η λατρεία του λίπους: ο Ζεύς τρελαινόταν για λίπος

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

Σήμερα, με αφορμή τον φόρο επί του λίπους που επέβαλε το Κράτος της Δανίας, θα ασχοληθούμε με τη λατρεία του λίπους. Η λατρεία αυτή υπήρχε  σε όλους τους ινδοευρωπαϊκούς ποιμενικούς λαούς, από τους οποίους κατάγονται και όλοι σχεδόν οι σημερινοί ευρωπαϊκοί πληθυσμοί, εμείς όμως θα εστιάσουμε την προσοχή μας στη λατρεία του λίπους στην αρχαία ελληνική κοινωνία, από τη μυκηναϊκή μέχρι  και τις αρχές της ελληνιστικής εποχής (τέλη του 4ου π. Χ. αιώνα).

Το γεγονός ότι πολλοί Δανοί καταναλωτές άδειασαν τα ράφια με τις πλούσιες σε ζωικό λίπος τροφές για να προλάβουν την εφαρμογή του νόμου για τη φορολόγηση του λίπους σημαίνει ότι η λατρεία αυτή επιβιώνει μέχρι και τις μέρες μας. Επιβιώνει μάλιστα και στην κατανάλωση των τροφών από τις οποίες έχει αφαιρεθεί ένα μέρος, μικρό ή μεγάλο, του λίπους (χαμηλά λιπαρά). Το λίπος είναι λίπος, είτε είναι πολύ είτε είναι λίγο. Το δε αναγραφόμενο 0% σε λιπαρά όχι μόνο παραπέμπει σε μια καταπιεσμένη επιθυμία να καταναλώσεις ζωικό λίπος αλλά συνιστά και διαιώνιση αυτής της επιθυμίας, της λατρείας του λίπους.

Μέχρι και τις τελευταίες μέρες των ευρωπαϊκών αγροτικών κοινοτήτων, πριν δηλαδή την επέλαση του καπιταλισμού, το αποθηκευμένο λίπος ήταν μια ένδειξη πλούτου και ευημερίας. Πλούσιος ήταν αυτός που διέθετε πολλά πήλινα τσουκάλια γεμάτα με λίπος – για την Ελλάδα μιλάω. Το να έχεις πολύ λίπος σήμαινε ότι μπορούσες να σφάξεις πολλά ζώα, άρα είχες πολλά ζώα: το λίπος είναι αυτό που μένει (λείπω -λίπος)  από το ζώο και μπορεί να συντηρηθεί κατά τη διάρκεια του χειμώνα τουλάχιστον. Κατά συνέπεια, ο φόρος επί του λίπους, σε συμβολικό επίπεδο, είναι μια επίθεση κατά της ευημερίας, ένα ακόμα βήμα για την ολοκλήρωση της εν εξελίξει διαδικασίας δουλοποίησης των υποτελών Παραγωγών. Οι άνεργοι είναι ήδη ελεύθεροι δούλοι – οι ελεύθεροι δούλοι βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση από τους δούλους. Ο δούλος έχει να φάει – ο ελεύθερος δούλος; Επιστρέφουμε ολοταχώς στην εποχή της εγκαθίδρυσης των καπιταλιστικών σχέσεων – μόνο που τότε οι ελεύθεροι, δηλαδή ηττημένοι δουλοπάροικοι ήταν χρήσιμοι και μετατράπηκαν σε προλετάριους. Οι σημερινοί άνεργοι-δούλοι, οι οποίοι σε λίγες δεκαετίες θα αποτελούν την πλειονότητα των υποτελών Παραγωγών, λόγω της τεχνολογίας,  είναι παντελώς άχρηστοι και πλεονάζων πληθυσμός. Η συρρίκνωση, κατά συνέπεια η αποσύνθεση του καπιταλισμού έχει ήδη αρχίσει.

Continue reading

Ζεύς: αυτός που εκσφενδονίζει το φως ως βλήμα (που τυφλώνει)

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

Σήμερα, θα ασχοληθούμε με μια από τις αρχαιότερες λέξεις της (αρχαιο)ελληνικής γλώσσας, θα επιχειρήσουμε δηλαδή μια φωνητική, μορφολογική, ετυμολογική και σημασιολογική προσέγγιση της λέξης ‘Ζεύς’.  Η λέξη αυτή παραμένει ένα άλυτο μυστήριο, θα δούμε γιατί,  κι εμείς φιλοδοξούμε να το διαυγάσουμε. Θα κινηθούμε σε κινούμενη άμμο, τα βήματά μας όμως θα είναι πολύ προσεκτικά και είμαστε σχεδόν βέβαιοι ότι δεν θα μας καταπιεί η παρετυμολογία, οι αβάσιμες, άρα άχρηστες, εικασίες – αν και δεν θα αποφύγουμε να διατυπώσουμε κάποιες  εύλογες υποθέσεις. Θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η λέξη Ζεύς σημαίνει  ‘αυτός που ρίχνει, εκσφενδονίζει το φως ως βλήμα (που τυφλώνει)’. Και θα ρωτήσετε: όλα αυτά τα λέει η λέξη ‘Ζεύς’; Ναι, φίλες και φίλοι, όλα αυτά τα λέει η λέξη ‘Ζεύς’.

Continue reading

*αμφίβοτος

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα. χριστίνα, καλημέρα

Σήμερα θα ασχοληθούμε με τον αστερίσκο που πρόσθεσα – έπρεπε να τον προσθέσω, όπως θα δούμε – στη λέξη *αμφίβοτος. Ο αστερίσκος αυτός είναι ένα σύμβολο της συγκριτικής, ιστορικής (ινδοευρωπαϊκής) γλωσσολογίας και μας λέει ότι η λέξη που ακολουθεί πιθανόν να υπήρξε αλλά πιθανόν και να μην υπήρξε. Υποθέτουμε ότι μπορεί να υπήρχε κάποτε αλλά δεν έχουμε σαφείς μαρτυρίες. Οι υπό αστερίσκο λέξεις διακρίνονται σε δυο μεγάλες κατηγορίες. Στην πρώτη υπάγονται λέξεις που είναι αποτέλεσμα της ανασύνθεσης, της ανασυγκρότησης, της αναγωγής σε μια λέξητου μακρινού παρελθόντος. Θα παραθέσω ένα παράδειγμα. Οι παρακάτω λέξεις, ιστορικά και αδιαμφισβήτητα μαρτυρημένες, ναυς (ναFς), navis (λατινική), nauh (αρχ. ινδική), nau (αρχ. ιρλανδική), nor (αρχ. σκανδιναυική), nav- (αρχ. περσική), nav- (αρμενική) και κάποιες άλλες μας επιτρέπουν να διατυπώσουμε την υπόθεση ότι προέρχονται από τη λέξη*nāus, για την οποία όμως δεν έχουμε καμιά μαρτυρία. Το ότι από μια γλώσσα μπορεί να προκύψουν άλλες γλώσσες μας το επιβεβαιώνουν οι ρωμανικές (ιταλική, ισπανική, πορτογαλική, γαλλική και ρουμανική) που προέρχονται από τη λατινική.

Στη δεύτερη κατηγορία, υπάγονται λέξεις που έχουμε μεν γραπτά μνημεία, η ανάγνωσή τους όμως δεν είναι βέβαιη και επομένως δεν μπορεί να υπάρξει μια γενικά αποδεκτή γνώση. Σε αυτή την κατηγορία υπάγεται και η υπό εξέταση λέξη *αμφίβοτος. Τη λέξη αυτή τη διαβάζουμε επτά φορές σε τέσσερις πινακίδες των αρχείων της Πύλου, του διοικητικού κέντρου του μυκηναϊκού βασιλείου της περιοχής.

Continue reading

τα σώματά μας, κουφάρια ή ζωντανά κορμιά; ‘σώμα’ και ‘πρόσφατος’ στην Ιλιάδα

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα.

Σήμερα, θα επιχειρήσω να δείξω ότι τα σώματά μας είναι και κουφάρια και ζωντανά κορμιά, θα καταπιαστούμε δηλαδή με τη μελέτη της αρχαιότερης σημασίας δύο λέξεων που θα τις χαρακτήριζα ‘μυστήριο’: τις λέξεις ‘σώμα’ και ‘πρόσφατος’ και μη  σας παραξενεύει η επιλογή αυτή:  υπάρχει μια πολύ στενή σημασιολογική συνάφεια μεταξύ αυτών των δύο λέξεων, όσο κι αν σας φαίνεται περίεργο. Η μελέτη αυτών των λέξεων, και άλλων πολλών που θα ακολουθήσει, επιβεβαιώνει τη θέση μου ότι όλες οι (αρχαιο)ελληνικές λέξεις είναι ή ποιμενικής ή πολεμικής προέλευσης – μιας και ο ποιμένας ήταν και πολεμιστής, όπως εξηγήσαμε στον ποιμενικο τρόπο παραγωγής και σκέψης (βλ. ομώνυμη κατηγορία).  Αυτό σημαίνει ότι οι πρόγονοί μας για πολλές χιλιάδες χρόνια ήταν ποιμένες – και η Ιλιάδα, η μυθολογία, η θρησκεία και η αρχαιολογία  μας το επιβεβαιώνουν με τον καλύτερο τρόπο.

Οι αρχαιότερες μαρτυρίες των λέξων σώμα και πρόσφατος εντοπίζονται στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Τη πρώτη από αυτές τη διαβάζουμε πέντε (5) φορές στην Ιλιάδα (Η 79 = Χ 342  Γ 23  Σ 161  Ψ 169)  και 3 στην Οδύσσεια ( λ 53  μ 67  ω 187). Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η λέξη σώμα δηλώνει το  ‘το κουφάρι’ και όταν πρόκειται μόνο για τον άνθρωπο,  ‘το λείψανο, το πτώμα, τον νεκρό, το νεκρό κορμί, τη σορό’. Η σημασία αυτή διατηρήθηκε μέχρι και τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες. Διαβάζουμε, λ.χ., στην Καινή Διαθήκη, στον Μαρκο ότι Ιωσήφ . . . εισήλθε προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού. Μαρτυρίες αυτής της σημασίας θα βρούμε και στον Ησίοδο, τον Σιμωνίδη, τον Πίνδαρο, τον Σοφοκλή, τον Ηρόδοτο, τον Διόδωρο Σικελιώτη. Παράλληλα όμως, από την εποχή της σύνθεσης των Έργων και Ημερών, γύρω στο 650-600 π.Χ., και του Θέογνι, του Πινδάρου, του Αισχύλου και του Ηροδότου, η λέξη εκτός από κουφάρι και πτώμα αρχίζει να δηλώνει και το ζωντανό κορμί. Και εύλογα αναρωτιέται κανείς: πως είναι δυνατόν μια λέξη που δηλώνει ‘το κουφάρι, το λείψανο, το πτώμα’ να αρχίσει να δηλώνει το ζωντανό κορμί; Πως να εξηγήσουμε αυτήν τη σημασιολογική εξέλιξη; Και γιατί σταδιακά χάθηκε η πρώτη σημασία και επιβίωσε μόνο η δευτερογενής;

Continue reading

γυναικοκαβγάς: λεία και απόλαυση

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα.

Σήμερα, θα καταπιαστούμε με την άποψη ότι η έρις μεταξύ του Αγαμέμνονα και του Αχιλλέα ήταν ένας γυναικοκαβγάς, άποψη που υποστηρίζει ο Δ. Μαρωνίτης στο άρθρο του ‘η παθολογία του ιλιαδικού πολέμου’ (the books’ journal, τ. 4, σ. 33-35) και με τις  λέξεις λεία και απόλαυση. Θα δείξουμε όχι μόνο ότι δεν ήταν γυναικοκαβγάς αλλά και τι σημαίνει αυτή η άποψη, δηλαδή τι αποκρύβει και τι αποσιωπεί. Για να το κάνουμε όμως αυτό θα πρέπει πρώτα να μελετήσουμε τις λέξεις λεία και απόλαυσις διότι οι γυναίκες για τις οποίες καβγάδισαν ο ισχυρός Αγαμέμνων και ο λιγότερο ισχυρός, υποτελής Κύριος, ο Αχιλλέας, δεν ήταν δημόσιοι υπάλληλοι ούτε φοιτήτριες αλλά αιχμάλωτες τις οποίες άρπαξε ο Αχιλλέας από τα χωριά τους, σκοτώνοντας όλους τους άνδρες, αρπάζοντας  κάθε κινητό, άψυχο και έμψυχο, καίγοντας τα χωριά.

Τη λέξη λεία τη διαβάζουμε για πρώτη φορά στην Ιλιάδα (πέντε φορές, Ι 138 = Ι 280  Λ 676   Μ 7  Σ 327)  με τη μορφή (ιωνικής διαλέκτου) ληΐς, ληΐδος.  Στην αττική διάλεκτο η λέξη έχει τη μορφή λαΐα. Στην Ιλιάδα διαβάζουμε και το επίθετο ληϊάς, στον Υ 193: ληΐδας δέ γυναίκας, ελεύθερον ήμαρ απούρας [μιλάει ο Αχιλλέας]: { Στη Λυρνησσό . . . , το κάστρο επήρα /}  και τις γυναίκες σκλάβες έσυρα, πιά λεύτερη μέρα να μη χαρούν. (μτφ. Κ. Καζαντζάκης – Ι. Κακριδής).  Πιθανότατα, η λέξη να είναι και το δεύτερο συνθετικό στη λέξη αγελείη, ‘αυτή η οποία οδηγεί τη λεία’, επίθετο της Αθηνάς ( Ε 765  Ζ 269 = Ζ 279  Λ 728  Ο 213) αλλά και ώς όνομα της ίδιας της Αθηνάς (Αγελείη, Δ 128) (Λέω πιθανότατα διότι ενδέχεται το -λείη να μην προέρχεται από τη λεία αλλά από τη λάξ λαός και να σημαίνβει αυτή  που οδηγεί τον λαόν, τον στρατό). Στον Κ 460 διαβάζουμε το επίθετο ληΐτις που αποδίδεται στην Αθηνά και σημαίνει ό,τι και το αγελείη. Από την ίδια ρίζα προέρχεται το ρήμα ληΐζομαι ( Σ 28: κι οι σκλάβες, που ο Αχιλλέας και ο Πάτροκλος είχαν κουρσέψει ληΐσσατο), όπως και το ρηματικό επίθετο ληϊστός (Ι 406, 408 [λεϊστή}). Και ο δωρικός και ο ιωνικός τύπος προέρχονται από τη μορφή λαFία, όπου το F ήταν ένα ημίφωνο που σιγήθηκε κατά τους Σκοτεινούς χρόνους (1100-700 π. Χ.) και το οποίο άλλοτε προφερόταν ως φωνήεν κι άλλοτε ως σύμφωνο, ανάλογα με το περιβάλλον). Η λέξη δηλώνει το αποτέλεσμα της αρπαγής, τα λάφυρα, αρχικά τα έμψυχα (ζώα και άνθρωποι) και αργότερα γενικά τα λάφυρα, την ίδια την αρπαγή. (Για τα άψυχα λάφυρα, υπάρχει η λέξη κτήματα. ). Το ότι δήλωνε πρωταρχικά την έμψυχη λεία φαίνεται και στο ρήμα λεηλατώ (λεία και ελαύνω), πρώτη φορά στον Αίαντα του Σοφοκλέους, που γράφτηκε μεταξύ 460-454 π.Χ. Υπάρχει και μια άλλη λέξη, το λήϊον, επί λέξει ‘αυτό που έχει αρπαχτεί’, το οποίο δηλώνει το καλλιεργημένο χωράφι (Β 147 Λ 559  Ψ 599). Πέντε φορές διαβάζουμε και το όνομα του αρχηγού των Βοιωτών Λήϊτος. Στην Οδύσσεια διαβάζουμε και τις λέξεις ληιστής, ληιστήρ και  ληίστωρ.

Η αρχαιότερη μαρτυρία της λέξης απόλαυσις εντοπίζεται στον Επιτάφιο του Περικλή, στον Θουκυδίδη (Β 38), όπου η συσχέτισή της με τη λεία είναι φανερή: Κι ακόμα μας έρχονται, έτσι μεγάλη που είναι η πόλη μας, από την πάσα γη τα πάντα, και φτάνουμε τα αγαθά που γίνονται εδώ  να μην τα χαιρόμαστε καθόλου σαν πιο δικά μας (μηδέν οικειοτέραι τηι απολαύσει) απ’ ό,τι και των άλλων ανθρώπωνα δικά. Το ρήμα απολαύω το διαβάζουμε πρώτη φορά στον Ηρόδοτο (6.86). Το δεύτερο συνθετικό -λαύω προέρχεται από ρίζα λαF-, από την οποία παράγεται και η λέξη λεία. Αυτή η ετυμολογική συγγένεια μας ωθεί να αναρωτηθούμε ποια σχέση μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στη λεία και την απόλαυση. Τι σημαίνει η ρίζα λαF-;  Εάν σημαίνει τη χαρά, την ηδονή, μήπως η λέξη λεία δηλώνει την ηδονή της αρπαγής, την αρπαγή ως την κατ΄εξοχήν ηδονή του ήρωα;

Continue reading

η γένεση του άρθρου

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα.

Κάποτε η (αρχαία) ελληνική γλώσσα δεν διέθετε άρθρο. Είμαστε απολύτως βέβαιοι γι’  αυτό. Στα  κρατικά αρχεία της μυκηναϊκής Πύλου (1200 π.Χ.) και τα προγενέστερα της  Κνωσού  δεν θα εντοπίσουμε ούτε ένα άρθρο. Και κάποτε απόκτησε άρθρο. Οι πρώτες μαρτυρίες εμφάνισης και επικράτησής του ανάγονται στην αρχαϊκή εποχή (700-500 π.Χ.) και συγκεκριμένα στην Ιλιάδα. Οι διαπιστώσεις αυτές μας παρακινούν να θέσουμε κάποια ερωτήματα. Γιατί κάποτε η ελληνική γλώσσα δεν είχε άρθρο και   ‘μια μέρα’ απόκτησε; Τι είναι το άρθρο; Ποιο είναι το μέλλον του; Υπάρχει το ενδεχόμενο να εξαφανιστεί όπως εξαφανίστηκε η δοτική, το απαρέμφατο, ο δυικός άριθμός, πολλές καταλήξεις κι άλλα γραμματικά (φωνητικά, φωνολογικά, μορφολογικά, σημασιολογικά, συντακτικά) φαινόμενα;

Γιατί εξαφανίστηκε (και εμφανίστηκε!) η δοτική; Πως προέκυψε και πως εξαφανίστηκε το απαρέμφατο; Ο δυϊκός αριθμός εξαφανίστηκε την εποχή που εμφανίζεται το άρθρο. Γιατί; Σε όλα αυτά, και σε πολλά άλλα ερωτήματα θα επιχειρήσουμε να διατυπώσουμε κάποιες απαντήσεις με το σημερινό μας σημείωμα και με αυτά που θα ακολουθήσουν στο προσεχές, απώτερο και απώτατο μέλλον.

Continue reading