ευχαριστίες (2)

Ανεβήκαμε στο τρένο μια μέρα του Ιουνίου, του 1969, η μάνα μου, εγώ και ο αδερφός μου. Με δυο μπόγους, ένα μεγάλο και ένα μικρό. Θα πήγαινα στην Έκτη, ο αδερφός μου στην Τετάρτη. Όχι όμως στους Πετράδες – στην Παλιά Πεντέλη, στην Αθήνα. Το τρένο ήταν σχεδόν άδειο αλλά μέχρι τη Ξάνθη είχε γεμίσει, με γυναικόπαιδα και μπόγους. Όλοι για την Αθήνα. Το ανδρικό προλεταριάτο περίμενε.
Μέχρι τους Πετράδες το τρένο είχε περάσει από λίγους σταθμούς, δεν είχε πολύ κόσμο και έκανα μια βόλτα στο βαγόνι, από κουπέ σε κουπέ. Στο διπλανό, είδα δύο ανθρώπους, κάθονταν απέναντι, κοντά στο τζάμι, τόσο παράξενους, τόσο αλλόκοτους, τόσο ήρεμους, τόσο γλυκούς, θα τους θυμάμαι μέχρι να πεθάνω, που μια δύναμη με τράβηξε κοντά τους. Ήταν νεαροί άνδρες, με πολύ μακριά μαλλιά, μεγάλη γενειάδα, δεν θα είχαν τριανταρίσει, με ρούχα παρδαλά και πολύχρωμα, πουκάμισα και σαλβάρια, με πολλά κοσμήματα στα χέρια και στο στήθος. Πήγα και κάθισα κοντά τους. Δεν θα παρεξήγησαν το ερευνητικό και

Continue reading

γιου γουόντ θουπ;

Τα ξωκλήσια και τα νεκροταφεία, με ή χωρίς εκκλησάκι,  ήταν τα ψιλικατζίδικα του περιπλανώμενου. Ανοιχτά μέρα νύχτα, εκτός από χρήματα, μπορούσαμε να βρούμε λάδι, αναπτήρες, σπίρτα, σκόνη για πλύσιμο, πετσέτες, κεριά. Χρειαζούμενα πράγματα. Σε κάθε τάφο, δίπλα στη φωτογραφία, υπήρχε ένα μπουκάλι λάδι, άλλοτε μικρό, άλλοτε μεγάλο. Τα επισκεπτόμασταν αργά τα νεκροταφεία, μεσάνυχτα, όταν τα καντήλια είχαν σβήσει. Εάν είχε φεγγάρι, ψάχναμε χωρίς φακό. Τάφο τον τάφο γέμιζε το μεγάλο το μπουκάλι μας. Να βουτάς ξερό ψωμί σε λάδι με αλάτι, αν υπήρχε λεμόνι και λίγο λεμονάκι, και μετά, για επιδόρπιο, ζάχαρη πάνω σε λαδωμένη φέτα ψωμιού, μμμμμμ, μούρλια!.  Έχω πάρει λάδι – άλλο παίρνω, άλλο κλέβω – από πολλούς τάφους, ένας όμως από αυτούς θα μου μείνει αξέχαστος.

Φτάσαμε με τη Τζένη στη Μαγούλα της Σπάρτης, στο δρόμο για την Καλαμάτα, μέσα Γενάρη, το ΄86 ήταν. Το μάζεμα των πορτοκαλιών δεν είχε αρχίσει ακόμα. Έκανε πολύ κρύο. Κατουρούσες παγάκια. Βρήκαμε ένα άδειο σπίτι, το ανοίξαμε και βολευτήκαμε. Οι αγρότες δεν τα είχαν βρει με τους εμπόρους και περιμέναμε. Τη βγάζαμε σε ένα καφενείο. Πάντα είχαμε καβάντζα κάποια φράγκα, για τις δύσκολες μέρες. Το καφενείο το δούλευε μια χήρα, Ουρανία την έλεγαν, καλή, πολύ καλή. Ζεσταινόμασταν, μαγείρευε και τρώγαμε, νόστιμα και φτηνά. Εκεί, ένα βράδυ, γνώρισα έναν τύπο που μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Εκεί που πίναμε κρασάκι, παίρνει ένα κομμάτι χαρτί κι ένα στυλό, και γράφει κάτι. Το διπλώνει και μου λέει: εδώ είναι γραμμένες οι απαντήσεις σε δυο προσωπικές ερωτήσεις που θα σου κάνω. Χαμογέλασα. Θέλω όμως να μου απαντήσεις γρήγορα. Εντάξει του λέω. Πες μου ένα χρώμα. Κόκκινο, του λέω. Πες σου έναν αριθμό μέχρι το δέκα. Τρία, του λέω. Ανοίγει το χαρτί και διαβάζω, κόκκινο και τρία. Χρόνια ολόκληρα έσπαγα το κεφάλι μου να λύσω το μυστήριο, μου αρέσει πολύ να μου δίνουν δουλειά για το σπίτι. Πως ήξερε ότι θα επιλέξω το κόκκινο, που ήξερε ότι θα προτιμήσω το τρία; Και το έλυσα. Μετά από πολλά, πολλά χρόνια. Δεν επέλεξα το κόκκινο, δεν προτίμησα το τρία. Όλοι οι άνθρωποι πάνω στον πλανήτη εάν απαντήσουν γρήγορα, το κόκκινο και το τρία θα πουν. Γιατί όμως κόκκινο και τρία;

Continue reading