in θεωρία κομμουνισμού, μαρτυρίες

γιατί με αρέσει να βλέπω και να ακούω τις γυναίκες να κατουράνε

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΕΧΕΤΕ δει αγελάδα να κατουράει;  Υποθέτω πως όχι. Δεν πειράζει, σας συγχωρώ. Κατουράει για πολλή ώρα και μεγάλη ποσότητα. Τόση ώρα ώστε οι μάνες με μωρά στις κοινότητες των κτηνοτρόφων Ζουλού, στη Νότια Αφρική, από τις οποίες κατάγονταν και ο Νέλσον Μαντέλα, έτρεχαν, δεν ξέρω αν τρέχουν ακόμα, να πλύνουν τα μωρά τους. Ο Πεταλούδας, ο περιβόητος δραπέτης, στην απομόνωση έπινε το κάτουρό του και έτρωγε κατσαρίδες. Έζησε. Το έχουμε παρεξηγήσει, περιφρονήσει το κάτουρο. Είναι φάρμακο. Αν μας τσιμπήσει μέλισσα ή σφήκα, πρέπει, εάν δεν υπάρχει σκόρδο, κάποιος, κάποια να κατουρήσει στο χώμα, να το κάνει λάσπη και να το βάλει πάνω στο τσίμπημα. Ανακουφίζει.

ΟΛΑ τα υγρά του σώματος είναι φάρμακα. Τα χύσια του άνδρα τεντώνουν το δέρμα, κάτι σαν λίφτιγκ. Εάν το δέρμα του προσώπου μου είναι νεανικό, το οφείλω στα πολλά κιλά χύσια που έχω απλώσει πάνω του, όταν δεν ήθελε να το κάνει η γυναίκα. Εάν ήθελε, τα μοιραζόμασταν. Το σάλιο! Αν δεν έχετε κολλύριο, ανοίξτε τα μάτια αυτού, αυτής που το χρειάζεται, και γλείψτε του τον βολβό –  τι ανακούφιση, τι ηδονή! Έμαθα στα παιδιά μου να βάζουν  σάλιο αμέσως πάνω στις πληγές τους, όταν είμαστε στα χωράφια – από τα σκυλιά το είδα και το κάνω και το προτείνω ανεπιφύλακτα.

ΘΥΜΑΣΤΕ, φίλες και φίλοι, πότε και τι δώσατε σε άλλον για πρώτη φορά;  Μπορεί να θυμόσαστε, μπορεί και όχι. Μάλλον όχι. Δεν πειράζει, δεν είναι δα και κάνα μεγάλο έγκλημα ή, ακόμα χειρότερα, αμάρτημα. Εγώ έδωσα τρία τσαμπιά σταφύλια. Ήμουνα πέντε χρονών, τέλη Αυγούστου του 1963, απόγευμα. Επιστρέφαμε από το αμπέλι με τη μάνα μου και τον αδερφό μου, τριών χρονών. Η μάνα μου κουβαλούσε το καλάθι με τα σταφύλια, παμίτια, κρασοστάφυλα για ροζέ κρασί, πολύ γλυκά και πολύ αρωματικά –  τα εκατό από τα τριακόσια κλήματα που θα φυτέψω φέτος θα είναι παμίτια, τα άλλα ξυνόμαυρο και μοσχάτο Σάμου· καθώς επιστρέφαμε, συναντήσαμε δύο μάνες με τρία παιδιά που πήγαιναν στα αμπέλια για να κόψουν κι αυτές σταφύλια, σταματήσαμε, άφησε το καλάθι η μάνα μου να ξεκουραστεί, να ξεπιαστεί το χέρι της, παραμέρισε τα φύλλα του αμπελιού με τα οποία είχε σκεπάσει τα σταφύλια για να μην μαζεύονται μύγες και σφήκες, και τους έδωσε από ένα τσαμπί σταφύλια να φάνε, να γλυκαθούνε, μέχρι να πάνε στο αμπέλι τους. Περπατήσαμε λίγο ακόμα και συναντήσαμε άλλη μια μάνα με τα δύο της παιδιά. Άφησε το καλάθι η μάνα μου κάτω, ήταν τριάντα χρονών με άσπρα, μεγάλα, όχι πολύ μεγάλα, βυζιά, κι έσκυψε να δώσει σταφύλια. Όταν πήγαινες στ΄ αμπέλια σού έδιναν σταφύλια, όταν επέστρεφες έδινες εσύ. Την πρόλαβα –  παραμέρισα τα φύλλα και τους έδωσα από ένα τσαμπί σταφύλια. Τα διάλεξα, όπως έκανε και η μάνα μου –  τα είναι μεγάλα τσαμπιά.

ΠΕΡΑΣΕ το καλοκαίρι και το φθινόπωρο, πέρασε και ο χειμώνας κι ήρθε ο μήνας Απρίλης, 1964,  να σκάψουμε τα αμπέλια. Το σκάψιμο των αμπελιών ήταν εργασία των γυναικών. Δεν έσκαβε όμως η γυναίκα μόνη της το αμπέλι της –  εάν το έσκαβε μόνη της θα ήταν μόνη και θα χρειάζονταν πέντε μέρες. Πέντε γυναίκες έσκαβαν μαζί μέσα σε πέντε μέρες τα αμπέλια τους. Η καλή παρέα στη δουλειά ξεκουράζει. Η κακή, εξοντώνει, ψυχικά και σωματικά. Και παρέα είχαν και εμείς τα παιδιά παίζαμε όλα μαζί  –  τουλάχιστον δέκα, αγόρια και κορίτσια. Όλο μιλούσαν και γελούσαν, μόνο αυτό θυμάμαι. Θυμάμαι όμως ότι μια έτρεχα κοντά τους να ακούσω τι λένε, μια κοντά στα άλλα παιδιά να παίξω. Κι όταν τις κοιτούσα από πίσω, από μακριά, καθώς έσκαβαν με τη τσάπα, τις έβλεπα τουρλωμένες και κάτι μου άρεσε αλλά τότε δεν ήξερα τι –  μετά από πολλά χρόνια το έμαθα.

ΔΕΝ μπορώ να ζήσω χωρίς αμπέλι. Μου έχει καρφωθεί η ιδέα ότι ο πατέρας μου μέσα σε αμπέλι τη γκάστρωσε τη μάνα μου. Θέλω να το πιστεύω, μου το επιτρέπετε, σας παρακαλώ, κι ας είναι ψέμα. Τη μάνα μου τη ρώτησα, αλλά δεν θυμόταν. Τον πατέρα μου δεν τον ρώτησα γιατί θα με κοιτάξει με εκείνο το άγριο και γεμάτο περιφρόνηση βλέμμα, θα προτιμούσα να φάω μια ανάποδη, και δεν το κάνω.  Πώς να ξεχάσω αυτές τις πέντε μέρες του Απρίλη στο αμπέλι, πώς να τις ξεχάσω; Ο Παράδεισος συμπυκνωμένος σε πέντε μέρες του Απρίλη. Ήλιος, ζέστη, αηδόνια, παιδιά, παιχνίδι, γυναίκες, χαχανητά τουρλωμένων γυναικών. Την επόμενη χρονιά δεν πήγα, συνέβη κάτι τρομακτικό, κάτι φρικτό, άγριο, βάναυσο, αηδιαστικό, απαίσιο –  πήγα σχολείο. Αυτό δεν τιμωρείται, άρα δεν συγχωρείται. Είναι ένας από τους πολλούς ανοιχτούς λογαριασμούς που έχω με αυτή την κοινωνία. Δεν είναι ανοιχτοί λογαριασμοί, είναι ανοιχτές πληγές, δεν θέλω να τις κλείσω, αν το κάνω δεν θα θυμάμαι κι εγώ θέλω να θυμάμαι.

ΤΗΝ πρώτη μέρα πέρασαν οι τέσσερις μανάδες με τα παιδιά τους από το σπίτι μας και όλοι μαζί φύγαμε για το αμπέλι. Ένα χιλιόμετρο κοντά. Στο δρόμο συναντήσαμε κι άλλες παρέες γυναικών με τα παιδιά τους που πήγαιναν στο αμπέλι. Η παρέα μας ενωνόταν με άλλη, μπορεί και με μια άλλη, μετά χωρίζαμε όταν φτάναμε στα αμπέλια. Φαντάζεστε μια μεγάλη ομάδα με δεκαπέντε, είκοσι γυναίκες και είκοσι τριάντα παιδιά; Τι γέλια, τι ξεφωνητά, τι φωνές, τι τρέξιμο! Κάπου κάπου κάποια γυναίκα απομακρυνόταν λίγο από το δρόμο, σήκωνε τα φουστάνια της, τότε δεν φορούσαν παντελόνια, και κατούραγε. Δεν επιτρεπόταν να κατουρήσεις πάνω στο δρόμο –  περπατούσαμε ξυπόλυτοι. Να κατουρήσεις μέσα στο πηγάδι ήταν μεγάλο αμάρτημα. Στο ποτάμι;  Ποτέ! – πίναμε κι εμείς και τα ζώα μας. Δεν κατέβαζε τη κιλότα γιατί δεν φορούσαν κιλότα, παρά μόνο όταν είχαν περίοδο. Το μουνί τους έπαιρνε αέρα και έτσι εξηγώ γιατί κάποτε οι γυναίκες ήταν πολύ πιο καυλιάρες από τις σημερινές. Φταίει επίσης το ότι τρώνε πολλά γαριδάκια από μικρές. Διότι, φίλες και φίλοι, δεν υπάρχει μεγαλύτερο κακό από το σώβρακο και τη κιλότα. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσες ασθένειες προκαλεί το σώβρακο και η κιλότα. Να δουλέψω με σώβρακο;  Ποτέ! Να κοιμηθώ με σώβρακο; Εάν είναι δυνατόνννν! Κιλοτάκι φοράμε, σας ομιλώ ως Τριανταφυλλιά, μικρό, δαντελωτό, μόνο όταν τουρλωνόμαστε –  ας αφήσουμε το σήκωμα της φούστας στους άνδρες, ας κάνουν κι αυτοί κάτι, όλα εμείς θα τα κάνουμε; Αν ήμουνα γυναίκα, πόσο θα μου άρεσε το τούρλωμα!

ΕΠΑΘΑ πάθος μεγάλο όταν για πρώτη φορά είδα γυναίκα να κατουράει. Μπορώ να περιγράψω το σκηνικό, το έκανα ήδη, αλλά δεν μπορώ να περιγράψω το απερίγραπτο, αυτό που άκουγα –  τον συριγμό των ούρων. Δεν είναι σφύριγμα, μόνο με το στόμα σφυρίζουμε –  είναι συριγμός. Η ουρήθρα συρίζει, δεν σφυρίζει. Κάθε μέρα, για πέντε μέρες,  έβλεπα και άκουγα πολλές φορές γυναίκες να κατουράνε. Μία από τις πολλές θλίψεις μου είναι η εξαφάνιση του θηλυκού συριγμού της ουρήθρας –  το κάτουρο πέφτει μέσα στο νερό της πορνολεκάνης και ο ήχος καλύπτει έναν από τους πιο εξαίσιους ήχους της φύσης.

ΠΟΣΑ πολλά χρόνια έχω να δω και να ακούσω γυναίκα να κατουράει! Μια μέρα θα πω στην Τασούλα να φορέσει ένα φουστάνι και να πάμε στο δάσος να κατουρήσει, μα τη Παναγία την Κατουρλού! Θα μου τη κάνει τη χάρη, με αγαπάει και την αγαπάω.

Σχολιάστε ελεύθερα!