in εισαγωγή στην Αρχαία Ελληνική Ιστορία

ο εμφύλιος πόλεμος στην Αττική (650-600 π. Χ.) [1]

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΣΤΟ δεύτερο μισό του έβδομου π. Χ. αιώνα (650-600) ξέσπασε στην Αττική ένας εμφύλιος πόλεμος, η κατανόηση του οποίου είναι απαραίτητη για να κατανοήσουμε αυτό που ακολούθησε, την ιστορία της Αρχαίας Αθήνας. Πρόκειται για ένα κομβικό γεγονός. Κομβικό γεγονός είναι το γεγονός στο οποίο συγκλίνουν προηγούμενα γεγονότα, διαμορφώνεται μια νέα κατάσταση, η οποία έχει συνέπειες για το μέλλον. Η Γαλλική Επανάσταση ήταν ένα κομβικό γεγονός, για παράδειγμα. Εκτός από τα κομβικά γεγονότα υπάρχουν και κομβικά πρόσωπα, κομβικοί χώροι, κομβικές πρακτικές, κομβικές αξίες και άλλα πολλά. Η έννοια του κόμβου είναι μια πολύ βασική έννοια – η ιστορία της μόλις αρχίζει.

ΕΠΕΙΔΗ ακριβώς πρόκειται για κομβικό γεγονός, τα παρακάτω ερωτήματα δεν μας επιτρέπεται να τα αποφύγουμε. Πώς φτάσαμε σε αυτόν τον εμφύλιο πόλεμο, ποιος τον ξεκίνησε, ποια ήταν η έκβασή του, ποιες ήταν οι συνέπειές του; Ας τα εξετάσουμε με τη σειρά που τα διατύπωσα.

ΘΑ αρχίσω με μια σύντομη ιστορία της Αττικής, από το 2200/1900 – 650 π. Χ. Το 2200/1900 στη νότια ελλαδική χερσόνησο, από την περιοχή της Λαμίας και νοτιότερα, εισβάλλουν ελληνόφωνα ποιμενικά φύλα τα οποία και εγκαθίστανται ως κατακτητές. Στη περιοχή αυτή, όπως και στα νησιά του Αιγαίου, της Κρήτης και των παραλίων της Μικράς Ασίας, ακμάζει ένας πολιτισμός αγροτικών κοινοτήτων που γνωρίζει τη χρήση του χαλκού, τον κεραμεικό τροχό, κτίζει διώροφα σπίτια, γνωρίζει την ναυσιπλοΐα. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτών των αγροτικών κοινοτήτων είναι η ύπαρξη ενός κεντρικού μεγάλου οικοδομήματος, το οποίο είναι ένας κομβικός χώρος και μάλιστα πολυλειτουργικός.  Είναι τόπος συνάθροισης της κοινότητας, περιστασιακής κοινής εστίασης, είναι αποθήκη πρώτων υλών (κυρίως οψιδιανού και μετάλλου) και είναι και εργαστήριο (παραγωγής εργαλείων και αγγείων). Θα μπορούσαμε να πούμε, και το λέμε, ότι είναι ένας χώρος μέσα στον οποίο και μέσω του οποίου συντονίζεται η οικονομική, κοινωνική και ιδεολογική ζωή της κοινότητας, η οποία απαρτίζεται από ένα μικρό αριθμό πολυγονεϊκών, κατά τον Γ. Χουρμουζιάδη, οικογενειών (τέσσερις άνδρες, τέσσερις γυναίκες με τα παιδιά τους). Οι οικογένειες αυτές είναι τα κύτταρα της κοινότητας: εργάζονται, παράγουν και καταναλώνουν μαζί τα προϊόντα της εργασίας τους. Δεν είναι πολεμικές κοινότητες – είναι ειρηνικές. Οι κοινότητες δεν έχουν τείχη και δεν γίνονται πόλεμοι μεταξύ τους: οι αρχαιολόγοι παρατηρούν ότι  οι αρχαιότερες κοινότητες υπάρχουν για χιλιετίες, από την πρώιμη νεολιθική εποχή (6000 π. Χ.) μέχρι το 2200/1900 π. Χ.. Όποτε κι αν εμφανιστεί μια κοινότητα στον χώρο, η απρόσκοπτη συνέχιση της κατοίκησης είναι κάτι που εντυπωσιάζει τους αρχαιολόγους. Δεν είχαν λόγους να πολεμήσουν. Ο κοινωνικός πλούτος, το κοινωνικό απόθεμα, ήταν περιορισμένος – ακόμα κι αν τον άρπαζε μια γειτονική κοινότητα, δεν θα έλυνε κάποιο πρόβλημα επιβίωσης, το οποίο άλλωστε και δεν είχε. Όταν ο αριθμός της κοινότητας αυξανόταν, ένα μέρος την εγκατέλειπε και ίδρυε μια νέα κοινότητα. Με αυτόν τον τρόπο οι αγροτικές κοινότητες έφτασαν μέχρι και την Αγγλία, το 1100 π. Χ. !   

ΤΟ 2200/1900 περίπου παρατηρείται μια καταστροφή πολλών αγροτικών κοινοτήτων στη νότια ελλαδική χερσόνησο. Τα υλικά κατάλοιπα που βρίσκουν οι αρχαιολόγοι τους αναγκάζουν να υποστηρίξουν ότι κάποιος λαός πολεμικός ευθύνεται για αυτές τις εκτεταμένες καταστροφές. Πριν εξετάσουμε ποιος μπορεί να ήταν αυτός ο λαός, ας δούμε κάτι το οποίο επαναλαμβάνεται συχνά στα ομηρικά έπη και στα αρχεία της μυκηναϊκής Πύλου. Τι είναι αυτό; Να τι είναι: Στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια διαβάζουμε για ληστρικές επιδρομές των ηρώων στα νησιά του Αιγαίου και τα μικρασιατικά παράλια. Άρπαζαν ό,τι μπορούσαν να μετακινήσουν (ζώα, μέταλλα, έπιπλα, εργαλεία, ρουχισμό, αγγεία), σκότωναν όλους τους κατοίκους, εκτός από τις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας (12-30) τις οποίες έπαιρναν μαζί τους, έκαιγαν την κοινότητα και έφευγαν για αλλού. Πινακίδες των αρχείων της μυκηναϊκής Πύλου καταγράφουν ομάδες γυναικών με τα παιδιά τους που προέρχονται από νησιά του Αιγαίου και των μικρασιατικών παραλίων (Λήμνος, Μίλητος, Χίος και άλλα). Όλα τα τεχνουργήματα του μυκηναϊκού πολιτισμού αναπαριστάνουν σκηνές πολέμου και κυνηγιού – τίποτα άλλο!

ΙΣΧΥΡΙΖΟΜΑΣΤΕ λοιπόν ότι οι Μυκηναίοι ήταν οι απόγονοι του λαού, των συγγενικών φυλών που εισέβαλε στη νότια ελλαδική χερσόνησο και κατέστρεψε πολλές αγροτικές κοινότητες και εξόντωσε μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Αυτή είναι η πρώτη φάση της κατάκτησης – την ονομάζω εξοντωτική – καταστρεπτική φάση. Ο ισχυρισμός αυτός επιβεβαιώνεται και από άλλα στοιχεία, εννοώ τη γλώσσα και η θρησκεία των Μυκηναίων. Η πρωτοελληνική γλώσσα, η προδιαλεκτική ελληνική, είναι μια γλώσσα ποιμενική και πολεμική, ενώ η θρησκεία είναι ποιμενική. Γνωρίζουμε από που ήρθαν και γιατί εγκατέλειψαν τα πατρώα βοσκοτόπια τους. Ήρθαν από τη Θεσσαλία, λόγω στενοχωρίας, έλλειψης βοσκοτόπων – δεν είναι τυχαίο η σπουδαίος ρόλος που παίζει η Θεσσαλία στην ελληνική μυθολογία. Στη Θεσσαλία έφτασαν από κάπου βορειότερα, για τον ίδιο λόγο, μέχρι που φτάνουμε στην αρχική τους πατρίδα (πατρίς σημαίνει πατρικό λιβάδι), τους αχανείς λειμώνες του Πόντου, της σημερινής Ουκρανίας.

ΠΟΛΥ σύντομα οι εισβολείς αντιλήφθηκαν ότι η καταστροφή – εξόντωση ήταν κάτι που τους εξασφάλιζε στιγμιαία μόνο κέρδη. Έτσι, υπέταξαν τον μεγαλύτερο αριθμό των κοινοτήτων  έναντι φόρου υποτέλειας. Οι γηγενείς κοινότητες υποβιβάστηκαν στην κατάσταση του ζώου που το αρμέγουμε. Δεν θα σας κόψουμε το κεφάλι, θα έχετε την αυτονομία σας αλλά κάθε χρόνο θα μας καταβάλετε ένα μέρος του κοινωνικού πλούτου που παράγετε. Η φάση αυτή είναι η φάση της εξωτερικής Κυριαρχίας. Αν και το πλεονέκτημα είναι σαφές, υπάρχουν κάποια μειονεκτήματα, τα όποια απέβησαν καθοριστικής σημασίας.

ΟΙ ελληνόφωνοι πολεμοχαρείς ποιμένες εισβολείς είχαν τρία μειονεκτήματα. Πρώτον, ο πληθυσμός τους ήταν πολύ μικρός σε σύγκριση με αυτόν των αγροτικών κοινοτήτων που δεν είχαν εξοντωθεί. Πάντοτε οι ποιμενικοί λαοί ήταν μικρού πληθυσμιακού μεγέθους – κι αυτό οφείλεται στον ποιμενικό τρόπο παραγωγής, που απαιτεί μεγάλες εκτάσεις για να εξασφαλίσει την επιβίωση μικρού αριθμού ποιμένων. Το δεύτερο μειονέκτημα ήταν η υλική τους ένδεια – ο μοναδικός πλούτος ενός ποιμενικού λαού είναι το κρέας, το δέρμα, το γάλα και η . . . άχρηστη κοπριά. Σε περιπτώσεις επιζωοτιών, θανατηφόρων ασθενειών των ζώων, η ποιμενική κοινότητα άγγιζε τα όρια της εξαθλίωσης και μόνο η κλοπή των ζώων του γειτονικού γένους εξασφάλιζε την επιβίωση. Οι αγροτικές κοινότητες όμως ήταν πλούσιες με αποθέματα τροφής – βλέπουμε να εξελίσσονται και να αναπτύσσονται μέσα στο χρόνο για πολλές χιλιετίες. Το τρίτο μειονέκτημα ήταν η πολιτισμική τους κατάσταση. Ενώ οι αγροτικές κοινότητες, που διέθεταν πολύ χρόνο εκτός παραγωγικής εργασίας, είχαν επινοήσει την αγγειοπλαστική, την οικοδόμηση με πέτρα, την υφαντουργία, την ναυτιλία και άλλα πολλά, οι ποιμενικές κοινότητες δεν γνώριζαν τίποτα από όλα αυτά – μόνο την επεξεργασία του ξύλου (τέχνη σημαίνει την επιδεξιότητα ης επεξεργασίας του ξύλου και δομή την ξυλοδεσιά μιας οικίας).

ΟΙ εισβολείς αντιμετώπισαν το δίλημμα που αντιμετώπιζαν όλοι οι ποιμενικοί λαοί που κατακτούσαν μια περιοχή αγροτικών κοινοτήτων. Αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο να αφομοιωθούν από τους πολλούς, και πλούσιους και πολιτισμικά ανεπτυγμένους κατοίκους των γηγενών αγροτικών κοινοτήτων. Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισαν αυτό το δίλημμα  καθόρισε τις εξελίξεις. Και οι εξελίξεις αυτές ήταν δύο. Στις περιοχές όπου εγκατέλειψαν τον ποιμενισμό προσανατολίστηκαν προς την διαρκή αρπαγή του κοινωνικού πλούτου των κοινοτήτων σε συνδυασμό με την αφομοίωση του γηγενούς πληθυσμού αλλά και των πολιτισμικών επιτευγμάτων. Η φάση αυτή είναι η πρώτη φάση της εσωτερικής Κυριαρχίας. Αργότερα εξοικειώθηκαν με τη θάλασσα και άρχισαν να διοργανώνουν ληστρικές επιδρομές στο Αιγαίο, ώσπου το 1500 π. Χ. κατακτούν την μινωική Κρήτη. Υιοθετούν την γραφή και με  πρότυπο την κοινοτική αποθήκη των αγροτικών κοινοτήτων αλλά και τα μινωικά ανάκτορα κτίζουν σε οχυρωμένες απόκρημνες περιοχές ανάκτορα, τα οποία είναι κομβικοί χώροι: εκεί συντονίζεται η παραγωγή, η διανομή και η αρπαγή του κοινωνικού πλούτου. Η δεύτερη φάση της εσωτερικής Κυριαρχίας είναι ο μυκηναϊκός πολιτισμός.

ΣΕ κάποιες άλλες περιοχές κυριάρχησε το στοιχείο της αφομοίωσης του πληθυσμού και άρα και πτυχών του πολιτισμού των αγροτικών κοινοτήτων με επιβίωση του ποιμενισμού: είναι η περιοχή της Φθίας, της Ελλάδος, της σημερινής Φθιώτιδας, και η Αττική. Εδώ δεν υπήρχαν ανάκτορα που θα συντόνιζαν την παραγωγή, την διανομή και την αρπαγή του κοινωνικού πλούτου. Η επισήμανση αυτή έχει πολλή μεγάλη σημασία. Όταν ο ανακτορικός μυκηναϊκός πολιτισμός καταστράφηκε, από τις εξεγέρσεις των Υποτελών,  στην Αττική οι επιπτώσεις δεν ήταν σημαντικές. Έτσι, η Αττική θα παραμείνει μια ζωντανή κοιτίδα του ποιμενισμού κατά την διάρκεια των λεγόμενων Σκοτεινών Χρόνων (1100-800).

Αύριο θα απαντήσουμε στο βασικό ερώτημα: επικρατούσε πράγματι ο ποιμενικός τρόπος σε αυτό το χρονικό διάστημα; Τι μαρτυρίες έχουμε; Τι λένε οι ιστορικοί; Και γιατί άρχισε να εγκαταλείπεται κατά την Γεωμετρική εποχή για να εγκαταλειφθεί ολοκληρωτικά την εποχή του Σόλωνος; 

Σχολιάστε ελεύθερα!