in διήγημα

τι είδα μέσα στον τάφο του Χριστούλη μας

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΘΥΕΛΛΗΣ θα είναι, σκέφτηκα, γεμίζοντας το ποτήρι με μπίρα. Είχα μετανιώσει που παρήγγειλα μπίρα αλλά ήταν αργά. Όταν έφυγα από το σπίτι δεν φυσούσε, δεν έκανε κρύο. Όταν παρήγγειλα στον γνωστό ρουφιάνο τον καφετζή της πλατείας Ελευθερίας (των Σερρών), μόλις τότε σήκωνε ένα ελαφρύ δροσερό αεράκι. Μέχρι να μου φέρει τη μπίρα, γαμήθηκε ο Δίας. Θαύμα σας λέω, θαύμα! Πολύ αέρας, ξαφνικός και δυνατός και παγωμένος. Πού ήταν κρυμμένος, γαμώ του Χριστουλάκη τ΄;  Έχυνα τη παγωμένη μπίρα στο ποτήρι κι έβριζα. Ένα κονιακάκι, ένα κονιακάκι ήταν ό,τι έπρεπε. Το κονιάκ πάει με τον αιφνίδιο, ισχυρό, κρύο αέρα, όχι μπίρα. Σκέφτηκα να πάω μέσα αλλά προτίμησα τον άνεμο από την τσιγαρίλα.

ΤΟΝ καιρό εκείνο, όταν ο Παύλος άρχισε να περπατάει και η Τασούλα να είναι έγκυος  στην μέλλουσα Αποστολία, είχα τη συνήθεια να τελειώνω το γράψιμο και να βγαίνω αργά το βράδυ για ένα ποτάκι. Ένα, μα την Παναγία. Και όχι στο ίδιο μέρος. Είχα τελειώσει το βιβλίο για το ποδόσφαιρο και το αυτοκίνητο και έγραφα μια Εισαγωγή στη  Γαμησιολογία. Μελετούσα  Μαρκήσιο ντε Σαντ, μονότονη και κουραστική μελέτη, κουραστική όχι λόγω όγκου ύλης αλλά λόγω συνεχούς σηκωμάρας. Νιάτα, νιάτα! Σηκώνοντας το ποτήρι να πιω, βλέπω στο βάθος ένα φωταγωγημένο ογκώδες αντικείμενο και πίσω από αυτό να ακολουθεί πλήθος κόσμου.

 ΘΥΕΛΛΗΣ θα είναι,  σκέφτηκα, γεμίζοντας ξανά το ποτήρι, λάμπες, φανάρια. Δεν ήταν θυέλλης! Δεν ανήκω στους ανθρώπους που δεν είναι παρατηρητικοί, όχι, μου αρέσει πολύ να παρατηρώ και να διακρίνω τη λεπτομέρεια και να αλλάζω όσο γίνεται πιο γρήγορα μια γνώμη που έχουν σχηματίσει οι ατελείς πλην όμως χρησιμότατες αισθήσεις μου. Δεν ήταν θυέλλης γιατί η θυέλλα μόλις ξέσπασε, οπότε πρέπει να πάθω πλάκα με την διορατικότητα αυτών που τις τοποθέτησαν εκεί. Δεν έπαθα όμως και να γιατί. Το ογκώδες φωταγωγημένο αντικείμενο ήταν λουσμένο σε ένα κόκκινο φως, όχι του αίματος αλλά του δύοντος ήλιου –  όχι του ανατέλλοντος,  για όνομα της Ζωής, σε καμιά περίπτωση. Δεν ήταν μεγάλες λάμπες, ήταν κόκκινα φωτάκια, λαμπάκια με κόκκινο φως, λες και είχαν μαζευτεί εκεί όλα τα κόκκινα φωτάκια όλων των μπουρδέλων γύρω από την πλατεία Βάθη.

ΤΙ είναι αυτό;  ρώτησα τον καφετζή που έτυχε να στέκεται στο πεζοδρόμιο και να κοιτάζει προς το κόκκινο φως. Ο Επιτάφιος, μου λέει και με κοιτάζει περίεργα –  για πρώτη και τελευταία φορά. Αλβανός είσαι; Η μάνα μου είναι Αλβανοβουλγάρα και ο πατέρας μου Ελληνότουρκος. Εγώ είμαι Ελληνοαλβανοβουλγαρότουρκος , του απάντησα ήρεμα, με σοβαρότητα μεγάλου ηθοποιού, τόσο μεγάλου που μπορεί να αντικαταστήσει το ψέμα με την αλήθεια. Ευτυχώς τα μάτια του δεν ήταν βάση πυραύλων αέρος-εδάφους, ούτε το στόμα του –  γι΄αυτό  άλλωστε είμαι ακόμα ζωντανός.

ΤΟΥ γύρισα την πλάτη κι έχυσα τη τελευταία μπίρα στο ποτήρι. Δεν ήταν θυέλλης, όχι δεν ήταν, αλλά τι στο διάολο ήταν, τι ήταν αυτά τα φωτάκια, πώς έλαμπαν, γαμώ το τσουβάλι με τους αγίους, πώς;  Είχα τρελαθεί, το ερώτημα έπρεπε να απαντηθεί. Οπωσδήποτε! Τέσσερις γεροδεμένοι χριστιανοί Άτλαντες σήκωναν τον τάφο στους ώμους τους αλλά πολύ άνετοι, λες και κουβαλούσαν αέρα. Μια απλή ξύλινη κατασκευή, κλειστή από όλες τις πλευρές, στολισμένη με λουλούδια, ελαφριά,  και  λαμπάκια,  κόκκινα μικρά ελαφριά, πολλά αλλά μικρούτσικα. Μόλις πλησίασε στα είκοσι μέτρα, διέκρινα ένα άνοιγμα προς τη πλευρά που καθόμουν. Θα συμβολίζει την είσοδο του τάφου, σκέφτηκα, την πέτρα που έπεσε, την ανάσταση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Μιας όμως και δεν είχε ακόμα αναστηθεί, ο Χριστός θα ήταν νεκρός και θα ήταν μέσα στον τάφο. Οφείλουμε να τον φανταστούμε. Και τον φαντάστηκα.

Ο παπάς και ο ψάλτης μπροστά, περπατούσαν αργά  κι έψελναν· παιδάκια, ντυμένα παπαδάκια, ηλικίας πρώτων εκσπερματώσεων,  κρατούσαν εξαπτέρυγα, ακολουθούσαν, αργά και νωχελικά, ευλαβικά θέλω να πω· οι γεροδεμένοι Άτλαντες σκεφτικοί κι ευσεβείς –  ο ένας, μπροστά δεξιά, βαριόταν·  το πλήθος, φορούσε τη μάσκα της κατάνυξης, ασορτί με τις λαμπάδες στο χέρι·  και ο Τάφος, τι Τάφος! Τι λουλούδια, τι ζουμπούλια, τι πασχαλιές, τι τουλίπες! Ένα τεράστιο κόκκινο φωτοστέφανο, η λάμψη αμέτρητων κόκκινων μικροσκοπικών λαμπτήρων, το καθένα συνδεδεμένο με ένα ψιλό καλωδιάκι που μετέφερε ηλεκτρική ενέργεια, ενέργεια που γίνονταν φως, αμέτρητα καλωδιάκια που χάνονταν μέσα στα λουλούδια. Να παράγουν τα λουλούδια ηλεκτρική ενέργεια;  Για όνομα της Σκέψης, για όνομα του Βιβλίου, λίγο δύσκολο!

Ο Τάφος ήταν μεγάλος, σε φυσικό μέγεθος, μη πω και μεγαλύτερος. Όσο με πλησίαζε τόσο το άνοιγμα μεγάλωνε, τόσο πιο καθαρά διέκρινα το μέγεθός του, το εσωτερικό του. Κενό, τίποτα μέσα. Μόλις όμως ήρθε ακριβώς απέναντί μου, μόλις το χάσμα αποκαλύφτηκε στα μάτια μου, ξέρετε τί είδα εκεί μέσα, ακριβώς στη μέση;

Μια μπαταρία αυτοκινήτου. Δωδεκάβολτη.

 

 

(Να γαμήσω μια ανάσταση, να γίνουν δύο)

 

Σχολιάστε ελεύθερα!

  1. Γέλασα με την ψυχή μου!

    Και σκέφτηκα και την εξής παράφραση ενός γνωστού ρητού:

    Το τι θα επιλέξεις, μεταξύ του Χριστού και μιας δωδεκάβολτης μπαταρίας, εξαρτάται από το πόσο φορτισμένο είναι το κινητό σου…

  2. Χαίρομαι πολύ που γέλασες, για να γελάτε γράφω, για να περνάτε καλά. Το γέλιο δεν είναι η αμοιβή της σκέψης;

    Καμιά μπίρα, κάνα τσιπουράκι όμως δεν ήπιαμε ακόμα μαζί! Παρασκευή πρωί θα είμαι Σαλονίκη, στο ουζερί Μοντιλιάνι, στην αγορά, μετά τις μία και μισή το μεσημέρι. Άμα έχεις χρόνο και διάθεση, κερνάω.

  3. Έχεις δίκιο. Ελπίζω να τα πούμε από κοντά, κάποια στιγμή.
    Η σύγχρονη σκλαβιά όμως, μας τρώει τον χρόνο, το μόνο κτήμα μας…