SOAP OPERA, (αστυνομικό) μυθιστόρημα του Τάκη Σιδερίδη

OLYMPUS DIGITAL CAMERAφίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

     Ο φίλος Μ. μου χάρισε πριν λίγες μέρες δύο αστυνομικά μυθιστορήματα που έγραψε ο Τάκης Σιδερίδης, τον οποίο δεν γνωρίζω προσωπικά. Όποιο κείμενο κι αν μου χαρίζουν το σχολιάζω, δεν κάνω χάρες, σκέφτομαι επ’ αυτού, κι αν δεν σκέφτομαι είναι γιατί δεν μου χαρίζουν. Το πρώτο, με τον τίτλο  MONEY κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2011, από τις εκδόσεις Forgery Publications, το δεύτερο, το SOAP OPERA, από τις εκδόσεις FUTURA, τον Φεβρουάριο του 2014, και τα δύο ‘με την υλική και συναισθηματική στήριξη φίλων και γονιών’.

     Διάβασα το πρώτο μέσα σε δυο μέρες, τώρα διαβάζω το δεύτερο. Έχω να πω τόσα πολλά αλλά σήμερα δεν θα πω σχεδόν τίποτα, μιας και δεν έχω ολοκληρώσει την ανάγνωση του δεύτερου, που είναι και εκτενέστερο – το γεγονός ότι είναι εκτενέστερο δεν αξίζει να το σχολιάσουμε; Πόσα πολλά μας λέει! Μου δίνεται η ευκαιρία να σκεφτώ και να πω πολλά αλλά όχι όλα μαζί. Δεν μας κυνηγάει κανένας.

     Μπορούμε, φίλες και φίλοι, να γνωρίσουμε έναν αφηγητή, συνειδητά παραμερίζω τον όρο συγγραφέα,  μόνο από τα γραφτά του; Μπορούμε, απαντώ. Τι θα μας βοηθήσει πιο πολύ, η μορφή, η τεχνική της αφήγησης , ή το περιεχόμενο; Η μορφή, η τεχνική της αφήγησης, απαντώ, χωρίς, ασφαλώς, κατά κανένα τρόπο, να αδιαφορήσω για το περιεχόμενο, για το οποίο όμως επιφυλάσσομαι μιας και η ανάγνωση του SOAP OPERA δεν έχει τελειώσει.

Continue reading

κλινική ‘Γλυκιά Ζωή’ (3): Βαγγέλη, έχεις χαρτομάντηλα;

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

3. Βαγγέλη, έχεις χαρτομάντηλα;

Η Αθηνά Βενιζέλου, γύρω στα πενήντα πέντε, γύρισε το κλειδί στη πόρτα και προσπάθησε να ανοίξει για να ελέγξει αν πράγματι κλείδωσε. Θα ξεκλείδωνε μα την  έπιασε ο άντρας της από το μπράτσο.

– Όλα τα μάτια της κουζίνας είναι κλειστά, της είπε και ο τόνος της φωνής του έκφραζε τέτοια αποφασιστικότητα που απέτρεψε την Αθηνά να ξαναμπεί μέσα. Έλεος, Αθηνά, Έλεος, συμπλήρωσε με αγανάκτηση.

Τον άνδρα της τον έλεγαν Βαγγέλη. Είχε δυο ονόματα, Ελευθέριος Ευάγγελος Βενιζέλος. Το ένα, Ευάγγελος, ο παπάς το φώναξε δυνατά.  Το άλλο, το είπε νοερά, και επιβεβαίωσε τη μάνα του ότι το όνομα ισχύει. Η ταυτότητα έγραφε Ευάγγελος, η μάνα του όμως τον φώναζε Λευτέρη.

Κάλεσαν το ασανσέρ. Και οι δυο σκυθρωποί.

– Είσαι καλύτερα; τον ρώτησε.

-Τα μύδια θα με πείραξαν, είπε ο Βαγγέλης Βενιζέλος. Σε αυτό το εστιατόριο δεν πρόκειται να ξαναπατήσουμε!

– Κι εγώ έφαγα, διαμαρτυρήθηκε η γυναίκα του.

– Κι εσύ έφαγες αλλά σε μένα έπεσε το φλουρί.

– Μήπως κρύωσες;

– ΒΑΓΓΕΛΗΣ Όχι, όχι, Κάτι έφαγα και με πείραξε.
ΑΘΗΝΑ  Βρέχει.

Η αδυναμία μας να περιγράψουμε γεγονότα που εκτυλίσσονται ταυτόχρονα δημιουργεί την εντύπωση στον αναγνώστη ότι διαδραματίζονται με τη σειρά που περιγράφονται. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο συγγραφέας είναι αναγκασμένος να παράσχει κάποια στοιχεία που θα ωθήσουν τον αναγνώστη να αμφισβητήσει τον λογοτεχνικό χρόνο και να τοποθετήσει τα επεισόδια στον πραγματικό χρόνο.

ΒΑΓΓΕΛΗΣ  Βρέχει, ξεβρέχει, θα πάμε.

Continue reading

κλινική ‘Γλυκιά Ζωή’ (2)

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

2. να μην βρέξει ποτέ, να μη χαλάσει ποτέ ο καιρός

Εάν, φίλες αναγνώστριες και φίλοι αναγνώστες, έχετε πειστεί ότι η βρομιά είναι μισή αρχοντιά, ότι το παν είναι το ήμισυ της αρχής, ότι το πι πρέπει να γραφτεί με κεφαλαίο στη φράση ‘παν μέτρον άριστον’, ότι ο Άμλετ είπε two beers or not two beers, τότε, θα μπορέσετε να συνεχίσετε την ανάγνωση του αστυνομικού μυθιστορήματος που κρατάτε στα χέρια σας, αν και δεν είμαι βέβαιος αν πρόκειται για αστυνομικό ή για μυθιστόρημα. Σας υπόσχομαι ότι θα φρίξετε, σας προειδοποιώ ότι η ζωή σας θα διαιρεθεί σε δύο περιόδους, στην προ και μετά την ανάγνωση της κλινικής ‘Γλυκιά Ζωή’. Όταν θα τελειώσετε την ανάγνωση αυτού του ογκωδέστατου κειμένου, θα αντιληφθείτε ότι στο κρανίο σας έχει μπηχτεί ένα τσεκούρι αλλά μην προσπαθήσετε να το απομακρύνετε – θα έρθει μια μέρα που θα είναι πολύ της μόδας να κυκλοφορούμε με ένα τσεκούρι μπηγμένο στο κρανίο μας. Όσοι δεν θα φέρουν οξύ πέλεκυ σφηνωμένο στο πάνω μέρος του τριχωτού της κεφαλής,  δεν θα είναι ζωντανοί, σας απειλώ και σας διαβεβαιώνω. Αυτός όμως δεν είναι ο μόνος λόγος. Θα πονέσετε, θα πονέσετε πολύ εάν αποπειραθείτε να το βγάλετε, και θα πονέσετε διότι  η τσεκουριά θα είναι ΑΑΑ: αναίμακτη, ανώδυνη και ανεπαίσθητη.

Continue reading

κλινική ‘Γλυκιά Ζωή'(1)

κλινική ‘Γλυκιά Ζωή’

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

1. δέκα χιλιάδες μέρες

Αυτό είναι, αυτό είναι. Πως και δεν το σκέφτηκε κανείς; Κάθε χρόνος που περνάει μας μένει μια κούραση που δε φεύγει, μένει μόνιμα στο σώμα μας, στα πόδια μας, στα χέρια μας, στα κύτταρά μας όλα, μαζεύεται, μαζεύεται, κοιμάσαι και ξυπνάς όλο και πιο κουρασμένος, τίποτα δεν μπορεί να τη διώξει, ούτε η ησυχία, ούτε η σιωπή, ούτε το ζεστό μπάνιο, ούτε το μασάζ, ούτε το σεξ, τίποτα, τίποτα. Στα ενενήντα, νιώθεις τέτοια κούραση, κούραση κουραστική, κούραση αποτρόπαια, κούραση ενοχλητική, που λες, να πεθάνω να ξεκουραστώ, λες και θέλουμε και πεθαίνουμε, θέλουμε τον θάνατο σαν ένα ποτήρι νερό, όταν είμαστε διψασμένοι, σαν μια μπουκιά ψωμί, όταν πεινάμε, σαν ένα γλυκό υπνάκο στη πολυθρόνα, όταν νυστάζουμε, έτσι τον θέλουμε τον θάνατο. Στα ενενήντα. Στα ενενήντα έξι πέθανε ο παππούς μου. Από κούραση. Στα ενενήντα δύο πέθανε ο πατέρας μου. Αν λάβω υπόψη μου τη φθορά και τον εκφυλισμό του ανθρώπινου είδους, εγώ θα πεθάνω στα ογδόντα οχτώ, μπορεί όμως και όχι. Γιατί να μην πεθάνω κι εγώ σαν τον παππού μου; Λίγοι περνάνε τα εκατό; Υγιέστατος είμαι. Η πίεσή μου είναι πίεση εικοσάρη. Περπατάω καθημερινά πέντε χιλιόμετρα. Πίνω ένα ποτήρι κόκκινο κρασί κάθε μεσημέρι. Ναι, ναι, να ‘μαστε καλά, τα ενενήντα θα τα περάσω. Θα ζήσω ακόμα. . . πάνω από είκοσι οχτώ χρόνια. 336 μήνες. Λίγοι είναι; Δεν είναι ούτε ένας ούτε δύο. Πάνω από δέκα χιλιάδες μέρες. Δέκα χιλιάδες μέρες!

-Δεν θα ήταν καλύτερα να της τηλεφωνούσαμε;

Τον ρώτησε για να σταματήσει να ανακατεύει τον καφέ. Τον ρώτησε για να σταματήσει να σκέφτεται. Τον ρώτησε για να πιάσει κουβέντα. Ανησυχούσε. Ο Φώτης άφησε το κουταλάκι δίπλα στο φλιτζάνι και της ζήτησε συγγνώμη. Από συνήθεια. Το ανακάτεμα του καφέ συνοδευόταν πάντα από μια συγγνώμη. Ο στροβιλισμός του καφέ παρέσερνε το μυαλό να στροβιλιστεί κι αυτό, να χαθεί σε ένα χάσιμο άπειρα μικρής διάρκειας που μόνο η Χαρά γνώριζε πόσα λεπτά της ώρας διαρκούσε. Ένα χάσιμο της αίσθησης του χρόνου και του χώρου, ένας μικρός, αιφνίδιος, αναπάντεχος θάνατος, μια ηδονή που μόνο η λήθη σου χαρίζει, μια ιερή νόσος καθημερινή και κοινή, που δεν την γνωρίζουμε, δεν την συνειδητοποιούμε – τόσο γνωστή και γνώριμη μας είναι. Μας ενοχλεί, τη φθονούμε. Τι σκέφτεσαι, μας ρωτάνε και μας τραβάνε στη δίνη της οχληρής και επώδυνης καθημερινότητας. Που βόσκεις; Βόσκω στα Ηλύσια Πεδία, στα πεδία των Μακάρων, στα πεδία της μακαριότητας του Τίποτα, μπεεε, μουουου. Και μας επαναφέρουν. Επανεκκίνηση – της λογικής.
Continue reading

αθώος δολοφόνος

1. οι σφαίρες και τα λόγια δε γυρίζουν πίσω

[ι8 Ιανουαρίου 2008]

–      Άμα πιεις άλλο ένα δε θα το μετανιώσεις.

Το χέρι μου άκουσε την πρόταση πριν από τα αυτιά και τον εγκέφαλο και σταμάτησε να ζαλίζει το άδειο ποτήρι. Ψιλόβρεχε, η διακοπή του ρεύματος έκανε τον Μάιλς Ντέηβις να σιωπήσει, τα αυτοκίνητα κατηφόριζαν προς τη Συγγρού και φώτιζαν, χωρίς να το θέλουν,  τη πύλη του Αδριανού,  κι εγώ ήμουν βέβαιος ότι ήμουν μόνος. Αλλά δεν ήμουν. Πότε ήρθε; Μας χώριζαν ένα σκαμπό και δυο κεράκια. Μου φάνηκε γνωστή φάτσα αλλά δεν θα τον ρωτούσα ποτέ αυτό που συνήθως ρωτάνε σε αυτές τις περιπτώσεις. Το ημίφως τον έκανε γνωστή φάτσα. Τα χαρακτηριστικά που δεν διακρίνουμε τα συμπληρώνουμε εμείς, κατά τη βούλησή μας, κατά την ανάγκη μας, και βλέπουμε αυτό που θέλουμε να δούμε.  Δεν ήθελα να πιω άλλο ένα γιατί θα συνέβαινε αυτό που συμβαίνει πάντα: θα με έπαιρνε η κατηφόρα, θα άνοιγε ο νεροχύτης,  που λέει και ο φίλος μου ο Λούης. Γιατί να μην μπορώ να σταματήσω,  γιατί; Κι αν  δεν μπορείς να αποφασίσεις αν θα πιεις ή δε θα πιεις ένα ποτό ακόμα, φαντάσου τι άλλο δίλημμα αντιμετωπίζεις. Ο τύπος πρέπει να είναι πολύ παρατηρητικός και έξυπνος, σκέφτηκα. Οι παρατηρητικοί και οι έξυπνοι μου αρέσουν. Δεν είναι πάντα ευγενείς και διακριτικοί, μαθαίνουν όμως γρήγορα. Γύρισα και τον κοίταξα. Το φως των κεριών με βοήθησε να δω ότι με είδε με την άκρη του ματιού του. Είδε ότι τον είδα ότι με είδε με την άκρη του ματιού του.

–      Έλλη, βάλε μου άλλο ένα.

Η Έλλη μου έβαλε το τρίτο, μένω πολύ κοντά, και πλησίασε τον τύπο.

–      Παρακαλώ, του είπε γλυκά και χαμογελαστά.

–      Μια Erdiger παρακαλώ, απάντησε γλυκά και χαμογελαστά.

Μιλούσε αργά και καθαρά. Ζοριζόταν να μιλήσει αργά και καθαρά. Μια ανεξίτηλα αποτυπωμένη βορειοελλαδίτικη προφορά δεν μπορούσε να σκεπαστεί, όσο και να προσπαθούσε. Σαραντάρης δεν ήταν, αλλά φαινόταν. Πενηντάρης ήταν, αλλά δε του φαινόταν. Η Έλλη του έφερε τη μπύρα και ένα μικρό πιάτο με ζυμαρικά. Ο τύπος της χαμογέλασε και το χαμόγελο του άστραψε ευγνωμοσύνη. Τον γνώριζε; Έβαλε το χέρι του στη δεξιά τσέπη του σακακιού του κι έβγαλε ένα μικρό κουτί κοσμημάτων. Μπα; Δαχτυλίδι; Σκουλαρίκια; Αυτός ήταν ο καλός της; Από την άλλη τσέπη έβγαλε ένα σουγιά. Άνοιξε το κουτί και πήρε από μέσα μια μικρή κόκκινη πιπεριά. Την ψιλόκοψε πάνω από το πιάτο με τα ζυμαρικά, έβαλε το κουτί στη δεξιά τσέπη, το σουγιά στην αριστερή. Ήταν ψηλός και γεροδεμένος. Τα δάχτυλά του χοντρά, αλλά όχι πολύ.  Έπιασε το ποτήρι με τη μπύρα, το σήκωσε, γύρισε και μου είπε:

–      Υγεία και χαρά.

Continue reading