in διήγημα

τα τρία αλεπουδάκια, το φέρετρο και τα καρπούζια

τα τρία αλεπουδάκια, το φέρετρο και τα καρπούζια

  1. Ήμασταν οχτώ, στο καφενεδάκι της Ουρανίας στη Βάρδα Ηλείας, πάνω στον κεντρικό δρόμο, αρχές Ιούλη 1988, κατά τις εννιά το πρωί, τη στιγμή που σηκωθήκαμε από το τραπέζι για να μας πάει στο χωράφι, αλλά στη πόρτα γίναμε έντεκα. Δεν έχουμε μία, ρε μάγκες, παρτε μας και μας μαζί σας. Ελάτε. Πώς να τους αφήσεις! Θα παίρναμε λιότερα αλλά όλοι θα παίρναμε – και σε λιγότερη ώρα, το σημαντικότερο! Κι εμείς μπατίρια ήμασταν, ξεμείνηδες. Το προηγούμενο βράδυ φάγαμε κι ήπιαμε βερεσέ στο ψητοπωλείο, σουβλάκια και μπίρες και ρετσίνες, και μετά πήγαμε και την πέσαμε στο προαύλιο της εκκλησίας. Ήταν κάτι παραπάνω από βέβαιος ότι την επομένη θα πηγαίναμε κατ’ ευθείαν εκεί.

Πήγαμε αλλά δεν είχαμε μία. Δουλέψαμε καμια δωδεκαριά ώρες, φορτώσαμε 22 τόνους καπούζια, δηλαδή 44, διπλοφόρτωμα, Μας άφησε το τρακτέρ με την καρότσα και μας είπε, πάω να φέρω νερό και τίποτα να φάτε αλλά δεν έφερε τίποτα, ούτε νερό ούτε φαΐ. Θα μας πλήρωνε ο νταλικιέρης. Φορτώναμε τα καρπούζια στην καρότσα και βγαίναμε στην άσφαλτο και τα ξαναφορτώναμε στο φορτηγο – τεράστιο, επικαθήμενο. Δυο επάνω στην καρότσα, τέσσερις από τη μια πλευρά, πέντε από την άλλη, δυο μέτρα μακριά ο ένας από τον άλλον, Ο πρώτος έκοβε, έπρεπε να ξέρει να κόβει, το πέταγε στον άλλον, ο άλλος στον άλλον. Τα πολύ μεγάλα, καμιά εικοσαριά κιλά, τα λέγαμε μπόμπες. Τα καλύτερα. Εξαγωγή για Ιταλία. Κάναμε πως δεν μπορούσαμε να τα πετάξουμε ή να τα πιάσουμε και τα σπάγαμε. Του κάναμε δυο τρία τονάκια ζημιά, του μαλάκα. Οι δυο πάνω ντανιάζανε. Γέμιζε, τέσσερα τονάκια θα τα έπαιρνε, μεγάλη καρότσα, τα ξαναφορτώναμε στο φορτηγο, πάλι πίσω. Ζέστη! Ήλιος! Ντάλα! Ούτε ένα δέντρο! Σπάγαμε καρπούζια και ρουφούσαμε το ζουμί. Πλέναμε τα χέρια μέ ζουμί, και το πρόσωπο με ζουμί, με γλυκό ζουμί, κόλλαγε πάνω στο πετσί μας, πλάκωναν και οι μύγες.
Τελειώσαμε την ώρα που πήρε να σουρουπώνει. Τι σας χρωστάω σε μάγκες, μας ρώτησε ο φορτηγατζής, θα ήταν σαραντάρης. 22 τόνοι με το χίλια, είκοσι δύο χήνες. Θα παίρναμε από δυο χηνόπουλα ο καθένας! Για μια βδομάδα αραχτοί, καλά λεφτά, πολύ καλά λεφτα. Μισό λεφτό να σας τα φέρω. Ανεβαίνει πάνω στην καμπίνα, βάζει μπρος και την κάνει. Βλέπαμε το φορτηγό να απομακρύνεται και νομίζαμε ότι βλέπουμε αστυνομική ταινία στο ψητυοπωλείο, μα την Παναγία! Χάσαμε τη φωνή μας, μέχρι ν΄ αρχίσουμε τα γαμοσταυρίδια και τα, δε θα σε πετύχω πουθενα ρε παλιόπουστα, θα σε γαμήσω απ΄ τ αφτια κι άλλα πολλά τέτοια, μερικά κοινότοπα, μερικά πολύ πετυχημένα και μερικά άκρως πρωτότυπα, αφού μας έφυγε και η μαγκιά, μετά από λίγο ξανάρθε, ψιλογαμημένη, το φορτηγό είχε εξαφανιστεί από μπροστά μας. Κάποιος πρόλαβε και είδε τα νούμερά της πινακίδας και με άλλους δύο θα έκαναν μηνυση αλλά η ζωή έκανε άλλα σχέδια.
Φάγαμε πάλι βερεσέ, δουλέψαμε καμια δεκαριά μέρες, πληρώσαμε τα βερεσέδια μας όλα, και στο ψητοπωλείο και στην Ουρανία, μέχρι την τελευταία δεκάρα, θέλαμε να μας αγαπάνε όπου πηγαίναμε, άσε που ξηγιόντουσαν πολύ φίνα, πολύ μόρτικα, και σκορπίσαμε, Άλλοι για Κυκλάδες, να γαμήσουν καμιά γερμανίδα, άλλοι αλλού, Πήγα Γαστούνη για ντομάτες, να βρω τους γύφτους μου και μετά την έκανα για Πήλιο. Ζαγορά. Όλο τον Σεπτέβρη παραλία, όλο τον Οκτώβρη μήλα. Απο κει, Κρήτη.

2.

Εκεί ξεχειμώνιασα, σε ένα χωριουδάκι έξω από τα Χανιά. Την άνοιξη πήρα το καράβι από το Καστέλι και κατέβηκα στο Γύθειο, με το τρίκυκλο, την Μπεμβέ. Είχα μια δουλίτσα στην Καλαμάτα, πέρασα από Πύργο να δω ‘ένα φιλαράκι, κι απο κει ανηφόρισα για Τρίπολη, να πάω Αθήνα, είχα δικαστήριο. Η θηλυκιά συμμορία της γυναίκας μου, της μάνας μου και της πεθεράς μου μού έκανε μήνυση γιατί δεν πλήρωνα διατροφή – να με πιέσουν να γυρίσω σπίτι. Δεν είχα μπει Αρκαδία, μεσημεράκι ήταν, το μυαλό μου και το κορμί μου φώναζαν για παρέα και τσιπουράκι, τι να κάνω ο φουκαράς, υπάκουσα, σταμάτησα στο πρώτο χωριό που συνάντησα. Τέλη Απρίλη, βουνά, ήλιος με δόντια. Μπήκα σε ένα καφενείο, η σόμπα έκαιγε. Ζεστούλαααα!
Θα έπινα το δεύτερο, μπαίνει φουριόζος ένας μουστακαλής και τη πέφτει στον καφετζή, Που είναι ιο μαλακιστήρι ο αδερφός σου; Αρρώστησε, Μήτσο, τι να κάνουμε δηλαδή τώρα, απαγορεύεται να αρρωστήσουμε; Και γω τι θα κάνω ρε μαλάκα τώρα; Θα πάρω τηλέφωνο τον Πανάγο, μην ανησυχείς. Πήρε τηλέφωνο τον Πανάγο, Πανάγο; Που πήγε; Άκουσα κάτι καλά, καλά και μετά τις χριστοπαναγίες και τα γομασταυρίδια του μουστακαλή. Έβαλε τον κώλο του σε μια καρέκλα και με κοίταξε. Μπορώ να βοηθήσω, τον ρωτάω.
Ανέβηκα στο φορτηγάκι και πήγαμε στο νεκροταφείο. Ήταν άλλοι τρεις. Απρίλιος μήνας, λουλούδια, ανθισμένα δέντρα, καθαρός βουνίσος άέρας, αηδόνια να κελαϊδάνε. Χαρά Ζωής. μα την Παναγία. Ένας έσκαβε, ένας φτυάριζε, οι άλλοι δύο ξεκούραζονταν. Με τέσσερις σκάβεται ο λάκκος, καλά λεφτά για δυο τρεις ώρες δουλίτσα, εάν δεν βρεις κάνα βράχο. Δεν βρήκαμε. 2Χ1Χ1, η τελευταία μας κατοικία, Κατοικία! Μαλακίες! Γεύμα για τα σκλίκια! Από το τίποτα στο τίποτα, μέσω ενός συντομοτάτου διαλείμματος – ας το πούμε Ατίποτα. Έχω σκάψει πολλούς λάκκους, έχω περάσει πολύ καλά, με ούζα και τσιγάρα και χάνανα και λαμακίες και κουτσομπολιά αλλά τώρα δεν μίλαγε κανένας. Λες και τους είχαν γαμήσει τη μάνα.
Φορτηγατζής, απαντάει ο ένας. Μεγάλος; ξαναρωτάω. Μπα, καμιά σαρανταριά. Καρκίνος; Μπά, ατύχημα, Τίποτα άλλο, τσιμουδιά. Δεν άντεξα, Τι πρόβλημα υπάρχει ρε μάγκες; Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Δεν θα σηκώσουν το καπάκι. Γιατί; Ξανακοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Λείπει το κεφάλι.

3.

Έμεινα στο χωριό καμιά βδομάδα. Βρήκαν δουλευταρά, πότη και χωρατατζή και δεν μ΄ άφηναν να φύγω. Όλη μέρα δουλειά, το βράδυ κοψίδια και κρασί και γέλια και τραγούδια. Κάτω στο γυαλό, κάτω στο περιγιάλι, κόρην αγαπώ, δώδεκα χριονών, δώδεκα χρονών, ξανθιά μκαι μαυρομάτα, ο ήλιος δεν την είδε. Θα με ξεκάνανε αν καθόμουν κι άλλο. Είχε μπει Μάης, στις πέντε έπρεπε να είμαι οπωσδήποτε Αθήνα, στις 5, της Αγίας Ειρήνης ανήμερα, να ήμουνα στο δικαστήριο. Μέχρι και νύφη μου βρήκανε, καλή κοπέλα, great shape, απίστευτος κώλος, ο πατέρας της μετανάστης στη Γερμανία. Σπίτι δικό τους, αυτοκίνητο. Την επομένη την έκανα. Μεσημεράκι ήταν κι έκανε πολλή ζέστη.
Μερικά χιλιόμετρα από το χωριό συνάντησα ένα ποταμάκι, τι ποταμάκι ήταν αυτό! Αρκαδία, φίλε μου, Αρκαδία, και γαμώ τα μέρη! Παν μέτρον άριστον. Δεν κρατήθηκα, δεν άντεξα. Πλατάνια, λεύκες, ιτιές, λουλούδια, γάργαρα κρυστάλλινα νερά, θα βουτήξω, δεν περνάει αλλιώς ο πονοκέφαλος. Μπούζι τα νερά, πολύ κρύα, φίλε μου, δάγκωσα το καυλί μου, μα την Παναγία. Αλλά στον ήλιο, χάρμα! ‘Απλωσα το σλίμπιγκ μπαγκ και μια κουρβέρτα, σκεπάστηκα με άλλη μια και την έπεσα, Μια δυο ωρίτσες να κοιμόμουνα, θα γινόμουνα περδίκι.
Είχα όμως επισκέπτες. Επισκέπτες! Όχι ακριβώς! Πάνω ψηλά στη πλαγιά, τι να δω; Μια αλεπού με τα τρία αλεπόυδάκια της. Με κοίταζαν και οι τέσσερις λες και είχαν να με δουν χρόνια, λες και ήμουν συγγενής τους που επέστρεφε από την ξενιτειά. Τι καθαρό βλέμμα, τι αθωότητα! Ήταν χορτάτα, θα έπαιζαν, χαρούμενα, εάν γελούσαν, θα γελούσαν. Αλλά οι αλεπούδες δεν γελάνε. Και δεν φοβόντουσαν. Όταν με πήρε ο ύπνος ήταν ακόμα εκεί.
Με είχε πάρει ο ύπνος; Δε θυμάμαι, θα σας γελάσω. Ακούω κάτι να κατρακυλάει από την πλαγιά αλλά δεν τρόμαξα, δεν ήταν πέτρα. Ήταν κάτι ελαφρύ. Κάνα κομμάτι ξύλο, τι άλλο να ήταν; Άκουσα έαν γκαπ, κάτι να χτυπάει σε μια μεγάλο κοτρόνα που ήταν δίπλα στο κεφάλι μου. Ανοίγω τα μάτια μου. Κρανίο, ανθρώπινο κρανίο, στητό, όρθιο, στρογγυλό σαν μπάλα του ποδοσφαίρου, με σημάδια, γραμμές από μυτερά μικρά δόντια πάνω στα οστά, με ελάχιστα ίχνη σάρκας, χωρίς αυτιά, χωρίς μύτη, χωρίς μάτια. Ένιωσα ένα σφίξιμο στο στομάχι, αυτό, τίποτα άλλο. Το κοίταξα για λίγο, συνήλθα, είπα, καλώς τον, και σήκωσα το βλέμμα μου ψηλά, προς την πλαγιά. Τα αλεπουδάκια δεν ήταν εκεί. Γύρισα από την άλλη πλευρά.

Σχολιάστε ελεύθερα!

  1. καλημέρα δάσκαλε χαίρομαι που αρχίζεις να συνέρχεσαι εύχομαι περαστικά να είναι όλα !!