in κόκκινο βελούδο

σχόλια για τη βία (3)

Όποτε περνάω από το Χίλτον, θυμάμαι ένα σερβιτόρο που δούλευε εκεί, τον Λεωνίδα. Κατοικούσε στην Παλιά Πεντέλη· μια μέρα έμαθα ότι πέθανε από καρκίνο. Ο Θεός ας τον συχγωρέσει, εγώ δεν μπορώ – και δεν θέλω.
Το 1960 στην Παλιά Πεντέλη κατοικούσαν μόνο κτηνοτρόφοι. Δεν ξέρω αν ήταν Βλάχοι, αλλά εκείνοι την εποχή όλους τους κτηνοτρόφους τους έλεγαν Βλάχους. Τον χειμώνα κατέβαζαν τα κοπάδια τους στη Νέα Μάκρη, το καλοκαίρι στη Πεντέλη, πάνω στο βουνό. Όταν άνοιξαν τα νταμάρια, τα λατομεία του μαρμάρου, μαζεύτηκαν εκεί λατόμοι από όλη την Ελλάδα. Από τα Γιάννενα, την Πάρο, τη Σαντορίνη, τον Έβρο. Κατοικούσαν σε μικρά δωμάτια που τους τα νοίκιαζαν οι ντόπιοι. Εμείς μέναμε στης Πράπαινας, το 1971 ήταν το μοναδικό κοπάδι. Μετά από λίγα χρόνια, ο γιος της το πούλησε κι αγόρασε ταξί. Είχε και μια κόρη – εάν μάζευα το σπέρμα που είχα χύσει για την πάρτη της, μια καρδάρα θα τη γέμιζα, σίγουρα.

Οι κτηνοτρόφοι άνοιξαν ταβέρνες και έψηναν αρνιά και κοκορέτσι. Το 1969, όταν μεταναστεύσαμε εκεί, υπήρχαν έξι ταβέρνες, οι οποίες τις Κυριακές ήταν γεμάτες, από το μεσημέρι μέχρι αργά το βράδυ. Το 1971, ήμουν δώδεκα χρονών, η δεύτερη ταβέρνα που δούλεψα ήταν ‘ο Τέλης’ . Ο Τέλης, ο Αριστοτέλης, ήταν ένας συμπαθέστατος γέρος, με τον εγγονό του ήμασταν συμμαθητές. Η ταβέρνα ήταν πολύ μεγάλη, κάτω από τρία πανύψηλα τεράστια πλατάνια, με καλή πελατεία, δικηγόροι και γιατροί, και δούλευαν τρεις σερβιτόροι με τους τρεις βοηθούς τους. Ο ένας από αυτούς ήταν ο Λεωνίδας που στα ρεπά του, τις Κυριακές, δούλευε εκεί. Εγώ ήμουν ο βοηθός του. Ήταν δάσκαλός μου. Τον παρατηρούσα και μάθαινα. Θυμάμαι μια παρατήρηση που μου είχε κάνει: Θανάση, μην σερβίσεις πάνω από τα βυζιά των γυναικών! Το έκοψα μαχαίρι.
Ήμουν πρόσχαρος και φιλότιμος και γρήγορος. Οι πελάτες με αγαπούσαν πολύ και μόλις έμπαιναν στη ταβέρνα με χαιρετούσαν. Πέταγα από τη χαρά μου! Μπουρμπουάρ; Με το τσουβάλι. Την πρώτη μέρα γύρισα στο σπίτι με 223 δραχμές, όταν ο πατέρας μου έπαιρνε στα νταμάρια 40 δραχμές μεροκάματο! Τα έδινα στη μάνα μου – πάντα ό,τι λεφτά βγάζω τα δίνω σε γυναίκα. Και μετά παρακαλάω να μου δώσει κάνα φράγκο ν΄αγοράσω βιβλία.
Στη λάντζα δούλευε μια συμπαθέστατη γριά, κουτσή στο δεξί της πόδι. Δεν θυμάμαι το όνομά της, το έχω ξεχάσει, γαμώτο. Συχνά, όταν τελειώναμε τη δουλειά, έβγαζε από το ψυγείο δύο παγωτά ξυλάκι και το τρώγαμε μαζί.
Μια μέρα, μετά από κάνα δυο βδομάδες, μου λέει, Θανάση, τι έχεις; στενοχωρημένος φαίνεσαι. Θεία,.της λέω. την πρώτη μέρα έβγαλα 223 δραχμές, μετά έβγαζα πότε περισσότερα, πότε λιγότερα, μα πάντα γύρω στις 200. Κοίτα, εδώ και μερικές μέρες, δεν ξεπερνάω τα πενήντα. Ο κόσμος με αγαπάει, κάθε μέρα και πιο πολύ. Τι γίνεται; Γιατί;
Και μου λέει:

Ο Λεωνίδας σου τα παίρνει!

Σχολιάστε ελεύθερα!

  1. Με συγχωρείτε! Τα κείμενα αυτά τα γράφω στο fb και τα μεταφέρω από εκεί. Πρόκειται για ατύχημα. Θα είμαι πιο προσεκτικός. Σπεύδω να διορθώσω.