in διήγημα

παντρεμέεενοι κι οι δυο, γύρνα σέεεε παρακαλώωωω!

Φύγαμε από τη Γαστούνη απόγευμα, δεν είχε άλλες ντομάτες, και φτάσαμε σούρουπο σε ένα μικρό χωριό κοντά στον Ορχομενό, Βοιωτία, Αύγουστος, 1985, πάλι για ντομάτες. Δύο φορτηγά και πεντέξι ντάτσουν. Και μια μπεμβέ, R 52, του 1952, με καλάθι – το σπίτι μου. Πολύ καλοί οδηγοί, ούτε ένας είχε δίπλωμα. Μέχρι να στήσουν τα τσαντήρια, σε γήπεδο, είχε νυχτώσει για τα καλά. Πήρα τα πράγματά μου και τραβήχτηκα σε μια άκρη. Άπλωσα το σλίμπιγκ μπαγκ και ξάπλωσα.  Είχε υγρασία και η κουβέρτα που σκεπαζόμουν δεν με ζέσταινε. Σηκώθηκα να ανοίξω το σλίμπιγκ μπαγκ, μπήκα  μέσα αλλά με είδαν τρία πιτσιρίκια που έπαιζαν εκεί κοντά, έβαλαν τις φωνές και σε λίγο μαζεύτηκαν όλα, καμιά δεκαπενταριά. Πρώτη φορά έβλεπαν σλίμπιγκ μπαγκ. Ένα από αυτά προσπάθησε να μπει μέσα και τα κατάφερε. Άλλα δύο προσπάθησαν κι αυτά. Είδαν ότι δεν μπορούν κι άρχισαν να τραβάνε αυτό που είχε μπει αλλά αυτό δεν έβγαινε. Μετά από χτυπήματα και τραβήγματα των μαλλιών, μετά από κλάματα και ουρλιαχτά και βρισίδια και φωνές, αναγκάστηκα να βγω εγώ. Τους είπα ότι θα μπούνε όλα, ένα ένα, αλλά δεν θα κάθονται πολλή ώρα. Όποιο όμως έμπαινε, έγραφε κανονικά τη συμφωνία και έβγαινε μόνο όταν δεν άντεχε πια τα χτυπήματα στο πρόσωπο. Όλα ξυπόλητα, με λάσπες στα πόδια. Μπήκα μέσα. Να διαβάσω δεν μπορούσα. Πολλά αστέρια ο ουρανός.

Εξαφανίστηκαν όλα μαζί όταν άκουσαν τον ήχο της τηλεόρασης. Γιατί στο ξέφωτο του καταυλισμού κάθε βράδυ μαζεύονταν όλοι μαζί κι έβλεπαν τηλεόραση. Την συνέδεαν με μπαταρία φορτηγού, μιας όμως και δεν είχαν κεραία, έβλεπαν μόνο χιόνι. Που και που κάποια ανθρώπινη φιγούρα έκανε την εμφάνισή της, σαν φάντασμα, και εξαφανιζόταν στη στιγμή. Μόνο φωνή. Και ξαφνικά, κάποιο πιτσιρίκι έβγαλε περνώντας κι άθελά του το καλώδιο και η τηλεόραση με το χιόνι σίγησε. Ω! Άρχισαν να φωνάζουν, να βρίζουν, σε λίγο χωρίστηκαν σε δυο στρατόπεδα, το ένα κινούταν απειλητικά κατά του άλλου, βγήκαν μαχαίρια, τσεκούρια, καραμπίνες, θα γίνει σφαγή, σκέφτηκα, μα η τηλεόραση άρχισε πάλι να χιονίζει και να μιλάει, τα όπλα πήγαν στη θέση τους, κάθισαν όλοι κάτω, σαν να μη συνέβη τίποτα απολύτως. Απολύτως.

Δεν μ΄έπιανε ο ύπνος. Σκεφτόμουν. Μερικές φορές δεν υπάρχει χειρότερο πράμα από το να σκέφτεσαι. Είσαι δυστυχισμένος, γι αυτό. Άμα πεθάνει το παιδί σου, λέω τώρα, θα σκέφτεσαι, δεν θα σκέφτεσαι; τι θα κάνεις; θα χορεύεις; Κι εκεί που σκεφτόμουν, έρχεται ο Μαραντόνα και μου λέει: έλα κοντά στο φορτηγό του Νικόλα και μόλις βάλω μπροστά, πηδάς επάνω, στα γρήγορα. Εντάξει, του λέω. Πλησιάζοντας το φορτηγό, είδα κοντά στο φορτηγό καμιά δεκαπενταριά παλικαράκια και νεαρές γύφτισσες, με τα τσόκαρα στα χέρια, με τις πολύχρωμες τις φορεσιές τους και τα στολίδια τους, πήγα κι εγώ κοντά τους. Και περίμενα. Μόλις ακούσαμε τον θόρυβο της μηχανής, σαλτάρουμε πάνω στο φορτηγό, που είχε αρχίσει να κινείται,  όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε. Τσακαλίστικα.

Μέχρι όμως να βγει από το ξέφωτο και τον καταυλισμό, μέχρι να αναπτύξει ταχύτητα, μέχρι να βγει από το γήπεδο, μας πήραν χαμπάρι τα πιτσιρίκια, τσούρμο,  και μας πρόλαβαν. Κάπου πατούσαν και πιάνονταν από την κουπαστή προσπαθώντας να ανέβουν επάνω. Οι γύφτισσες, έτοιμες, έβγαλαν όλες μαζί τα τσόκαρα, ξύλινα, και χτυπούσαν όσο πιο δυνατά μπορούσαν τα δάχτυλά τους. Μέχρι να βγούμε από το γήπεδο, δεν είχε πέσει κανένα. Μα στον χωματόδρομο, ένα ένα έπεφτε κάτω κλαίγοντας και ουρλιάζοντας. Και μόλις έπεφταν, έπιαναν όποια πέτρα έβρισκαν και την πετούσαν. Όλοι κάτω! Έπεφταν οι πέτρες σα χαλάζι. Είχε μείνει μόνο ένα, ένα αγόρι, ο Ηρακλής, κατάξανθος, τον είχαν μαζέψει όταν ήταν μωρό, δεν το είχαν κλέψει, αυτά που ακούτε είναι ανοησίες. Δύο γύφτισσες  χτυπούσαν τα δάχτυλα του ενός χεριού, άλλες δύο του άλλου αλλά ο Ηρακλής ήθελε πολύ να έρθει μαζί μας. Έπεσε μόνο μετά από δυνατή γροθιά στη μύτη, ο Νίκος του την έχωσε.

Πού πηγαίναμε; Γιατί να μην πάρουμε μαζί μας τα παιδιά; Πάντοτε τα έπαιρναν μαζί τους. Μετά από μισή ώρα, μέσα στα χωράφια, είδα στο βάθος φώτα, άκουσα μουσική. Κόσμος πολύς, πάρα πολύς, όλοι όρθιοι. Μια πρόχειρη σκηνή με φώτα, λίγες καρέκλες. Φορτηγά πολλά, ντάτσουν αμέτρητα,  τρεις μερσεντές. Μόλις κατεβήκαμε, έτρεξαν πολλοί κοντά μας, άρχισαν να φιλιούνται και να αγκαλιάζονται, τσαμπουκαλεύτηκαν μαζί μου αλλά ο Νίκος τους είπε ότι είμαι μαζί τους, από εκείνη τη στιγμή άρχοντας,να με αγκαλιάζουν και να με φιλάν. Μετά τους έχασα όλους και όλες.

Στις λιγοστές άσπρες πλαστικές καρέκλες κάθονταν ο γαμπρός και η νύφη. Η νύφη γύρω στα δεκαεφτά, δεκαοχτώ, τόσο και ο γαμπρός. Τρεις οργανοπαίχτες, στο μικρόφωνο ο Μάκης, ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος βέβαια! Να ΄χαν οι καρδιές αμπάρες! Παντρεμέεενοι κι οι δυο, γύρνα σέεε παρακαλώωωω. Για σέεεενα πέφτω και στοοοο γκρεμό, έλα έεεελα, έλα, σε παραααακαλώ!  Μπροστά στη σκηνή καμιά πενηνταριά γύφτισσες χόρευαν τσιφτετέλι, ο χορός δεν είχε αρχίσει ακόμα, τότε άρχιζε.

Εκείνη τη νύχτα άκουσα το παντρεμένοι κι οι δύο, γύρνα σε παρακαλώ πάνω από είκοσι φορές, πριν κοιμηθώ. Γιατί μετά από κάνα δυο ώρες, αποτραβήχτηκα και πήγα και την έπεσα στη καρότσα του φορτηγού, πάνω στα άχυρα να κοιμηθώ. Μέχρι να κοιμηθώ άκουσα το τραγούδι άλλες δέκα φορές. Ξύπνησα πολλές φορές. Πέντε τραγούδια, τσιφτετέλια, θα τα είπε ο Μάκης πάνω από πενήντα φορές το καθένα,  κάθε φορά και ασήμωμα.

Ξύπνησα για τα καλά καθώς ξημέρωνε. Με το παντρεμένοι κι οι δυο, γύρνα σε παρακαλώ ξύπνησα. Άρχισε να ανεβαίνει για τα καλά ο ήλιος, όταν την κάναμε, όταν όλες και όλοι μαζεύτηκαν στην καρότσα και την έπεσαν ξεροί και ξερές για ύπνο. Ακουμπώντας την πλάτη μου σε μια γωνιά, κοίταζα τα πρόσωπά τους.

Άγγελοι.

Σχολιάστε ελεύθερα!