in αδρομερές σκιαγράφημα δυο ιστοριών του ανθρώπινου γένους, οι πρώτες μέρες της αγοράς/του εμπορεύματος και του χρήματος

τόκος, χρέος, ποιμενισμός, καπιταλισμός

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΘΑ έχουν περάσει πάνω από 2.500 χρόνια, τουλάχιστον, από τότε που εμφανίστηκε ο δανεισμός με τόκο αλλά ακόμα δεν ξέρουμε ακριβώς από ποιους, πότε, που και γιατί επινοήθηκαν, ή, προέκυψαν – πιθανόν μάλιστα και να μην το μάθουμε ποτέ. Εκείνο που ξέρουμε, είμαστε βέβαιοι, είναι ότι η διάρκεια της ύπαρξής τους είναι ένα πολύ μικρό κλάσμα της ανθρώπινης ιστορίας. Εκείνο που ξέρουμε ακόμα είναι ότι για τα μισά από αυτά τα δύο χιλιάδες πεντακόσια χρόνια ο δανεισμός με τόκο, ο τόκος ο ίδιος,  εθεωρείτο αμάρτημα, κάτι αποτρόπαιο και φρικτό. Θα είχε εκπνεύσει, εάν δεν του έδινε το φιλί της ζωής ο καπιταλισμός, ο εμπορικός στην αρχή. Και του το έδωσε γιατί καπιταλισμός χωρίς τόκο είναι κάτι αδιανόητο – δεν μπορεί να υπάρξει.

ΞΕΡΟΥΜΕ ακόμα, είμαστε βέβαιοι, κι άλλα για τον δανεισμό με τόκο. Ξέρουμε ότι υπήρχε δανεισμός χωρίς τόκο – υπάρχει ακόμα και σήμερα, μεταξύ φίλων, οικείων, συγγενών, γνωστών, γειτόνων. Ξέρουμε ότι κάποτε η πρακτική και η έννοια του δανεισμού, χωρίς τόκο εννοώ, ήταν και αυτά άγνωστα. Για το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας επικρατούσε το δώρο, το μοίρασμα της τροφής και η κοινοχρησία των εργαλείων. Ποτέ ο άνθρωπος δεν κατανάλωνε την τροφή του εκεί που την έβρισκε αλλά την μετέφερε για να την καταναλώσει μαζί με αυτούς που δεν μπορούσαν να βρουν τροφή. Εάν χρειαζόσουν ένα τσεκούρι θα πήγαινες να το πάρεις από εκείνον που το είχε. μέχρι κάποιος άλλος να έρθει να το πάρει από σένα. Αυτό γινόταν στις τροφοσυλλεκτικές – κυνηγητικές  κοινωνίες για 90.000 χρόνια, εάν ο άνθρωπος υπάρχει πάνω στη Γη εδώ και 100.000 χρόνια.

ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ και κάτι άλλο για τον τόκο, κάτι πολύ σημαντικό. Γνωρίζουμε ότι εμφανίστηκε στις ποιμενικές κοινωνίες. Οι οποίες προέκυψαν από αγροτικές κοινότητες που βρέθηκαν σε περιοχές που δεν προσφέρονταν για την καλλιέργεια της γης αλλά για την εκτροφή ζώων: αιγοπρόβατα κυρίως σε στέπες και ημιερημικές εκτάσεις. Μεταξύ αυτών των δύο κοινωνιών υπάρχει μια μεγάλη διαφορά, μια διαφορά που οι συνέπειές της άφησαν ανεξίτηλα σημάδια στην Παγκόσμια Ιστορία. Ας τη δούμε, και τη διαφορά και τις συνέπειές της.

ΟΤΑΝ καλλιεργούμε με την τσάπα τη γη, έχουμε ένα εργαλείο (τσάπα) κι ένα αντικείμενο εργασίας (γη). Και τα δύο αυτά μπορούμε να τα αλλάξουμε, να τα βελτιώσουμε: η τσάπα να γίνει αλέτρι και μετά τρακτέρ· να αφήνουμε τη γη να ξεκουραστεί (αγρανάπαυση) αλλά μπορούμε και να τη λιπάνουμε με κοπριά ή λιπάσματα. Έτσι, φτάσαμε σήμερα στο σημείο να οργώνουμε ένα στρέμμα σε λίγα λεπτά της ώρας και να παίρνουμε 600 κιλά μαλακό σιτάρι, ενώ ο σπόρος ήταν 25 κιλά!  Με τη τσάπα θα χρειαζόμασταν πολλές μέρες, με το αλέτρι μία και θα ήμασταν πολύ ευχαριστημένοι αν παίρναμε 100 κιλά. Να πώς φτάσαμε στο σημείο να έχει ξεπεράσει σήμερα  ο παγκόσμιος πληθυσμός τα 7 δις! Η βελτίωση οφείλεται στη διάκριση μεταξύ εργαλείου και αντικειμένου εργασίας:και τα δύο μπορεί να βελτιωθούν – και βελτιώθηκαν.

Η κατάσταση στις ποιμενικές κοινωνίες είναι τελείως διαφορετική. Εκεί το εργαλείο και το αντικείμενο εργασίας είναι το ίδιο και είναι κάτι που δεν μπορεί να βελτιωθεί: είναι το θηλυκό ζώο, εργαλείο και αντικείμενο εργασίας – η κατσίκα, η προβατίνα, η αγελάδα. Η γη παράγει 100 ή 600 κιλά σιτάρι, αλλά η κατσίκα γεννάει μια φορά το χρόνο δυο κατσικάκια  εδώ και πολλές δεκάδες χρόνια και αυτό δεν έχει αλλάξει και δεν πρόκειται να αλλάξει. Έτσι, οι ποιμενικές κοινωνίες δεν μπορούσαν να γίνουν πλούσιες κοινωνίες, δεν μπορούσαν να έχουν αποθέματα τροφής, δεν μπορούσαν να επινοήσουν άλλες παραγωγικές δραστηριότητες αφού ήταν δέσμιες του βιολογικού κύκλου των ζώων:έπρεπε να είναι πάντοτε κοντά τους για να τα βοσκήσουν, να τα ξεγεννήσουν, να τα αρμέξουν, να τα κουρέψουν  και άλλα πολλά. Διαθέτοντας οι αγρότες μεγάλα χρονικά διαστήματα απαλλαγμένα εργασιών, μπόρεσαν να επινοήσουν την υφαντική, την κεραμεική, την μεταλλουργία, να συνεργαστούν και να ανοίξουν κανάλια αρδευτικά και να αυξήσουν έτσι την καλλιεργήσιμη γη. Τίποτα από αυτά δεν μπόρεσαν να κάνουν ο ποιμένες. Σε περιπτώσεις ανομβρίας, έλλειψης τροφής για τα ζώα (δεν μπορούσαν να επέμβουν στη γονιμότητα των λιβαδιών) και επιζωοτίας αντιμετώπιζαν πάντα το φάσμα της ένδειας και της εξαθλίωσης, ενώ πολιτισμικά ήταν πάντα πολύ καθυστερημένοι σε σύγκριση με τις αγροτικές κοινότητες.

ΣΕ οριακές περιπτώσεις, που δεν ήταν σπάνιες, σε συνδυασμό με την αύξηση του πληθυσμού, άρα της στενοχωρίας (στενός και στόνος, αναστεναγμός είναι λέξεις συγγενικές ετυμολογικά), ο μόνος τρόπος να επιβιώσει ένα ποιμενικό γένος ήταν να αρπάξει τον πλούτο (ζώα κυρίως) του γειτονικού γένους, εκδιώκοντάς το ή εξοντώνοντάς το. Οι πρώτες κοινωνίες που προσανατολίστηκαν προς την αρπαγή του κοινωνικού πλούτου των άλλων ήταν οι ποιμενικές· αυτές επίσης ήταν οι πρώτες κοινωνίες που ο πόλεμος δεν ήταν μια ευκαιριακή και προσωρινή δραστηριότητα αλλά συνεχής και καθημερινή. Πολύ συχνά άφηναν τα πατρικά βοσκοτόπια και εισέβαλαν στις περιοχές των αγροτικών κοινοτήτων, λεηλατώντας, καταστρέφοντας και εξοντώνοντας τον πληθυσμό. Αυτό άρχισε γύρω στο 4.500 π. Χ. και τελείωσε όταν τα πυροβόλα όπλα, γύρω στο 1650 μ. Χ, πάνω από 6.000 χρόνια, σταμάτησαν τις εισβολές των Τούρκων και Μογγόλων νομάδων ποιμένων.

ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ από τις αγροτικές κοινότητες, στις ποιμενικές κοινωνίες, μέσα στους κόλπους του ποιμενικού γένους, της ελάχιστης κοινωνικής και οικονομικές μονάδας του ποιμενισμού, επιβίωναν στοιχεία αλληλεγγύης και αμοιβαίας βοήθειας. Το Κοράνι, για παράδειγμα, απαγορεύει ρητά τη φτώχεια μέσα στην κοινότητα. Κάτι παρόμοιο διαβάζουμε και στην Αβέστα. Μέσα στο ποιμενικό γένος επικρατούσε κοινοκτημοσύνη και αμοιβαία βοήθεια, προς τα η αρπαγή και ο πόλεμος. Αναπόφευκτα αυτά τα δύο επηρέασαν την κοινωνική δομή, με αποτέλεσμα να δηλητηριαστεί η ζωή από την αρπαγή και τον πόλεμο και να εμφανιστεί ο κτητικός ατομικισμός ( μόνο ο βοσκός εργάζεται μόνος του) και ο ανταγωνισμός. Δεν άργησε να εμφανιστεί και μια λανθάνουσα κοινωνική διαφοροποίηση και μέσα στο ίδιο το γένος να εμφανιστούν πλούσιοι και ισχυροί, φτωχοί και αδύναμοι. Η αμοιβαία βοήθεια όμως δεν εξαφανίστηκε, όπως μας λένε τα ποιμενικής προέλευσης κείμενα, όπως αυτά του εβραϊκού ποιμενισμού (Παλαιά Διαθήκη).

Η αμοιβαία βοήθεια δεν μπορούσε να υπάρξει χωρίς την αρπαγή. Εάν δανείσει ένας αγρότης μια τσάπα ή ένα τσουβάλι σιτάρι, θα του επιστραφεί μία τσάπα ή ένα τσουβάλι σιτάρι. Ήταν παντελώς αδιανόητο να δώσεις περισσότερα. Δεν συνέβαινε όμως το ίδιο και στις ποιμενικές κοινότητες. Εάν ήθελε ένας πλούσιος ποιμένας να βοηθήσει έναν φτωχό και ενδεή θα του δάνειζε μερικά ζώα· με την αρπαγή όμως και την επιθυμία αύξησης του πλούτου να κυριαρχεί στη συμπεριφορά του και τις αξίες του, μπορούσε να πάρει περισσότερα. Εάν δάνειζε δέκα προβατίνες, εργαλεία παραγωγής τροφής και άλλων προϊόντων, μπορούσε να πάρει πίσω και τα μισά αρνάκια ή και όλα, μιας και ό, τι γεννήσει η δική του προβατίνα είναι δικό του. Έχουμε εδώ για πρώτη φορά, σε εμβρυώδη μορφή όχι μόνο την έννοια της μελλοντικής παραγωγής αλλά και το δικαίωμα κατοχής της μελλοντικής παραγωγής. Η έννοια αυτή όπως και το δικαίωμα κατοχής είναι πολύ σημαντικά και είναι αυτά που κυριαρχούν σήμερα στα Χρηματιστήρια – ας μην προτρέχουμε όμως.

ΑΥΤΑ τα δέκα παραπάνω αρνάκια, αυτή η μελλοντική παραγωγή που ανήκει στον ιδιοκτήτη των προβατίνων ονομάστηκε από τους ελληνικής καταγωγής ποιμένες τόκος. Τόκος σημαίνει γέννηση, από το ρήμα τίκτω (<έτεκον). Ο δανεισμός με τόκο είναι ένας συνδυασμός αμοιβαίας βοήθειας και αρπαγής – ο τόκος είναι η λεία της αρπαγής. Δίπλα στην αρπαγή με τα όπλα εμφανίζεται η αρπαγή με τον δανεισμό. Ο ίδιος ο κοινωνικός πλούτος χρησιμοποιείται και ως μέσον βοήθειας αλλά και ως μέσον αρπαγής. Εάν ο δανειζόμενος αρνηθεί να καταβάλει τον τόκο, ο δανειστής θα καταφύγει στη βία, η οποία παίρνει δύο μορφές. Η άρνηση προσφοράς βοήθειας είναι βία, κοινωνική βία – χωρίς βοήθεια ο φτωχός ποιμένας δεν θα μπορέσει να επιβιώσει. Η άλλη μορφή βίας είναι τα ίδια τα όπλα: ή θα δώσεις τόκο ή θα πεθάνεις.

ΕΜΦΑΝΙΖΟΝΤΑΙ λοιπόν δύο τρόποι αρπαγής: τα όπλα και ο δανεισμός κοινωνικού πλούτου. Όταν στην αρχαία Ελλάδα οι ποιμένες στράφηκαν προς την καλλιέργεια της γης, κάθε δανεισμός ήταν μέσον αρπαγής. Εάν ένας ενδεής καλλιεργητής βρισκόταν σε κατάσταση ανάγκης, χρείας, θα δανειζόταν σιτάρι και θα έπρεπε να επιστρέψει μεγαλύτερη ποσότητα. Αυτή η διαφορά λεγόταν επίσης τόκος. Δάνειο και τόκος, έως ότου επιστραφούν ονομαζόταν χρέος. Ο δανειζόμενος ήταν αιχμάλωτος του δανειστή, οπότε το χρέος είναι μια μορφή κοινωνικής αιχμαλωσίας, που μπορεί να οδηγήσει στην πλήρη ή μερική υποδούλωση, όπως συνέβη στην αρχαϊκή Αθήνα την εποχή του Σόλωνα (650-600 π, Χ.). Εάν παραχωρήσει γη, ο κάτοχός της θα απαιτήσει μια ποσότητα από την παραγωγή. Γιατί; Διότι εκλαμβάνει τη γη ως ζώο που γεννάει – ότι παραχωρείται πρέπει να γεννάει πλούτο για τον κάτοχό της. Αυτή είναι η προέλευση της γαιοπροσόδου!

ΘΑ μας φανεί παράξενο αλλά έτσι έχουν τα πράγματα. Ο τόκος προηγείται και του εμπορεύματος και του χρήματος. Να ήταν μόνο αυτό!  Το εμπόρευμα και το χρήμα δεν θα μπορούσε να εμφανιστεί εάν δεν υπήρχε ο δανεισμός, ο τόκος και το χρέος. Εδώ όμως ανοίγουμε ένα άλλο ενδιαφέρον κεφάλαιο που απαιτεί και πολύ χρόνο και πολύ χώρο – θα ασχοληθούμε με το φλέγον αυτό ζήτημα μια άλλη φορά, αφού σας υπενθυμίσω ότι η αρχική σημασία της λέξης κέρδος είναι απάτη και της λέξης τιμή, φόρος υποτέλειας.  

ΤΟ μόνο που απομένει να γράψω είναι ότι ο δανεισμός με τόκο είναι η πρώτη μορφή επένδυσης που αποσκοπεί στην αύξηση του πλούτου μέσω της αρπαγής ξένου κοινωνικού πλούτου. Όλα αυτά, δανεισμός, τόκος, χρέος, επένδυση, εμπόρευμα, χρήμα, όλα ποιμενικής προέλευσης, είναι οι αναγκαίες προϋποθέσεις, όχι όμως και επαρκείς, για την ύπαρξη του καπιταλισμού. Υπήρξαν χωρίς να υπάρχει καπιταλισμός αλλά να υπάρξει καπιταλισμός χωρίς αυτά είναι κάτι που δεν μπορεί κανείς να το διανοηθεί. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο Μαρξ με αυτά ακριβώς καταπιάστηκε στους τρεις ογκώδεις τόμους του Κεφαλαίου του. Απλά κάποια πράγματα θα πρέπει να τα ξαναδούμε.

Θα τα ξαναπούμε σε δέκα μέρες, μια βδομάδα –  πρέπει να κόψω ξύλα και να φυτέψω 15ο κλίματα αμπέλι (100 ξυνόμαυρο και 50 ασύρτικο).

Σχολιάστε ελεύθερα!