in Τσαντιλιάδα

Τσαντιλιάδας Α

Την τσαντίλα του Αχιλλέα, αφέντες  μου, όπως θέλετε εσείς, θ’ αφηγηθώ.

Την καριόλα! Αυτή έκανε τους Αχαιούς ένα μάτσο χάλια,

αυτή ξαπόστειλε στον Κάτω Κόσμο παλληκάρια πολλά

που δε μασάγανε και τα κορμιά τους τα φάγαν τα σκυλιά

5 και τα κοράκια· αυτό που ήθελε το πέτυχε ο αφέντης μας, ο Δίας.

Όλα θα τα πω, από την ώρα που ήρθαν στα χέρια και αρπαχτήκαν

ο γιος του Ατρέα, ο αρχινταβάς, και το τσαμπούκι ο Αχιλλεύς.

Ποιος από τους θεούς αρχίνισε πρώτος τη φαγωμάρα;

Ο Απόλλωνας! Αυτός τσαντίστηκε πολύ με τον αρχηγό μας,

10 άσχημα μας στρίμωξε, πήγε να μας λιανίσει

γιατί τον Χρύση πρόσβαλε, το κολλητό τσιράκι.

Ο Χρύσης λοιπόν ένα πρωί φτάνει στο λημέρι

χρυσάφι φέρνοντας πολύ τη κόρη του να πάρει,

βαστώντας μες τα χέρια του σημάδια του ικέτη·

15 χρυσό μπαστούνι κράταγε, όλους παρακαλούσε,

μα πιο πολύ τους αρχηγούς, τα τέκνα του Ατρέα:

“Αφεντικά των Αχαιών κι όλοι εσείς με τις γερές αρβύλες,

μακάρι οι θεοί που μένουνε στο πιο ψηλό το κάστρο

να δώσουνε να κάνετε λαμπόγυαλα τη πόλη του Πριάμου·

20 τη κόρη μου τη Χρύσα δώστε μου κι εκείνον σεβαστείτε

γιατί έχει όπλα ανώτερα και πάντα πετυχαίνει.”

Όλοι σχεδόν οι Αχαιοί συμφώνησαν και είπαν

να σεβαστούν τον γέροντα, να πάρουν το χρυσάφι·

όμως αυτό δεν άρεσε πολύ σ’ αυτόν π’ αποφασίζει·

25 άσχημα του την έπεσε, βαριά τον κατσαδιάζει:

“Κοπάνα την, παλιόγερε, χάσου από μπροστά μου,

μη σε πετύχω πουθενά τριγύρω απ’ τα καράβια·

τα μπιχλιμπίδια που κρατάς στ’ αρχίδια μου τα γράφω·

δε σου τη δίνω τη κόρη σου, σπίτι μου θα γεράσει,

30 απ’ το χωριό της μακριά, πέρα εκεί στο Άργος,

πότε μπροστά στον αργαλειό και ποτέ στο κρεβάτι.

Κοπάνα την, παλιόγερε, και μη μου σπας τ’ αρχίδια.”


Χέστηκε από το φόβο ο γέροντας και ζάρωσε, που λέτε,

το βούλωσε και τράβηξε γιαλό γιαλό να φύγει·

35 κι αφού πολύ ξεμάκρυνε ο φίλος μας ο γέρος

της μαυρομάλλας της Λητούς το γιο παρακαλούσε:

“Άκου με, Απόλλωνα, αλάνθαστε τοξότη,

της Χρύσης και της Τένεδου άξιε κυβερνήτη·

πότε εγώ δε φρόντισα τη στέγη του ναού σου;

40 πότε εγώ δε σου ‘σφαξα βόδια και κατσίκια;

Να καθαρίσεις για τη πάρτη μου σειρά σου είναι τώρα·

τα δάκρυά μου να πληρώσουνε με τα δικά σου βέλη.”

Αυτά ζητούσε ο γέροντας και άκουγε ο Απόλλων.

Κατέβηκε απ’ τον Όλυμπο πολύ ζοχαδιασμένος·

45 τα τόξα στον ώμο κρέμονταν, γεμάτη η φαρέτρα·

είχε πάρει ανάποδες, τους έπιασε τρομάρα,

γοργά καθώς ορμούσε, σα νύχτα μες τη νύχτα.

Μετά, στρογγυλοκάθισε γύρω απ’ τα καράβια·

τα βέλη, που λέτε, σφύριζαν το ένα πάνω στ’ άλλο·

50 στους μούλους πρώτα έριχνε, στα γρήγορα σκυλιά,

στους ίδιους έριχνε μετά τα μυτερά του βέλη

και δεν προλάβαιναν οι ήρωες να καίνε τους νεκρούς τους.

Εννιά ήμερες έπεφταν τα βέλη σα χαλάζι,

τη δέκατη όμως ο Αχιλλεύς το στράτευμα μαζεύει·

55 μονάχος δε το σκέφτηκε, η Ήρα του το σφυρίζει·

να βλέπει να τα τινάζουνε δεν άντεχε καθόλου.

Μόλις αυτοί μαζεύτηκαν και γίνανε πολλοί,

ο τσίφτης ο Αχιλλεύς σηκώθηκε κι άνοιξε το στόμα:

“Αγάμεμνον, μου φαίνεται, στα σπίτια μας θα πάμε,

60 άμα τη βγάλουμε καθαρή, μ’ αδειανά τα χέρια·

η πείνα μας αρρώστησε, μας σφάζουν σα τις κότες.

Ξέρεις τι λέω να κάνουμε; σε μέντιουμ να πάμε

ή σε κάνα γέροντα απ’ ονείρατα που ξέρει·

Ίσως μας πει γιατί τσαντίστηκε τόσο πολύ ο Απόλλων·

65 μήπως γιατί τον γράψαμε, στο πούτσο μας, στ’ αρχίδια;

τι λέτε, πρόβατα άμα του σφάξουμε, όμορφα κατσίκια,

θα μας αφήσει ήσυχους, λέτε να κάνει πίσω;”

Έτσι, που λέτε, μίλησε και κάθισε στο χώμα.

Ο Κάλχας μετά σηκώθηκε, μέντιουμ γαμάτο·

70 όλα τα ήξερε αυτός, το σήμερα, το αύριο, το χτες.

Αυτός οδήγησε στο Ίλιο τα γρήγορα καράβια

γιατί τ’ αύριο γνώριζε, δώρο του Φοίβου ήταν.

Είπε και πάλι το σωστό, μίλησε μυαλωμένα:

“Γιε του Πηλέα εσύ, του Δία κολλητάρι,

75 τη τσαντίλα του Απόλλωνα ρωτάς να σου ξηγήσω·

θα σου το πω, αγόρι μου, μα σκέψου εσύ κι ορκίσου

πως τώρα για τη πάρτη μου εσύ θα καθαρίσεις·

αλήθειες πολλές θα πω και κάποιος θα θυμώσει,

κάποιος που έχει δύναμη και όλοι τον φοβούνται·

80 δε χαμπαριάζει ο βασιλιάς, ποιος θα του την πέσει;

Κι αν καταπιεί την προσβολή, μόκο κι αν το κάνει,

καλά φυλάει το θυμό στα βάθη της ψυχής του·

κι άμα δε πάρει εκδίκηση, δε λέει να ησυχάσει.”

Κι απάντησε ο γρήγορος στα πόδια Αχιλλεύς:

85 “Δε θα μασήσεις, φίλε μου, και πες μας ό,τι ξέρεις.

Στον Φοίβο εγώ ορκίζομαι, στο κολλητό σου, Κάλχα,

σ’ αυτόν που εσύ προσεύχεσαι, σ’ αυτόν που σου μιλάει:

όσο θα έχω ανοιχτά τα μάτια μου, ρε Κάλχα,

δε θα τολμήσει άνθρωπος ποτέ να σ’ ακουμπήσει·

90 ας τ’ ακούσει αυτό κι ο ίδιος ο Αγαμέμνων

που λέει πως είναι ανώτερος απ’ όλους εδώ πέρα.”

Ξεψάρωσε λοιπόν το μέντιουμ, που ήταν πολύ αστέρι:

“Δε πήρε ανάποδες, παιδιά, γιατί τον έχουμε γραμμένο·

σα πατσσαβούρα πέταξε το γέρο ο μεγάλος· είναι να μην αρπάξει;

95 ούτε την κόρη έδωσε ούτε τα δώρα πήρε·

μπελάδες πολλούς μας έφερε κι άλλους τρανούς θα φέρει·˙

μας στρίμωξε για τα καλά και πίσω δε λέει να κάνει

στο γέρο άμα δε δώσουμε την όμορφη την κόρη,

γλέντι τρανό δεν κάνουμε στης Χρύσης τη πλατεία·

100 άμα τα κάνουμε αυτά, μπορεί ν’ αλλάζει γνώμη.”

Έτσι ο Κάλχας μίλησε και κάθισε στο χώμα·

ο ήρωας μετά σηκώθηκε, ο λήσταρχος Αγαμέμνων,

που δεν ετόλμαγε κανείς ποτέ ν’ αντιμιλήσει·

απ’ το κακό του, που λέτε, έτρεμε, φωτιές τα μάτια βγάζαν·

105 στον Κάλχα πρώτα μίλησε με μάτι αγριεμένο:

“Κάλχα, κουβέντα καλή δεν άκουσα απ’ το δικό σου στόμα·

όλο στραβά κι ανάποδα σ’ αρέσει να μου λες,

τίποτα καλό δεν έκανες κι ούτε μας έχεις πει.

Τι μαλακίες τσαμπουνάς, μπροστά σε τόσο κόσμο,

110 πως τάχα γι’ αυτό μας στρίμωξε αυτός εκεί ο τοξότης·

τάχατις εγώ δε δέχτηκα τα λύτρα της κοπέλας!

Αλήθεια, πολύ θα γούσταρα αυτήν να τη σπιτώσω·

αυτήν γουστάρω πιο πολύ απ’ το ταίρι μου, ρε μάγκες·

έχει κορμάκι τρυφερό, όμορφη φατσούλα,

115 έχει μυαλό πολύ, είναι και χρυσοχέρα.

Μ’ αν πρέπει έτσι να γενεί, εγώ τη δίνω πίσω.

Πως να τη σκαπουλάρουμε, αυτό είναι το θέμα·

άλλο μουνάκι θα δώσετε εγώ για να γαμάω·

δε γίνεται μονάχα εγώ να είμαι ο μαλάκας!

120 έχετε γκαβά και βλέπετε, πάει αλλού η μουνίτσα.”

Σ’ αυτόν μετά απάντησε ο τσίφτης ο Αχιλλέας:

“Μεγάλε, όλοι εδώ το ξέρουνε, είσαι μεγάλη αρπάχτρα!

πως να σου δώσουνε, ρε συ, άλλη μουνίτσα να γαμάς;

λάφυρα αμοίραστα που είδες και δε το ξέρω;

125 αυτά που πήραμε απ’ τα χωριά τα έχουμε μοιράσει·

πίσω να τα μαζέψουμε ξανά, δεν έχει ξαναγίνει·

την κοπελίτσα άσε συ ελεύθερη να φύγει

κι άμα εμείς πατήσουμε τη Τροία τη μεγάλη,

το πιο τρανό μερίδιο εσύ θα το πάρεις πάλι.”

130 Και του απάντησε μετά ο αρχηγός ο μέγας:

“Κόψε κάτι, μάγκα μου, ας είσαι και παλληκάρι·

να με τουμπάρεις δε μπορείς, άραξε, δε σε παίρνει·

πως γίνεται, μάγκα μου, εσύ να έχεις τη δικιά σου

κι εγώ να κάθομαι με το πουλί στο χέρι;

135 Άλλο μουνάκι να γαμώ οι Αχαιοί θα δώσουν,

του γούστου μου, σαν τ’ άλλο ωραίο να ‘ναι.

Κι αν δε μου δώσουν, μάγκα μου, ο ίδιος θα τ’ αρπάξω·

δικό σου ή του αλλουνού, το παίρνω και την κάνω·

κι όποιος και να ‘ναι αυτός, ανάποδες θα πάρει.

140 Αυτά λέω να τ’ αφήσουμε γι’ αργότερα, ρε μάγκες·

λοιπόν, ελάτε, ας τραβήξουμε στη θάλασσα καράβι

και μούτσους ας διαλέξουμε, ας βάλουμε κατσίκια,

την κόρη ν’ ανεβάσουμε που ‘χει στενό μουνάκι·

ένας θα είναι ο αρχηγός, κουμάντο ένας θα κάνει:

145 ο Ιδομενέας ή ο Αίαντας ή και ο Οδυσσέας·

ή και συ, καμάρι μου, ο πιο τσαμπουκάς απ’ όλους,

εσύ για τον Απόλλωνα τα ζα θα πας να σφάξεις.”

Τότε πήρε ανάποδες ο Αχιλλεύς, που λέτε:

“Βρομολινάτσα, μασκαρά, παλιόπουστα, χαμούρη,

150 ποιος Αχαιός στα λόγια σου μπορεί να δώσει βάση,

και πως να ‘ρθεί  κατόπι σου σκληρά να πολεμήσει;

Οι Τρώες δεν μου έφταιξαν κι ήρθα εδώ πέρα,

κακό ποτέ δε μου ‘καναν να ‘ρθω να πολεμήσω·

ούτε φοράδες μ’ άρπαξαν ούτε και τα γελάδια,

155 ούτε στη Φθία ήρθανε τα στάρια να μου κάψουν·

η φουρτουνιασμένη η θάλασσα, η άγρια, μας χωρίζει,

πολλά θεόρατα βουνά, με δάση σκεπασμένα.

Για σένα ήρθαμε εδώ, παλιόπουστα, και για τον αδερφό σου,

να χαίρεστε εσείς, σκατόφατσα, με την αχορτασιά σας.

160 Αλλά εσύ στ’ αρχίδια σου όλα αυτά τα γράφεις!

Με απειλείς και λες πως θα ‘ρθεις να τη πάρεις!

εγώ ίδρωσα πολύ εδώ για να τη φέρω, άσε που είναι δώρο.

Κάθε φορά που οι Αχαιοί πατάνε χωριό των Τρώων,

εγώ από τα λάφυρα, καλά, κακά, ψίχουλα πάντα παίρνω·

165 εγώ κουράζομαι πιο πολύ απ’ όλους εδώ πέρα,

μα κι όταν θα έρθει η στιγμή η μοιρασιά να γίνει,

εσύ τα παίρνεις τα πολλά κι εμένα με ρίχνεις πάντα·

και στα καράβια έρχομαι μετά να ξαποστάσω.

Τέρμα τα δίφραγκα, τα μάζεψα και φεύγω για τη Φθία!

170 είναι πολύ καλύτερα στο σπίτι μου ν’ αράξω

παρά να κάθομαι εδώ και να σου τ’ ακουμπάω.”

Και του απάντησε μετά ο νταβατζής ο μέγας:

“Άει και γαμήσου, μουνόπανο, φύγε ρε, κωλοπαίδι!

δε θα σε παρακαλέσω εγώ να μείνεις εδώ πέρα·

175 έχω κι άλλους εγώ, αυτοί θα μου τα φέρνουν.

Πιο μεγάλο τσόγλανο δεν έχω δει ποτές μου·

μον τσαμπουκάδες και μαγκιές, αυτό έχεις στο μυαλό σου·

κι αν έχεις μπράτσα δυνατά είναι από γεννησιμιού σου·

άντε, τράβα για το χωριό, βλαχαδερό, πάρε τους κολλητούς σου,

180 στ’ αρχίδια μου κι αν θύμωσες, δεκάρα εγώ δε δίνω·

μου φαίνεται είπαμε πολλά, άκου και μένα τώρα:

όπως ο Απόλλωνας μου παίρνει τώρα το ζυγούρι,

θα τη στείλω πίσω εγώ με γρήγορο καράβι,

έτσι κι εγώ από σένανε το δίμετρο μουνί

185 ο ίδιος, μέσα απ’ τη σκηνή, θα έρθω να το πάρω,

να μάθεις ποιος είναι ανώτερος δω πέρα, βρε πουστράκι,

και όλοι οι άλλοι που θαρρούν πως όμοιοι και ίσοι είναι.”

Έτσι, που λέτε, μίλησε ο μέγας νταβατζής.

Μπερδεύτηκε, που λέτε, ο Αχιλεύς, σάλεψε, δεν ήξερε τι να κάνει·

190 τη σπάθα του τη κοφτερή γρήγορα να τραβήξει,

να κάνει ντου στους φουσκωτούς κι ύστερα να τον σφάξει

ή την ουρά στα σκέλια του να βάλει σαν το σκύλο;

Την ώρα που αυτά σκεφτότανε, τη σπάθα καθώς τραβούσε,

τι λέτε πως έγινε; Η Αθηνά μπροστά του!

195 Την έστειλε από τον ουρανό η Ήρα η ασπροχέρα,

τους γούσταρε και νοιάζονταν πολύ γι’ αυτούς τους δύο.

Από πίσω πήγε στάθηκε, απ’ τα μαλλιά τον πιάνει·

αυτός μόνο την έβλεπε, κανείς από τους άλλους.

Έπαθε ο Αχιλλεύς, πίσω του γυρνάει και τι να δει!

200 Η Αθηνά μπροστά του, ολόϊδια, τα μάτια του γουρλώσαν

και λόγια που δεν ακούγονταν της λέει τα παρακάτω:

“Τι μου ξανάρθες, Αθηνούλα μου, κόρη τ’ αφεντικού μου;

Τα πούστικα φερσίματα να δεις του κολλητού σας;

Ένα θα πω εγώ και δε το παίρνω πίσω:

205 άμα δε κόψει τις μαγκιές, κομμάτια θα τον κάνω.”

Κι η τρελαμένη η Αθηνά του μίλησε και του ΄πε:

“Απ’ τον ουρανό ήρθα, κόπανε, και κόψε τις μαλακίες·

η κυράτσα, η Ήρα, μ’ έστειλε, η πλούσια αφεντικίνα,

που σας γουστάρει και τους δυο και νοιάζεται πολύ·

210 κόψε τις μαλακίες, κωλόπαιδο, και μη βγάζεις μαχαίρι·

βρίστονε ,τον παλιόπουστα, και μη μασάς καθόλου·

ένα σου λέω μοναχά, κι όπως το λέω θα γίνει·

μια μέρα, γι’ αυτή τη προσβολή, πολλά λεφτά θα βγάλεις·

άραξε τώρα, ζάρωσε, και κάνε αυτό που λέμε.”

215 Την άκουσε, που λέτε, ο  Αχιλλεύς, κι έτσι της απαντάει:

“Έτσι θα κάνω, κυράτσα μου, τα λόγια σου θ’ ακούσω

κι ας βράζω από μέσα μου και μου ‘ρχεται να σκάσω·

άμα τ’ ακούς τ’ αφεντικά δε πας σα το σκυλί στ’ αμπέλι.”

Τη σπάθα δε την τράβηξε με το βαρύ του χέρι,

220 στη θήκη της την άφησε και ζάρωσε, ας έκανε κι αλλιώς·

και η Αθηνά μας τράβηξε στο κάστρο ψηλά να πάει,

στο σπίτι του αφέντη της, των θειών, των αδελφών της.

Κι ο Αχιλλεύς τσαμπουκαλεύτηκε ξανά με τον νταβά·

άνοιξε το βρομόστομα, που να του φύγει η τσαντίλα:

225 “Βρομόπουστα, σκατόφατσα, χέστη, κωλοτρυπίδα,

δεν έχεις κώλο, μουνόπανο, να πας να πολεμήσεις

και για καρτέρι μ’ αλλουνούς ούτε κοτάς να βγεις·

σαν να σε παν’ για εκτέλεση, μωρή παλιοντακότα.

Ε, βέβαια, πιο καλά με το ραχάτι σου δω πέρα ν’ αράζεις,

230 να μας τα παίρνεις, κερατά, άμα λάχει και στην πούμε·

κοσμάκη έφαγες πολύ, ρουφιάνε, βρωμολινάτσα,

μα αν δεν ήτανε αυτοί, το στόμα θα είχες θα είχες ράψει.

Άκου με τώρα τι θα πω κι όρκο μεγάλο παίρνω:

μα το μπαστούνι που κρατώ, αυτό, το ξεραμένο

235 που στα βουνά το κόψανε και δεν θα ξαναβλαστήσει

γιατί μαχαίρι κοφτερό τη φλούδα του έχει ξύσει

και τώρα στα χέρια το κρατούν oι γέροι οι δικαστάδες,

που προστατεύουνε το βιός του αφέντη μας του Δία·

να τι θα κάνω εγώ, ακούστε με, βρωμιάρες κωλοτρυπίδες:

240 θα με ζητήσετε αύριο, καριόλια από την Αχαΐα·

μα τότε εσύ δε θα μπορείς, όσο και να χτυπιέσαι,

τα παλληκάρια να βοηθάς, ο Έκτωρ θα σας ξεσκίσει

και σ’ αναμμένα κάρβουνα θα κάθεσαι, σκατοκαριόλη,

γιατί στ’ αρχίδια σου έγραψες τον πιο μαγκίτη άντρα.”

245 Έτσι, που λέτε, μίλησε, στο σκήπτρο δίνει μια,

στα χώματα το πέταξε και κάθισε μετά.

Κι ο γιος του Ατρέα απέναντι έτρεμε από τα νεύρα.

Η παρλαπίπα τότε σηκώθηκε, ο Νέστορας, ο πάρλας των Πυλίων,

μέλι μοναχά δεν έτρεχε απ’ το γλυκό του στόμα·

250 δυο γενιές υπόδουλων τις έζησε ο ίδιος·

πριν απ’ αυτόν γεννήθηκαν κι ανδρώθηκαν στην Πύλο·

στην τρίτη τώρα πια κάνει αυτός κουμάντο.

Για το δικό τους το καλό αρχίνισε να λέει:

“Αμάν, αμάν, μανούλα μου, μεγάλο κακό μας βρήκε!

255 Πόσο πολύ θα χαίρονταν οι Τρώες και τα παιδιά τους!

Μεγάλη χαρά θα είχανε, αν μάθαιναν, που λέτε,

πως πλακωθήκανε οι δυο, οι πιο γεροί εδώ μέσα,

πρώτοι από τους πρώτους στο μυαλό και στο μαχαίρι πρώτοι.

Είστε πολύ νεώτεροι, ακούστε  με τι λέω.

260 Κάποτε εγώ στα νιάτα μου είχα γερή παρέα,

νταήδες μ’ αρχίδια μπρούτζινα, ποτέ δε μ’ αψηφούσαν.

Νταήδες σαν κι αυτούς δεν πέρασαν ακόμα.

Ποιον απ’ αυτούς να θυμηθώ; Τον Δρύαντα τον μπράβο

ή τον Πολύφημο, που ‘ταν νονός μεγάλος,

265 ή τον Θησέα, βέβαια, τον νταβατζή τον μέγα;

Οι πιο δυνατοί ήταν αυτοί απ’ τους ανθρώπους όλους

Ήταν, που λέτε, ζόρικοι, με ζόρικους πολεμούσαν·

με τους αντάρτες στα βουνά, τους έκαναν κομμάτια.

Μ’ αυτούς εγώ ήμουν κολλητός, σαν ήρθα από την Πύλο,

270 όταν αυτοί με κάλεσαν απ’ τη δική τους χώρα·

μονάχος πολεμούσα εγώ, δε μάσαγα, που λέτε,

κι ήταν αυτοί ανίκητοι μες τους ανθρώπους όλους·

όλοι με συμβουλεύονταν και άκουγαν τα λόγια τα δικά μου·

έτσι και σεις να κάνετε, αυτό που εγώ σας λέω:

275 εσύ, μεγάλε αρχηγέ, μην παίρνεις την κοπέλα,

γιατί σ’ αυτόν την έδωσαν δώρο τα παλληκάρια·

και συ, τσαμπούκι Αχιλλεύ, χαμήλωσε τον τόνο της φωνής σου,

δεν είστε ίσοι και όμοιοι, αφού καλά το ξέρεις

σκήπτρο στα χέρια του κρατά, ο θεός το έχει δώσει.

280 Κι αν έχεις μπράτσα δυνατά, είναι από γεννησιμιού σου·

αυτός είναι ανώτερος, έχει πολλούς μαζί του.

Γιε του Ατρέα, πιο ήρεμα, φέρσου σαν ηγέτης·

τον Αχιλλέα εγώ παρακαλώ, ας κάνει ένα βήμα πίσω·

για πάρτη μας καθάρισε στις δύσκολες τις μέρες.

285 Σ’ αυτόν απάντησε μετά ο μέγας αρχηγός:

“Καλά τα λες, παππούλη μου, έτσι όπως πρέπει·

κι αν αυτός ο τσαμπουκάς θέλει πρώτος να ‘ναι,

κι αν θέλει αφέντης να γενεί, όλους να κουμαντάρει,

δεν δέχομαι εγώ αυτός όλους να διατάζει·

290 κι αν απ’ τη μάνα του είναι αυτός μέγας μαχαιροβγάλτης,

έχει το δικαίωμα εμένανε ρόμπα να με κάνει;”

Το λόγο πήρε απότομα ο τσίφτης ο Αχιλλέας:

“Χέστη θα με λέγανε, στη ζούλα πως τη βγάζω,

άμα σε κάθε ζήτημα μπροστά σου θα κάνω πίσω·

295 αλλού αυτά, μη μου τα λες σε μένα·

δεν έχω καμιά διάθεση να κάνω αυτά που·θέλεις.

Άκουσε τώρα τι θα πω και βάλτο στο μυαλό σου·

δεν πρόκειται για γκόμενα να πλακωθώ στο ξύλο·

ούτε με σένανε ούτε και με άλλον· τη δώσατε, την πήρατε·

300 απ’ όλα τα υπόλοιπα που έχω στα καράβια,

άμα δε θέλω εγώ, τίποτα δε θα πάρεις·

κι άμα σε παίρνει, έλα ρε, κι αυτοί εδώ να μάθουν,

να δεις τι χρώμα έχουνε τ’ άντερα, βρε πούστη.”

Έτσι, που λέτε, αυτοί οι δυο πιαστήκανε στα χέρια

305 κι αφού μπινελίκια ρίξανε πολλά, τα μάζεψαν και φύγαν.

Ο Αχιλλέας και ο Πάτροκλος, παρέα με τους δικούς τους,

για τα τσαντήρια τράβηξαν, για τ’ όμορφα τα πλοία.

Ο αρχηγός διέταξε στη θάλασσα να ρίξουνε καράβι,

είκοσι μούτσους διάλεξε να κάνουνε κουπί,

310 κατσίκια ανέβασε πολλά, μαζί και την τριζάτη,

κι όρισε για αρχηγό τη γάτα τον Οδυσσέα.

Ανέβηκαν και σάλπαραν στης θάλασσας τους δρόμους·

κι ο αρχηγός διέταξε όλοι τους να πλυθούνε·

κι αυτοί αφού πλυθήκανε και ρίξανε στη θάλασσα τη βρόμα,

315 για τον Απόλλωνα εκάνανε πλούσιες θυσίες,

βόδια, κατσίκια σφάζανε πάνω στο ακρογιάλι

κι η τσίκνα έφτανε ψηλά παρέα με την κάπνα.

Αυτά, που λέτε, έκαμναν όλοι αυτοί εκεί κάτω·

μα ο νταβάς ούτε την κόντρα ξέχασε ούτε και τη φοβέρα·

320 τον Ταλθύβιο διέταξε, μαζί και τον Ευρυβάτη,

που ήταν κλητήρες ξακουστοί κι υπάκουα τσιράκια:

“Για πάτε, μάγκες, στη σκηνή του πίπα του Αχιλλέα

και φέρτε με το μαλακό την όμορφη πιτσιρίκα·

κι αν δε τη δώσει μοναχός, μ’ άλλους θα την επάρω·

325 την έβαψε το μουνόπανο, το σφάλμα αυτό αν κάνει.”

Αυτά είπε και τους έστειλε και πλάκα δε σηκώνει·

με το στανιό τραβήξανε γιαλό γιαλό να πάνε

στων Μυρμιδόνων τις σκηνές, τα όμορφα καράβια.

Έξω από την σκηνή τον πέτυχαν, δίπλα στο καράβι,

330 κι ούτε που χάρηκε ο Αχιλλεύς μόλις τους πήρε μάτι.

Μπροστά στο βασιλιά φοβήθηκαν και ντράπηκαν, που λέτε,

κουβέντα δεν του είπανε ούτε και τον ρωτούνε·

μα αυτός καλά κατάλαβε τι είχαν στο μυαλό τους·

“γεια σας”, τους είπε, “μάγκες μου, τσιράκια του αφέντη·

335 ελάτε, μη κωλώνετε, δε φταίτε σεις, ρε μάγκες,

αυτός σας έστειλε να πάρετε τη πιτσιρίκα που ‘χω.

Πάτροκλε, φέρ’ το ρε κολλητέ, το όμορφο το μουνάκι,

δώσ’ το  να το πάρουνε και μάρτυρες θα είναι

και σε θεούς μπροστά, μπροστά και σε ανθρώπους,

340 και στον τρανό μπροστά που είναι σκληρός σα πέτρα:

άμα ποτέ με χρειαστούν τον πούτσο μου ·θα πάρουν!

Τα ‘παιξε ο παλιόπουστας, το ‘χασε το μυαλό του,

γραμμή δεν πήρε τι έγινε, ούτε και τι θα γίνει·

να δούμε πως θα τη βγάλουνε αύριο καθαρή.”

345 Κι ο Πάτροκλος τσακίστηκε να κάνει ό,τι του είπαν

κι απ’ το τσαντίρι έβγαλε την όμορφη πιτσιρίκα·

μπροστά οι δυο τους πήγαιναν, δίπλα στα καράβια,

θέλοντας και μη κι η κοπελιά τους πήρε από πίσω·

δάκρυσε, που λέτε, ο Αχιλλεύς και μόνος αποτραβιέται,

350 στο ακρογιάλι κάθισε, στη θάλασσα μακριά κοιτώντας·

τη μάνα του θυμήθηκε, τα χέρια του σηκώνει:

“μάνα μου, μανίτσα μου, χρόνια πολλά δε ζάω,

ας μου ‘κανε τουλάχιστον ο Δίας το χατήρι·

σα σκουπίδι μ’ έχουνε, γλυκιά μου μανουλίτσα·

355 με ντρόπιασε, μανούλα μου, ο αρχηγός μας πάλι·

το δώρο που μου δώσανε ήρθε και μου το πήρε.”

Κορόμηλο τα δάκρυα, τον άκουσε η μαμά του,

στου γέρου της ήταν αραχτή, στον πάτο της θαλάσσης·

σα φάντασμα πετάχτηκε απ’ της θάλασσας τα βάθη,

360 κοντά του πήγε κάθισε, έκλαιγε ακόμα,

το χέρι του του χάιδεψε, λόγια γλυκά του λέει:

“κλαις, γιόκα μου, τι σε πονάει στα στήθια;

πες το στη μανούλα σου ο πόνος να σου φύγει.”

Κι αναστενάζοντας βαριά της λέει ο κανακάρης:

365 “τα ξέρεις, βρε μανούλα μου, πάλι θα στα λέω;

Στη Θήβα πήγαμε, μαμά, στη ξακουσμένη πόλη,

όλα τα σηκώσαμε, τη κάναμε ισιάδα

και τα μοιράσαμε σωστά όλα αναμεταξύ μας·

απ’ τις παρθένες τη πιο μικρή στον αρχηγό τη δίνουν·

370 κι ήρθε ο Χρύσης ένα πρωί, του Απόλλωνα τσιράκι,

στο απόμερο λημέρι μας τη κόρη του να πάρει·

χρυσάφι έφερνε πολύ, δώρα πολλά ακόμα,

βαστώντας μες τα χέρια του σημάδια του ικέτη·

χρυσό μπαστούνι κράταγε, όλους παρακαλούσε,

375 μα πιο πολύ τους αρχηγούς θερμά παρακαλούσε.

Κι όλοι μας δεχτήκαμε, όλοι μας συμφωνούμε,

τον Χρύση να μην προσβάλλουμε, και ο χρυσός να μείνει·

μα η ψυχή του αρχηγού δε λέει να μαλακώσει!

τι μπινελίκια έριξε, τι χριστοπαναγίες!

380 τα μάζεψε ο γέρος κι έφυγε,  έσφιξε τη καρδιά του,

κι το θεό ικέτευε σκληρά να τους χτυπήσει·

κι αυτός θανατικό βαρύ στέλνει στα παλληκάρια,

που σαν τις μύγες πέθαιναν ο ένας μετά τον άλλον,

και βέλη έριχνε παντού σε όλο το λημέρι·

385 τι έφταιγε, τι στράβωσε,ο μάντις μας το είπε.

Με τον Απόλλωνα, είπα εγώ, μακάρι να τα βρούμε·

μα θύμωσε ο μπάσταρδος, του Ατρέα ο γιος, ο χέστης

κι αυτό που είπε το ‘κανε, μ’ άφησε μπουκάλα·

τη πιτσιρίκα τώρα αυτοί στο σπίτι της τη πάνε,

390 μ’ ένα καράβι γρήγορο, δώρα φορτωμένο·

και ήρθανε και πήρανε, τώρα, πριν από λίγο,

αυτήν που οι Αχαιοί σε μένανε δώρο την είχαν δώσει.

Αλλά εσύ, μανούλα μου, μονάχο μη μ’ αφήνεις!

πήγαινε και παρακάλα τον, τον Δία, τον αφέντη,

395 ποτέ σου δεν τον τσάντισες, θαρρώ πως θα σ’ ακούσει.

Πολλές φορές σε άκουγα να μολογάς στο σπίτι

πως μόνο εσύ απ’ τους θεούς τον βοήθησες μια μέρα,

από χαμό τον έσωσες το Δία τον αφέντη

όταν οι άλλοι οι θεοί πήγαν να τον δέσουν,

400 η Αθηνά, η Ήρα μας κι ο γέρος ο Ποσειδώνας·

εσύ κοντά του έτρεξες, εσύ τα δεσμά του λύνεις,

ένα νταβά πήγες και φώναξες εκεί ψηλά στο κάστρο,

που άλλοι φωνάζουν Άγριο και άλλοι Νονό τον λένε,

-αυτός κι απ’ τον πατέρα του πολύ πιο ζόρικος είναι-

405 και κάθισε καμαρωτός δίπλα στον αφέντη·

που να τον δέσουν οι θεοί, χεστήκαν απ’ το φόβο!

Γονάτισε στα πόδια του κι αυτά να του θυμίσεις·

ας πάει με τον Απόλλωνα, μαμά, τους Τρώες ας βοηθήσει

να μας στριμώξουν αχαμνά, κεφάλι να μη σηκώσουν,

410 εκεί να τα τινάξουνε, στης θάλασσας την άκρη,

κι ας καμαρώσουνε μετά τον μέγα αρχηγό τους

κι αυτός το σφάλμα του να δει έτσι που μ’ αδικάει!

Βουρκώσαν τα μάτια της μαμάς, με πόνο του απαντάει:

“Σπλάχνο μου, παιδάκι μου, γιατί να σε γεννούσα;

415 μακάρι δίχως βάσανα, μακάρι δίχως πόνο,

στο πλοίο να καθόσουνα, μιας και γρήγορα θα πεθάνεις!

νέος θα πας, ταλαίπωρος, πιο δυστυχής απ’ όλους·

το ήξερα, παιδάκι μου, την ώρα που σε γεννούσα.

Εγώ για το χατίρι σου θα πάω ψηλά στο κάστρο,

420 στο Δία θα μιλήσω εγώ, μπορεί και να μ’ ακούσει.

Άραξε στο καλύβι σου, ρίχνε γαμοσταυρίδια,

μη πολεμάς, κορόιδο να μη σε πιάνουν.

Λείπει ο αφέντης, γιόκα μου, τον κάλεσαν σε γεύμα,

όλοι μαζί του πήγανε, θ’ αργήσει να γυρίσει.

425 Θα λείψει μέρες δώδεκα μέρες, μόλις όμως γυρίσει,

θα πάω στο παλάτι του, με τις χρυσές τις πόρτες,

στα πόδια του θα πέσω εγώ, ελπίζω να μ’ ακούσει.”

Αυτά είπανε και έφυγε, κι έμεινε μονάχος·

όλο τσαντίλα ήτανε, έβραζε απ’ το κακό του,

430 που το μουνάκι πήρανε, τον πιάσανε μαλάκα.

Κι ο Οδυσσεύς κόντευε να φτάσει στο χωριό.

Και στο λιμάνι το βαθύ μέσα μόλις μπήκαν,

ένα ένα τα πανιά κατέβασαν στα σβέλτα,

τα ξάρτια τα χαλάρωσαν, κατάρτι κατεβάζουν,

435 με τα κουπιά το φέρνουνε στ’ απάγκιο για ν’ αράξει.

Τις άγκυρες πετάξανε, το δέσαν απ’ τη πρύμνη·

και βγήκαν όλοι στο γιαλό της θάλασσας, που λέτε,

έβγαλαν τα γιδοπρόβατα για να τα θυσιάσουν,

έβγαλαν και την αιχμάλωτη απ’ το μεγάλο πλοίο.

440 Ο πούτανος ο Οδυσσεύς την παίρνει και τη φέρνει

στον πατερούλη της μπροστά και του την παραδίνει.

“Χρύση”, του λέει ο Οδυσσεύς, “με στέλνει ο αρχηγός μας,

την κόρη να σου φέρουμε και όμορφα κατσίκια,

θυσία για τον Απόλλωνα, ίσως και μετανιώσει·

445 πίκρες πολλές μας πότισε, μας στρίμωξε στ’ αλήθεια”

Έτσι, που λέτε, μίλησε, στα χέρια του τη δίνει

κι αυτός αγκάλιασε σφιχτά τη κόρη τη καλή·

τα ζώα μετά μαζέψανε για να τα θυσιάσουν,

τα σταύρωσαν αφού έπλυναν τα χέρια τους καλά.

450 Γι’ αυτούς ο Χρύσης, ύστερα, σηκώνοντας τα χέρια,

“άκου με”, λέει, “Απόλλωνα, άρχοντα της Χρύσης

της Κίλλας και της Τένεδου, άξιε κυβερνήτη·

θερμά σε παρακάλεσα, μου ‘κανες το χατίρι.

Τους Αχαιούς τους θέρισες, χέστηκαν απ’ το φόβο·

455 ένα ακόμα σου ζητώ, κι αυτό να μου το κάνεις:

σταμάτα με τα βέλη σου τους ήρωες να στέλνεις.”

Αυτά που λέτε, ζήτησε, κι ο Απόλλων τον ακούει.

Τα παρακάλια αφού τελείωσαν, τα ζώα αυτοί σταυρώνουν,

απ’ το κεφάλι τα ‘πιασαν, τα σφάζουν και τα γδέρνουν,

460 τα μπούτια τα πίσω έκοψαν, με πέτσα τα σκεπάζουν

να μην καούν απ’ την πυρά και κρέας βάζουν πάνω·

στα κάρβουνα ο γέρος τα ‘βαλε, κρασάκι επάνω χύνει

κι από κοντά οι νεώτεροι κρατούσανε τις σχάρες.

Αφού τα μπούτια ψήθηκαν κι έφαγαν τα σπλάχνα,

465 μικρά κομμάτια έκοψαν, τα πέρασαν στις σούβλες,

με όρεξη τα ψήσανε, απ’ τη φωτιά τα παίρνουν.

Το ψήσιμο τελείωσαν, έστρωσαν το τραπέζι

και ο καθένας έτρωγε αυτό που του αναλογούσε.

Κι αφού καλά ντερλίκωσαν και ήπιαν του σκασμού,

470 από κανάτες νεαροί γέμιζαν τα ποτήρια,

τα μοίρασαν κι αρχίνισαν ξεφάντωμα μεγάλο·

ολημερίς τραγούδαγαν και χόρευαν οι μάγκες,

να καλοπιάσουν το θεό, τραγούδια έλεγαν γι’ αυτόν·

και χαίρονταν αυτός με τα καμώματά τους.

475 Ο ήλιος μόλις έπεσε και το σκοτάδι ήρθε,

την έπεσαν να κοιμηθούν κάτω απ’ το καράβι·

αφού έσκασε μύτη το πρωί η κόκκινη Αυγούλα,

σηκώθηκαν να φύγουνε για το λημέρι πάλι·

και ο θεός τους έστελνε πρίμο τ’ αεράκι·

480 κατάρτι πρώτα σήκωσαν, άπλωσαν τα πανιά,

το πιο μεγάλο από αυτά φούσκωσε πρώτα πρώτα,

κι άρχισε το κύμα να χτυπά τα πλαϊνά του πλοίου

που έτρεχε γοργά γοργά στης θάλασσας τους δρόμους.

Κι όταν έφτασαν με το καλό πίσω στο λημέρι,

485 έξω αφού τραβήξανε το μαύρο το καράβι,

τάκους μεγάλους βάλανε, στηρίγματα να έχει,

κι ύστερα σκορπίσανε για τα καλύβια όλοι.

Κι αυτός εκεί μες τη σκηνή έβραζε απ’ το θυμό του,

ο γιος του Πηλέα, ντε, ο δυνατός, ο γρήγορος Αχιλλέας·

490 ούτε στις συνεδριάσεις πήγαινε, που ξεχωρίζουν οι άνδρες,

μα ούτε και στις μάχες· μαράζωνε η καρδούλα του

ξάπλα όλη μέρα, αν και το ‘θελε πολύ να πάει να πολεμήσει.

Πέρασαν μέρες έντεκα, ξημέρωσε άλλη μια,,

και να τος ο Ζευς στον Όλυμπο, πίσω κι οι άλλοι αφέντες·

495 ούτε η Θέτις ξέχασε του γιου της το χατίρι·

πετάχτηκε απ’ τη θάλασσα, μέσα από το κύμα,

στον Όλυμπο ανέβηκε, εκεί ψηλά στο κάστρο.

Πολύ μακριά και μόνος του καθότανε ο φοβερός ο αφέντης,

στη πιο ψηλή απ’ τις ψηλές βουνοκορφή τ’ Ολύμπου·

500 μπροστά του πήγε κι έκατσε, το γόνατο αγγίζει,

τα γένια με τ’ αριστερό, κάτω απ’ το σαγόνι,

παρακαλώντας μίλησε στο βασιλιά το Δία:

“Δία μου, αφέντη μου, πάντα κοντά σου ήμουν,

τώρα μπορείς εμένανε εσύ να με βοηθήσεις·

505 τον γιόκα μου μη τον ξεχνάς, λίγες του μένουν μέρες·

θα το ‘μαθες τι έγινε, τον έριξε ο τρανός·

τον ντρόπιασε, του άρπαξε το δώρο του, μονάχος του το πήρε.

Σοφέ αφέντη μου, εσύ, μπορείς να τον γλυκάνεις·

κάνε τους Τρώες δυνατούς, όσο θα χρειαστεί,

510 τον γιο μου να ζητήσουνε, στα πόδια του να πέσουν.”

Αυτά ζητούσε η μαμά κι ο Δίας δε μιλούσε,

είχε το στόμα του κλειστό κι αυτή αγωνιούσε·

και πάλι στα πόδια έπεσε, σφιχτά του τ’ αγκαλιάζει:

“Ντόμπρα μίλα, αφέντη μου, για ναι, για όχι·

515 κανέναν δε φοβάσαι εσύ, μον θέλω εγώ να ξέρω

πόσο απ’ όλους τους θεούς εμένα λογαριάζεις.”

Αρπάχτηκε, που λέτε, ο Ζευς κι έτσι της απαντάει:

“Χαμός θα γίνει, κούκλα μου, η Ήρα θα μου την πέσει

και πάλι με τα λόγια της τ’ αρχίδια θα μου πρήξει.

520 Αυτή μου τη πέφτει μοναχά απ’ όλους τους θεούς

πως τάχα εγώ στον πόλεμο είμαι με τους Τρώες.

Κοπάνα την, κοπέλα μου, χαμπάρι να μη σε πάρει·

θα το φροντίσω το θέμα εγώ, όπως τα θες θα γίνουν·

κι άμα κουνήσω την κεφαλή, θα δεις, αλήθεια λέω,

525 είναι σημάδι φοβερό εδώ ψηλά στο κάστρο·

δε παίρνω το λόγο πίσω εγώ τη κίνηση αν κάνω,

θα γίνει οπωσδήποτε, μπούρδες εγώ δε λέω.”

Μίλησε και κούνησε ο Δίας το κεφάλι

και τα μαλλιά κυμάτισαν, τα μακριά, του Δία·

530 κι ο Όλυμπος κουνήθηκε, σα να ‘γινε σεισμός.

Αυτά αποφασίσανε και χώρισαν αμέσως·

εκείνη μ’ ένα πήδημα στη θάλασσα ευρέθη·

προς το παλάτι πήγε αυτός κι όλοι οι θεοί αμέσως

τσακίστηκαν να σηκωθούν απ’ τα καθίσματά τους.

535 Μπροστά του ποιος δεν κώλωνε να μείνει καθιστός;

Όλοι σηκώθηκαν ευθύς, στο θρόνο αυτός αράζει·

η Ήρα, η αφεντικίνα μας, γραμμή τα πήρε όλα

πως με το Δία μίλησε η κόρη του Ποσειδώνα

κι αμέσως επετάχτηκε, λόγια φαρμακερά του λέει:

540 “Με ποιόν απ’ τους θεούς, σουπιά, τα λέγατε μονάχοι;

Πολύ σ’ αρέσει εσένανε μόνος ν’ αποφασίζεις,

να μας γυρνάς την πλάτη·  ποτέ σου όμως, Δία μου,

δεν ένιωσες να μοιραστείς τις σκέψεις σου μαζί μου.”

Κι απάντησε μετά ο Ζευς, ο μέγας νταβατζής:

545 “Ήρα μου, κουκλάρα μου, σαχλές ελπίδες έχεις·

λίγα θα ξέρεις, ψώλα μου, κι ας σ’ έχω και γυναίκα·

αυτά που πρέπει μοναχά, και πρώτη εσύ απ’ όλους,

κι από ανθρώπους και θεούς εσύ θα τα μαθαίνεις·

με ποιόν εγώ απ’ τους θεούς γουστάρω να μιλήσω,

550 δεν είναι ανάγκη να ρωτάς και μη μου σπας τ’ αρχίδια.”

Η Ήρα μίλησε μετά, με το χαζό το βλέμμα:

“Δία μου, αντρούλη μου, τι είναι αυτά που λες;

πότε εγώ σε ρώτησα, πότε να μάθω γύρεψα;

αυτά που θέλεις σκέψου τα, ποιος θα σ’ ενοχλήσει;

555 Μα μέσα μου φοβήθηκα μήπως σε παρασύρουν

τα παραμύθια αυτηνής, της μάνας του Αχιλλέα·

κοντά σου ήρθε χαράματα και σου ‘πιασε τα πόδια,

και συ της υποσχέθηκες το γιο της να τιμήσεις·

κοντά στα καράβια βάλθηκες πολλούς να ξεπαστρέψεις.”

560 Και της απάντησε μετά ο πανίσχυρος ο Δίας:

“Τρελή, όλο νομίζεις και όλα εσύ τα ξέρεις·

δε θα μπορέσεις τίποτα μονάχη σου να κάνεις

κι αυτό θα ‘ναι το όφελος, να βγεις απ’ την καρδιά μου.

Κι αν, όπως τα λες, εγίνανε, έτσι μ’ αρέσει εμένα·

565 άραξε, μουνόπανο, κι άκου με τι λέω·

δε θα μπορέσουν όλοι αυτοί εσένα να σε σώσουν,

όταν θα τρως τις φάπες σου, καριόλα, πατσαβούρα.”

Χέστηκε, που λέτε, πάνω της η χαζοβιόλα η Ήρα·

ζάρωσε, το βούλωσε, έσφιξε την καρδιά της.

570 Κακοκεφιά έπεσε πολύ στου Δία το παλάτι·

σηκώθηκε τότε ο Ήφαιστος, η πρώτη μαστοράντζα

τη μάνα του λυπήθηκε, να την ευχαριστήσει:

“Δεν είναι πράματα αυτά, δεν ντρέπεστε λιγάκι,

για τα τσιράκια σας εσείς μαλλιά κουβάρια να ‘στε!

575 Τη μάσα και το πιόμα, το πιο ωραίο πράμα,

απ’ τη μύτη μας το βγάλαμε γι’ άλλη μια φορά.

Στη μάνα μου λέω εγώ, το ξέρει και μονάχη,

μην του τα χώνεις, άστονε, θ’ αρχίσει να τα σπάζει

και το τραπέζι μας ξανά κομμάτια θα το κάνει.

580 Κι εμάς απ’ τα καθίσματα, άμα του τη βιδώσει,

θα μας πετάξει  μακριά μ’ όλη τη δύναμή του·

καλόπιαστον, μανούλα μου, πες του γλυκά λογάκια

θα ηρεμήσει ο γέρος μας, πολύ θα μαλακώσει.”

Αυτά είπε και πλησίασε ο Ήφαιστος τη μάνα·

585 της δίνει κούπα όμορφη και λέει τα παρακάτω:

“Υπομονή μανούλα μου, κι ας είσαι πικραμένη·

να σου τις βρέχει πάλι αυτός, να βλέπω δεν τ’ αντέχω·

να σε βοηθήσω δε μπορώ όσο και να το θέλω·

είναι μεγάλος αρχηγός, ποιος να του πάει κόντρα;

590 Μια φορά σηκώθηκα κι εγώ να σε βοηθήσω,

απ’ το ποδάρι μ’ έπιασε, μου δίνει μια, που λέτε,

όλη τη μέρα έπεφτα, μέχρι που να βραδιάσει·

στη Λήμνο πήγα κι έσκασα, για λίγο θα ζούσα ακόμα,

αν δεν με μάζευαν, που λες, οι άνθρωποι εκεί κάτω.”

595 Έσκασε χαμόγελο μ’ αυτά η Ήρα η γκλαμουράτη

και πήρε απ’ το χέρι του την κούπα όλο γέλιο·

κι αυτός τους αφεντάδες του, απ’ τα δεξιά έναν έναν,

γλυκό κρασί με όπιο κερνούσε με την κανάτα·

κι όλοι οι θεοί μαζί χτυπιόνταν απ’ τα γέλια,

600 τον Ήφαιστο ως έβλεπαν τα πόδια του να σέρνει.

Όλη τη μέρα έτρωγαν μέχρι που να βραδιάσει

κι ο καθένας τσίμπαγε ό,τι τον ευχαριστούσε·

είχαν και μια κιθάρα εκεί, την έπαιζε ο Απόλλων,

ήταν και τραγουδίστριες, που είχαν φωνή καμπάνα.

605 Το φως του ήλιου χάθηκε, πλάκωσε το σκοτάδι,

και πήγανε να κοιμηθούν στο σπίτια τους οι αφέντες,

στα σπίτια που τα έφτιαξε ο μάστορας, ο πρώτος,

ο μπρατσαράς ο Ήφαιστος, στον κόσμο ξακουσμένος·

και μόλις άρχισε ο Ζεύς τις ντάγκλες του να κάνει,

610 πήγε στο κρεβάτι του για ύπνο να την πέσει·

κοντά του πήγε κ’ έπεσε η Ήρα η αφέντρα.

Σχολιάστε ελεύθερα!