in εισαγωγή στην Αρχαία Ελληνική Ιστορία

εισαγωγή στην Αρχαία Ελληνική Ιστορία

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΑΠΟ τα συγγράμματα της Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας που έχω διαβάσει, ξεχωρίζω αυτό του Wolfgang Schuller, την Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας (εκδ. ΜΙΕΤ, μετ. Αφροδίτη Καμάρα – Χριστίνα Κοκκινιά). Η πρώτη γερμανική έκδοση έγινε το 1991 – είναι λοιπόν από τα πιο πρόσφατα με αυτό το αντικείμενο. Ενώ όλα τα προηγούμενα αφηγούνται μια Ιστορία, ίδια σε γενικές γραμμές, ο Σούλερ αφηγείται κι αυτός μια Ιστορία, από τη μινωική Κρήτη μέχρι τα τέλη της κλασικής εποχής, μόνο που είναι συντομότατη (σσ. 21- 97). Στο μεγαλύτερο μέρος του συγγράμματος ασχολείται με την παρουσίαση των προβλημάτων κατανόησης θεσμών και γεγονότων (σσ. 98-205).

ΤΑ προβλήματα αυτά διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες. Η πρώτη αφορά το πρόβλημα των πηγών· η δεύτερη (Γενικά προβλήματα)   τις τάσεις της έρευνας και τα γενικά προβλήματα (η θέση της γυναίκας, η οικονομική και κοινωνική ιστορία, η δουλεία, η υποδομή της κοινωνίας, η θρησκεία, ο πόλεμος, το δίκαιο, η γεωγραφία και η τοπογραφία. Η τρίτη (Τα ιδιαίτερα προβλήματα) φέρνει στο προσκήνιο ερωτήματα που δεν έχουν απαντηθεί ακόμα, δηλαδή ερωτήματα για τα οποία δεν υπάρχουν γενικά αποδεκτές απαντήσεις αλλά μια πληθώρα θεωριών, που συνήθως η μία αγνοεί την άλλη, και αφορούν την εμφάνιση βασικών χαρακτηριστικών και θεσμών των περιόδων της Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας.

ΑΣ δούμε το πρώτο από αυτά τα ιδιαίτερα προβλήματα. Ρωτάει ο Σούλερ (σ. 133): ‘Το πρώτο σημαντικό πρόβλημα είναι πώς δημιουργήθηκε ο υψηλός μινωικός πολιτισμός’.  Το ερώτημα αυτό φέρνει στο προσκήνιο πολλά άλλα επιμέρους ερωτήματα και ο Σούλερ δεν αποφεύγει να τα διατυπώσει: Η εμφάνιση αυτού του πολιτισμού είναι μια ανεξάρτητη εξέλιξη ή αποτέλεσμα εξωτερικών επιδράσεων ή και μεταναστεύσεων; Υπήρξε κοινωνική διαφοροποίηση; Ποιες διαδικασίες οδήγησαν στην ανέγερση των ανακτόρων; Πώς συγκεντρώθηκε τελικά η οικονομία γύρω από το ανάκτορα; Υπήρχε βασιλεία; Ποια ήταν η δομή του Κράτους και της κοινωνίας; Πότε και πώς παρήκμασε και χάθηκε (καταστράφηκε;) ο μινωικός πολιτισμός; Και δεν είναι τα μόνα.

ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ τα ερωτήματα σχετικά με τον μυκηναϊκό πολιτισμό, τους σκοτεινούς αιώνες, την αρχαϊκή εποχή και την κλασική εποχή. Πολλά και αναπάντητα ερωτήματα. Να θυμίσω μόνο αυτά της γένεσης της πόλεως, της δημοκρατίας, του εμπορεύματος και του χρήματος, της φάλαγγας, του αθλητισμού.

ΕΥΛΟΓΑ λοιπόν θα αναρωτηθούμε: γιατί μετά από δύο, τουλάχιστον, αιώνες ερευνών και μελετών με αντικείμενο την Ιστορία της αρχαίας Ελλάδας υπάρχουν τόσα πολλά αναπάντητα ερωτήματα; Το βασικό αυτό ερώτημα ο Σούλερ δεν το θέτει. Το γεγονός όμως ότι εστιάζει το ενδιαφέρον του σε αυτή τη σωρεία των άλυτων, ακατανόητων προβλημάτων μας επιτρέπει να χαρακτηρίσουμε το σύγγραμμά του ως τομή στην αρχαία ελληνική ιστοριογραφία. Το πρώτο βήμα έγινε. Ήρθε η ώρα να γίνει και το δεύτερο – που είναι το ερώτημα που ήδη έθεσα και το επαναλαμβάνω: Γιατί δεν μπορούμε να διατυπώσουμε γενικά αποδεκτές απαντήσεις σε όλα αυτά τα προβλήματα; Θα τολμήσω να διατυπώσω μια απάντηση.

ΥΠΑΡΧΟΥΝ δύο τρόποι να απαντήσουμε σε όλα αυτά τα ερωτήματα. Ο ένας είναι να τα μελετήσουμε ξεχωριστά, σε συνδυασμό οπωσδήποτε με άλλους παράγοντες που το χρονικό τους εύρος δεν είναι μεγάλο, και να διατυπώσουμε μια απάντηση. Να μελετήσουμε το ζήτημα της γένεσης της πόλεως,  αδιαφορώντας λίγο πολύ για  άλλα προβλήματα, και να διατυπώσουμε μια θεωρία. Πολλοί το έχουν κάνει. Εάν τώρα ασχοληθούμε με τον πόλεμο, θα αντιμετωπίσουμε πολλά επιμέρους προβλήματα, σε πολλά θα μπορέσουμε να απαντήσουμε κιόλας,  αλλά θα μας διαφεύγει ένα, το πιο βασικό: γιατί πολεμούσαν τόσο συχνά, κάθε χρόνο, οι αρχαίοι Έλληνες; Απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν έχει δοθεί. Γιατί;

Ο δεύτερος τρόπος είναι να διατυπώσουμε μια θεωρία που θα μας βοηθήσει να διατυπώσουμε απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα που εγείρει η αρχαία ελληνική Ιστορία. Ποια να είναι άραγε αυτή η θεωρία;

ΟΛΑ τα μέχρι τώρα συγγράμματα της Ιστορίας της αρχαίας Ελλάδας αγνοούν κάτι που είναι καθοριστικής σημασίας για την κατανόηση όλων των εξελίξεων από το 2.000 π. Χ. μέχρι το τέλος της κλασικής εποχής αλλά και πιο μετά, τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους. Οι διάφορες μορφές του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού (προμυκηναϊκός, μυκηναϊκός, οι σκοτεινοί αιώνες, η μεταβατική αρχαϊκή εποχή, κλασική εποχή) είναι το αποτέλεσμα της συνάντησης, περί το 2.000 π. Χ.,  και της σύνθεσης δυο ανεξάρτητων πολιτισμών: του νεολιθικού της νότιας ελλαδικής χερσονήσου και των νησιών του Αιγαίου και του ποιμενικού των ελληνόφωνων εισβολέων.

ΘΑ το τονίσω όσο πιο εμφατικά και κατηγορηματικά μπορώ: εάν δεν μελετήσουμε και κατανοήσουμε τον νεολιθικό και τον ποιμενικό πολιτισμό, όσο μπορούμε, εάν δεν εστιάσουμε την προσοχή μας στη σύνθεση αυτών των δύο, δεν θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε τις οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές εξελίξεις. Εάν δεν κατανοήσουμε τον νεολιθικό πολιτισμό, δεν θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε την εμφάνιση και τον χαρακτήρα του μινωικού πολιτισμού. Εάν δεν εστιάσουμε την προσοχή μας στη σύνθεση του νεολιθικού και του ποιμενικού δεν θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε τον προμυκηναϊκό πολιτισμό (2.000 – 1650 π. Χ.), το κύριο χαρακτηριστικό του οποίου ήταν η συνύπαρξη των δύο πολιτισμών και η προϊούσα καταστροφή του νεολιθικού από τον ποιμενικό. Δεν θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε την εμφάνιση του μυκηναϊκού πολιτισμού και τα κύρια χαρακτηριστικά του. Ένα παράδειγμα: το μυκηναϊκό ανάκτορο δεν είναι παρά η νεολιθική κοινοτική αποθήκη που τέθηκε υπό τον έλεγχο των εισβολέων ποιμένων με σκοπό και την επιτήρηση της κοινωνίας και τον συντονισμό της αρπαγής και της χρήσης του κοινωνικού πλούτου των Υποτελών. Δεν θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε την αναβίωση του ποιμενικού τρόπου παραγωγής μετά την παρακμή της μυκηναϊκής κοινωνίας, κατά τους σκοτεινούς αιώνες. Δεν θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε την μετάβαση από τον ποιμενισμό αυτής της περιόδου στον δουλοκτητικό τρόπο παραγωγής (αρχαϊκή εποχή). Μόνο εάν έχουμε μια σαφή εικόνα του ποιμενικού πολιτισμού θα μπορέσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα γιατί οι αρχαίοι Έλληνες πολεμούσαν τόσο συχνά: γιατί ήταν απόγονοι ποιμένων και γνωρίζουμε καλά ότι όλοι οι ποιμενικοί λαοί ήταν πολεμοχαρείς και φιλοπόλεμοι.

ΟΙ ελληνόφωνοι ποιμένες εισβολείς εγκατέλειψαν πολλά ποιμενικά χαρακτηριστικά, τόσο λόγω της σύνθεσης με τον νεολιθικό πολιτισμό όσο και της γένεσης της δουλοκτησίας,  αλλά τα βασικά στοιχεία του δεν θα μπορούσαν, ως κατακτητές,  να τα εγκαταλείψουν: οι ποιμενικές επιβιώσεις είναι πολλές, το ποιμενικό στοιχείο κυριαρχεί αλλά προσαρμοσμένο, τροποποιημένο, μεταλλαγμένο θα έλεγα. Οι δούλοι, λόγου χάριν,  για τους ποιμένες που έγιναν γαιοκτήμονες δεν ήταν παρά εκτρεφόμενα ζώα. Οι πολεμικές επιχειρήσεις που αποσκοπούσαν στην απαγωγή ελεύθερων παραγωγών για να γίνουν δούλοι επαναλάμβαναν ληστρικές επιδρομές με σκοπό την αρπαγή των ζώων των γειτονικών γενών ή περιοχών. Οι ισχυροί ποιμένες και αργότερα γαιοκτήμονες αυτοαποκαλούνταν ποιμένες λαών.  Θα εγερθούν βέβαια τα ερωτήματα, εάν οι ελληνόφωνοι εισβολείς ήταν εισβολείς και εάν ήταν  ποιμενικός λαός.

ΘΑ δούμε αύριο, εάν ήταν ποιμενικός λαός. Εάν απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, θα μπορέσουμε να απαντήσουμε και στο ερώτημα, εάν ήταν εισβολείς.

 

Σχολιάστε ελεύθερα!