ο καπιταλισμός και η κωλοτρυπίδα του ελέφαντα

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

Βρέθηκα κάποτε στη Νέα Υόρκη και πήγα μια μέρα σε ένα σούπερ μάρκετ να ψωνίσω κάτι να φάω. Ξέρετε, στη Νέα Υόρκη, στο Αμέρικα, είναι όλα μεγάλα, πολύ μεγάλα, παθαίνεις ψυχικό πέρα δώθε. Πάω λοιπόν και βρίσκω στο ράφι κρέας ελέφαντα. Αγοράζω τι είναι να αγοράσω, αγοράζω και μια κονσέρβα με κρέας ελέφαντα.

Πάω εκεί που κοιμόμουνα, την ανοίγω και δεν βλέπω τίποτα απολύτως μέσα! Τίποτα, μάγκες μου, τίποτα. Παίρνω τη κονσέρβα και πάω να διαμαρτυρηθώ εντόνως. Πολύ εντόνως. Και πάω και αντιλαμβάνομαι για πρώτη φορά στη ζωή μου τι είναι η διαμαρτυρία και κατανοώ γιατί δεν πρέπει διαμαρτύρομαι. Εγώ, όχι εσείς. Εσείς να διαμαρτύρεστε, εγώ δεν πρόκειται να διαμαρτυρηθώ για τίποτα. Για τίποτα. Θυμήθηκα και τη μάνα μου και τον παππού μου που μου έλεγαν ,  Νιάσιου (Θανάση), να μη ζητάς ποτέ!

{Κάποτε έτρωγα μόνο ληγμένα γιαουρτάκια και όταν έπιασα κάποιες δραχμές στα χέρια μου, αγόρασα να φάω ένα κανονικό γιαουρτάκι κι έπαθα δηλητηρίαση, μα το τσουτσούνι του Χριστούλη μας!  }

Continue reading

είμαι πολύ μεγάλος σκηνοθέτης

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΘΑ ήθελα σήμερα να σας αποκαλύψω μια πτυχή της προσωπικότητας μου που μόνο μερικοί φίλοι τη γνωρίζουν. Δεν είμαι ζωγράφος, δεν είμαι ποιητής, δεν είμαι μουσικός, δεν είμαι ηθοποιός, αρχιτέκτων θα μπορούσα να ήμουνα αλλά προτίμησα το καλουπατζής, την ξυλοτυπία. Είμαι όμως σκηνοθέτης, πολύ μεγάλος αλλά άγνωστος κι άσημος. Τώρα, έχω βάλει στα σκαριά δύο ταινίες για τις οποίες θέλω να σας μιλήσω.

Continue reading

η σχέση μου με τη σόμπα με έχει καταστρέψει

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

αφιερωμένο εξαιρετικά στα πρεζόνια της Σχολής με ευγνωμοσύνη

ΧΘΕΣ ο εγκέφαλός μου με ΄κανε ένα πολύ ωραίο δώρο. Με τον εγκέφαλό μου έχω αναπτύξει μια πολύ καλή σχέση, τα λέμε, του μιλάω, εκφράζω την αγάπη μου και την ευγνωμοσύνη μου κάθε τόσο, του κάνω υποδείξεις, τον βρίζω, έχει φάει πολλές χριστοπαναγίες και γαμοσταυρίδια, έχει δημιουργηθεί μια σχέση πλεονικής σπείρας. Είναι ο φύλακας άγγελός μου. Επίσης, είναι αντικείμενο ερευνών. Τον παρατηρώ με μεγάλη προσοχή, καθώς ο ίδιος αποκαλύπτεται διότι έχει επίγνωση ότι δεν κινδυνεύει· δεν χρησιμοποιώ οξύτατα νυστερίδια, όχι, δεν τον κόβω, δεν τον παρατηρώ στο μικροσκόπιο, δεν βλέπω τους νευρώνες και τους κόμβους με τα μάτια, δεν βλέπω με τα μάτια τα επίπεδα του συντονισμού και της κλιμάκωσής του, όχι, απλά παρατηρώ και μελετώ τους συνειρμούς και τις σκέψεις που κάνει και δέχομαι με ευγνωμοσύνη τα δώρα του.

ΤΟ ενδιαφέρον μου για τον εγκέφαλό μου άρχισε πριν καμιά δεκαριά χρόνια όταν εκ των υστέρων κατανόησα μια φροντίδα του, την οποία για πολλά χρόνια θεωρούσα ως παθολογική κατάσταση. Το 1987 παρατάω τη γύρα και εγκαθίσταμαι στην Αθήνα, στον Νέο Κόσμο. Μόνος, άφραγκος, χωρίς φίλους, χωρίς δουλειά. Ένα βράδυ, εκεί που κοιμάμαι, ακούω κάποιος να χτυπάει την εξώπορτα, μια τζαμόπορτα. Ανασηκώνομαι από το κρεβάτι και βλέπω κάποιον, μια σκιά, πίσω από το τζάμι. Μπα, σκέφτομαι, κάποιος ήρθε να με επισκεφτεί, κάποιος με θυμήθηκε, και τρέχω με χαρά να ανοίξω. Ανοίγω την πόρτα, κανένας!  Μα την Παναγία, σας λέω, κανένας!

Continue reading

ιστορίες πείνας (4)

 

 

ΕΚΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΕΙΝΑΣ

1984, είμαι είκοσι πέντε, η Χριστίνα Αμαρυλλίς τριών

Έφτασα στο Νεοχώρι, στον Αχελώο, με τα πόδια, μεσημέρι προς απόγευμα, όταν κάνει τη πιο πολλή ζέστη, Αύγουστος. Στεγνός, δεν υπήρχε μία, σάλιο. Τράβηξα για την πλατεία, ψυχή! Περπατώντας για την εκκλησία, να τη πέσω να ξεκουραστώ, σκεφτόμουν ότι, εάν βρω μεροκάματο απόψε το βράδυ, φόρτωμα, μπάλες, τριφύλλι, αύριο το μεσημέρι θα φάω. Κεφτεδάκια με πατάτες τηγανητές και φέτα και τρεις μπίρες, παγωμένες. Την έπεσα μπροστά στη πόρτα.
Όταν άνοιξα τα μάτια είχε νυχτώσει για τα καλά. Φως από μια ψηλή τσιμεντένια κολόνα της ΔΕΗ με βοήθησε να δω δίπλα μου ένα πιάτο με τρία κεφτεδάκια και πατάτες τηγανητές και λίγη φέτα. Και ένα πεπόνι. Έφαγα και κάθισα στα σκαλοπάτια. Στο στενό δρομάκι μπροστά έπαιζαν κοριτσάκια, και τρίχρονα και τρίχρονα και τρίχρονα και πεντάχρονα και δεκάχρονα. Και γριές, σε παρέες, καθισμένες κατάχαμα, ανά τρεις, ανά πέντε, ανά εφτά. Τις είδα όλες. Μία από αυτές μου έφερε το φαγητό, ποια όμως; Τη βρήκα – κι ας μην ήταν αυτή. Η πιο πονεμένη.
Σηκώθηκα και πήγα στη πλατεία. Το πιάτο δεν ήταν πλαστικό.

ΕΒΔΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΕΙΝΑΣ

1986, είμαι είκοσι εφτά

Βγήκα από το σπίτι, στον Νέο Κόσμο, στην ώρα μου, μετά τις δώδεκα, τα μεσάνυχτα – πριν ανατείλει ο ήλιος έπρεπε να επιστρέψω στο φέρετρό μου, εκεί όπου κοιμόμουν, στο δωμάτιό μου. Πήγα με το μηχανάκι, κλεμμένο από την πλατεία Κυψέλης, εκεί και εκεί και εκεί, έδωσα εκείνο και εκείνο, πήρα εκείνο και εκείνο, συνάντησα εκείνον και εκείνον, εκείνην και εκείνην, ήπια αυτό και το άλλο, σνιφάρισα αυτό και το άλλο, κάπνισα αυτό και το άλλο. Πριν τα χαράματα συνάντησα σε ένα σπίτι την Εύα, είχα καιρό να τη δω, και, αν και ήμουν λιώμα, χάρηκα πολύ. Τόσο που φεύγοντας έπεσα από το μηχανάκι με το δεξί μάγουλο πάνω σε χαλίκια και αφού σηκώθηκα έπεσα και με το αριστερό. Ούτε πόνο θυμάμαι ούτε αίματα. Η πιο κοντινή στην πρέζα ουσία είναι τα ξίδια. Γομολάστιχες και τα δύο: με την πρώτη σβήνεις εαυτόν, με τα δεύτερα τη κενωνία.
Είχα να φάω κάνα δυο μέρες, ένας πατσάς θα ήταν ό,τι έπρεπε. Πήγα εκεί που πήγαινα, αρχές Συγγρού, κοντά στο σπίτι. Μπήκα μέσα, χαμογελαστός, ας είναι καλά η Εύα, κάθισα, παρέες με πουτάνες και τραβεστί και νταβατζήδες και νονοί και εκτελεστές και μαχαιροβγάλτες και εμπόρια περίμεναν να σερβιριστούν. Και με κοιτούν περίεργα αλλά εγώ χαμογελάω αδιάφορα σα να μη τρέχει τίποτα. Δεν πρόλαβα να σκεφτώ ότι θα περίμενα πολλή ώρα για να φάω να στανιάρω, έρχεται τρέχοντας ένας σερβιτόρος και με ρωτάει τι θέλω, ψιλοκομμένο του λέω, τρέχει και μου τον φέρνει, α, του λέω, ξέχασα και μισό κιλό κρασί, τρέχει και μου το φέρνει, κοιτάω γύρω μου, όλοι και όλες μου χαμογελούν, τους χαμογελώ κι εγώ, παραξενεύομαι αλλά κάνω τον αδιάφορο.
Πληρώνω και την κάνω για το φέρετρο. Κατά τύχη κοίταξα στον καθρέφτη – από τότε που κατάλαβα ότι ο καθρέφτης ασχημαίνει, τον απόφευγα, να γιατί είμαι τόσο ωραίος! Τι ωραίος! Μάγουλα χαρακωμένα, αίματα ξεραμένα.

 

 

ιστορίες πείνας (1)

ΠΡΩΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΕΙΝΑΣ

1979, καλοκαίρι, είμαι είκοσι χρονών

Μετά από δέκα τρεις μέρες περπατήματος στα νότια παράλια της Κρήτης, ξεκινώντας από τη Χώρα Σφακίων, αφού έχασα το καραβάκι για Γαύδο, έφτασα μεσημέρι, ντάλα ο ήλιος, σε έναν μικρό οικισμό κάπου μεταξύ Ιεράπετρας και Σητείας. Πεινούσα πολύ. Πάω στη μικρή πλατεία, ανοιχτό ένα καφενείο, κάθονται έξω κάτω από ένα κιόσκι τρεις κρητικοί μουστακαλήδες στα μαύρα, μεγαλύτεροι από μένα, τριαντάρηδες. Τους κοιτάζω στα μάτια και τους λέω: πεινάω.
Κάθισε, μου λένε. Κάθομαι. Πεινάς, ε; Ναι, τους λέω, πεινάω πολύ. Κοιτάζονται μεταξύ τους κι ένας μου λέει: φάε, δείχνοντάς με ένα μικρό πιατάκι του καφέ με μύγες. Σκότωναν μύγες. Κοιταζόμαστε στα μάτια όπως οι πιστολέρος στα καμπόικα έργα πριν τραβήξουν τα περίστροφα. Παίρνω το πιατάκι, αδειάζω τις μύγες στην αριστερή μου χούφτα, τις βάζω στο στόμα, τις μασάω επιδεικτικά, τις καταπίνω, ανοίγω το στόμα να δουν τι έχει μέσα και τους ρωτάω, έχει άλλες;
Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και ένας από αυτούς φώναξε τον καφετζή.

Ήπια ρακή με ντάκο ποτισμένο με λάδι, ψωμί ζυμωτό, έφαγα δύο πιάτα σουπιές με ελιές, ήπια άσπρο κρασί, γραβιέρα με μέλι για επιδόρπιο.

Continue reading

όταν πούλαγα πατάτες με τους γύφτους

 

 

1986, Ιούνιος. Δεύτερη χρονιά στο Μούλκι, για βερίκοκα, δέκα χιλιόμετρα, πάνω κάτω, από το Κιάτο, προς τα βουνά. Κοιμόμασταν στο προαύλιο της εκκλησίας, καμιά τριανταριά ψυχές, αρσενικές και θηλυκές, φρικιά, φοιτητές, άνεργοι. Καλό μεροκάματο, πολύ καλό, εμείς και οι γύφτοι, κανένας άλλος ακόμη. Όταν έφτασα, το μάζεμα δεν είχε αρχίσει. Πήγα κατ΄ευθείαν στα τσαντίρια, έξω από το χωριό, όχι πολύ μακριά, Καραγκούνηδες το σόι, να βρω τον Νικόλα τον Ψυχοπαθή, τον Μαραντόνα (ολόιδιος,  μάγκες μου, ολόιδιος, μα την Παναγία) και τον Κώστα. Ο Νϊκος, ο άνδρας της Μαρίας (ποια Ορνέλα Μούτι!), με το ένα μάτι πράσινο και το άλλο γαλάζιο, έλειπε, είχε πάει να φορτώσει πατάτα στη Βάρδα. Με κέρασαν καφέ στη δροσιά, κάτω από  τέντα τσαντιριού, κατάχαμα, πόσο μου άρεσε που δεν είχαν καρέκλες!,  μια γύφτισσα έτρεξε να ζητιανέψει, την έδιωξαν με γύφτικα ακατανόητα μπινελίκια, πήγαν να μου πασάρουν νύφη, μια γύφτισσα που έμελλε να μην παντρευτεί ποτέ. Φεύγοντας, να και ο Νίκος με το Ντάτσουν και τις πατάτες, καμιά εικοσαριά σακιά, πενηντάκιλα. Πάμε αύριο για πατάτες; με ρωτάει. Μέσα, του λέω. Αύριο στο καφενείο, στις οχτώ.

Continue reading

τι είπαμε χτες με τον Κάρολο στο τηλέφωνο

το σημερινό σημείωμα το αφιερώνω στο αυτόνομο στέκι, στους φίλους και τις φίλες της ομάδας αυτομόρφωσης πάνω στο Κεφάλαιο και της αυτοδιαχειριζόμενης δανειστικής βιβλιοθήκης

ΤΗN πρώτη φορά που πήρα, μιλούσε· τη δεύτερη το άφησα να χτυπάει – θα χτυπάει μέχρι να το σηκώσεις,  καριόλη. Το σήκωσε, παρών, μου λέει, έλα ρε Κάρολε, του λέω, σε παίρνω εδώ και δυο μήνες και δεν το σηκώνεις, που είσαι, τι κάνεις, ανησύχησα. Τι να πάθω, ρε μαλάκα, μου λέει, εδώ που είμαι, τι να πάθω; Ξέρω κι εγώ, μοναξιές; Όχι, όχι, έχω καλή παρέα, έχω κι αυτόν τον μαλάκα τον ρώσο μού τα χώνει συνέχεια, σου τα ΄λεγα εγώ, δε σου τα ΄λεγα, μου τη λέει, όλο ειρωνεία, το μαλακιστήρι, τέλος πάντων, καλά είμαστε όλοι, εσείς τι κάνετε. Τι να κάνουμε, Κάρολε, μαλακιζόμαστε. Πολύ ενδιαφέρουσα δραστηριότητα, μου λέει, με αυτό το ψιλοσαρκαστικό, ψιλοειρωνικό υφάκι του. Εμείς και να θέλουμε, δεν μπορούμε, συνέχισε γελώντας. Εκτός από το να μαλακιζόσαστε;  Να, γι΄αυτό σε πήρα, Κάρολε, θα ήθελα να μου πεις τη γνώμη σου  για κάτι που με απασχολεί.

Continue reading