in Νεολιθική Γλωσσολογία

Γραμμική Γραφή Α’: μελέτη των πινακίδων ΗΤ 114 και ΗΤ 88 (1)

 

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

Σήμερα θα ασχοληθούμε με δυο πινακίδες της κρητικής εικονογραφικής γραφής, τις βλέπουμε στα αριστερά μας – πρόκειται για τις πινακίδες P. 101c και  P 103d και, αύριο, με  δυο πινακίδες της Γραμμικής Γραφής Α’, τις ΗΤ 114 και ΗΤ 88.

Οι πινακίδες της εικονογραφικής γραφής προέρχονται από  ένα χώρο της δυτικής πτέρυγας του ‘ανακτόρου’ της Κνωσού που είναι γνωστός ως Hieroglyphic Deposit (Αποθέτης των Ιερογλυφικών). Η εικονογραφική γραφή εμφανίζεται τη εποχή που οικοδομούνται αυτά τα μεγάλα συγκροτήματα κτιρίων τα οποία αποκαλούμε ‘ανάκτορα’ αλλά ο χαρακτηρισμός είναι λίαν ατυχής διότι, όπως θα δούμε, δεν είναι ανάκτορα κάποιου βασιλιά, τον οποίο ονομάσαμε μάλιστα και Μίνωα. Τα κτίρια αυτά άρχισαν να κτίζονται μετά το 1900-1850 π. Χ. αλλά δεν χτίστηκαν μονομιάς: για δυο αιώνες, μέχρι το 1650,συνεχώς γίνονταν μετατροπές και διαρκώς προστίθενταν νέοι χώροι. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ μα ποτέ ότι η οικοδόμηση των κτιρίων και η εμφάνιση της γραφής είναι άρρηκτα συνδεδεμένα: το ερώτημα ‘για ποιο λόγο χρησιμοποίησαν τη  γραφή’ σχετίζεται άμεσα με το ερώτημα: τι ήταν αυτά τα κτίρια, γιατί τα έχτισαν, ποια ήταν η λειτουργία τους;

Παραθέτω τις πινακίδες της εικονογραφικής γραφής διότι χωρίς αυτές δεν μπορούμε να κατανοήσουμε ( όχι να διαβάσουμε) τις πινακίδες της Γραμμικής Γραφής Α’, οι οποίες  βρέθηκαν κι αυτές μέσα σε ‘ανάκτορο΄, στην  Αγία Τριάδα, κοντά στη Φαιστό, στη νότια Κρήτη, όπου και εκεί είχε εμφανιστεί μια εικονογραφική γραφή η οποία είναι διαφορετική από αυτήν της Κνωσού – ο δίσκος της Φαιστού και ο πέλεκυς του Αρκαλοχωρίου είναι οι μόνες μαρτυρίες αυτής της γραφής.  Θα μελετήσουμε λοιπόν αυτές τις δυο πινακίδες ως εξής: μας δίνουν κάποιες απαντήσεις στα ερωτήματα της λειτουργίας των κτιρίων, της γραφής και της στενής σχέσης αυτών των δυο αλληλένδετων φαινομένων;

Η πρώτη πινακίδα, η P. 101c,  διαβάζεται από τα δεξιά προς τα αριστερά. (Οι φωτογραφίες μεγεθύνονται εάν κάνετε ένα ή δυο κλίκ). Τι βλέπουμε; Βλέπουμε ένα μεγάλο πιθάρι το οποίο έχει μέσα σιτάρι ή κριθάρι. Το ίδιο πιθάρι το βλέπουμε και στην άλλη πινακίδα, την P. 103d, η οποία διαβάζεται από τα αριστερά στα δεξιά. Φαίνεται πως δεν είχε επικρατήσει ένα σύστημα γραφής από τα αριστερά προς τα δεξιά ή το αντίθετο,  ότι οι γραφείς ήταν ελεύθεροι να καταγράψουν τις πληροφορίες που ήθελαν. Αυτή η ελευθερία θεωρώ ότι είναι μια επιπλέον ένδειξη της ελευθερίας που επικρατούσε την περίοδο εκείνη, την μεσομινωική, από το 1850 μέχρι το 1650 (εννοείται πάντα π.Χ.).

Αριστερά του πιθαριού της P. 101c βλέπουμε μια μικρή ευθεία γραμμή και εφτά τελείες. Η ευθεία γραμμή είναι ο αριθμός εκατό και κάθε τελεία είναι  το δέκα. Το 1 δηλώνεται με μια μικρή κάθετη γραμμή. Είμαστε απολύτως βέβαιοι ότι και στα τρία γραφικά συστήματα (εικονογραφική, Γραμμική Α’ και Β’) επικρατεί το δεκαδικό σύστημα. Έχουμε λοιπόν 170 πιθάρια σιταριού ή κριθαριού, ας υπόθέσουμε σιταριού. Οι γραφείς γνώριζαν για ποιο προιόν πρόκειται και δεν υπήρχε λόγος να το δηλώσουν – στις πινακίδες της Γραμμικής Α, όπως θα δούμε, καταγράφεται και σιτάρι και κριθάρι.

Μετά τους αριθμούς ακολουθεί κάτι σαν σταυρός, κάτι σαν χι. Τι είναι αυτό το σημάδι; Το παραβλέπουμε προς το παρόν. Ακολουθεί ένα βέλος και ο αριθμός 160. Η πινακίδα καταγράφει 170 πιθάρια σιταριού και 160 βέλη. Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα, μια δυσκολία που έχει κάποια σχέση με το σταυρό, με το χι μεταξύ των πιθαριών και των βελών.

Για ποιο λόγο καταγράφονται τα πιθάρια του σιταριού και τα βέλη; Ανήκουν σε κάποιον; Κάπου είναι αποθηκευμένα; Κάποιος πρέπει να τα δώσει; Σε κάποιον πρέπει να δοθούν; Εάν κάποιος πρέπει να τα δώσει, είναι φόρος σε είδος ή προσφορά; Πορος προσφέρει σε ποιον; Γιατί; Πως καθορίζεται η προσφορά;

Τα κρατικά αρχεία της Πύλου (Γραμμική Β’)  και των άλλων μυκηναϊκών διοικητικών κέντρων, πέραν πάσης αμφιβολίας, μας λένε ότι τα προϊόντα που καταγράφονται είναι άλλοτε αυτά που πρέπει να δώσουν ως φόρο σε είδος άτομα ή κοινότητες άλλοτε αυτά που βρίσκονται στο ανάκτορο άλλοτε αυτά που έχουν παραχθεί κι άλλοτε αυτά που πρέπει να χορηγηθούν σε ομάδες, σε ιερά ή και σε μεμονωμένα πρόσωπα. Στην περίπτωση όμως της εικονογραφικής και της Γραμμικής Α΄κάτι τέτοιο δεν είναι σαφές.

Ας δούμε τώρα την πινακίδα P 103d. Και αυτή η πινακίδα καταγράφει μια ποσότητα σιταριού. Πάνω αριστερά από το πιθάρι, πάνω από τον διπλό πέλεκυ, υπάρχει ένας ρόμβος. Είναι ο αριθμός χίλια. Δεξιά του ρόμβου βλέπουμε έξι γραμμές, είναι ο αριθμος 600. Πιο κάτω, τέσσερις τελείες, ο αριθμός 40. Έχουμε λοιπόν 1640 πιθάρια σιταριού. Εάν είναι αυτά τα τεράστια πιθάρια που βλέπουμε στο Μουσείο Ηρακλείου, τότε η ποσότητα του σιταριού είναι πολύ μεγάλη.

Τι είναι αυτός ο διπλός πέλεκυς στα αριστερά του πιθαριού; Δεν γνωρίζουμε. Πιο αριστερά, βλέπουμε και πάλι το χι, που είδαμε και στην P 101c. Τι είναι αυτό το σχέδιο; Δεν γνωρίζουμε. Μεταξύ του πιθαριού και των αριθμών υπάρχει μια τεθλασμένη γραμμή. Τι είναι; Δεν γνωρίζουμε. Είναι βέβαιο ότι κάτι δηλώνουν. Τι όμως; Ό,τι και να δηλώνουν είναι βέβαιο ότι είναι ιδεογράμματα. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι πιθανόν ο διπλός πέλεκυς να δηλώνει το κτιριακό συγκρότημα ή κάποιο μέρος του, πιθανόν λατρευτικής φύσης. Ο σταυρός; Ο Ε. Grumach υποστήριξε (στον συλλογικό τόμο Minoica, Βερολίνο, 1958, σελ. 162-191) ) ότι πρόκειται για ένα ιδεόγραμμα-δείκτη (ideogramm-market). Εάν γνωρίζαμε τη σημασία του σταυρού, του διπλού πέλεκυ και της τεθλασμένης γραμμής θα είχαμε μια σαφέστατη εικόνα για την μεγάλη ποσότητα του σιταριού που καταγράφεται: ίσως τον τόπο στον οποίο βρίσκεται, ποιος την έδωσε, για ποιον προορίζεται.

Για να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα θα πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας στη λειτουργία των κτιρίων μέσα στα οποία βρέθηκαν οι πινακίδες και μέσα στα οποία αποθηκεύονταν τρόφιμα, πρώτες ύλες, κλπ. Μπορούμε να διατυπώσουμε δυο υποθέσεις. Τα κτίρια πιθανόν να ήταν το κέντρο ενός ισχυρού ηγεμόνα, ή μιας ισχυρής άρχουσας τάξης, να ήταν δηλαδή τόπος κατοικίας και διοικητικός μηχανισμός που επιτηρούσε τις αγροτικές κοινότητες, τις φορολογούσε, συγκέντρωνε τους φόρους σε είδος οι οποίοι στη συνέχεια διανέμονταν μεταξύ των μελών της άρχουσας τάξης. Αυτό συνέβαινε στα μυκηναϊκά βασίλεια της Πελοποννήσου, στη Βοιωτία και στη Κνωσό όταν αυτή καταλήφθηκε από τους Μυκηναίους, γύρω στο 1500. Εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο, οι ποσότητες του σιταριού που βλέπουμε στις πινακίδες θα ήταν φόρος σε είδος που έχει καθοριστεί για να καταβληθεί, που έχει ήδη καταβληθεί ή χορηγείται σε κάποιο ή κάποια ισχυρά μέλη της άρχουσας τάξης που ήταν και ανώτατοι αξιωματούχοι του διοικητικού (κρατικού) μηχανισμού.

Η δεύτερη υπόθεση: το κτιριακό συγκρότημα να ήταν ένας κομβικός κοινόχρηστος χώρος ο οποίος προέκυψε από τη συνεργασία μεταξύ των κοινοτήτων μιας περιοχής. Παρόμοια κτιριακά συγκροτήματα υπήρχαν και στη Φαιστό, στην Αγία Τριάδα, στη Ζάκρο, στα Χανιά και αλλού.  Μπορούμε να εικάσουμε ποιας μορφής συνεργασίας θα μπορούσε να υπάρχει μεταξύ των κοινοτήτων: κατασκευή δρόμων και πλοίων, υπερπόντιες αποστολές για την εισαγωγή μετάλλων και άλλων πρώτων υλών, διακοινοτικά εργαστήρια επεξεργασίας μετάλλων. Πιθανόν τα κτίρια αυτά να ήταν στην αρχή εργαστήρια και αποθήκες, στα οποία προστέθηκαν και άλλα. Μας επιτρέπεται να εικάσουμε ότι οι τεχνίτες θα χρειάζονταν τροφή και εργαλεία. Επιπλέον, για να κτιστούν εργαστήρια και οι αποθήκες και τα ενδιαιτήματα των τεχνιτών χρειάζονταν πολλούς χτίστες, οι οποίοι προέρχονταν από τις κοινότητες της περιοχής. Μας επιτρέπεται να φανταστούμε ότι κάθε κοινότητα παρείχε και άνδρες και γυναίκες και τροφή και πρώτες ύλες για την οικοδόμηση των εργαστηρίων, μιας και από αυτά εφοδιάζονταν με τα εργαλεία που χρειάζονταν για την παραγωγή.

Τι από τα δύο άραγε να συνέβαινε; Εάν συνέβαινε το πρώτο, τότε θα πρέπει να υποθέσουμε ότι υπήρχε μια έντονη κοινωνική διαφοροποίηση, αποτέλεσμα της οποίας ήταν ο σχηματισμός μιας ισχυρής άρχουσας τάξης, η οποία έκτισε τα ανάκτορά της ως χώρο κατοικίας και  ως επιτηρητικό, διοικητικό, φορολογικό μηχανισμό. Έχουμε ενδείξεις για μια τέτοια έντονη κοινωνική διαφοροποίηση; Τα αρχαιολογικά ευρήματα δεν μας επιτρέπουν να καταλήξουμε σε αυτό το συμπέρασμα.

Επιπλέον, η μυθολογία μας παρακινεί να ταχθούμε υπέρ της δεύτερης υπόθεσης. Ο Δαίδαλος, ο ανεψιός του Τάλως και ο γιός του Ίκαρος είναι ονόματα προελληνικά. Η μυθολογία μας λέει ότι κατάγονταν από την Αθήνα, ότι σκότωσε τον ανεψιό του και κατέφυγε στον Μίνωα.  Η μυθολογία αυτή είναι μια πλήρη ανασκευή της Ιστορίας, όπως συνάγεται από τα αρχαιολογικά δεδομένα. Ο μυκηναϊκός πολιτισμός είναι το συνδυασμένο αποτέλεσμα της συνάντησης του ποιμενικής προέλευσης πολιτισμού των εισβολέων ελληνοφώνων τόσο με αυτόν του πολιτισμού των γηγενών κατοίκων των αγροτικών κοινοτήτων της ελλαδικής χερσονήσου όσο και με τον πολιτισμό της μεσομινωικής Κρήτης (1850-1650).

Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και τα πολλών ειδών τεχνουργήματα της μεσομινωικής περιόδου δεν μας επιτρέπουν να διατυπώσουμε την άποψη ότι η κοινωνική διαφοροποίηση ήταν έντονη. Θεωρώ ότι το συγκρότημα των κτιρίων δεν ήταν ανάκτορο, δεν ήταν το ενδιαίτημα και ο κρατικός (διοικητικός, επιτηρητικός, φορολογικός) μηχανισμός μιας άρχουσας τάξης, προσωποποίηση της οποίας ήταν ένας ισχυρός ηγεμόνας (ο βασιλιάς Μίνως) αλλά ήταν ένας ναός, με την οικονομική σημασία του όρου. Έχουμε δηλαδή να κάνουμε με μια οικονομία του Ναού: ο Ναός είναι το συλλογικό δημιούργημα των τοπικών κοινοτήτων, οι οποίες προσφέρουν οικειοθελώς ανθρώπους, δεξιότητες, πρώτες ύλες, εργαλεία και τροφή και παίρνουν ένα μέρος του παραγόμενου εκεί πλούτου.

Είμαστε βέβαιοι ότι οι συντονιστές των ποικίλων εργασιακών διαδικασιών μετεξελίχθηκαν σε ένα μόνιμο στρώμα γραφειοκρατών και αξιωματούχων και κατόπιν σε μια ισχυρή άρχουσα τάξη, η οποία προσωποποίηθηκε από ένα ισχυρό ηγεμόνα.  Η μακραίωνη αυτή διαδικασία ολοκληρώθηκε, όπως έχουμε ήδη υποστηρίξει σε προηγούμενα σημειώματα, στη Σουμερία και την Αίγυπτο, με τον λουγκάλ και τον φαραώ να βρίσκονται στην κορυφή της γραφειοκρατικής ιεραρχίας. Η συνεργασία και η προσφορά μετεξελίχθηκαν σε καταναγκασμό και φορολογία σε είδος, και ο Ναός σε μια πρώιμη μορφή κρατικού μηχανισού.

Το γεγονός ότι η γραφή στην μεσομινωνική Κρήτη εμφανίζεται την εποχή που κτίζονται τα πρώτα εργαστήρια και οι πρώτες αποθήκες (Ναός)  μας επιτρέπει να εικάσουμε ότι βρισκόμαστε στην αρχή αυτής της διαδικασίας. Ότι δηλαδή έχουμε να κάνουμε με οικονομία του Ναού. Κατά συνέπεια, τα δυσερμήνευτα ιδεογράμματα που βλέπουμε στις εξεταζόμενες πινακίδες (ο σταυρός, ο διπλός πέλεκυς, η τεθλασμένη γραμμή) θα πρέπει να αναπαριστάνουν όψεις της προσφοράς, της αποθήκευσης της προσφοράς και της χορήγησής της.

Θα συνεχίσω αύριο το πρωί με τη μελέτη των πινακίδων της Γραμμικής Γραφής Α.

Πάω να κόψω μια μεγάλη ξερή λεύκα που έρριξε ο άνεμος, ο σύμμαχος άνεμος.

 

 

 

 

 

 

 

Σχολιάστε ελεύθερα!

  1. Αν και μου λείψανε τα σχέδια των παιδιών, τελικά καλές είναι κι οι πινακίδες! 🙂
    Νάσαι καλά Αθανάσιε!

  2. … δεν πρόλαβα να χωνέψω το (1) βλέπω ότι έγραψες και (2) !
    ευχαριστίες θερμές γι αυτήν την προσοφορά.