in διήγημα

‘ΠΙΠΑ 10 ΕΒΡΟ’

‘ΠΙΠΑ 10 ΕΒΡΟ’

Ανηφόριζα την Άνοδο, έναν από τους δυο τρεις κεντρικούς δρόμους της Αλεξανδρούπολης, με βήμα αργό, λυπημένο, απεγνωσμένο, περπατούσα και σκεφτόμουν. Με το κεφάλι άλλοτε χαμηλωμένο κι άλλοτε ψηλά. Σταμάτησε μπροστά μου, μου έδειξε ένα χαρτί και με ρώτησε: Ξέρει αυτό το ντρόμο; Περίμενα να διαβάσω κάποια οδό. Διάβασα όμως κάτι άλλο: ΠΙΠΑ 10 ΕΒΡΟ. Με μαύρο μαρκαδόρο. Τρόμαξα. Την κοίταξα στα μάτια.

Έφυγα από Πετράδες, στο χωριό όπου ζούσα πριν δυο χρόνια, και θα πήγαινα Αθήνα, να δω φίλους και φίλες, να γλυκάνω τον πόνο μου. Για λίγες μέρες. Οι γραμμές του τρένου είχαν πλημμυρίσει από τα νερά του Έβρου και το ταξίδι γινόταν με λεωφορείο. Στην Αλεξανδρούπολη μας είπαν ότι το τρένο θα έφευγε με τρεις ώρες καθυστέρηση. Σκέφτηκα να περπατήσω στη πόλη και να πιω κάνα τσιπουράκι, να περάσει η ώρα.

Τα μάτια της ήταν θλιμμένα, σαν τα δικά μου. Μικρά, χωμένα μέσα στις κόγχες, λες και ήθελαν να κρυφτούν, να χαθούν, να μην τα βλέπει κανένας. Να μην βλέπει κανέναν. Ήταν μελαχρινή, με μαύρα πλούσια μαλλιά. Το στόμα της ήταν μεγάλο, με σαρκώδη χείλια. Δεν ήταν άσχημη, ήταν πολύ συμπαθητική, έτσι την έβλεπαν τα μάτια μου και η ψυχή μου. Ήταν ωραία. Μου φαινόταν ωραία, πολύ ωραία. Με κοίταξε μόνο για μια στιγμή στα μάτια, έσκυψε μετά, χαμήλωσε το βλέμμα της, περιμένοντας απάντηση.

Στις 5 Μαΐου του 1997 έφυγα από την Αθήνα και βρήκα καταφύγιο στο σπίτι των γονιών μου. Ήμουν 39. Μόνος. Κι έρημος. Πριν δυο χρόνια είχαν μετακομίσει, πήρε ο πατέρας μου σύνταξη, μαζί με τα πράγματά τους έστειλα κι εγώ τα βιβλία μου. Ευκαιρία ήταν. Ζούσα στην Αθήνα, στον Νέο Κόσμο,  χωρίς τα βιβλία μου. Όλη μέρα διάβαζα κι έγραφα, σ΄ ένα σπίτι που μου παραχώρησε μια φίλη, ένα σλίμπιγκ μπαγκ στο δάπεδο και λίγα κουζινικά. Το βράδυ τηλεφωνούσα σε κάποιο φίλο, πήγαινα, έτρωγα, κοιμόμουνα εκεί συνήθως και το πρωί έπαιρνα τα πόδια μου και την έκανα. Μια μέρα, πήγα στο κουρείο της γειτονιάς, έκοψα τα ξανθά μακριά μαλλιά μου, ξυρίστηκα και το βράδυ έφυγα με το τρένο, δώδεκα παραπέντε. Ανήμερα της Αγίας Ειρήνης. Μια πλαστική σακούλα με νερό και ψωμί.

Περίμενε απάντηση. Με ξανακοίταξε στα μάτια. Δεν με ικέτευε, μια απάντηση περίμενε. Ήταν γύρω στα σαράντα, σαν και μένα, κοντή, αδύνατη. Στο αριστερό μάγουλο είχε μια ουλή. Ξεκίναγε από το μέτωπο, περνούσε κοντά στο μάτι και τελείωνε στο αφτί. Στο πάνω χείλος είχε άλλη μια ουλή. Κατέβασε το χαρτί και έκανε να απομακρυνθεί. Της μίλησα.

Πόσες πίπες θα κάνεις τις επόμενες τρεις ώρες;

Σταμάτησε. Ένιωσα ότι της άρεσε πολύ που της μίλησα. Μιλούσε καλά ελληνικά, προσπαθούσε να μιλήσει σωστά. Δεν μπόρεσα να καταλάβω από την προφορά της από που καταγόταν. Ήθελα πολύ να μου απαντήσει, ήθελα πολύ να της μιλήσω. Είχα μήνες, πολλούς μήνες, να μιλήσω σε γυναίκα.

Μπορεί μία, μπορεί καμία. Μπορεί δύο.

Θα το πω κι ό,τι θέλει ας γίνει. Της πρότεινα να ξαπλώσουμε μαζί για δύο  ώρες, δε θέλω τίποτα, τίποτα, στο ορκίζομαι, θέλω μόνο να σε πάρω στην αγκαλιά μου και να πούμε ιστορίες, έχω δύο χρόνια να κρατήσω στην αγκαλιά μου γυναίκα, σε παρακαλώ, έχω είκοσι ευρά. Έβαλα το χέρι μου στη τσέπη, να τα βγάλω, να της τα δείξω, όχι, όχι, όχι να της τα δείξω, να της τα δώσω. Δεν είμαι απατεώνας, είμαι καλό παιδί, της είπα. Δεν είμαι κακός, δεν θα σε πειράξω, δεν θα σε ενοχλήσω. Πονάω, πονάω πολύ. Τα μάτια μου βούρκωσαν. Έκλαιγα. Άπλωσα τα χέρι μου να της δώσω τα είκοσι ευρά. Ό,τι είχα. Θα έβρισκα στην Αθήνα. Έχω φίλους. Και φίλες.

Έμεινε για λίγο σκεφτική. Θα μου τα δώσεις μετά, μου είπε. Με κοίταξε, άκουσα να μου λέει, έλα. Ω, τι χαρά. Τι χαρά! Έκλαιγα από χαρά, έκλαιγα από πόνο. Γύρισε και έτρεξα να περπατήσω δίπλα της. Ένιωσα το χέρι της, να ψάχνει το δικό μου, μ΄ έπιασε από το χέρι, μ΄ έπιασε από το χέρι, έπλεξε τα δάχτυλά της στα δικά μου. Όνειρο ήταν; Να το πιστέψω;

Έμενε σε μια μικρή γκαρσονιέρα, κοντά στο Παλιό Νοσοκομείο. Τραπεζάκι με δύο καρέκλες, όλα καθαρά, πολύ καθαρά, διπλό κρεβάτι, στρωμένο, δυο μαξιλάρια, με μια κούκλα πάνω στο ένα μαξιλάρι. Με ρώτησε, πού πήγαινες; Θα πήγαινα να πιω κάνα τσιπουράκι, να περάσει η ώρα, μέχρι να φύγω για Αθήνα. Για λίγες μέρες. Έρχομαι, μου είπε, άνοιξε την πόρτα και έφυγε.

Επέστρεψε μ΄ένα πενηνταράκι τσίπουρο, λίγο τυρί και σαλάμι. Το ήπιαμε μαζί. Ήπιε το τελευταίο σφηνάκι, έβγαλε τα ρούχα της και χώθηκε κάτω από το πάπλωμα. Ήταν Μάρτης, έκανε κρύο. Έλα!

Γδύθηκα και ξάπλωσα κοντά της. Έγειρε το κεφάλι της στο στήθος μου. Σήκωσα δειλά το χέρι μου, χώθηκε στην αγκαλιά μου, την αγκάλιασα. Το κορμί της ήταν ζεστό, πολύ ζεστό. Μύριζε δάσος. Μύριζε πεσμένα φύλλα σου φθινοπώρου. Μύριζε λουλούδια του φθινοπώρου. Γιατί κλαις;

Κάθε βράδυ κλαίω. Κλαίω και μετά κοιμάμαι. Παρακαλώ τη ζωή να μου στείλει μια γυναίκα, να με θέλει, να την αγαπήσω πιο πολύ από τη ζωή μου, να την φροντίζω, να την προσέχω, να κάνουμε δυο παιδιά μαζί, να τα φροντίζω, κι αν δεν έχουν να φάνε, θα κόψω το δαχτυλάκι μου, θα το κάνω σούπα να το φάνε. Με πιστεύεις;

Σε πιστεύω.

Μα η ζωή με ξέχασε. Εγώ όμως δεν την ξέχασα. Θα με θυμηθεί, το ξέρω, θα με θυμηθεί, θα περιμένω, θα κλαίω και θα περιμένω. Θα με θυμηθεί, θα μου στείλει μια γυναίκα, θα κάνουμε δυο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, θα με θυμηθεί, θα με θυμηθεί.

Με ξύπνησε μισή ώρα πριν φύγει το τρένο. Θα έρθω μαζί σου μέχρι τον σταθμό. Λίγο πριν ανέβω στο τρένο, μου έδωσε το κλειδί του σπιτιού και μου είπε. Να έρχεσαι όποτε θέλεις, να κοιμόμαστε μαζί, γυμνοί, και να λέμε ιστορίες, να λέμε τον πόνο μας. Τα λεφτά, δεν ήξερα τι να κάνω, να της τα δώσω; Έκανα μια κίνηση να βάλω το χέρι στη τσέπη μου μα με πρόλαβε. Έβγαλε από τη τσέπη της είκοσι ευρά. Αν δεν τα πάρεις, δεν θα ξανανταμώσουμε.

Επέστρεψα από την Αθήνα μετά από λίγες μέρες. Κατέβηκα Αλεξανδρούπολη. Θα έμενα μια νύχτα και θα συνέχιζα την άλλη μέρα. Πήγα στο σπίτι της. Χτύπησα, δεν ήταν μέσα. Έβγαλα να ξεκλειδώσω αλλά το κλειδί δεν ταίριαζε. Χτύπησα την πόρτα διπλανού διαμερίσματος. Έφυγε, εξαφανίστηκε, μου είπε μια γριά.

Έφυγε η Ρουμάνα μου, έφυγε η γύφτισσά μου.  Έφυγε, έφυγε η Λούνα μου, το φεγγάρι μου, το φως μου.

 

Σχολιάστε ελεύθερα!

  1. Πολύ όμορφα γραμμένο! Καιρό είχα να κλάψω με κάτι που διάβασα…

  2. κάθομαι και κοιτάω το άδειο κουτάκι των σχολίων εδώ και ώρα…

    άσ’ το – σιωπή…

  3. μας έλειψες Θανάση
    και σ’ αγαπάμε, έστω κι αν δεν το (απο)δείχνουμε πάντα

    φιλία, χαρά, παρηγοριά: ο κομμουνισμός του 21ου