in θεωρία κομμουνισμού, θεωρία επανάστασης

θέλω να πάω στο Λονδίνο

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΓΡΑΦΩ το σημερινό σημείωμα βράζοντας μπίρα, καπνιστή.

[Σε κατσαρόλα μεγάλη, σε 13 λίτρα νερού, θερμοκρασίας 40 βαθμών,  βάζω 1700 γρ. αλεσμένη βύνη κριθαριού, καπνιστή, και προσθέτω και 300 γρ. αβύνωτο χονδροαλεσμένο δίκοκκο και μονόκοκκο σιτάρι. Το νερό το έφερα ψηλά από το Μπέλες, από ρυάκι –  έχει ελάχιστα άλατα, για να κάνεις μπίρα το νερό δεν πρέπει να έχει άλατα, να είναι μαλακό. Η βύνη είναι κριθάρι το οποίο έχει φυτρώσει, με το φύτρο να μην ξεπερνάει το μήκος του σπόρου και κατόπιν αργοψήνεται για είκοσι ώρες στους 60 βαθμούς –  για ξανθιά μπύρα· για μαύρη, στους 80 βαθμούς. Μετά βάζω την κατσαρόλα στη ξυλόσομπα και ανεβάζω τη θερμοκρασία στους 52 β.,  με ρυθμό 1-2 βαθμούς το λεπτό, ανακατεύοντας συνεχώς. Μόλις φτάσει σε αυτή τη θερμοκρασία, παίρνω την κατσαρόλα από τη φωτιά και την αφήνω στην άκρη για μισή ώρα, ανακατεύοντας κάθε πέντε λεπτά. Μετά τη βάζω πάλι στη σόμπα και ανεβάζω τη θερμοκρασία στους 65 β. ανακατεύοντας συνεχώς.  Την αποσύρω για μισή ώρα, ανακατεύοντας με τον ίδιο τρόπο. Σε αυτή τη φάση βρίσκομαι αυτή τη στιγμή.]

ΘΕΛΩ να πάω στο Λονδίνο. Όχι τώρα, όταν, πρώτα η Ζωή, μεγαλώσουν τα παιδιά και φύγουν από το σπίτι –  σε οχτώ με δέκα χρόνια. Όταν η οικογένεια, αυτή η προσωρινή κομμουνιστικότητα, διαλυθεί – κάθε οικογένεια είναι καταδικασμένη να διαλυθεί. Θα γράψω σήμερα πως σκέφτομαι να πάω, πως θα ήθελα να πάω.

ΘΕΛΩ να πάω στο Λονδίνο. Δεν θα πάω όμως με το αεροπλάνο. Αν δεν μπορέσω να πάω αλλιώς, δεν θα πάω, ας πεθάνω με το παράπονο ότι δεν πήγα στο Λονδίνο. Δεν θα πάω με λεωφορείο ούτε με αυτοκίνητο ούτε με άλογο ούτε με τα πόδια. Θέλω να πάω με το τρένο. Έχω πετάξει τέσσερις φορές στη ζωή μου, υπήρξα τέσσερις φορές ψιλικατζής Ζεύς, κοσμοξεφτιλισμένος θεός, την τελευταία φορά το 1991, και δεν πρόκειται να το ξανακάνω, ΦΟΒΑΜΑΙ. ΔΕΝ ΘΕΛΩ να πεθάνω με αυτόν τον τρόπο, δεν θέλω να πεθάνω ως ήρωας, ως θεός. Θέλω να πεθάνω κλαδεύοντας αμπέλι, έτσι να γύρω πάνω στο χώμα, να πιάσω το κλήμα με το χέρι μου και να επιστρέψω εκεί από όπου ήρθα, στο Τίποτα.

ΘΕΛΩ να πάω στο Λονδίνο. Δεν θέλω όμως να πάω μόνος. Μετά τη διάλυση της οικογένειας θα πρέπει να συγκροτήσουμε μια άλλη ομάδα, ή άλλες ομάδες, και μία από αυτές θα είναι μια ταξιδιωτική ομάδα, μια ταξιδιωτική κομμουνιστικότητα, μια περιπλανώμενη κομμουνιστικότητα. Θέλω να πάω με καλή παρέα:δύο άνδρες, δύο γυναίκες –  τρεις άνδρες, τρεις γυναίκες. Δεν θέλω τίποτα πια να κάνω μόνος, τίποτα. Ούτε μαλακία να τραβήξω, μα την Παναγία την Ελεούσα.

[ Πέρασε το μισάωρο. Βάζω την κατσαρόλα στο σόμπα. Θα ανεβάσω τη θερμοκρασία στους 72 βαθμούς και μετά θα την αποσύρω και πάλι για μισή ώρα. Και θα συνεχίσω].

 ΘΕΛΩ να πάω στο Λονδίνο, με το τρένο, αλλά όχι κατ’  ευθείαν –  για όνομα της Ζωής! Δεν θέλω να πάω σε τρεις ώρες, θέλω να πάω σε έξι μήνες και σε έξι να επιστρέψω –  ή ένα χρόνο να πάω, ένα χρόνο να επιστρέψω. Θέλω να επιστρέψω, να ξεκουραστώ κάνα δυο χρονάκια και μετά να πάω στη Μόσχα. Θέλω να πάω στη Μόσχα με τον τρόπο που θέλω να πάω στο Λονδίνο. Με τον ίδιο τρόπο θέλω να πάω και στο Κάιρο.

ΘΕΛΩ να πάω στο Λονδίνο αλλά υπάρχει ένα πρόβλημα. Τί θα γίνει το σπίτι, ποιος θα ταΐζει τις κότες; Ποιος θα ποτίζει τα δέντρα και τα κλήματα; Δεν υπάρχει πρόβλημα με ευκολότερη λύση. Θα έρθει να μείνει κάποιο ζευγάρι, κάποια οικογένεια για ένα χρόνο, δυο χρόνια. Και θα εμπιστευθείς το σπίτι σε ξένους;  Ξένοι είναι οι φίλοι;  Δεν θα εμπιστευθώ το σπίτι στον Θόδωρα και τη Μαρία, τον Ηλία και τη γυναίκα του, την Μαντώ και τον άντρα της;  Τι θα μου κάνουν, θα μου φάνε τα βιβλία ή θα μου ξεράνουν τα κλήματα;  Εάν σπάσει το στιλιάρι της τσάπας δεν θα το αλλάξουν; Πλάκα μου κάνετε;  Ρε σεις, αφήστε τους εγωισμούς και φροντίστε τους εαυτούς σας!

ΘΕΛΩ να πάω στο Λονδίνο αλλά υπάρχει ένα ακόμα πρόβλημα. Θέλει χρήμα για να πας, πώς θα πας, φιλάρα; Σιγά το πρόβλημα –  μακάρι τέτοια προβλήματα να είχαμε. Θα πάω και θα έρθω, μετά από ένα χρόνο ή δυο χρόνια, με εκατό εβρά στη τσέπη –  και πολλά είναι. Μου αρκεί να βγάλω το εισιτήριο για Σκόπια. Εκεί θα δουλέψω κάνα μήνα, κάτι θα βρω να κάνω, και μετά για Βελιγράδι. Από κει την κάνω για Βουδαπέστη. Δυο τρεις δρόμο με το τρένο φτάνω Μπρατισλάβα. Από κει, η Βιένη, μια ώρα δρόμος.  Μετά για Πράγα. Βερολίνο, Αμβούργο, Άμστερνταμ, Μάγχη, περνάω με πλοίο Αγγλία, σε έξι μήνες, σε ένα χρόνο φτάνω Λονδίνο –  με τίποτα, ούτε με όλο το χρυσάφι του κόσμου από την υπόγεια σήραγγα! Η Κόλαση επί της Γης!

ΝΑ πως προτείνω να επιστρέψουμε: Παρίσι, Μόναχο, Ζυρίχη, Μιλάνο, Βενετία, Λουμπλιάνα, Ζάγκρεμπ, Σεράγεβο, Βελιγράδι, Σκόπια, Θεσσαλονίκη. Καστανούσα.

[Βάζω τη κατσαρόλα στη σόμπα και ανεβάζω τη θερμοκρασία στους 78 β. Την αποσύρω για ένα τέταρτο και στραγγίζω το ζυθογλεύκος, το μούστο της μπύρας. Και συνεχίζω, αλλά μια άλλη μέρα, δεν προλαβαίνω σήμερα.]

Σχολιάστε ελεύθερα!

  1. Το κείμενό σου το ευχαριστήθηκα πολύ! Πριν κάμποσα χρόνια με είχε πιάσει και εμένα μια παρόμοια επιθυμία. Ζούσα τότε στο Λονδίνο (ακόμα ζω δηλαδή) και με έπιασε πείσμα ένα Σεπτέμβρη να γυρίσω στην ιδιαίτερη πατρίδα μου (τα Γιάννενα) με το τρένο. Δεν φοβάμαι τα αεροπλάνα, αντίθετα απολαμβάνω τα αεροπορικά ταξίδια, απλά έτσι, με έπιασε αυτό το πράμα να πάρω τα τρένα. Και να είμαι μόνος. Κατάμονος. Σχεδίαζα και εγώ τις διαδρομές, τις αλλαγές, τις πόλεις, τα δρομολόγια. Λονδίνο με Eurostar, (το υπόγειο πέρασμα της Μάγχη στο υπόσχομαι ούτε που θα το καταλάβεις,13 λεπτά όλα και όλα!), Λιλ, Μπρυζ, Βρυξέλλες, Παρίσι, Λυών, Γενεύη, Ζυρίχη. Από εκεί Βιέννη, Βουδαπέστη, Μπρατισλάβα, Βουκουρέστι, Σόφια, Θεσσαλονίκη.. Εκεί το ταξίδι θα τέλειωνε γιατί δυστυχώς τα Γιάννενα δεν έχουν τρένο. Θα έμπαινα στο ΚΤΕΛ και θα σταμάταγα προσωρινά και στο Μέτσοβο για κατούρημα ίσως. Τελικά, όταν έφτασα στη Ζυρίχη κάτι με έπιασε. Μου έφυγε το κέφι, Δεν ήθελα άλλο. Και είπα “άσε τη Βιέννη, το Βουκουρέστι, το ΚΤΕΛ και κατέβα όπως είσαι νότια”. Λουκέρνη, Μιλάνο, όλο το μήκος της Ιταλίας και από εκεί στο Μπάρι. Στο Μπάρι πήρα τους δικούς μου, είχα ξεμείνει από χρήματα και δεν είχα να πληρώσω το Superfast. Ευτυχώς τότε είχαν και το πλήρωσαν αυτοί για μένα. Μέσα στο καράβι, μια βελγίδα τουρίστρια παρατούσε το φίλο της για να μείνει μαζί μου να της εξιστορήσω για ένα βράδυ γιατί άλλαξα τόσο απότομα τα σχέδιά μου. Μόλις φτάσαμε στην Ηγουμενίτσα, έβγαλα τα παπούτσια μου και τα άφησα κρυφά κάτω από την αεροπορική θέση που με φιλοξένησε. Βγήκα ξυπόλητος. Με περίμεναν οι δικοί μου που είχαν προνοήσει ότι αφού δεν είχα για το καράβι, ίσως να μην είχα ούτε για τα ΚΤΕΛ. Τα Γιάννενα -να θυμίσω και πάλι- δεν έχουν τρένο.