in οι λατρείες της Δύσης

από τη λατρεία της ταλαιπωρίας στη λατρεία της άνεσης

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΣΗΜΕΡΑ και αύριο θα ασχοληθούμε με τη λατρεία της ταλαιπωρίας και της άνεσης· αν και το θέμα έχει ερευνηθεί λεπτομερειακά από την πρωτοπόρα ελληνική διανόηση, ακαδημαϊκή και μη, θα τολμήσουμε να εκθέσουμε και τις δικές μας σκέψεις. Θα το κάνουμε διότι παρέβλεψαν κάτι πολύ σημαντικό: τη σχέση της ταλαιπωρίας με τον ηρωισμό και την δημοκρατίαν και τη σχέση της άνεσης με τον θεόν και την επιθυμία της  θεοποίησης. Πολύ σοβαρή παράβλεψη. Το γεγονός δε ότι δεν είδαν την άνεση, τον θεόν δηλαδή,  ως την πιο σοβαρή μορφή ταλαιπωρίας είναι κάτι το οποίο μπορούμε βεβαίως να συγχωρέσουμε, όχι όμως και να ξεχάσουμε. Υπάρχει και μια άλλη πτυχή, ένα άλλο ερώτημα. Εάν ο Υποτελής είναι ταλαίπωρος, πολύ ταλαίπωρος, δεν μπορεί να μην είναι ταλαίπωρος, πώς και ζει μέσα στις ανέσεις; Πώς συνδυάζεται η ταλαιπωρία με την άνεση;

ΟΙ λέξεις ταλαίπωρος, ταλαιπωρία και ταλαιπωρώ εμφανίζονται πρώτη φορά τον πέμπτο π. Χ. αιώνα. Ταλαιπωρία (*ταλασι-πωρία) είναι η σωματική κακοπάθεια, λόγω εξαντλητικής  εργασίας, είναι η στενοχώρια, τα βάσανα της ζωής – την ίδια σημασία έχει πάνω κάτω και σήμερα η λέξη. Γνωρίζουμε τι σημαίνει το πρώτο συνθετικό της λέξης (τάλας) αλλά το δεύτερο είναι δυσερμήνευτο. Κάποιοι το σχετίζουν με την πήραν, την αναπηρία,  ενώ άλλοι με με κάποια ρίζα -πωρο-, η σημασία της οποίας είναι ‘πόνος, κόπος, κίνδυνος’. Δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία – το πρώτο συνθετικό όμως έχει.

ΜΕΓΑΛΟ ενδιαφέρον παρουσιάζει η σημασιολογική εξέλιξη του επιθέτου τάλας. Πριν την εξετάσουμε συνοπτικά, ας θυμηθούμε δυο λέξεις – η μία πολύ γνωστή, η άλλη όχι. Τάλαντον είναι το όργανο το οποίο σηκώνει κάποιο βάρος, είναι η ζυγαριά. Ένα συγκεκριμένο βάρος χαλκού (32 κιλά περίπου) ή χρυσού (δεν είμαστε βέβαιοι πόσο) είναι μια νομισματική μονάδα, η μεγαλύτερη, το τάλαντον. Η ταλασία είναι μια εξαντλητική δουλειά την οποία έκαναν μόνο οι γυναίκες, παντρεμένες και ανύπαντρες, μαζί με τα κορίτσια, έγκλειστες, όπως εμείς σήμερα, καλή ώρα, μέσα στο σπίτι (σε δωμάτια χωρίς παράθυρα!) – το γνέσιμο, την μετατροπή του μαλλιού σε νήμα. Την εργασία αυτή την έλεγαν ταλασία, ταλαιπωρία δηλαδή.

ΤΟΝ πέμπτο αιώνα το επίθετο τάλας ζει τις τελευταίες του μέρες, εκτοπίζεται από το ταλαίπωρος. Τάλας είναι ο κακόμοιρος, θα λέγαμε, ο κακομοίρης (Λυσιστράτη Αριστοφάνους). Πριν τον πέμπτο όμως αιώνα το επίθετο και τα εξ αυτού σύνθετα, και είναι πολλά, είναι πολύ συνηθισμένο. Να θυμηθούμε τη λέξη Άτλας – αυτός που σηκώνει το μεγαλύτερο βάρος και δεν καταλαβαίνει τίποτα, δεν κλατάρει (το αρχικό α είναι στερητικό). Το τάλας λοιπόν έχει κάποια σχέση με το βάρος. Αλλά ποιο βάρος, φίλες και φίλοι;

ΜΙΑ πολύ γνωστή στερεότυπη φράση της Ιλιάδας και της Οδύσσεια είναι η ΄δίος πολύτλας Οδυσσεύς᾿ (<πολυτάλας). Ο πολύτλας δεν είναι ο κακομοίρης εσχάτου βαθμού. Είναι μια λέξη δυνατή που εξυμνεί τον Οδυσσέα. Δίος σημαίνει λαμπρός, ισχυρός – δεν έχει σχέση με τον Δία αλλά με την κοινή ρίζα διF- που είναι το φως, η λάμψη. Ο ίδιος ο ήρωας χαρακτηρίζεται επίσης ταλασίφρων. Ο τάλας, ο πολύτλας, ο ταλασίφρων, το ταλαεργός, ο τλήμων, ταλάφρων, ο ταλαπείριος είναι αυτός που αντέχει και σηκώνει το βάρος, είναι ο καρτερικός, που αντέχει στις κακουχίες, ο υπομονετικός, ο πολυβασανισμένος, χωρίς η λέξη να έχει αρνητική σημασία. Τληπόλεμος, ο γιος του Ηρακλή, είναι αυτός που αντέχει τον πόλεμο. Ταλαιμένης, όνομα πολεμιστή, είναι αυτός που συνδυάζει την καρτερικότητα και το μένος, την ψυχική δύναμη.

ΕΓΕΙΡΕΤΑΙ ένα πολύ βασικό ερώτημα. Γιατί, φίλες και φίλοι,  εξυμνούνται το βάρος, η καρτερικότητα, τα βάσανα, οι κακουχίες; Περίεργο δεν είναι; Όχι, δεν είναι καθόλου παράξενο, αρκεί να λάβουμε υπ΄ όψει μας την εξής πολύ βασική, κομβική θα έλεγα, διαπίστωση. Όλα αυτά τα επίθετα και ονόματα που παρέθεσα  είναι επίθετα και ονόματα ηρώων. Ο ήρωας είναι πολεμιστής. Ποια είναι η βασική επιδίωξη, η βασική επιθυμία του ήρωα; Να γίνει πιο πλούσιος και πιο ισχυρός. Πώς μπορούσε να το κάνει; Με τον πόλεμο!  Ποιο είναι το βάρος; Είναι τα όπλα και η λεία! Αν υπάρχει. Ο πόλεμος ήταν μια δραστηριότητα πολύ κοπιαστική, πολύ κουραστική, περπάτημα, βροχές, πείνα, δίψα, ασθένειες, τραυματισμοί, κίνδυνοι. Μεγάλη ταλαιπωρία! Εξ ου και το επίθετο άθλιος, από το άθλος. Ο οποίος είναι κατόρθωμα αλλά και μεγάλη ταλαιπωρία. Για να γίνεις πιο πλούσιος και πιο ισχυρός πρέπει να πολεμήσεις, να ταλαιπωρηθείς, μέχρι σημείου εξαθλίωσης – σαν τον Οδυσσέα που γύρισε στην πατρίδα του,  μετά από μεγάλες ταλαιπωρίες, ρακένδυτος ζητιάνος. Ο ίδιος ήταν που είχε κάνει την εξής καταπληκτική δήλωση, μετά από δέκα χρόνια αποτυχιών, μια από τις πιο σημαντικές του ηρωισμού και του δυτικού πολιτισμού (Β 298): είναι μεγάλη ντροπή, είναι αίσχος, να διαρκεί μια επιδρομή πάρα πολύ και τελικά να γυρίζουμε στα σπίτια μας με άδεια χέρια:

αισχρόν τοι δηρόν τε μένειν κενεόν τε νέεσθαι

Και συνεχίζει (299): τλήτε, φίλοι, και μείνατ΄ επί χρόνον, κάνετε υπομονή, αντέξετε και μείνετε εδώ για πολύ χρόνο, όσο χρειαστεί.

ΠΡΙΝ προχωρήσουμε, ας δούμε κάτι άλλο, που θα μας χρειαστεί όταν θα μελετήσουμε την άνεση. Οι απλοί πολεμιστές την Ιλιάδα δεν θέλουν να πολεμήσουν – έτσι κι αλλιώς όλη τη λεία την έπαιρναν οι ήρωες.  Οι ήρωες, οι ισχυροί και πλούσιοι πολεμιστές επί ματαίω τους παρακινούν και τους εμψυχώνουν. Αλλά και οι ίδιοι οι ήρωες κάνουν ότι μπορούν για να αποφύγουν τη μάχη. Ο Αχιλλεύς δεν κρύφτηκε στη Σκύρο, δεν ντύθηκε γυναίκα, για να μην πάει να πολεμήσει, έως ότου τον εντοπίσει ο Οδυσσεύς, ο οποίος κι αυτός προσπάθησε να αποφύγει τον πόλεμο, πουλώντας τρελίτσα; Τα γνωρίζουμε αυτά. Η αμφιθυμία του ήρωα: εάν πολεμήσει και νικήσει, θα γίνει πιο πλούσιος και πιο ισχυρός. Ενδέχεται όμως και να ηττηθεί ή και να πεθάνει και να τα χάσει όλα!

ΟΤΑΝ οι ποιμένες ήρωες πολεμιστές έγιναν γαιοκτήμονες, γύρω στο 850-700 π. Χ., εξασφάλιζαν τον πλούτο και την ισχύ με την εργασία των δούλων. Το έριξαν στον αθλητισμό, τον ειρηνικό πόλεμο. Η κοινωνία δεν έπαψε να είναι πολεμική – τώρα πολεμούσε ο δήμος, οι φτωχοί ελεύθεροι πολεμιστές, με την φάλαγγα. Οι πλούσιοι αριστοκράτες παρακολουθούσαν τη μάχη εκ του ασφαλούς πάνω στους ίππους τους, γι αυτό και τους έλεγαν ιππείς, που δηλώνει την άρχουσα κοινωνική τάξη. Μόνο με τον πόλεμο και τις ληστρικές επιδρομές μπορούσαν οι φτωχοί και ακτήμονες να επιβιώσουν ή να εξασφαλίσουν κάποιο χρήμα. Όταν έμαθαν ότι στη Σικελία υπάρχει μπόλικο χρυσάφι και χρήμα, έρος ενέπεσεν τοις πάσι εκπλεύσαι . . .  αργύριον οίσουσιν, γράφει ο Θουκυδίδης: Τους κυρίευσε όλους μια σφοδρότατη επιθυμία να εκστρατεύσουν για να αποκτήσουν και να φέρουν χρήμα. Μόνο που σχεδόν δεν επέστρεψε κανένας από τους 5.000 εισβολείς. Πολλοί από αυτούς πέθαναν στα λατομεία από τη ζέστη, την εξάντληση και τις κακουχίες, μεταξύ αυτών και ο στρατηγός Νικίας.

Η πιο γνωστή εξύμνηση της ταλαιπωρίας, της πολεμικής, είναι ο Επιτάφιος του Περικλέους. Γίναμε ισχυροί και πλούσιοι γιατί πολεμούσαμε, γιατί ταλαιπωρηθήκαμε, γράφει ο Θουκυδίδης. Εσείς, φτωχοί, θα πρέπει να καταλάβετε ότι δεν είναι ντροπή η φτώχεια· ντροπή είναι να μην θέλετε να πάψετε να είστε φτωχοί κι ένας τρόπος μόνο υπάρχει: ο πόλεμος. Θα μου πείτε, υπάρχει το ενδεχόμενο να σκοτωθείτε. No problem, ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος.

ΤΕΛΕΙΩΝΩ. Εάν η ταλαιπωρία είναι άμεσα συνυφασμένη με τον πόλεμο, τότε, η σημερινή ταλαιπωρία επιβεβαιώνει ότι οι δυτικές καπιταλιστικές κοινωνίες είναι κοινωνίες πολεμικές. Για το ζήτημα όμως αυτό θα επανέλθουμε.

 

Σχολιάστε ελεύθερα!