in τι συζητήσαμε με τον Όμηρο για την Ιλιάδα

για την εγγύτητα αφηγητή και ακροατηρίου

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17

 

Ο Όμηρος και ο Αθανάσιος συζητούν για την εγγύτητα αφηγητή και ακροατηρίου

 

 

 

– Όμηρε, βλέπουμε μια ταινία και δύο ώρες περνούν λες και ήταν λίγα δευτερόλεπτα και βλέπεις ταινία που σε λίγα λεπτά της ώρας κουράζεσαι και κοιμάσαι. Κάποιος λέει ένα ανέκδοτο και ξεκαρδίζεσαι στο γέλιο και κάποιος άλλος λέει το ίδιο ανέκδοτο και απλά χαμογελάς. Κάποια γιαγιά λέει ένα παραμύθι στα εγγόνια της και αυτά κρέμονται από τα χείλη της αλλά δεν λένε όλες οι γιαγιάδες με τον ίδιο τρόπο τα παραμύθια. Εάν ο δάσκαλος είναι κι αυτός ένας αφηγητής, υπάρχουν δάσκαλοι που αιχμαλωτίζουν την ύπαρξή σου, που σε γοητεύουν κι άλλοι που δεν τους μπορείς, είναι βαρετοί, δεν το έχουν. Ποιο είναι το μυστικό της γοητείας, του μαγέματος της αφήγησης; Στα ρωτάω όλα αυτά γιατί διαβάζοντας την Ιλιάδα μας δημιουργείται η εντύπωση, η βεβαιότητα θα έλεγα εγώ, πως ήσουνα ένας γοητευτικός, εξαιρετικός αφηγητής. Πώς κατάφερνες και μάγευες τους ακροατές σου;

 

 

– Ευχαριστώ πολύ, Αθανάσιε, για την φιλοφρόνηση. Η αφήγηση είναι μια τέχνη, μια δεξιότητα που την μαθαίνεις. Σίγουρα δεν αρκεί μόνο η μάθηση. Είναι και κάτι άλλο. Το πόσο αγαπάς τους ακροατές σου, πόσο κοντά τους είσαι, πόσο θέλεις να περνάνε καλά, πόσο φιλικός είσαι μαζί τους.

 

– Αυτό ισχύει και με το γράψιμο.

 

– Ναι, ναι, και με το γράψιμο. Αυτό ακριβώς κληρονόμησε το γράψιμοΑπό την προφορική αφήγηση. Ένα παράδειγμα. Οι μεγάλοι μυθιστοριογράφοι του 19ου και του 29ού αιώνα άκουγαν παραμύθια από τη γιαγιά τους. Σήμερα τα παιδιά βλέπουν κινούμενα σχέδια ή παρακολουθούν μαθήματα δημιουργικής γραφής. Επαναστάτησαν οι αγρότες που έγιναν εργάτες, όχι οι εργάτες εργατικής καταγωγής! Αυτά τα δύο φαινόμενα συσχετίζονται. Πρόσεξε να δεις πως μια γιαγιά αφηγείται ένα παραμύθι. Μια φορά κι ένα καιρό, καλά μου παιδιά, και τα λοιπά. Και τι κάνει τότε η Κοκκινοσκουφίτσα, καλά μου παιδιά; και τα λοιπά. Αχ, βρε Κοκκινοσκουφίτσα, και τα λοιπά. Φαντάσου τώρα μια άλλη γιαγιά που δεν το έχει και πολύ να αφηγείται το ίδιο παραμύθι χωρίς να απευθύνεται στα παιδιά, χωρίς να απευθύνεται στην Κοκκινοσκουφίτσα, χωρίς να σχολιάζει αυτά που κάνει η Κοκκινοσκουφίτσα. Ποια είναι η διαφορά   τους; Η εγγύτητα. Η πρώτη επιδιώκει, ενστικτωδώς ίσως, την εγγύτητα και με τους ακροατές και με την Κοκκινοσκουφίτσα και να ενισχύει την ταύτιση των παιδιών με την Κοκκινοσκουφίτσα χωρίς ηθικολογίες και διδακτισμό.

 

– Είναι πάρα πολύ δύσκολο να γοητεύσεις τα παιδιά και να παρακολουθήσουν ακόμα και ένα σύντομο παραμύθι. Γι αυτό είναι σύντομα. Όπως και τα σκετσάκια του κουκλοθέατρου! Κι εκεί που   σε ακούνε με το στόμα ανοιχτό, μαγεμένα, όσο και να τα έχεις γοητεύσει μετά από λίγη ώρα αρχίζουν να μιλάνε μεταξύ τους, να κοιτάνε αριστερά και δεξιά, να βαριούνται, να κάνουν φασαρία. Η δική σου η αφήγηση διαρκούσε ώρες και μέρες! Πώς τα κατάφερνες;

 

– Αθανάσιε, και οι μεγάλοι είναι όπως τα παιδιά. Γενικά οι άνθρωποι δεν θέλουν να ακούνε τους άλλους να μιλάνε με τις ώρες, βαριούνται, αισθάνονται ότι καταλύεται η ελευθερία τους. Γι αυτό και οι πολιτικοί και οι αρχηγοί είναι αυτοί που μιλάνε πολύ Ποιος θέλει να το παίξει ηγέτης σε μια παρέα; Αυτός που μιλάει πιο πολύ από τους άλλους! Το να μιλάς πολύ είναι κάτι που οι άνθρωποι το βλέπουν με καχυποψία. Είναι πολύ κουραστικό να ακούς τον άλλον να μιλάει με τις ώρες. Θα σε ακούσουν μόνο όταν είναι βέβαιοι ότι δεν είσαι ή δεν θέλεις να γίνεις αρχηγός τους και όταν είναι βέβαιοι ότι το κάνεις αυτό γιατί θέλεις να περνάνε ευχάριστα την ώρα τους, όταν περνάνε καλά όση ώρα αφηγείσαι μια ιστορία. Πώς λοιπόν κάτι που είναι κουραστικό και ύποπτο θα το κάνεις ευχάριστο; Αυτή είναι η τέχνη του αφηγητή. Του παραμυθά, του αοιδού, του ιστοριογράφου, του μυθιστοριογράφου. Αν και στο θέατρο και τον κινηματογράφο υπάρχει επιπλέον και η εικόνα, η τέχνη του αφηγητή υπόκειται στους ίδιους κανόνες. Υπάρχουν θεατρικά έργα και ταινίες που δεν βλέπονται!

 

– Όμηρε, έκανα την εξής έρευνα. Διαπίστωσα ότι μέσα σε ένα λεπτό της ώρας δεν μπορούσες να απαγγείλεις πάνω από οχτώ με δέκα στίχους. Αυτό σημαίνει ότι για να αφηγηθείς όλη την Ιλιάδα που   έχουμε εμείς σήμερα στα χέρια μας χρειαζόσουν 35 με 40 ώρες, δηλαδή έξι μέρες, έξι με εφτά ώρες τη μέρα, μαζί με κάποια σύντομα διαλείμματα να πιεις κάνα ποτήρι νερό ή κρασί. Έξι ώρες! Εμείς σήμερα δεν μπορούμε ούτε καν να το φανταστούμε! Και είμαι βέβαιος ότι κρέμονταν από τα χείλη σου! Απίστευτη δεξιοτεχνία, απίστευτη μαστοριά. Κάνε μας τη χάρη, σε παρακαλώ, πριν καταπιαστούμε λεπτομερειακά με τα μυστικά της αφηγηματικής τέχνης σου, και ανάφερέ μας ένα σύντομο αλλά χαρακτηριστικό παράδειγμα της τελευταίας, της έκτης μέρας της αφήγησης.

 

– Πολύ ευχαρίστως, Αθανάσιε! Βλέπω ότι και εσύ το έχεις! Λοιπόν, κάπου στην αρχή της Φ ο Αχιλλεύς σκοτώνει ένα Τρώα και τον πετάει στο ποτάμι, στον Σκάμανδρο. Ένας άλλος αοιδός θα τελείωνε εκεί το περιστατικό. Εγώ όμως συνεχίζω. Και σχολιάζω. Τα χέλια και τα ψάρια θα τον περιποιηθούν, θα τον φροντίσουν, κόβοντάς τον και ψιλοτρώγοντάς τον. Αυτό το σχόλιο τους εντυπωσίαζε, τους έβλεπα, ο επιδέξιος αφηγητής παρακολουθεί συνεχώς τις αντιδράσεις του κοινού του. Εάν εντυπωσιάζονται, θα το ξανακάνω. Εάν δυσαρεστούνται, δεν θα το ξανακάνω το σχόλιο. Μόλις πάνε να βαρεθούνε, να κουραστούμε, θα βρω τρόπο να τους εντυπωσιάσω. Και γιατί εντυπωσιάστηκαν; Πώς μπορείς να τους κάνεις να εντυπωσιαστούν;

 

– Όταν αναφέρεσαι στους φόβους του ακροατηρίου, στις επιθυμίες του, στις ανησυχίες του, όταν τα σχολιάζεις όλα αυτά, τότε εντυπωσιάζεται. Τους τραβάς την προσοχή, το ενδιαφέρον. Οι ήρωες φοβόντουσαν μην τους φάνε τα ψάρια! Μπορεί να σας φανεί παράξενο αλλά έτσι είναι. Μεγάλος φόβος! Όπως και ο φόβος του ναυαγίου! Όπως και ο φόβος μήπως δεν φροντίσουν, δεν περιποιηθούν οι ζωντανοί το πτώμα του, μην τον φάνε τα σκυλιά και τα όρνεα. Και τα ψάρια.

 

– Ειρωνικό το σχόλιο.

 

– Αθανάσιε, ξεχνάς ίσως ότι η αρχαία ελληνική κοινωνία ήταν μια κοινωνία της ειρωνείας. Οι αρχαίοι Έλληνες την είχαν την ειρωνεία έτοιμη ανά πάσα στιγμή στα χείλια τους. Οι αρχαίοι Έλληνες ήταν είρωνες, καλλιτέχνες της ειρωνείας

 

– Δεν είναι λίγη η ειρωνεία στην Ιλιάδα!

 

– Όχι, δεν είναι.

 

– Και γιατί τόσο ειρωνεία;

 

– Γιατί η αρχαία ελληνική κοινωνία ήταν μια κοινωνία άκρως ανταγωνιστική. Μέσα σε αυτό το ανταγωνιστικό πλαίσιο, η ειρωνεία ήταν ένας διαδεδομένος, ένας παραδοσιακός τρόπος χλευασμού του αντιπάλου.

 

– Η ειρωνεία όμως δεν έχει πάντα σχέση με τον ανταγωνισμό.

– Ασφαλώς και δεν έχει!   Μέσα σε ένα ανταγωνιστικό πλαίσιο μπορεί να γίνει όπλο, πολύ αποτελεσματικό όπλο απαξίωσης και περιφρόνησης του αντιπάλου.

 

– Εάν κατάλαβα καλά, Όμηρε, η εγγύτητα του αφηγητή με το ακροατήριο επιτυγχάνεται όταν ο αφηγητής φέρνει στο προσκήνιο και σχολιάζει τους φόβους, τις επιθυμίες και τις ανησυχίες του ακροατηρίου.

 

– Ακριβώς, Αθανάσιε.

Σχολιάστε ελεύθερα!