in 21ος αιώνας

διλημματική αμφιταλάντευση στις εποχές της μετάβασης

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΟΤΑΝ αντιμετωπίζουμε ένα δίλημμα, όταν δεν έχουμε αποφασίσει εάν θα κάνουμε αυτό ή εκείνο, ταλαντευόμαστε, για ένα μικρό η μεγάλο χρονικό διάστημα μεταξύ δύο επιλογών. Αυτή είναι η διλημματική αμφιταλάντευση. Η ταχεία απόφαση δεν είναι κάτι ανύπαρκτο αλλά είναι σπάνιο. Η μακράς διάρκεια αναποφασιστικότητα μας παραλύει και μας αποπροσανατολίζει, είναι νοσηρή κατάσταση – μέχρι και καρκίνο προκαλεί στις μέρες μας. Με την ταχεία απόφαση υπάρχει η πιθανότητα να κάνουμε λάθος· αλλά το λάθος, όπως γνωρίζουμε, είναι η πινακίδα που μας δείχνει τη σωστή κατεύθυνση.  Το θέμα μας σήμερα όμως δεν είναι η διλημματική αμφιταλάντευση σε ατομικό επίπεδο. Αυτή είναι ένα ζήτημα που αφορά την ψυχολογία. Η διλημματική αμφιταλάντευση υπάρχει και σε συλλογικό, κοινωνικό  επίπεδο και με αυτήν θα καταπιαστούμε σήμερα.

ΟΤΑΝ πολλοί άνθρωποι αντιμετωπίζουν το ίδιο ή τα ίδια διλήμματα και δεν μπορούν ή αργούν να αποφασίσουν τι θα κάνουν, και όχι μόνο, όπως θα δούμε, τότε έχουμε μπροστά μας το κοινωνικό φαινόμενο της διλημματικής αμφιταλάντευσης. Θα εξετάσουμε σήμερα τρεις περιπτώσεις διλημματικής αμφιταλάντευσης που εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια της ιστορίας του δυτικού πολιτισμού και αφού συνάγουμε κάποια συμπεράσματα θα αναρωτηθούμε, εάν αυτό το φαινόμενο παρατηρείται και στις μέρες μας,  ή,  εάν σκάσει μύτη στο κοντινό ή μακρινό μέλλον. Θα προσεγγίσουμε το θέμα μας με βάση κείμενα που στοιχειοθετούν τη διλημματική αμφιταλάντευση της εκάστοτε εποχής. Τα κείμενα αυτά είναι, πρώτον, η Ιλιάς, η οποία εκθέτει το δίλημμα μεταξύ ποιμενικού και δουλοκτητικού ηρωισμού · δεύτερον, τα τέσσερα Ευαγγέλια, ο απόστολος Παύλος και κυρίως οι Εξομολογήσεις του Ιερού Αυγουστίνου, τα οποία μας φωτίζουν το δίλημμα μεταξύ παγανισμού και χριστιανισμού· και, τρίτον, η Νέα Επιστήμη του Βίκο, η οποία είναι ένα έξοχο σχόλιο όσον αφορά το δίλημμα μεταξύ θρησκείας και επιστήμης. Συγχωρέστε με που θα είμαι άκρως συνοπτικός αλλά σας διαβεβαιώνω ότι δεν γίνεται να μην επιστρέψουμε σε αυτό το θέμα και μάλιστα επί το διεξοδικότερον.

Η Ιλιάδα, πέραν του να είναι ένα έξοχο σχόλιο πάνω στην πολεμική, κοινωνική και φυσική ισχύ, πέραν του να καταγράφει τις πυρηνικές επιθυμίες του ήρωα Κυρίου, εξυμνεί αλλά ταυτόχρονα αποκηρύσσει τον ποιμενικό ηρωισμό. Τον εξυμνεί διότι δεν μπορεί να μην εξυμνεί την επιθυμία και την αναγκαιότητα της αύξησης της ισχύος. Τον αποκηρύσσει διότι ο ποιμενικός τρόπος αύξησης της ισχύος, αυτός μέσω της βίας, της αρπαγής και της εξόντωσης των άλλων ποιμένων, είναι ένας τρόπος παρωχημένος, δεδομένου ότι η δουλοκτησία επιδιώκει μεν να αυξήσει την ισχύ αλλά όχι μέσω της βίας , της αρπαγής και της εξόντωσης των άλλων γαιοκτημόνων δουλοκτητών. Έναν νέο τρόπο αύξησης της ισχύος επιβάλλει η δουλοκτησία: τους δούλους δεν μπορείς να τους εξοντώνεις, είναι ακριβοί, είναι πολλοί και μόνο με την συνεργασία και τη συμβίωση μεταξύ των γαιοκτημόνων είναι δυνατόν να αντιμετωπισθούν επιτυχώς. Τώρα ισχυρός δεν μπορείς να γίνεις με τη βία αλλά με την καθυπόταξη και τη σκέψη. Η βία πρέπει να περιοριστεί (μηδέν άγαν) και να εγκαθιδρυθούν αγαστές σχέσεις μεταξύ των δουλοκτητών (αυτή είναι η αρχαϊκή δίκη, η δικαιοσύνη). Κι ενώ η μετάβαση από τον έναν τρόπο παραγωγής σε άλλον (από τον ποιμενισμό στην δουλοκτητική γεωργία) ήταν μια εύκολη υπόθεση, δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση η διαμόρφωση και η επικράτηση νέων αξιών, αντιλήψεων, πρακτικών, νέας ιδεολογίας, νέου τρόπου σκέψης. Ενώ οι καιροί απαιτούσαν νέους τρόπους, οι αριστοκράτες δυσκολεύονταν να εγκαταλείψουν τους παλαιούς. Με λίγα λόγια, η Ιλιάδα εγκαλεί τους αριστοκράτες: πάψτε να είστε ήρωες, άλλαξαν οι καιροί. Δεν τους λέει, γίνετε πολίτες, δεν προκρίνει τον ηρωισμό της πόλεως, διότι η διαδικασία της διαμόρφωσης της πόλεως μόλις άρχιζε. Η οξυδέρκειά της όμως δεν έχει πάψει να μας εντυπωσιάζει και να μας εκπλήσσει.

Η διλημματική αμφιταλάντευση των αριστοκρατών γαιοκτημόνων μεταξύ ποιμενικού και δουλοκτητικού ηρωισμού  διήρκεσε μεγάλο χρονικό διάστημα και παρήγαγε δύο πολύ γνωστά πνευματικά δημιουργήματα: τη φιλοσοφία και την τραγωδία. Η τραγωδία μας παρουσιάζει τα προβλήματα που προκύπτουν όταν η συμπεριφορά δεν συνάδει με τον νέο τρόπο παραγωγής αλλά έχει προσκολληθεί στο παρελθόν. Αυτό είναι με λίγα λόγια το αττικό δράμα. Ποιο είναι το βασικό πρόβλημα που προκύπτει από αυτήν την αναντιστοιχία; Η αυτοκαταστροφή του ήρωα, η μείωση και η απώλεια της ισχύος και του πλούτου. Η δε φιλοσοφία, στα πρώτα της βήματα,   αναζητεί την αρχή, την αιτία του φυσικού κόσμου, την ισχύ δηλαδή, μιας και όλα προέρχονται από την ισχύ, σύμφωνα με την ιδεολογία και το κοσμοείδωλο των αριστοκρατών.

ΘΑ κάνω μια μικρή παρέμβαση, πριν συνεχίσω, και θα σχολιάσω την βασική ιδέα της περίφημης εισαγωγής στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας του Καρλ Μαρξ. Εκεί, ο Κάρολος μας λέει ότι όταν ένας νέος τρόπος παραγωγής εμφανιστεί, νέοι τρόποι σκέψης, νέες αξίες και νέα ιδεολογία αναπόδραστα εμφανίζεται. Έτσι είναι και δεν είναι έτσι. Έτσι είναι, διότι όντως εμφανίζονται όλα αυτά, δεν γίνεται να μην εμφανιστούν. Και δεν είναι έτσι: διότι η αντικατάσταση δεν είναι μηχανική, δεν είναι αυτόματη, δεν είναι χωρίς προβλήματα και επιπλοκές, δεν είναι τόσο εύκολη όσο αφήνει να εννοηθεί ο Μαρξ. Θα το διαπιστώσουμε και στις άλλες δύο περιπτώσεις της διλημματικής αμφιταλάντευσης που θα μας απασχολήσουν.

Η επόμενη περίπτωση διλημματικής αμφιταλάντευσης είναι αυτή μεταξύ παγανισμού (ειδωλολατρίας, ο όρος είναι απαράδεκτος αλλά τον καταγράφω για να συνεννοηθούμε) και χριστιανισμού. Εμφανίζεται όταν αρχίζει να συρρικνώνεται ο δουλοκτητικός τρόπος παραγωγής λόγω της έλλειψης δούλων που οφειλόταν στην προσέγγιση των ορίων της επέκτασης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Θα εστιάσω την προσοχή μου και την δική σας σε μια πτυχή του ζητήματος που δεν έχει μελετηθεί και  κατανοηθεί επαρκώς. Όταν επεκτεινόταν η δουλοκτησία και υπήρχε πληθώρα δούλων (σε μια μέρα στη Δήλο, ένα από τα μεγάλα κέντρα δουλεμπορίου της αυτοκρατορίας, τον πρώτο μεταχριστιανικό αιώνα,  πουλήθηκαν 20.000 δούλοι, ενώ την εποχή του Ιουλίου Καίσαρα ήταν τόσο πολλοί και φτηνοί οι δούλοι στη Ρώμη που τους πουλούσαν με τη σέσουλα), τα κύρια χαρακτηριστικά της σχέσης μεταξύ Κυρίου και δούλου ήταν η βία από τη μια και το μίσος από την άλλη. Μιλάμε για πολλή βία και πολύ μίσος – αυτό κι αν ήταν ταξικό μίσος!). Οι δούλοι όμως δεν ζούσαν πολλά χρόνια κι έπρεπε να αντικαθίστανται συνεχώς και διαρκώς, κι όσο περισσότεροι χρησιμοποιούνταν, τόσο περισσότερο νέοι έπρεπε να βρεθούν. Αλλά αυτό πια δεν ήταν εφικτό. Μεγάλο πρόβλημα! (Κάτι ανάλογο που θα συναντήσουμε εμείς τις προσεχείς δεκαετίες με το ορυκτά καύσιμα, εκτός εάν επινοήσουν εγκαίρως κάποια άλλη λύση). Αναγκάστηκαν λοιπόν οι γαιοκτήμονες να κάνουν σοβαρές παραχωρήσεις προς τους δούλους και να αλλάξουν την συμπεριφορά τους. Τώρα ο Κύριος δεν είναι βίαιος, είναι φιλάνθρωπος – χωρίς βέβαια να παύσει να ασκεί βία, χωρίς βέβαια να παύσουν οι δούλοι να φοβούνται τον Κύριό τους. Τώρα οι δούλοι δεν πρέπει να μισούν τους Κυρίους τους: θα τους φοβούνται, εάν αμαρτάνουν, εάν δηλαδή δεν υπακούουν, και θα τους αγαπούν, κι αυτός με τη σειρά Του, θα τους φροντίζει και θα τους αγαπά. Όχι βία – φροντίδα (Κύριος)· όχι ανυπακοή και μίσος – υπακοή και αγάπη (δούλος). Μπροστά σε αυτό το δίλημμα βρέθηκαν οι γαιοκτήμονες την εποχή που αρχίζει να συρρικνώνεται η δουλοκτησία και να κλιμακώνεται η συρρίκνωση- μεταξύ 200 και 500 μ. Χ., αν και οι πρώτες ενδείξεις ήταν σαφείς ήδη από το 100 μ. Χ., την εποχή του συνομηλίκων Λουκιανού, Πλουτάρχου και Μάρκου Αυρηλίου.

Ο Χριστός είναι και Θεός και άνθρωπος. Είναι και Κύριος (αθάνατος) και δούλος (σταυρώνεται). Εντυπωσιακότερη προσωποποίηση της διλημματικής αμφιταλάντευσης αυτής της εποχής δεν θα μπορούσε να είχε υπάρξει.

Θα συνεχίσω αύριο το πρωί, έχω μια επείγουσα εργασία στο αμπέλι.

Σχολιάστε ελεύθερα!

  1. Κριμα που δεν προλαβε τον Μαρξ ο Ιησους για να φωτιστει και να αποκτησει συνειδηση της τραγικης μοιρας που του εταξε η Ιστορια.