in Σχετικά με τη Σχολή

για τον ρυθμό, για την επανάληψη, για την ταχύτητα, για την ποιητική του πεζού λόγου

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

 

το σημερινό σημείωμα το αφιερώνω στον Νικόλαο Λόξα

 

ΠΩΣ ρέει ένα ρυάκι; Πώς ρέει ένας χείμαρρος;  Πώς ρέει ένας ποταμός; Πώς τα κύματα, άλλοτε μικρά κι άλλοτε μεγάλα, σκάνε στον γυαλό ή πάνω στα βράχια; Το καθένα από αυτά τα πέντε με διαφορετικό ρυθμό. Το ρυάκι είναι ήρεμο, ορμητικός ο χείμαρρος, στιβαρός ο ποταμός, νωχελικά τα μικρά τα κύματα, απροσμάχητα και φοβιστερά τα μεγάλα. Και τα πέντε έχουν ένα δικό τους τρόπο να κινούνται, έχουν τον δικό τους ιδιαίτερο ρυθμό. Η λέξη ρυθμός έχει την ίδια ρίζα με το ρήμα ρέω (όπως και το ρυάκι και ο χείμαρρος).

ΤΙ είναι ο ρυθμός;  Είναι μια επανάληψη του τρόπου ροής, του τρόπου κίνησης. Δεν μπορεί να υπάρξει ρυθμός χωρίς επανάληψη. Έχουμε σχηματίσει την εντύπωση ότι η επανάληψη είναι κάτι το ανιαρό, το απευκτέο. Αλλά μπορεί να υπάρξει ζωή χωρίς επανάληψη, χωρίς ρυθμό; Πώς χτυπάει η καρδιά μας; Επαναλαμβανόμενοι χτύποι. Έχει ρυθμό. Όταν περπατάμε, επαναλαμβάνουμε έναν σταθερό βηματισμό. Μπορεί να είναι αργός ή ζωηρός ή γρήγορος, είναι όμως πάντα επαναλαμβανόμενος. Κάθε περπάτημα έχει τον δικό του ρυθμό.

ΤΟ ρυάκι δεν ρέει όπως ένας χείμαρρος. Και τα δύο τα χαρακτηρίζει ένας ρυθμός, μια επανάληψη. Η ταχύτητά τους όμως είναι διαφορετική. Η ταχύτητα του ποταμού είναι πιο μεγάλη. Και δεν φαίνεται, πρέπει να μπείτε μέσα στον ποταμό για να δείτε πόσο μεγάλη είναι, θα πάθετε! Κι όμως! Ο ποταμός δεν ακούγεται! Εκτός εάν υπάρχει καταρράκτης, τότε, ναι, ακούγεται. Το ρυάκι ακούγεται. Και ξέρουμε γιατί. Γιατί το νερό άλλοτε πέφτει πάνω σε πέτρες κι άλλοτε πέφτει πάνω από πέτρες και κελαρίζει. Το ρυάκι είναι κελαριστό γιατί διακόπτεται η ταχύτητά του, η επανάληψή του, ο ρυθμός του. Ο ήχος του χειμάρρου είναι πολύ πιο δυνατός. Είναι δυνατός γιατί η κλίση του εδάφους είναι μεγαλύτερη, άρα και η ταχύτητά του, γιατί το νερό είναι περισσότερο κι όταν βρίσκει πέτρες ή πέφτει από ψηλά, και  διακόπτει τον ρυθμό και την επανάληψη και την ταχύτητα κι όλα αυτά είναι πιο σαφή, πιο καθαρά.

ΟΤΑΝ μιλάμε, ο λόγος μας ρέει. Πρόκειται για μεταφορά, είναι όμως ζωηρή και κατανοητή μεταφορά. Όταν μιλάμε ο λόγος μας έχει ρυθμό, έχει ταχύτητα, έχει επανάληψη. Όταν είμαστε ήρεμοι, σαν το ρυάκι ή τα νωχελικά κύματα, η ταχύτητα είναι μικρή και οι διακοπές ανεπαίσθητες. Όταν όμως εξοργιστούμε ή αναστατωθούμε ή εντυπωσιαστούμε; Τότε άλλος είναι ο ρυθμός μας, άλλη η ταχύτητά μας. Η επανάληψη διακόπτεται και έχουμε πολλές διακοπές.

ΟΤΑΝ γράφουμε, ποίηση ή πεζό, η γραφή μας έχει ρυθμό, επανάληψη, ταχύτητα. Εάν έχει μόνο αυτά, εάν ο ρυθμός επαναμβάνεται με την ίδια ταχύτητα, τότε δεν είμαστε ένα ρυάκι χωρίς εμπόδια, χωρίς κελάρισμα. Είμαστε κύματα που ακούγεται μόνο το ήρεμο, επαναλαμβανόμενο πάφλασμα στην άμμο της παραλίας. Όταν όμως τα κύματα είναι μεγάλα, το σκάσιμο του κύματος είναι θορυβώδες, όπως και ο ήχος των βοτσάλων που άγονται και φέρονται από την ισχύ των κυμάτων.

Ο ρυθμός της ποίησης και του πεζού είναι διαφορετικά. Λέμε ένα κείμενο πεζό γιατί είναι σαν το περπάτημα –  δεν έχει πολλές διακοπές. Και η ποίηση όμως και το πεζό έχουν ρυθμό, έχουν ταχύτητα, έχουν επανάληψη. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι πιο έκδηλα στην ποίηση, τα έχει όμως και ο πεζός λόγος. Η ποσότητα και η ποιότητα των διακοπών είναι που τα διαφοροποιεί. Το κελαρυστό ρυάκι πάνω στο βουνό έχει πολλές διακοπές, όχι όμως αυτό κάτω στον κάμπο!

Η θέση της επανάληψης στη φύση, στη ζωή μας και στην τέχνη έχει επισημανθεί πολλές φορές και από πολλούς. Την επανάληψη θα την εντοπίσουμε στη θρησκεία (ομμμ…ομμμ…), στον χορό (αργά, αργά, γρήγορα, γρήγορα, αργά: τάνγκο), στη μουσική, στον κινηματογράφο. Μεταξύ Αγγελόπουλου και Κουστουρίτσα θα διαλέξουμε τον δεύτερο για να περάσουμε απόψε τη βραδιά μας, έτσι δεν είναι; Για την επανάληψη έχει γράψει πολλά κι ενδιαφέροντα η Χάνα Άρεντ στην ‘Ανθρώπινη Κατάσταση’. Όταν χορεύουμε τάνγκο, επαναλαμβάνουμε ένα μέτρο, μια συγκεκριμένη και ιδιαίτερη ταχύτητα με ευδιάκριτες διακοπές. Άλλο είναι το μέτρο του τσάμικου κι άλλο του ζωναράδικου.

ΠΡΙΝ δημοσιεύσει την ‘Ερημη Χώρα’ ο Έλλιοτ, την έδωσε να τη διαβάσει ο Έζρα Πάουντ κι αυτός έσβησε πολλούς στίχους, πάρα πολλούς. Το κείμενο που διαβάζουμε σήμερα είναι ένα πολύ μικρό μέρος του αρχικού. Γιατί διέγραψε τόσο πολλούς στίχους; Γιατί δεν είχαν ρυθμό, ταχύτητα, επανάληψη. Γιατί ο Έλλιοτ μέσα στο αρχικό κείμενο άλλοτε ήταν ο ίδιος ο Έλλιοτ κι άλλοτε δεν ήταν; Ποιος ήταν;  Κάποιος άλλος, κάποιοι άλλοι έγραφαν γι αυτόν, κάποιοι φίλοι από το παρελθόν –  φίλοι αλλά από το παρελθόν.

ΕΑΝ έχουμε όλοι και όλες μας έναν ρυθμό ύπαρξης, μια ταχύτητα ύπαρξης, μια επανάληψη ύπαρξης, τότε όποια μορφή έκφρασης κι αν μας αιχμαλωτίσει, θα εκφραστούμε με αυτόν τον ρυθμό, με αυτή την ταχύτητα, με  αυτή την επανάληψη. Αυτό είναι το ύφος μας, το στίλ μας. Το ύφος μας είναι δημιούργημά μας: α, θα κουραστούμε πολύ για να το συγκροτήσουμε, άλλοτε έχοντας συνείδηση της κατάστασης κι άλλοτο όχι –  τις περισσότερες φορές, να μην πω πάντα, ισχύει το δεύτερο: δεν έχουμε. Πρέπει να το δημιουργήσουμε για να το δούμε και να το κατανοήσουμε. Η άσκηση, η επανάληψη δηλαδή,είναι η μαμή του ύφους μας. Εάν εκφραζόμαστε με το πιάνο, όσο πιο πολύ πιάνο παίζουμε, τόσο πιο γρήγορα θα βρούμε το ύφος μας. Η άσκηση είναι επανάληψη.

Η γλώσσα έχει τους περιορισμούς της αλλά δεν είναι πάντα ανυπέρβλητοι. Ας συγκρίνουμε το ύφος του Ομήρου και του Βιργίλιου (Αινειάδα) για να δούμε πως η δομή της γλώσσας μπορεί να μας βοηθήσει να είμαστε φιλικοί με τον αναγνώστη –  γιατί  αυτό είναι το πρώτιστο μέλημά μας, φίλες και φίλοι, δεν είναι να κάνουμε τους έξυπνους στους αναγνώστες μας, τους ακροατές μας, τους θεατές μας. Θα την καταλάβουν τη βλακεία μας αμέσως οι πάντες και οι πάσες. Ο Όμηρος είναι πολύ φιλικός με τον ακροατή του/αναγνώστη του. Το ύφος του  είναι παρατακτικό. Λέει αμέσως αυτό που θέλει να μας πει, με δύο λέξεις, και μετά παρατάσσει λεπτομέρειες, μέσα στις οποίες θα εντοπίσουμε πολλές διακοπές. Ας θυμηθούμε πως αρχίζει η Ιλιάδα. Με μια πολύ μεγάλη περίοδο αλλά αυτή η μεγάλη περίοδος δεν μας κουράζει καθόλου γιατί αυτό που θέλει να μας πει το λέει ευθύς αμέσως: μήνιν άειδε, κλπ: την οργή αφηγήσου μας, κλπ. Όλα όσα ακολουθούν, παρατάσσονται. Μπορεί και το κάνει αυτό γιατί στην ελληνική γλώσσα μπορούμε να βάλουμε το ρήμα και το αντικείμενό του στις πρώτες θέσεις της πρότασης. Δεν μπορούμε να το βάλουμε όμως στα Λατινικά ή στη γερμανική –  για να κατανοήσεις την πρόταση, για να βρεις το ρήμα πρέπει να πάρεις ή τον προαστειακό ή το τρόλεϊ.

ΟΠΩΣ το ρυάκι κελαρίζει γιατί βρίσκει εμπόδια και σταματά στον επαναλαμβανόμενο ρυθμό, έτσι κι ο λόγος μας κελαρίζει όταν διακόπτεται και όταν επαναλαμβάνει τις διακοπές. Το ύφος είναι μια επανάληψη διακοπών. Η στίξη, ο χρόνος της διακοπής, είναι ο τροχονόμος του λόγου. Δεν έχουμε κατανοήσει πόσο σημαντική είναι η δήλωση της διακοπής, η στίξη. Έχουν κανόνες οι διακοπές. Και έχουν και περιεχόμενο. Είναι τα λεγόμενα εκφραστικά μέσα. Είναι οι παρομοιώσεις, οι μεταφορές, οι προσωποποιήσεις, οι συμβολισμοί, οι ήχοι, τα λογοπαίγια, οι υπαινιγμοί.

ΤΕΛΕΙΩΝΩ,  τελειώνω, μη με βρίζετε. Είχε γράψει ο Έζρα Πάουντ ότι την ομηρική  φράση πολυφλοίσβοιο θαλάσσης ‘χρόνους ολόκληρους πάλευα για να την αποδώσω’. Κατέληξε σε μια λύση που δεν τον ικανοποιούσε ασφαλώς αλλά δεν μπορούσε να κάνει και τίποτα άλλο. Τον ωραιότερο ηχητικά στίχο της Ιλιάδας δεν μπορούμε ούτε εμείς οι Νεοέλληνες να τον εκτιμήσουμε και να τον απολαύσουμε (Σ 576) –  ο ποταμός εδώ είναι το νερό που ρέει, το ρυάκι από το οποίο μπορούμε να πιούμε:

παρ ποταμόν κελάδοντα, παρά ροδανόν δονακέα

Τα περισσότερα φωνήεντα είναι βραχέα, εναλλάσσονται με τα μακρά (ρυθμός) επαναλαμβανόμενα (επανάληψη) γρήγορα (ταχύτητα): είναι το νερό που τρέχει. Τα επαναλαμβανόμενα σύμφωνα π, ρ και δ αποδίδουν τον ήχο του νερού και των καλαμιών. Δεν μπορούμε να τον μεταφράσουμε αυτόν τον στίχο, τον Δία μπάρμπα να΄ χουμε.

Κοντά στο κελαρυστό ρυάκι, κοντά στον λυγερό καλαμιώνα

Σχολιάστε ελεύθερα!