in οι πρώτες μέρες της αγοράς/του εμπορεύματος και του χρήματος, Γραμματικοποίηση της Ιστορίας

incunabula drachmae: η ζωή εν τάφω

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

Εάν χώσουμε το χέρι μας μέσα στην άμμο, η ποσότητα που θα κρατήσει το χέρι μας, η χούφτα μας, θα είναι μία δραχμή άμμου. Αντί της άμμου, φανταστείτε σιτάρι ή φασόλια ή ένα πακέτο μακαρόνια ή είκοσι μολύβια. Η δραχμή δηλώνει  αυτό που μπορούμε να κρατήσουμε μέσα στην παλάμη μας, με τα δάχτυλα του ενός χεριού μας. Η αρχαιότερη μαρτυρία της λέξης εντοπίζεται στον Ηρόδοτο (7, 144)· προέρχεται από την ίδια ρίζα από την οποία προέρχεται  και το ρήμα δράσσομαι (δράττομαι < δρακ-jομαι), ρήμα που διαβάζουμε δυο φορές στην Ιλιάδα (Ν 393= Π 486): κόνιος δεδραγμένος αιματοέσσης: ο νεκρός πέφτει στο χώμα και το κρατάει, κατά την επιθανάτια αγωνία του,  μέσα στις χούφτες του (δεδραγμένος), το οποίο όμως ξερό χώμα (κόνιος), είναι γεμάτο αίμα, από το δικό του ασφαλώς.

 Η λέξη δραχμή είναι της αρκαδικής διαλέκτου· στην αιολική εμφανίζεται ως  δαρχμά,  ενώ στη δωρική της Κρήτης ως δαρκμά και δαρχνά. Προέρχεται από το *δρακ-σμά > δραχμά > δραχμή (πρβλ. αικ-σμά > αιχμά, αιχμή). Η λέξη δεν απαντάται στην Ιλιάδα αλλά εικάζουμε βάσιμα ότι υπήρχε την εποχή που θεωρείται ότι συντέθηκε (750-700), όπως θα δούμε στη συνέχεια.  Την εποχή αυτή, θα έπαψε να δηλώνει γενικά αυτό που μπορεί κανείς να κρατήσει στο χέρι του και άρχισε να δηλώνει μια συγκεκριμένη ποσότητα ενός συγκεκριμένου αριθμού αντικειμένων. Αργότερα, μετά από έναν αιώνα,  η δραχμή είναι ένα ασημένιο νόμισμα, βάρους 4,3 γραμμαρίων, το 1/100 της μνας, ισοδύναμο σχεδόν με το ρωμαϊκό δηνάριο.  Γνωρίζουμε ότι η ασημένια δραχμή υποδιαιρείται σε έξι χάλκινους οβολούς: ο Πλούταρχος (Λύσανδρος 17) γράφει: δραχμήν δέ τους έξ οβολούς · τοσούτων γάρ η χείρ περιεδράττετο. Ναι, αλλά με το χέρι μας δεν μπορούμε να κρατήσουμε μόνο έξι μικροσκοπικούς οβολούς (οβελούς)  αλλά πολύ περισσότερους. Επιπλέον, γιατί  ονομάστηκε δραχμή αυτό το μικρό ασημένιο νόμισμα;  Επίσης, γιατί ονομάσαμε αυτά τα χάλκινα μικροσκοπικά και ευτελή νομίσματα οβολούς, από τη στιγμή που η αρχική σημασία της λέξης οβολός είναι ‘μεγάλη σιδερένια σούβλα’;

Με τις απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα θα αποπειραθούμε να ανασυγκροτήσουμε, να ανασυστήσουμε τη σημασιολογική εξέλιξη της λέξης ‘δραχμή’ αλλά και να αφηγηθούμε τις πρώτες μέρες (incunabula, σπάργανα νηπίων, η βρεφική ηλικία, οι πρώτες μέρες) της δραχμής.

Στη ραψωδία Ι, ο Αγαμέμνων στέλνει τους Φοίνικα, Οδυσσέα και Αίαντα (Τελαμώνιο) στη καλύβα (κλισίη) του Αχιλλέα για να τον ικετεύσουν να επιστρέψει στο πεδίο της μάχης, με το αζημίωτο ασφαλώς. Ο Αχιλλεύς τους υποδέχεται με χαρά και ο Πάτροκλος, μαζί με τον Αυτομέδοντα,  ανάβει φωτιά για να ψήσει κρέας (γίδα, αρνί, αγριογούρουνο). Κόβει  το κρέας, 

 ‘κι αφού το λιάνισε, το πέρασε τρογύρα από τις σούβλες [οβελοίσιν]· / κι ο Πάτροκλος ο ισόθεος άναβε φωτιά μεγάλη ωστόσο./ Και σύντας η φωτιά κατάκατσε κι η φλόγα της μαράθη /στρώνει τη θράκα κι από πάνω της τις σούβλες [οβελούς] βάζει αράδα, / κι ανασηκώνοντας πασπάλισε θεϊκό στο κρέας  αλάτι'(Ι  210-14, μτφρ. Καζαντζάκη-Κακριδή). Η απόδοση του στίχου 214 είναι πολύ προβληματική, διότι αποσιωπάται μια πολύ σημαντική λέξη. Ο Πάτροκλος σήκωσε τις σούβλες από τη φωτιά, για να μη καεί, και πασπάλισε το κρέας με θεϊκό αλάτι, ναι, αλλά οι σούβλες, οι οβελοί, που στηρίζονταν; Το κείμενο μας λέει ότι ο Πάτροκλος σήκωσε τους οβελούς από τους κρατευτές: πάσσε δ’ αλός θείοιο κρατευτάων επαείρας. Τι ήταν αυτοί οι κρατευταί;

Οι κρατευταί ήταν ένα σιδερένιο σκεύος, σχήματος τόξου ή πλοίου, μήκους περίπου 1 -1,5 μέτρου, με δύο άκρες υπερυψωμένες από τη μια μεριά και δύο από την άλλη.  Κάθε κρατευτής λοιπόν έπαιρνε δύο οβελούς. Έστρωναν τα κάρβουνα και πάνω σε αυτά τοποθετούσαν τους κρατευτές και πάνω σε αυτούς τους οβελούς. Αυτά που μας αφηγείται η Ιλιάδα, τα έχει επιβεβαιώσει με τον καλύτερο τρόπο η αρχαιολογία. Διότι οι ήρωες πίστευαν ότι και στον άλλον κόσμο θα ψήνουν και θα τρώνε κρέας: σε πολλούς τάφους πολεμιστών μεταξύ των κτερισμάτων ξεχωρίζουν κρατευτές και οβελοί. 

Οι αρχαιότεροι κρατευτές και οβελοί έχουν βρεθεί στη Κύπρο και ήταν κατασκευασμένοι από χαλκό· θα πρέπει λοιπόν να εικάσουμε ότι εκεί κατασκευάστηκαν για πρώτη φορά, τουλάχιστον οι  κρατευτές.  Οι τρεις χάλκινοι οβελοί που βρέθηκαν στον Κίτιο  χρονολογούνται κατά τον 11ο π. Χ. αιώνα (Liverpool Annals of Archaeology and Anthropology 3, 1910 ). Την ίδια εποχή, αρχίζει η παραγωγή και σιδερένιων κρατευτών και οβελών: αυτοί που βρέθηκαν στη Λάπηθο χρονολογούνται από τον 11ο μέχρι και τον 9ο αιώνα (The Swedish Cyprus Expedition 1, τάφοι 409, 411, 417, 422). Στη Κρήτη, οι πρώτοι σιδερένιοι οβελοί βρέθηκαν στη Φορτέτσα, στους τάφους VI και XI ( Coldstream, Γεωμετρική Ελλάδα, σελ. 220, σημ. 22). 

Οι περισσότεροι όμως κρατευτές και οβελοί που έχουν βρεθεί χρονολογούνται κατά την ΥΓ ΙΙ (Υστερογεωμετρική, 770-700) εποχή. Προέρχονται από πέντε τάφους πολεμιστών. Δώδεκα οβελοί (σούβλες) και δυο κρατευτές βρέθηκαν στον περίφημο ‘τάφο της πανοπλίας’ στο Άργος (Πελοποννήσου), όπου είχε θαφτεί ένας πολύ ισχυρός πολεμιστής, όπως μας επιτρέπεται να συνάγουμε από τα πολλά και πολύτιμα κτερίσματα. (Έξι οβελοί βρέθηκαν και στον τάφο 1 του Άργους) Κρατευτές και οβελοί βρέθηκαν επίσης σε τάφο πολεμιστή στο Καβούσι της ανατολικής Κρήτης (J. Boardman, Κρητικά Χρονικά 23, 1971) και σε τρεις τάφους στην Κύπρο, στις θέσεις Παλαίπαφος(δεκαοχτώ)  Σαλαμίνα (δώδεκα) και Πατρίκι(δεκαοχτώ).  (Καραγιώργης Β. , BCH [Bulletin de Correspondance Hellenique] 87, 1963· του ίδιου, Salamis III, τάφος 79· του ίδιου, Report of the Department of Antiquities, Cyprus, 1971, τφ. 1 Πατρίκι)  Συνολικά βρέθηκαν δέκα κρατευτές και όλοι είχαν σχήμα πολεμικού πλοίου – μια λεπτομέρεια που μας λέει πολλά, αλλά δεν είναι του παρόντος.  Αυτό που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον είναι ότι οι οβελοί αφενός εμφανίζονται σε μεγάλους αριθμούς και αφετέρου παντού όπου έχουν βρεθεί ο αριθμός τους είναι πολλαπλάσιος του έξι (6). Εικάζουμε βάσιμα ότι ένας πολεμιστής μπορούσε να κρατήσει στο χέρι του έξι σιδερένιους οβελούς, έξι σιδερένιες σούβλες κι αυτό το σύνολο των οβελών ονομάζονταν δραχμή. Εάν λάβουμε δε υπόψη μας ότι το μήκος τους ήταν μέχρι 1,60 μ., ότι ήταν τετράγωνης ή ορθογώνιας διατομής, διαστάσεων 1,5Χ1,5 εκ. (για να μην γλιστράει το κρέας καθώς ψήνεται), μας επιτρέπεται να εικάσουμε ότι θα έμοιαζαν πολύ με τις σούβλες που χρησιμοποιούμε σήμερα όταν ψήνουμε τον οβελία το Πάσχα. Το βάρος κάθε οβελού θα κυμαίνονταν μεταξύ δύο και δυόμισι κιλά, κατά συνέπεια, ένας ρωμαλέος και στιβαρός πολεμιστής θα μπορούσε να σηκώσει και να μεταφέρει 6 οβελούς (12-15 κιλά), μία δραχμή δηλαδή.

Ο στίχος Ι 210 υπονοεί (αμφ’ οβελοίσιν έπειρε, διαπέρασε το κρέας με τους οβελούς) ότι οι  οβελοί ήταν αιχμηροί για να διαπερνούν το κρέας (πρόκειται για το σημερινό κοντοσούβλι) και προφανώς έμοιαζαν με μικρά ακόντια. Να σημειώσουμε ότι ο  Βάσος Καραγιώργης είχε θεωρήσει ότι οι οβελοί  της Πάφου και της Σαλαμίνας δεν ήταν σούβλες αλλά ήταν κυπριακά ακόντια (σιγύνναι), αργότερα όμως (BHC, 94, 1970) άλλαξε γνώμη. Εάν λάβουμε υπόψη μας ότι οι σούβλες βρέθηκαν σε τάφους πλούσιων και ισχυρών πολεμιστών, μεταξύ άλλων πολύτιμων κτερισμάτων, όλα σύμβολα της κοινωνικής τάξης και θέσης του νεκρού, και ότι ο σίδηρος εκείνη τη εποχή ήταν δυσεύρετος, άρα ένα πολύτιμο μέταλλο, μας επιτρέπεται να εικάσουμε ότι δεν ήταν μόνο σούβλα ψησίματος κρέατος αλλά κι ένα σύμβολο ισχύος και πλούτου, λόγω της αξίας τόσο του μετάλλου όσο και της τροφής. Θα πρέπει επίσης να υποστηρίξουμε ότι οι οβελοί μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως εκηβόλο ή αγχέμαχο όπλο, κι αυτό ήταν που οδήγησε τον Καραγιώργη να υποστηρίξει ότι οι σούβλες ήταν ακόντια.

Σούβλα, όπλο και σύμβολο πλούτου και ισχύος λοιπόν ήταν οι πρώτοι οβελοί. Ο αριθμός τους όμως, και η μεγαγενέστερη σημασιολογική εξέλιξη των όρων δραχμή και οβελός, κατά το 650-600, μας επιτρέπει να υποστηρίξουμε ότι οι σιδερένιες αυτές σούβλες χρησιμοποιούνταν και ως μέσο ανταλλαγής, ήταν δηλαδή μεταλλικό χρήμα, νόμισμα: έξι σιδερένιες σούβλες, οβελοί, ισοδυναμούσαν με μια δραχμή, με 12-15 κιλά σίδηρο. Εικάζουμε και πάλι ότι, εάν χρησιμοποιούνταν ως μέσο ανταλλαγής, θα έπρεπε το βάρος του κάθε οβολού, άρα και της δραχμής, να είχε σταθεροποιηθεί, να είχε δηλαδή ρυθμιστεί από κάποια αρχή. Ο Ηρόδοτος γράφει (6, 127) ότι ο Φείδων ‘ είχε επιβάλει στους Πελοποννήσιους τα μέτρα και τα σταθμά’  του Άργους και τα αρχαιολογικά ευρήματα μας βεβαιώνουν ότι επρόκειτο για το βάρος του αργείτικου οβελού. Φαίνεται πως την ίδια εποχή, οι έξι οβελοί, η μία δραχμή,  θα ισοδυναμούσαν με μια μικρή ποσότητα αργύρου, βάρους  4,3 γραμμαρίων (στην Αθήνα), πράγμα που σημαίνει ότι θα έπρεπε να είχε καθοριστεί και το ακριβές βάρος των οβελών. Έχουμε λοιπόν την εξής ισοτιμία: 12-15 κιλά σίδηρος (6 οβελοί, μία δραχμή) = 4,3 γρ. ασήμι. Πως όμως αντικαταστάθηκε η μία δραχμή των έξι οβελών με μία δραχμή λίγων γρ.  αργύρου. Υπάρχουν τρεις σοβαροί λόγοι.

Ο ένας είναι η αλλαγή του τρόπου διεξαγωγής του πολέμου. Εάν οι οβελοί, ως σούβλες ψησίματος κι ως όπλα, κατά περίσταση, ήταν χρήσιμοι σε υπρπόντιες και πολυήμερες επιδρομές και εκστρατείες, με την οπλιτική φάλαγγα και τον περιορισμό της διάρκειας του πολέμου μς τις γειτονικές πόλεις στις μία έως δυο τρεις μέρες, οι βαριές σούβλες θα ήταν ένα βάρος για τους ευέλικτους μαχητές της φάλαγγας. Ως μέσο ανταλλαγής θα ήταν ένα δύσχρηστο μέσο, πέραν του ότι ως συσσωρευμένος σίδηρος ήταν πολύ χρήσιμος στην κατασκευή ξιφών, αιχμών και γεωργικών εργαλείων.  Τέλος, υπάρχει ένας ακόμα λόγος.   

 Το ‘νόμισμα’  αυτό είχε ένα μεγάλο μειονέκτημα. Ο  σίδηρος οξυδώνεται (σκουριάζει) κι αυτό σημαίνει ότι χάνει βάρος, φθίνει, λιγοστεύει· από την άλλη, με τη συνεχή  και πολλαπλή χρήση του ο οβελός φθείρεται, με αποτέλεσμα να χάνει επίσης βάρος και να φθίνει. Έτσι λοιπόν, η δραχμή των έξι οβελών αντικαταστάθηκε από την ασημένια δραχμή που δεν φθίνει και δεν φθείρεται. Και κάθε σιδερένιος οβελός αντικαταστάθηκε από μια μικρή ποσότητα χαλκού, που επίσης δεν φθίνει και δεν φθείρεται. Στην κορυφή βέβαια βρίσκεται το χρυσάφι. Χάλκινο, ασημένιο, χρυσό – όπως και τα μετάλλια στους σύγχρονους Ολυμπιακούς αγώνες.

Κι ενώ το υλικό και οι ποσότητες άλλαξαν, οι όροι δραχμή και οβελός  παρέμειναν ίδιοι, απέκτησαν όμως νέες σημασίες. Τὠρα, η δραχμή δεν είναι ένα σύνολο έξι σιδερένιων σουβλών αλλά ένα ασημένιο νόμισμα· και ο οβελός δεν είναι μια σιδερένια σούβλα για ψήσιμο κρέατος, όπλο και σύμβολο πλούτου και ισχύος αλλά ένα μικρό ευτελές χάλκινο νόμισμα, το ένα έκτο της ασημένιας δραχμής.

Για να διαυγάσουμε ακόμα περισσότερο αυτήν την εξέλιξη θα πρέπει να μελετήσουμε τη λατρεία της αφθισίας και της αφθαρσίας όπως καταγράφεται στην Ιλιάδα. Θα το κάνουμε ένα άλλο πρωινό.

Σχολιάστε ελεύθερα!

  1. Χάρη,
    χἰλια ευχαριστώ για την υπόδειξη. Θα μελετήσω τα πορίσματα στα οποία έχουν καταλήξει οι δυο μελετητές του δίσκου και θα γράψω ένα σημείωμα τις επόμενες μέρες. Από μια πρώτη ματιά που έρριξα, θεωρώ ότι οι λέξεις που διαβάζουν δεν είναι ελληνικές, ότι έχουμε μια γλώσσα άγνωστη, άρα, ο δίσκος της Φαιστού δεν πρόκειται να διαβαστεί, εάν δεν βρεθούν πολλά, πάρα πολλά κείμενα αυτής της γλώσσας, πράγμα μάλλον απίθανο.
    Σε ευχαριστώ γι’ άλλη μια φορά