in διήγημα

λογικά, πρώτα θα με γαμήσουν και μετά θα με σφάξουν

Κάποτε τρεις γύφτοι πήγαν να με γαμήσουν και να με σφάξουν αλλά τελικά δεν το έκαναν. Δεν ζούσα ακόμα μαζί τους.

Φίλες αναγνώστριες και φίλοι αναγνώστες, γράφω αυτό το διήγημα για σας που είστε βέβαιοι πως, αν υποφέρουμε και βασανιζόμαστε και ταλαιπωριόμαστε σε αυτό το κλάσμα δευτερολέπτου που ζούμε και συνηθίζουμε να το λέμε ‘ζωή’, είναι και γιατί έχουμε πολλά σκουπίδια μέσα στο κεφάλι μας.

Όταν πήγα στο καφενείο, μόλις βράδιασε, Ιούνιος, 1985, στο Μούλκι Κορινθίας, κοντά στο Κιάτο, καθόταν σ΄ ένα τραπεζάκι ο Νικόλας ο Ψυχοπαθής με τον γιο του, καμιά δεκαριά χρονών. Είχαν επιστρέψει από πούλημα καρπουζιών στα γύρω χωριά. Τα δώσατε όλα;  τον ρώτησα, καθώς καθόμουν. Έπινε μπύρα. Παρήγγειλα άλλη μία. Ήπια ένα ποτήρι, μα πριν προλάβω να ξαναβάλω, το βλέμμα μου έπεσε για κλάσματα δευτερολέπτου σε μια Θεσσαλονικιά που με γλυκοκοίταζε και μου χάρισε την επομένη μια ξεγυρισμένη βλεννόρροια. Πάω να βάλω μπύρα, το ποτήρι εξαφανισμένο. Ο Νικόλας μαλώνει τον γιο του. Όλο το χωριό σε είδε! Ξαναβάλτο στο τραπέζι και ξαναπάρτο!. Μάθημα κλοπής πολύ ωραίας ομορφιάς! Μετά από λίγο ήρθε και ο Νίκος, δουλεύαμε μαζί, μαζεύαμε βερίκοκα, μαζί μας και ο κολλητός του ο Μαραντόνα, ολόιδιος ο Μαραντόνα. Την πρώτη μέρα που τους γνώρισα, ανέβαινα, κατέβαινα τις βερικοκιές και δεν μπορούσα να καταλάβω που ήταν το ραδιόφωνο που έπαιζε Καζαντζίδη. Δεν πέρασε πολλή ώρα: τραγουδούσε ο Νίκος.

Πιο αργά ήρθε ένας ξάδερφός τους, από την Αθήνα, ήταν νταβατζής, της κακιάς ώρας, είχε μια γύφτισσα πουτάνα αλλά του την έφαγε ένας μπάτσος και αναγκάστηκε να γυρίσει στον καταυλισμό. Κατά τις δώδεκα το βράδυ, μου λέει ο Νικόλας ο Ψυχοπαθής, είδα ένα δέντρο σε ένα σκουπιδότοπο, πάμε να το κόψουμε να το πιούμε; Και δεν πάμε, του λέω.

Κάθεται στο τιμόνι ο Νικόλας. Δίπλα του ο Νίκος, δίπλα μου ο πρώην νταβατζής, εγώ στην πόρτα. Στριμωχτήκαμε αλλά χωρέσαμε. Ο γιος του Ψυχοπαθή, πίσω, στην καρότσα, με τρία τέσσερα απούλητα καρπούζια. Βγαίνουμε από το χωριό κι αρχίζουμε να ανηφορίζουμε. Ανεβαίναμε, ανεβαίναμε, ερημιά, στενός ο δρόμος, κάτω γκρεμός, άρχισα να φοβάμαι. Άρχισα να φοβάμαι πολύ. Άρχισε να φοβάμαι πάρα πολύ. Στη τσέπη του πουκάμισού μου, στη θέση της καρδιάς,  είχα ένα σουγιά και κάθε τόσο έβαζα το χέρι μου στη καρδιά να βεβαιωθώ ότι ο σουγιάς είναι εκεί. Άμα τον έβγαζα, θα φοβόντουσαν, δεν θα φοβόντουσαν; Η άλλη επιλογή που είχα ήταν να ανοίξω την πόρτα και να πηδήξω, να χαθώ μέσα στο δάσος, στα χωράφια, δεν ξέρω τι ήταν εκεί, μόνο η νύχτα μαύρη, μαύρη σαν πίσσα. Και μετά θα γύριζα στο χωριό από το δρόμο. Πόσες φορές δεν έβαλα το χέρι στο μοχλό να ανοίξω τη πόρτα και να την κάνω μα κάτι με κράταγε. Εκεί που ήμουν βέβαιος ότι θα με γαμήσουν και θα με σφάξουν, εκεί σκεφτόμουνα και λογικευόμουνα. Με τον Νίκο δουλεύαμε μαζί, γαμώ το, θα έκανε κάτι τέτοιο; Γιατί να μην το έκανε, γύφτος ήταν κι αυτός!  Ξανά το χέρι στο σουγιά, ξανά το χέρι στον μοχλό της πόρτας. Μα είναι και το παιδί πίσω, θα με γαμήσουν και θα με σφάξουν μπροστά στο παιδί; Κοιτάζω πίσω, το παιδί από την κούραση κοιμόταν πάνω στα άχυρα της καρότσας –  τα βάζουν για τα καρπούζια. Το χέρι στον σουγιά, το χέρι στον μοχλό. Μόλις έκοβε ταχύτητα, τώρα, θα το κάνουν, λογικά, πρώτα θα με γαμήσουν και μετά θα με σφάξουν, δεν νομίζω πρώτα να με σφάξουν και μετά να με γαμήσουν. Αλλά ποιος ξέρει, γύφτοι είναι αυτοί. Μα ο Νικόλας έκοβε ταχύτητα για να πάρει κλειστή στροφή.

Ο ιδρώτας έτρεχε κρύος. Ζούσα μέσα στον τρόμο, μέσα στη φρίκη. Ώρες μου φαίνονταν τα δευτερόλεπτα. Το έβλεπα, το έβλεπα σας λέω, έβλεπα να με γαμάνε και μετά να με σφάζουν. Τι να κάνω; Το αποφάσισα. Κατάστρωσα σχέδιο: μόλις σταματήσουν, θα ανοίξω την πόρτα και θα φύγω τρέχοντας. Ξαφνικά ανάβει το φως της καμπίνας.

Θανάση, μου λέει ο Νικόλας, που οδηγούσε με προσοχή κοιτώντας μόνο μπροστά, ούτε αριστερά, ούτε δεξιά, μόνο μπροστά, άνοιξε το ντουλαπάκι. Το ανοίγω. Βλέπω ένα πιστόλι, δεν ήταν περίστροφο, ήταν με γεμιστήρα, και μια μαχαίρα, καμιά τριανταριά πόντους η κάμα. Κλείστο, μου λέει, τώρα. Το κλείνω. Για να δούμε και τον σουγιά σου τώρα, μου λέει.  Πάω να βγάλω τον σουγιά, Θανάση, μη φοβάσαι, μου λέει, κλείνοντας το φως. Δεν μου είπε τίποτα άλλο. Ησύχασα, η φρίκη έφυγε, ο εφιάλτης ήταν παρελθόν. Αλλά ντράπηκα. Ντράπηκα πολύ. Κι αποφάσισα να μείνω μαζί τους, να ζήσω μαζί τους.

Έξι μήνες.

Σχολιάστε ελεύθερα!

  1. Πέρσι μου έλεγε ένας γεωργός, χωριάτης 80ρης, άτεκνος, κανείς δεν έπιασε γκόμενα γύφτισσα.
    -Είναι η γιαγιά μου γύφτισσα (ντάξει από γυφτόσογο ήταν, αλλά υπερέβαλλλα για να του τη μπω)
    -Κ ο παππούς σου τι ήτανε;
    -Μπάτσος, αλλά παραιτήθηκε.