in οι λατρείες της Δύσης

ιστορία της λατρείας της αμεταβλησίας

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

Η λατρεία της αμεταβλησίας είναι μία από τις λατρείες του δυτικού Κυρίου, της δυτικής Κυριαρχίας, του δυτικού πολιτισμού. Επικράτησε σχεδόν για πάνω από δύο χιλιετίες και σήμερα θα εξετάσουμε την καταγωγή της, την παρακμή και τον θάνατό της. Τόσο η προκείμενη όσο και οι άλλες λατρείες (της ταχύτητας, της απόστασης, του ύψους, της πτήσης, της λάμψης, της αφθαρσίας, της σωματικής αθανασίας, της ισχύος, της αύξησης της ισχύος, του βάρους, του μεγέθους, της σπανιότητας, του βεληνεκούς, της διείσδυσης, της αορατότητας  και άλλες πολλές ), αν και έχουν διατυπωθεί ρητά και σαφώς  στα κείμενα της αρχαϊκής εποχής (750-450 π. Χ.), δεν έχουν διερευνηθεί και μελετηθεί. Θα το κάνουμε εμείς. Έχουμε ήδη εξετάσει κάποιες από αυτές (στην κατηγορία Οι λατρείες της Δύσης), θα συνεχίσουμε όμως φέτος  ακάθεκτοι.

ΠΡΙΝ παραθέσω μια άκρως συνοπτική ιστορία της λατρείας της αμεταβλησίας, της άρνησης της αποδοχής της μεταβολής, της αλλαγής στη φύση και στην κοινωνία, θα σχολιάσω και θα σαφηνίσω τον όρο ‘λατρεία’. Θα το κάνω διότι επιθυμώ να  την καθαρίσω από το θρησκευτικό σημασιολογικό επίστρωμα που έχει καθίσει πάνω στην αρχική της σημασία. Η αρχική σημασία της λέξης λατρεία είναι ‘μεροκάματο’, όχι η αμοιβή αλλά η δουλείά. Η αμοιβή, το ημερομίσθιο, ο μισθός με την αρχική σημασία της λέξης,  που δινόταν σε κάποιον μεροκαματιάρη, το μεροκάματο με τη σημασία της αμοιβής,  λεγόταν λάτρον. Η οποία βέβαια αρχικά δεν ήταν χρήμα αλλά τροφή. Εάν σκεφτούμε ότι η αμοιβή των δούλων ήταν κυρίως η τροφή, είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε τη εγγύτητα αυτών των δύο μορφών εξαρτημένης εργασίας. Λατρεύω (<λάτρον) σημαίνει αρχικά είμαι μεροκαματιάρης και κατόπιν υπηρετώ, δουλεύω, εργάζομαι δηλαδή ως δούλος αν και είμαι ελεύθερος πολίτης. Εργάζομαι δηλαδή για ένα πιάτο φαΐ. Ο λάτρις είναι ο μεροκαματιάρης. Όλες αυτές οι λέξεις διευρύνθηκαν σημασιολογικά μετά την αρχαϊκή εποχή και απόκτησαν τη σημασία υπηρετώ, είμαι υποκείμενος σε κάποιον ισχυρό, είμαι υπόδουλος. Όταν λοιπόν λέμε λατρεύω τον Κύριο σημαίνει ότι υπηρετώ τον Κύριο, είμαι υπόδουλος σε αυτόν. Ναι, αλλά όταν λέμε λατρεύω τον Θεό, τι σημαίνει αυτό; Τι εννοούμε όταν λέμε λατρεία της αμεταβλησίας; Τι μπορεί να σημαίνει η φράση υπόκειμαι, είμαι υπόδουλος στην έννοια της αμεταβλησίας;

ΟΙ έννοιες, φίλες και φίλοι, είναι επιθυμίες. Αυτή είναι η καταγωγή της έννοιας. Αν θυμάστε, έχουμε επισημάνει ότι πολλά ρήματα, που διαβάζουμε στην Ιλιάδα και σε μεταγενέστερα κείμενα, έχουν τη σημασία και επιθυμώ και σκέφτομαι. Πρώτα υπήρξαν οι επιθυμίες και μετά οι έννοιες. Όταν λοιπόν λέω λατρεία της αμεταβλησίας εννοώ τη λατρεία της επιθυμίας της αμεταβλησίας. Όταν λατρεύω  την επιθυμία της αμεταβλησίας δεν κάνω τίποτα άλλο παρά να υπόκειμαι, να υπηρετώ, να είμαι υπόδουλος στην επιθυμία της αμεταβλησίας. Η επιθυμία αυτή με έχει αιχμαλωτίσει, η επιθυμία αυτή είναι ο Κύριός μου. Άρα, λατρεύω τον Θεό σημαίνει λατρεύω την επιθυμία του Θεού –  Κύριός μου δεν είναι ο Θεός, Κύριός μου είναι η επιθυμία να γίνω, να είμαι Θεός.

ΠΟΤΕ, πού, γιατί και ποιοι επιθύμησαν την αμεταβλησία; Το ερώτημα αυτό ισχύει για όλες τις λατρείες του δυτικού Κυρίου, της δυτικής Κυριαρχίας και η απαντήσεις που δίνουμε είναι παρεμφερείς. Ο χρόνος και ο τόπος μας είναι γνωστός: η αρχαϊκή Ελλάδα. Και το ποιος μας είναι γνωστό: οι ήρωες ποιμένες που μετεξελίχθηκαν σε γαιοκτήμονες δουλοκτήτες. Απομένει λοιπόν να εξετάσουμε το γιατί –  εδώ η απάντηση είναι διαφορετική για κάθε ξεχωριστή λατρεία.

ΘΑ πλησιάσουμε πολύ κοντά στην απάντηση εάν σκεφτούμε ότι η επιθυμία δηλώνει έλλειψη, φόβο, απειλή, απελπισία, αδυναμία. Επιθυμώ κάτι που μου λείπει, δεν επιθυμώ κάτι που έχω. Όταν λοιπόν λέω ότι θέλω την αμεταβλησία, θέλω να πω ότι δεν θέλω τη μεταβολή, την αλλαγή. Τόσο πολύ που θεωρώ τελικά ότι η μεταβολή, η αλλαγή δεν υπάρχει! Εκλαμβάνω δηλαδή την επιθυμία μου ως πραγματικότητα. Αυτό λέγεται βολονταρισμός, βουλησιαρχία. Άρχει, προστάζει η βούλησις, η επιθυμία. Δεν νοείται ηρωισμός χωρίς την βουλησιαρχία. Ο πρώτος βολονταριστής ήταν ο ήρωας. Και θα είναι και ο τελευταίος. Η βουλησιαρχία προηγείται και λογικά και χρονικά, ιστορικά δηλαδή της νοησιαρχίας, όπως έχουμε ήδη επισημάνει με την προέλευση της έννοιας από την επιθυμία. Θα επανέλθουμε ένα άλλο πρωινό στο ζήτημα της σχέσης ηρωισμού και βουλησιαρχίας και θα το εξετάσουμε επί το διεξοδικότερον. Πίνω καφέ και συνεχίζω.

ΕΝΩ οι περισσότερες επιθυμίες του ήρωα έχουν καταγραφεί στη Βίβλο του ήρωα, την Ιλιάδα, η επιθυμία της αμεταβλησίας εμφανίζεται πρώτη φορά στο Περί Φύσιος του Παρμενίδη, στις πρώτες δεκαετίες του 5ου π. Χ. αιώνα –  ο Παρμενίδης γεννήθηκε το 525, αν θυμάμαι καλά, ήταν λίγα χρόνια μεγαλύτερος από τον Αισχύλο. Ήταν λοιπόν επιθυμία του γαιοκτήμονα -δουλοκτήτη. Ο οποίος θεμελίωσε τη δυτική μεταφυσική: ό,τι υπάρχει, δεν γίνεται· ό,τι γίνεται, δεν υπάρχει. Ό έστι μεθερμηνευόμενον: ό,τι υπάρχει, δεν αλλάζει· ό,τι αλλάζει, δεν υπάρχει. Τι υπάρχει; Η Κυριαρχία! Άρα η Κυριαρχία δεν αλλάζει. Ό,τι αλλάζει, μεταβάλλεται, η κατάλυση της Κυριαρχίας  δηλαδή, δεν υπάρχει. Τόσο απλά.

ΔΕΝ τολμώ να εικάσω καν ότι ο ήρωας αριστοκράτης, ο γαιοκτήμονας δουλοκτήτης της πόλεως, θεωρούσε πώς δεν υπάρχει μεταβολή και αλλαγή, δεν τολμώ, μου είναι αδιανόητο. Δεν είναι δική μου πίστη: ένα από τα κομβικά μοτίβα τόσο της  λυρική ποίησης, που μετρούσε τις τελευταίες της μέρες την εποχή του Παρμενίδη, όσο και της τραγικής ποίησης, που τότε γεννιόταν και άνθιζε, είναι αυτό της αναπόφευκτης αλλαγής στη φύση και μεταβολής στην κοινωνία. Ούτε ο χώρος ούτε ο χρόνος μου επιτρέπει να σχολιάσω αυτό το ζήτημα λεπτομερειακά. Πρόκειται όμως για κοινό τόπο και στα δύο προαναφερθέντα είδη έκφρασης. Ο Παρμενίδης ήταν βέβαιος ότι υπήρχε αλλαγή και μεταβολή κι αυτό τον ενοχλούσε, και όχι μόνον αυτόν. Δεν την ήθελε, τον δυσαρεστούσε, ήταν απειλή, φόβος, έλλειψη, σκέτος εφιάλτης. Ήταν βέβαιο ότι η ισχύς, για παράδειγμα, αυξάνεται και μειώνεται, αλλάζει και μεταβάλλεται. Θα ήθελε όμως να μην υπήρχε ούτε η αλλαγή ούτε η μεταβολή. Και το ήθελε τόσο πολύ που αρνήθηκε την ύπαρξή τους. Αυτή είναι η λατρεία της επιθυμίας της αμεταβλησίας. Η οποία άρχισε να κλονίζεται μόνο μετά από δύο χιλιάδες χρόνια, με την λεγόμενη επιστημονική επανάσταση, που αποκορυφώνεται στα τέλη του 17ου αιώνα με τον Ισαάκ Νιούτον (Νεύτων), ο οποίος συνδύασε και συγκρότησε σε σύστημα τις επιτεύξεις της γήινης και ουράνιας κίνησης, της Δυναμικής δηλαδή και της Αστρονομίας, του Γαλιλαίου και του Κέπλερ.

Ο επόμενος σταθμός της λατρείας της αμεταβλησίας είναι ο Πλάτων. Αποτυπώνεται στη θεωρία των Ιδεών. Τώρα πλέον είναι σαφές ότι η μεταφυσική δεν είναι παρά ένα σώμα επιθυμιών, μια τελολογία. Η Ιδέα του Αγαθού δεν είναι παρά η επιθυμία του Αγαθού, η επιθυμία της Υπέρτατης Ισχύος. Δικαιολογεί την αλλαγή και τη μεταβολή με την θεωρία της ατελούς μίμησης: ό,τι υπάρχει και υφίσταται αλλαγή και μεταβολή είναι ατελές κακέκτυπο των Ιδεών. Ο Αριστοτέλης συνεχίζει το ίδιο μοτίβο, βάζει όμως πολύ νερό στο κρασί του: το σύμπαν είναι εύτακτο και δεν αλλάζει, δεν μεταβάλλεται, στην κοινωνία όμως, κυρίως στο πεδίο της πολιτικής,  υπάρχουν μεταβολές.

Η σταδιοδρομία της λατρείας της αμεταβλησίας ήταν μακροχρόνια και ένδοξη. Ένας από τους τελευταίους σταθμούς της ήταν ο Μακιαβέλι: οι άνθρωποι είναι ίδιοι, η ποσότητα της ισχύος που υπάρχει στον κόσμο είναι αμετάβλητη, απλά άλλοτε συγκεντρώνεται σε έναν πόλο (Ρώμη) και άλλοτε διασκορπίζεται ανισομερώς. Όσο περνάν τα χρόνια και διαβάζω περισσότερα αντιλαμβάνομαι ότι ο Μακιαβέλι είναι πολύ υπερεκτιμημένος. Έγραψε απαξιωτικά για την πυρίτιδα –  ξέρετε γιατί; Διότι οι Ρωμαίοι δεν είχαν πυρίτιδα! Ίχνος διορατικότητας!

ΠΡΙΝ  συνεχίσω για να δούμε πως ξεπεράστηκε και εξοβελίστηκε η επιθυμία της αμεταβλησίας, θα πρέπει να κάνουμε μια στάση οπωσδήποτε για να εξετάσουμε συνοπτικά τη σχέση του ιουδαϊσμού και του χριστιανισμού με την επιθυμία της αμεταβλησίας. Θα το κάνω επιγραμματικά γιατί ξημέρωσε κι έχω πολλές δουλειές να κάνω. Η Παλαιά Διαθήκη μας λέει ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο και από τότε αυτός ο κόσμος είναι αμετάβλητος. Η Καινή Διαθήκη όμως μας λέει, το είχε ήδη ψιλοπεί η Παλαιά, με τους προφήτες, ότι η Ιστορία έχει νόημα και σκοπό, άρα αλλάζει και μεταβάλλεται.

Η επιστημονική επανάσταση, το αποκορύφωμα της οποίας εκτυλίσσεται τον 17ο αιώνα, προετοιμάζει αφενός την εμφάνιση μιας άλλης λατρείας, μιας άλλης επιθυμίας, της προόδου, η οποία με τη σειρά της, τον 18ο και 19ο αιώνα συμβάλλει στη εμφάνιση της θεωρίας της βιολογικής και γεωλογικής εξέλιξης. Η λατρεία της αμεταβλησίας στάθηκε πάντα ένα εμπόδιο, το οποίο όμως τελικά ξεπεράστηκε, με δυσκολία αλλά ξεπεράστηκε. Με τη λατρεία της αμεταβλησίας μέσα στον εγκέφαλο, να πως εξήγησαν την ύπαρξη απολιθωμάτων ψαριών στα βουνά των Άλπεων: τα ψάρια αυτά έπεσαν από τις τσάντες των προσκυνητών που περνούσαν από εκεί! Μα την Παναγία!

Σχολιάστε ελεύθερα!