαφανίζονται: ημέρα>μέρα, υψηλός>ψηλός,  ερωτώ>ρωτώ, ολίγος>λίγος

    7. Οι αλλαγές αυτές σχετίζονται με την κομβική αλλαγή του μουσικού τόνου σε δυναμικό. Με την κατάργηση της διάκρισης των φωνηέντων σε μακρά και βραχέα, με τη φωνητική δηλαδή, σχετίζονται οι παρακάτω αλλαγές.  Τα έξι φωνήεντα γίνονται πέντε, δηλαδή το υ, που προφέρονταν ως κλειστό ου, κάπως όπως το γαλλικό u, προφέρεται πια ως ι: ύστερον (uστερον) > ύστερον (ιστερον), μυστικό >/μιστικό/, κλπ.

    8.  Τα διπλά σύμφωνα προφέρονται ως ένα – η αρχαία προφορά επιβιώνει σε πολλές νότιες διαλέκτους, π.χ. στην κυπριακή: αλ-λά

    9.  Το τελικό ν σιγείται, εκτός εάν ακολουθεί φωνήεν: το παιδίν (<παιδίον) > το παιδί. Κι αυτή η προφορά επιβιώνει στις νότιες διαλέκτους κι αυτό σημαίνει ότι η απλοποίηση των διπλών συμφώνων και η σίγηση του τελικού ν εκτυλίχθηκε στην Πόλη.

    10.  Η ονομαστική του πληθυντικού του θηλυκού άρθρου αι (αι πόλεις, αι γυναίκες, αι πηγαί) παραμερίζεται και αφομοιώνεται με τον πληθυντικό του αρσενικού γένους οι: οι πόλεις, οι γυναίκες, οι πηγές).  Περίεργο δεν είναι;  Εάν υπήρχε κάποια τάση (νόμος) μετατροπής του ε σε ι, τότε δεν παραξενευόμασταν. Τέτοιος νόμος όμως δεν υπήρξε! Γιατί να μην αφομοιωθεί το αρσενικό οι με το θηλυκό αι και να λέμε αι (ε) άνδρες, αι (ε) λύκοι, κλπ;  

    11. Πολλές αλλαγές είναι ένας συνδυασμός αλλαγών σε φωνητικό και μορφολογικό ή/και σημασιολογικό επίπεδο. Εμφανίζεται και γενικεύεται το παραγωγικό επίθημα -νω: δέρω>δέρνω, φέρω>φέρνω, δέω>δένω, σύρνω >σέρνω, σούρνω, επαίρω (σηκώνω)>παίρνω.

     12.  Τα ρήματα που λήγουν σε -όω μετατρέπονται σε ρήματα που λήγιουν σε -ώνω: σκοτόω>σκοτώνω, δηλόω>δηλώνω, δουλόω>δουλώνω, κλπ.

13. Το ρημα ειμί, ενεργητικής φωνής, γίνεται είμαι, αλλάζει διάθεση και φωνή. Η εξέλιξη αυτή δεν μας παραξενεύει μιας και είναι το τελικό σημείο μιας διαδικασίας  που είναι καλά μαρτυρημένη και αρκούντως γνωστή. Ήδη από την αρχαϊκή εποχή, την εποχή της σύνθεσης της Ιλιάδας και της λυρικής ποίησης (700-500 π. Χ), παρατηρείται άλλοτε η εξαφάνιση των ρημάτων που λήγουν σε -μι (φημί, είμι, ημί, κλπ) κι άλλοτε η  μετατροπή τους σε ρήματα που λήγουν σε -ω: το αναμείγνυμι έγινε αναμειγνύω, το ζεύγνυμι έγινε ζεύω κλπ. Το μόνο ρήμα σε -μι που δεν εξαφανίστηκε ούτε μετατράπησε σε θεματικό (-ω) αλλά άλλαξε φωνή είναι το ειμί. Θα μπορούσε να γίνει *είω αλλά δεν έγινε! Θα μπορούσε να γίνει *είμω, αλλά δεν έγινε! Γιατί; Γιατί έγινε είμαι; 

        14. Εξαφανίζεται η δοτική! Πω πω ζημιά! Καταστροφή!  Κάθε άλλο! Η αλλαγή αυτή δεν μας παραξενεύει – είναι κι αυτή το σημείο απόληξης δύο άλλων γνώριμων διαδικασιών. Πρώτον, η αρχαία ελληνική γνώρισε την απώλεια άλλων τριών πτώσεων: η αφαιρετική, που δήλωνε κυρίως την αφετηρία, το σημείο εκκίνησης αφομοιώθηκε με τη γενική και η τοπική και οργανική συχγωνεύθηκε με τη δοτική· η οποία, κατά δεύτερον,  δήλωνε αρχικά το πρόσωπο στο οποίο δίδεται κάτι. Με τη συγχώνευση αυτή, η δοτική δήλωνε περισσότερο το όργανο ή τον τόπο και λιγότερο το πρόσωπο στο οποίο κατευθύνεται η ενέργεια του ρήματος. Το όργανο όμως και ο τόπος δηλώνονταν κυρίως με προθέσεις, οπότε με πρόθεση άρχισε να δηλώνεται και το πρόσωπο αλλά μέσω της αιτιατικής. Έτσι, η φράση ο πατήρ δίδωσι άρτον τω υιώ (υιεί) έγινε ο πατήρ δίδωσι άρτον εις τον υιόν > ο πατέρας δίνει άρτο στον γιο.

         15.   Το έναρθρο απαρέμφατο μετατρέπεται σε όνομα – ούτε αυτό μας παραξενεύει μιας το έναρθρο απαρέμφατο χρησιμοποιούνταν ευρύτατα και συχνότατα: το φαγείν > το φαΐ, το φιλείν>το φιλί, το γαμήσειν>το γαμήσι, το μεθύσειν>το μεθύσι, κ.α.. Η αλλαγή αυτή είναι συνέπεια της αχρήστευσης του απαρεμφάτου: το ονοματοποιημένο απαρέμφατο είναι το μόνο κατάλοιπο της διαδικασίας αχρήστευσης του απαρεμφάτου.

        16. Καθιερώνεται η περίφραση στον παρακείμενο, τον υπερσυτέλικο και τον τετελεσμένο μέλλοντα: λέλυκα > έχω λύσει, κλπ

        17. Από την αιτιατική πολλών ονομάτων της τρίτης (αθέματης) κλίσης δημιουργείται η ονομαστική κι έτσι τα ονόματα αλλάζουν κλίση : τον πατέρα >ο πατέρας, τον άρχοντα > ο άρχοντας, τον βασιλέα > ο βασιλέας.

     18.  Γενικεύεται η παραγωγή ρηματικών αφηρημένων ουσιατσικών σε -σιμο και -μα: σκίζω> σκίσιμο, γδέρνω > γδάρσιμο, καίω > κάψιμο, ξεσκίζω > ξέσκισμα, μονοιάζω > μόνοιασμα

    19. Γεμίζει ο τόπος με υποκοριστικά, κυρίως ουδετέρου γένους, που λήγουν σε -ιον, -άριον, – άδιον, -ίδιον, -άκιον, -ίκιον, -τζι(ν), ίτζι(ν).

    20.   Πολλά θυλυκού γένους ονόματα σε -ος μετατρέπονται σε αρσενικού γένους: η βάτος>ο βάτος, η πλάτανος >ο πλάτανος, η ψήφος > ο ψήφος, η άμμος > ο άμμος.

    21. Οι τύποι της  αιτιατικής  πληθυντικού του αρσενικού γένους της μετοχής του ενεστώτα γίνονται επιρρήματα: τους τρώγοντας >τρώγοντας, τους πίνοντας >πίνοντας, τους τρέχοντας> τρέχοντας , τους πηδώντας >πηδώντας

      22. Αυξάνει ο αριθμός των γλωσσικών δανείων από τη λατινική, τη μεσαιωνική σλαβική, την αραβική, την περσική, την ιταλική και μετά το 1100 και την τουρκική.  

    Αυτές είναι,  φίλες και φίλοι, οι σημαντικότερες τονικές, φωνητικές, μορφολογικές και σημασιολογικές αλλαγές που εκτυλίχθηκαν κατά την εποχή της μετάβασης από την αρχαία στη νέα ελληνική, από τους δύο πρώτους χριστιανικούς αιώνες μέχρι το 1100.  Εάν λάβουμε υπόψη μας ότι δεν υπάρχει ούτε μία φράση της καθομιλουμένης της νέας ελληνικής που να μην εντόπίζουμε τουλάχιστον μία από αυτές της αλλαγές, μπορούμε να κατανοήσουμε το έωλο (το αβάσιμο, το αστήρικτο, το ξεπερασμένο, το μπαγιάτικο)  του ισχυρισμου ότι η νέα ελληνική είναι συνέχεια της αρχαίας.   

[Σημείωση, 3 Σεπτεμβρίου 2014]

     Διευκρινίζω ότι με την τελευταία πρόταση του σημειώματος, περί μη συνέχειας, θέλω να πω ότι δεν συμμερίζομαι το ιδεολόγημα περί μιας ενιαίας και μοναδικής ελληνικής γλώσσας (ενός λαού, ενός πολιτισμού και τα τοιαύτα), την οποία μπορούμε να κατανοήσουμε και να μιλήσουμε, ότι η νέα ελληνική δεν είναι απλά συνέχεια της αρχαίας  αλλά ότι η αρχαία και η νέα είναι δυο διαφορετικές γλώσσες, συγγενικές όμως, μιας και η μία προήλθε από την άλλη, ότι η νέα ελληνική είναι μια  άλλη και διαφορετική γλώσσα. Ασφαλώς και υπάρχει συνέχεια· το ζήτημα είναι ότι την αντιλαμβανόμαστε διαφορετικά: αφού υπάρχει συνέχεια, υπάρχει συνοχή, άρα μία είναι η γλώσσα, η ελληνική.  Εγώ ισχυρίζομαι ότι η συνέχεια μάς έδωσε μια άλλη γλώσσα, διαφορετική, η οποία προήλθε από την αρχαία ελληνική, που σήμερα θεωρείται και είναι νεκρή, την οποία δεν μπορούμε ούτε να μιλήσουμε ούτε να  κατανοήσουμε διαβάζοντάς την.  

    Κατανοώ ότι πολλοί αναγνώστες και αναγνώστριες αγανακτούν αλλά γιατί δεν αγανακτούν όταν πάνε να διαβάσουν ένα αρχαίο ελληνικό κείμενο και δεν κατανοούν ούτε μία πρόταση; Εάν το κωλαράκι μας δεν ματώσει πάνω στην καρέκλα μελετώντας για δεκαετίες τα αρχαία ελληνικά κείμενα, αρχαία ελληνικά δεν καταλαβαίνουμε τον Δία μπάρμπα νάχουμε.

 

Σχολιάστε ελεύθερα!

16 Comments

  1. “Εάν λάβουμε υπόψη μας ότι δεν υπάρχει ούτε μία φράση της καθομιλουμένης της νέας ελληνικής που να μην εντοπίζουμε τουλάχιστον μία από αυτές της αλλαγές, μπορούμε να κατανοήσουμε το έωλο (το αβάσιμο, το αστήρικτο, το ξεπερασμένο, το μπαγιάτικο) του ισχυρισμού ότι η νέα ελληνική είναι συνέχεια της αρχαίας”
    Απλούστατα, έχω λιώσει στο γέλιο με αυτό που έγραψες…..Δηλαδή, για να καταλάβω από που προήλθε η “νέα” ελληνική? Σαφώς η κάθε γλώσσα εξελίσσεται (πάντα προς το χειρότερο)…αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχει σύνδεση με την αρχική της μορφή…έλεος…Εσύ έτσι όπως το θέτεις, εννοείς ότι η γλώσσα που μιλάμε και γράφωμε σήμερα δεν έχει καμία σχέση με τα ελληνικά των αρχαίων….

  2. Σόφοκλες, εάν παρευρισκόσουν μεταξύ των θεατών στο ανέβασμα (διδασκαλία) της ‘Αντιγόνης’ του Σοφοκλή (Σοφοκλέους) δεν θα καταλάβαινες ούτε μία λέξη! Η διαπίστωση αυτή σου προκαλεί γέλιο; Ή μήπως δεν είναι έτσι;
    Η μόνη σχέση που έχει η νέα ελληνική και η αρχαία ελληνική είναι ότι είναι γλώσσες συγγενικές, πού συγγενικές, όπως είναι λόγου χάριν η ιταλική και η λατινική, και η συγγένεια που έχουν (γενετική σχέση) είναι ότι η νέα ελληνική είναι μετεξέλιξη της αρχαίας σε όλα τα επίπεδα (φωνητικό, μορφολογικικό, σημασιολογικό, συντακτικό). Όταν λέω ΄συνέχεια’, χρησιμοποιώ τη λέξη με την έννοια που τη χρησιμοποιούν οι υποστηρικτές της άποψης ότι η μια είναι η γλώσσα, η ελληνική.
    Δεν πρόκειται για μία γλώσσα, την ελληνική, αλλά για δύο γλώσσες, πολύ στενά συγγενικές, αλλά διαφορετικές, η αρχαία και η νέα ελληνική. Μεταξύ αυτών των δύο υπήρξε μια μακραίωνη περίοδος μετάβασης από τη μια στην άλλη και στο κείμενο καταγράφω τις αλλαγές.
    Και οι γλώσσες δεν εξελίσσονται προς το χειρότερο, σε καμιά περίπτωση, δεν υπάρχουν καλύτερες και χειρότερες γλώσσες!

  3. Η σημερινή ΜΟΡΦΗ της γλώσσας μας είναι εξέλιξη της ελληνιστικής κοινής. (που με τη σειρά της είναι το συνονθύλευμα όλων των διαλέκτων της τότε εποχής). Δηλαδή της γλώσσας που ομιλούταν κατά την εποχή του μεγάλου Αλεξάνδρου (~130 πχ) και μετά. Αν κοιτάξεις κείμενα εκείνης της εποχής θα διαπιστώσεις ότι όλα τα γραφόμενα είναι κατανοητά από σένα (ένα απλό παράδειγμα είναι τα ευαγγέλια). Όσον αφορά στα έργα των αρχαίων δλδ, τα προ ελληνιστικής εποχής , η γλώσσα είναι πιο πολύπλοκη και σαφώς έχει λογοτεχνικό είδος, όπως και στις μέρες μας αν κάποιος διαβάσει κείμενο γραμμένο από κάποιον νομικό δεν θα καταλάβει χριστό διότι δεν έχει την απαραίτητη παιδεία για να το κατανοήσει. Που θέλω να καταλήξω: Η γλώσσα που μιλάμε σήμερα όπως είπα προέρχεται από την κοινή ελληνική, η άποψή μου είναι ότι αυτή η κοινή ομιλούνταν πολύ πριν από την ελληνιστική περίοδο από πλήθος (“ανεκπαίδευτων”) ανθρώπων, η μορφή των κειμένων που διαβάζουμε (αρχαία) είναι η πιο “λόγια’ της εκείνης περιόδου (διότι είναι σαφές ότι σε καμία γλώσσα δεν γράφεις κάποιο έργο σε μορφή καθομιλουμένης). Επίσης το αν κάποιος καταλαβαίνει ή όχι άλλες ελληνικές διαλέκτους εξαρτάται από το πόσο καλά ξέρει την γλώσσα του και την ιστορία του. Και κλείνοντας από τη στιγμή που κάποιες γλώσσες έχουν κοινό λεξιλόγιο, δομή και γραμματική είναι το ίδιο και το αυτό. Μπορεί να μην καταλάβεις κάποιον που μιλάει διαφορετικά από εσένα αλλά εάν τα δεις γραμμένα είμαι βέβαιος ότι θα τα “πιάσεις’ όλα.
    Καλή σου μέρα

  4. το πρόβλημα σε αυτή την συζήτηση είναι ότι είτε ή μία είτε η άλλη άποψη έχει ιδεολογικό πρόσημο.

    Συμφωνώ πάντως με τον Σοφοκλή σε γενικές γραμμές, η ελληνική είναι μία και συνεχής. Αν θέλουμε να ορίσουμε δύο γλώσσες για τεχνικούς κυρίως λόγους, τότε θα έλεγα ότι το σημείο τομής είναι η εμφάνιση της Κοινής. Για μένα σχεδόν όλα τα κείμενα που έπονται της εμφάνισης της Κοινής είναι κατανοητά· δυσκολίες έχω σε λέξεις των οποίων μεταβλήθηκε η σημασία, γραμματική και συντακτικό είναι κατανοητά (άσε που γουστάρω τρελλά την δοτική).

    Ανάλογη εξέλιξη έχει γνωρίσει π.χ. και η αγγλική ανάμεσα στον 10-12 αιώνα, όπου η γλώσσα απλοποιήθηκε εκπληκτικά και έχασε ένα σωρό μορφές που η γερμανική π.χ. διατήρησε (παρεπιπτόντως η γερμανική είναι ΙΜΗΟ η γλώσσα που έχει διατηρήσει τους περισσότερους αρχαϊσμούς και μοίαζει πολύ με την αρχαία μορφή της ελληνικής, π.χ. διατήρησε τον Παρατατικό με το πρόθεμα γε-, γέ-γραφα, ge-schrieben). Γενικά όμως δεν υπάρχει διαχωρισμός γλώσσας ανάμεσα στα μεσαιωνικά αγγλικά και στα σύγχρονα (και να υπήρχε δηλαδή θα ηταν θέμα ταξινόμησης και όχι ουσίας).

    Τέλος, αυτό που πάντα με γοήτευε στην αρχαία εληνική είναι η ικανότητα της να αποδίδει πολύπλοκα νοήματα με λίγες λέξεις.
    όμως….δεδομένου ότι έχουμε μόνο γραπτές και όχι προφορικές μαρτυρίες ΚΑΙ λόγω του ότι ο τρόπος γραφής ήταν το σκάλισμα σε μαρμαρόπλακες, λέω εγώ, είναι λογικό να επιβίωσαν σύντομοι τρόποι έκφρασης. Αν γράφαν σε ΗΥ πιθανότατα θα είχε διασωθεί μιαν άλλη μορφή της ελληνικής.

    και ένα ανέκδοτο σχετικά με την γλωσική συνέχεια: Πριν πολλά χρόνια είχα επισκεφθεί μια έκθεση για τις Άλπεις. Ένα έκθεμα που με συγκλόνισε ήταν οι ηχογραφήσεις ενός γλωσσολόγου από την δεκαετία του 60 (πριν δηλαδή γενικευθεί η επιδραση του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης). Πήγε λοιπόν αυτός ο καλός άνθρωπος και ηχογράφησε την απαγελλία του “Πάτερ Ημών” από την κοινότητα των πιστών της κυριακάτικής λειτουργίας σε ορεινά χωριά ξεκινώντας κάτω από το Μπολτσάνο και φτάνοντας ως στην πεδινή Βαυαρία (τυποποιήμενο κείμενο σε γερμανόφωνα χωριά). Ε λοιπόν ενώ ενετόπιζες τις διαφορές απο τα γειτονικά χωριά, αν συνέκρινες την ηχογράφηση από το πρώτο και τελευταίο χωριό θα νόμιζες ότι ήταν άλλη γλώσσα και άλλο κείμενο. Και αυτά το 60 σε μια εγγράματη κοινωνία εντός μιας μικρής σχετικά περιοχής και εντός ένος έτους που έγινε η έρευνα. Που να συγκρίνεις τώρα με την ελληνική εν μέσω αιώνων και σε έκταση από την Ισπανία ως το Αφγανιστάν. μύλος.

    ΥΓ: συμφωνώ όμως ότι δεν υπάρχει καλύτερη και χειρότερη γλώσσα. αυτός είναι αξιολογικός χαρακτηρισμός που δεν αφορά την γλώσσα.

  5. ΜΕΤΑΦΡΑΖΟΥΜΕ τον ‘Άμλετ’ όπως μεταφράζουμε και την ‘Ιλιάδα’ και την ‘Αντιγόνη’ γιατί απλούστατα δεν μπορούμε να τα καταλάβουμε από το πρωτότυπο. ΜΑΘΑΙΝΟΥΜΕ αρχαία ελληνικά, όπως μαθαίνουμε και τα γερμανικά διότι δεν είναι η μητρική μας γλώσσα. Θεωρούμε άλλωστε ότι τα αρχαία ελληνικά είναι μια ΝΕΚΡΗ γλώσσα.
    Προσπαθώ αλλά δεν μπορώ να εντοπίσω το ιδεολογικό πρόσημο των απόψεών μου. Εάν μπορούσαμε να βάλουμε το πρόσημο του γλωσσικού εθνικισμού ή σοβινισμού στις απόψεις περί της συνέχειας, δηλαδή περί της μιάς γλώσσας, της ελληνικής, στις απόψεις περί δύο γλωσσών, πολύ συγγενικών ασφαλώς, δεν υπάρχει καμιά απολύτως αμφιβολία, ποιό πρόσημο θα προσθέταμε; Του γλωσσικού αντι-εθνικισμού;
    Θα έπρεπε ίσως πρώτα να συμφωνήσουμε και να καταλήξουμε σε έναν γενικά αποδεκτό ορισμό της γλώσσας. Εάν δεν καταλαβαίνουμε τα κινέζικα, είναι διότι αυτή είναι μία άλλη γλώσσα. Εάν δεν καταλαβαίνουμε τα αρχαία ελληνικά είναι γιατί είναι μιά άλλη γλώσσα. Εάν αναγνωρίζουμε κάποιες λέξεις είναι γιατί οι υπό συζήτηση γλώσσες είναι συγγενικές. Το γεγονός ότι δεν μπορούμε να ακούσουμε αρχαία ελληνικά αλλά ούτε να τα προφέρουμε μας επιτρέπει και μας παροτρύνει να εστιάσουμε στον γραπτό λόγο. Αλλά όταν μιλάμε για γλώσσα εννοούμε πρώτα και κύρια τον προφορικό λόγο, τη γλώσσα της καθομιλουμένης. Το ότι κάποιοι και κάποιες αναγνωρίζουν στην Ιλιάδα ή στον Πλάτωνα κάποιες λέξεις δεν μας λέει τίποτα μιας και η γλώσσα δεν είναι ένα άθροισμα λέξεων. Κι αυτοί κι αυτές που κατανοούν κάποια πρόταση του Αριστοτέλη είναι μόνο κάποιοι λίγοι που προέρχονται από το ανώτερο μορφωτικού επιπέδου κοινό. Κι αυτοί κι αυτές που διαβάζουν και καταλαβαίνουν την Ιλιάδα, τον Θουκυδίδη, τα Μετα τα Φυσικά ή τον λαϊκό κι αγρότη Αριστοφάνη είναι αυτοί κι αυτές που ο κώλος τους μάτωσε για πολλές δεκαετίες – και συνεχίζει να ματώνει.

  6. Disclaimer: το ιδεολογικό πρόσημο που ανέφερα δεν αφορά αυτόν τον χώρο συζήτησης. Απλά το αναφέρω για να αντιληφθούμε την ποικιλία των κινήτρων αντίδρασεων σε αυτό το θέμα.

    τώρα τα επιχειρήματα που παραθέτεις τα θεωρώ αδύναμα για τους παρακάτω λόγους:
    1. όσον αφορά την κατανόηση, ναι δεν μπορώ να καταλάβω την Αντιγόνη από το πρωτότυπο χωρίς γνώσεις ειδικού. Μπορώ όμως να καταλάβω τα Ευαγγέλια με την βασική μόρφωση που πήρα στο σχολείο. Όπως είπα αν θεωρήσουμε την Αρχαία Ελληνική, άλλη γλώσσα συγγενή της Νέας, για μένα το ορόσημο είναι η Κοινή και όχι π.χ. η Μεσαιωνική Ελληνική.
    2. Αν η βασική μόρφωση που πήρα στο σχολείο ΔΕΝ είναι αποδεκτός εξοπλισμός, αλλά μοναχά η γλώσσα όπως την μάθαμε στο σπίτι μας, τότε, όπως έγραψε και ο Σοφοκλής πιο πάνω και τα νομικά κείμενα δεν είναι “ελληνικά”.
    3. Το προφορικό περιορίζεται από δύο παράγοντες: την διάρκεια ζωής των “μαρτύρων”, δεδομένου ότι δεν ζουν πια άνθρωποι που να μιλούσαν ελληνικά πριν το 1910 και την χρονική εμφάνιση μηχανών αποτύπωσης ηχητικών ντοκουμέντων. έτσι, για καμία γλώσσα στον κόσμο δεν ξέρουμε πως ηχούσε πριν π.χ. το 1850.
    4. η κατανόηση του προφορικού λόγου είναι όμως επίσης ασθενές κριτήριο. όπως ανέφερα στο παράδειγμα των Άλπεων, ενώ οι κοινότητες απαγγέλουν το ίδιο κείμενο, γραμμένο στην επίσημη γερμανική, ο προφορικός τους λόγος είναι τόσο διαφορετικός που τους είναι αδύνατο να καταλάβουν ο ένας τον άλλον. Είναι τα γερμανικά του Μπολτζάνο και τα γερμανικά του Ρόζενχάιμ άλλη γλώσσα;

    Δεν υπάρχει ακριβής απάντηση σε αυτό. Αυστρία, Λίχτενστάϊν και Ιταλία χρησιμοποιούν την επίσημη γερμανική ως γραπτή γλώσσα (ενώ η καθομιλουμένη διαφέρει αρκετά, μέχρι του σημείου στην Ιταλία να είναι πλήρως ακατάληπτη για τον μέσο γερμανό), η Ελβετία ονομάζει την δική της διάλεκτο Schwyzerdütsch, συμμετέχει όμως σε όλες τις επιτροπές Διαμόρφωσης της Επίσημης Γερμανικής ως ισότιμο μέλος (τελευταίο μεγάλο πόνημα ήταν η απλοποίηση της ορθογραφίας στις κατά κύριο λόγο γερμανόφωνες χώρες, ήτοι Αυστρία, Γερμανία, Ελβετία, και Λίχτενστάϊν).

  7. Η διάκριση μεταξύ γλώσσας και διαλέκτου είναι πολιτικό θέμα σε τελική ανάλυση. Ας δούμε ένα παράδειγμα από τη γειτονιά μας: Τα σλαβομακεδόνικα είναι γλώσσα συγγενική με τα βουλγάρικα, ή είναι διάλεκτος της βουλγαρικής; Μην περιμένετε να ομοφωνήσουν ποτέ επί του θέματος οι Ακαδημίες Επιστημών της Σόφιας και των Σκοπίων. Ούτε υπάρχει κάποιο “αντικειμενικό” γλωσσολογικό επιχείρημα, με βάση το οποίο να αποφανθεί η διεθνής επιστημονική κοινότητα. Το πραγματικά αποφασιστικό επιχείρημα υπέρ μιας ξεχωριστής σλαβομακεδονικής γλώσσας είναι η ίδια η ύπαρξη μιας κρατικής οντότητας που χρησιμοποιεί τα σλαβομακεδόνικα ως επίσημη γλώσσα.

    Με παρόμοιο τρόπο, το ερώτημα για το αν η νέα και η αρχαία ελληνική είναι δύο μορφές της ίδιας γλώσσας (διαχρονική προσέγγιση), ή αν θα πρέπει να θεωρούνται ως δύο συγγενείς, αλλά διακριτές μεταξύ τους γλώσσες (συγχρονική προσέγγιση), είναι ένα ερώτημα που δεν πρόκειται ποτέ να απαντηθεί με αμιγώς γλωσσολογικά κριτήρια. Από τη στιγμή που υπάρχει ένα Κράτος, του οποίου η θεμελιώδης αφήγηση αναφέρεται ακριβώς στη “διαχρονία του Ελληνισμού”, είναι προφανές ότι θα κυριαρχήσει η διαχρονική προσέγγιση του ζητήματος.

  8. Σιγουρα υπαρχει φτωχη και πλουσια γλωσσα. Η γλωσσα ομως ειναι το μεσο για να επικοινωνησουν οι ανθρωποι μεταξυ τους. Επομενως η καθε γλωσσα αντανακλα τον πολιτισμο εκεινων που την μιλουν. Αν εχουν εκλεπτισμενα συναισθηματα θα βρουν λεξεις για να τα πουν, διαφορετικα δεν θα υπαρχουν στη γλωσσα τους οι λεξεις αυτες γιατι απλουστατα δεν τις χρειαζονται. Προηγειται η εννοια της λεξης.

  9. Συμφωνεί κανένας ότι με την συνειδητοποίηση τον νεοελλήνων (μετά την σύσταση του ελληνικού κράτους) ότι έχουν κάποια (έστω μακρινή στην πραγματικότητα) σχέση με τους αρχαίους τυπάδες, ότι η γλώσσα τους (μας) εμπλουτίστηκε με την επαφή τους και μόνο με την αρχαία; (βάζοντας και το μικρό της λιθαράκι η καθαρεύουσα)

  10. Συγγνώμη για το συνεχόμενο σχόλιο, αλλά κοιτάξτε/ακούστε αυτό αν σας ενδιαφέρει μια προσέγγιση της κλασικής προφοράς που βασίζεται σε πραγματικά στοιχεία (θα ήταν μεγάλος κόπος να τα δώσουμε όλα)

    https://www.youtube.com/watch?v=Q5FHZx0oOqs

  11. Πιο μεγαλη μπουρδα δε διαβασα ποτε! Απαξιω να απαντήσω, το μονο που θα πω ειναι ότι ο ιδιος ο συντάκτης περιγράφει στο μπουρδολογημα του μια σειρά ΑΛΛΑΓΕΣ της αρχαιας που καταλήγουν στη νέα, για να συμπερανει τελικά ότι η νέα ΔΕΝ ειναι συνέχεια της αρχαιας. Καταλαβαίνει κανείς γιατι ο συντάκτης δεν υπογράφει το πονημα του.. Δύο μουντζες από μένα.

  12. Ασπασία, καλή μου ψώλα, όταν λέω ότι η νέα ελληνική δεν είναι συνέχεια της αρχαίας εννοώ ότι δεν συμμερίζομαι την άποψη, ιδεολόγημα μάλλον, ότι υπάρχει μία ελληνική γλώσσα αλλά ότι υπάρχει η αρχαία και η νέα, δύο γλώσσες, συγγενικές ὄμως, αφού η μία προήλθε από την άλλη μετά από μια μεταβατιική περίοδο πολλών αιώνων. Αυτό το ιδεολόγημα θέλω να πλήξω κι αυτή η στάση μου είναι που σε ενοχλεί, και άλλους και άλλες πολλές.

    Όσο για τις μούντζες, εγώ πάω μπροστά στον καθρέφτη και τις στέλνω.

  13. Χαχαχα !!!! ΕΙΡΗΝΗ ΗΜΙΝ !!! Μην τσακωνεστε και βριζεστε χωρις λογο, γιατι οσο δικιο εχει ο ενας, αλλο τοσο αδικο εχει ο αλλος !
    Το λαθος σας ειναι πως συγκρινετε ΑΝΩΜΟΙΑ πραγματα ! Αλλο τα μηλα κι αλλο τ αχλαδια. Ειναι ομως φρουτα και ΟΧΙ λαχανικα. Καποτε η μηλια και κι η αχλαδια ηταν το ιδιο δενδρο αλλα εγινε καποια στιγμη μια μεταλλαξη και ετσι υστερα απο 1.000.000ααα χρονια μας φαινονται (και ειναι) διαφορετικα δενδρα !!! Θα ηταν εντελως κουτο να προσπαθεισεις να συγκρινεις με απολυτους χαρακτιρισμους την μηλια ή την αχλαδια με τον κοινο τους προγονο! Δεν το καταλαβαινετε αυτο?????
    ΔΕΝ μπορεις να συγκρινεις και ειναι εντελως ατοπο να θεωρεις ως “ξενη” γλωσσα (μαλλον γραφη να λεμε, γιατι ηχητικο ντοκουμεντο δεν εχουμε “ανακαλυψει” ακομα), κατι που απεχει 2000-2500-3000 χρονια πισω. Ειναι μαθηματικο λαθος, τελος. Οι συγκρισεις πρεπει να γινονται κατω απο αυστηρα καθορισμενο πλαισιο!!
    Οτι μας φαινεται σαν ξενη γλωσσα, Ναι. Βεβαιως. Και την αντιμετωπιζουμε ετσι. Σωστα ! Και καλα κανουμε! Αλλα απ την αλλη δεν ειναι ! Κι αυτο σωστο !!! ΑΡΑ????

    Αιντε…! Εσεις να απαντησετε λοιπον. Παρτε μια φωτογραγια ενος παιδιου 5-6 χρόνων, και μια ενος γερου 95 κακο ταλαιπωρημενου ομως απ την ζωη. Και πειτε μου, τι κοινο εχουν τα δυο προσωπα;; ΚΑΝΕΝΑ (“χαχαχα” θα γελασεις κι απο πανω). Θα μπορουσες απ την εικονα ενος γερου να φανταστεις την εικονα ενος νεου ή το αντιστροφο; Παρα παρα πολυ ΔΥΣΚΟΛΟ!

    Αν επιπλεον ομως… σου ελεγα πως προκειται για τον ιδιο ανθρωπο????? (“χαχαχα” εδω γελαω εγω).

  14. ΑΡΑ???? Αλλη η εννοια του προσώπου και αλλη του ανθρώπου.
    Στην περιπτωση της γλωσσας μας …; αλλο προσωπο , αλλα ο ιδιος ανθρωπος !
    (θες μεταφραση για να πας απ τον γερο στον νεο)

    Κι η ειρωνια και τ αστειο;;
    Η παλια γλωσσα = ο νεος ανθρωπος , η νεα γλωσσα = ο γερος ανθρωπος…

  15. Συγγνωμη φιλε Αθανασιε γι αυτο που θα πω ( γιατι σ εχω εκτιμησει ιδιαιτερως μεσα απ τα γραπτα σου), αλλα μηπως θα ηταν “λιγο” το κριτηριο να θεωρουμε την “μεταφραση” ως το μονο κριτηριο για να χαρακτηρισουμε μια γλωσσα (ἠ τον γραπτο της λογο) ως διαφορετικη ή “ξενη”. Παρε φερ ειπειν την καθαρευουσα (γραπτο και προφορικο λογο). Υπαρχουν σημερα ατομα που θα χρειαστουν μεταφραση (ειδικα αν ειναι και βαρια καθαρευουσα) για να καταλαβουν τι λεει !!!

    Ομως συμφωνα με τους γλωσσολογους η καθαρευουσα ειναι μορφη της νεοελληνικης γλωσσας!!! Αρα;;;;;;