in Κυριαρχική

ο Κύριος (επιθυμία) και οι σύμβουλοί του (σκέψη)

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ στην Ιλιάδα κάποια ρήματα (και ονόματα, ουσιαστικά) που σημαίνουν και επιθυμώ και σκέφτομαι. Η σταδιοδρομία αυτών των ρημάτων δεν ήταν και πολύ πετυχημένη:  αχρηστεύθηκαν ή μετεξελίχθηκαν σημασιολογικά, οι σημασίες επιθυμώ και σκέφτομαι διακρίθηκαν. Ένα παράδειγμα. Στο προοίμιο της Ιλιάδας ο συνθέτης ποιητής αποκηρύσσει την οργή του Αχιλλέα (στ. 2, ουλομένην –  καταραμένη, ολέθρια, μακάρι να είχε χαθεί, να μην υπήρχε) γιατί προκάλεσε τον θάνατο πολλών ηρώων και σημειώνει, επεξηγεί: έτσι, με τον θάνατο πολλών πολεμιστών,  Διός δ΄ετελείετο βουλή  (στ. 5), η επιθυμία, η απόφαση, η σκέψη, το σχέδιο του Δία ολοκληρώθηκε, πραγματοποιήθηκε. Γνωρίζουμε ποιο ήταν το σχέδιο του Δία: να πάει με το μέρος των Τρώων, να ηττηθούν οι Αχαιοί και έτσι να πέσουν στα γόνατα του Αχιλλέα και η τιμή του να αποκατασταθεί, να αναγνωρίσουν δηλαδή όλοι ξανά την υπεροχή του. Η Ιλιάδα και η γλώσσα του έπους μαρτυρούν την ταύτιση της επιθυμίας και της σκέψης στο πρόσωπο του ισχυρού Κυρίου. Η ταύτιση αυτή είναι φαινομενική: η επιθυμία σαφώς υπερκαλύπτει τη σκέψη –  ο Κύριος περισσότερο επιθυμεί και λιγότερο σκέφτεται. Και μερικές φορές μόνο επιθυμεί χωρίς να σκέφτεται. Εδώ υπάρχει ένα πρόβλημα –  πρόβλημα της κυριαρχικής σχέσης, της (δυτικής) Κυριαρχίας. Σήμερα θα ασχοληθούμε με την αναγκαιότητα της ύπαρξης των συμβούλων του Κυρίου –  και με το τι καπνό φουμάρουν.

ΕΚΤΟΣ από την ταύτιση επιθυμίας και σκέψης που εντοπίζουμε στην Ιλιάδα, στο κείμενο αυτό εντοπίζουμε πολλές ενδείξεις διάκρισης της επιθυμίας και της σκέψης (η οποία διάκριση υπήρξε μία από τις προϋποθέσεις της γένεσης της δυτικής φιλοσοφίας). Ο Αχιλλέας επιθυμεί την αποκατάσταση της τιμής του, μετά τον δημόσιο εξευτελισμό του στην ραψωδία Α,  και ο μόνος τρόπος να το επιτύχει είναι να τους δει να πέφτουν στα πόδια του. Πώς όμως θα το πετύχει αυτό; Σκέφτεται ότι, εάν αποσυρθεί από το πεδίο της μάχης μαζί με το ισχυρότερο στράτευμα της συμμαχίας των εισβολέων, οι Τρώες θα γίνουν ισχυρότεροι, οι Αχαιοί θα ηττηθούν κι έτσι θα έρθουν να πέσουν στα πόδια του και να τον παρακαλέσουν. Η επιθυμία και η σκέψη διακρίνονται σαφώς.

ΜΙΑ δεύτερη ένδειξη για τη διάκριση επιθυμίας και σκέψης είναι ακόμα πιο σαφής. Ο Αγαμέμνων επιθυμεί, αποφασίζει αλλά οι αρχηγοί, ισχυροί Κύριοι,  των συμμαχικών στρατευμάτων διαφωνούν, προβάλλουν επιχειρήματα, σκέψεις δηλαδή, και σχεδόν πάντα η επιθυμία του Αγαμέμνονα πετάγεται στα σκουπίδια. Ποιο είναι το πρόβλημα;  Το πρόβλημα είναι ότι η επιθυμία του Αγαμέμνονα (να αυξήσει την ισχύ του, να την διασώσει) δεν συμβάλλει στην αύξηση της ισχύος αλλά στη μείωσή της, στην απώλειά της. Κι αυτό διότι είναι άκαιρη, εκτός τόπου και χρόνου, δεν λαμβάνει υπ΄ όψει του την πραγματικότητα, την ολότητα. Κι ενώ ο Δίας επιθυμεί και σκέφτεται ταυτόχρονα, ο Αγαμέμνων επιθυμεί αλλά δεν σκέφτεται, σκέφτονται άλλοι – να περιορίσουν ή να αλλάξουν την επιθυμία του. Ο Δίας είναι αυτό που θα ήθελε να ήταν ο Αγαμέμνων αλλά δεν μπορεί.

Ο Κύριος, φίλες και φίλοι, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τους συμβούλους του. Οι οποίοι σύμβουλοι είναι κι αυτοί Κύριοι –  πολύ αργότερα δεν ήταν Κύριοι αλλά διανοούμενοι και φιλόσοφοι υποδεέστερης κοινωνικής προέλευσης. Στην αρχαία Ελλάδα ήταν γνωστοί ως γερουσία, στη Ρώμη ως senatus (σημαίνει επίσης γερουσία).  Γνωρίζουμε ότι  στον ελληνορωμαϊκό κόσμο όλοι σχεδόν οι φιλόσοφοι και στοχαστές ήταν γαιοκτήμονες (δουλοκτήτες), άλλοι λιγότερο κι άλλοι περισσότερο πλούσιοι και ισχυροί· εκτός όπως από μία δυο περιπτώσεις (Μάρκος Αυρήλιος) δεν υπήρξε φιλόσοφος και στοχαστής που να ανήκε στην τάξη των πολύ ισχυρών Κυρίων. Ακόμα και ο Μάρκος Αυρήλιος δεν ήταν πρωτότυπος στοχαστής και περισσότερο τον ενδιέφερε η παρηγορητική χρήση της φιλοσοφίας (παραμυθία) σχετικά με τον θάνατο και τις ματαιώσεις της ζωής. Όλοι οι ισχυροί Κύριοι που ασχολήθηκαν με τη φιλοσοφία ήταν της παρηγορητικής χρήσης της φιλοσοφίας (Κικέρων, Σενέκας, Βοήθιος και άλλοι) –  δεν μας ξαφνιάζει που ήταν στωικοί.

ΘΑ μπορούσαμε λοιπόν να υποστηρίξουμε όχι ότι ο ισχυρός Κύριος δεν σκέφτεται αλλά ότι δεν θέλει να σκέφτεται και ακόμα δεν το έχει –  διότι και η σκέψη είναι δεξιότητα, ικανότητα. Ο Σόρος σκέφτεται –  πόσοι άλλοι Σόροι να υπάρχουν;  Γιατί δεν ασχολήθηκαν με τη φιλοσοφία οι εφοπλιστές Βαρδινογιάννης και Κεφαλογιάννης, οι βιομήχανοι, οι μεγαλέμποροι  αλλά κάποιοι μικροαστοί; Κάποιοι γόνοι πλούσιων οικογενειών σκέφτονται (Σεφέρης) αλλά πόσοι είναι αυτοί; Τα δάχτυλα των χεριών μας φτάνουν και περισσεύουν για να τους μετρήσουμε.

Ο Κύριος, ο ισχυρός Κύριος, είτε είναι γαιοκτήμονας δουλοκτήτης είτε είναι φεουδάρχης είτε είναι καπιταλιστής, επιθυμεί, δεν σκέφτεται. Αντιλαμβάνεται όμως ότι μόνο η επιθυμία δεν αρκεί. Όχι μόνο δεν αρκεί αλλά μπορεί να αποβεί ολέθρια, καταστροφική, θανάσιμη. Η επιθυμία του Κυρίου πρέπει να τιθασευτεί, να περιοριστεί, να ελεγχθεί. Αυτό το αποδέχεται ο Κύριος και αυτοί που αναλαμβάνουν να το κάνουν είναι οι σύμβουλοι, διανοούμενοι και φιλόσοφοι.

ΠΟΛΥ μεγάλος αριθμός φιλοσόφων υπήρξαν σύμβουλοι ισχυρών Κυρίων. Ο Πλάτων, ο Κικέρων, ο Σενέκας, ο Μακιαβέλι  και ο Λάιμπνιτς είναι μερικά πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα.  Δεν είναι όμως εύκολο να είναι κανείς σύμβουλος ισχυρού Κυρίου. Ο βασικός κίνδυνος που διατρέχει ένας σύμβουλος είναι η οργή του Κυρίου του, καθώς ο σύμβουλος επιχειρεί να περιορίσει την επιθυμία του, δηλαδή την ισχύ του! Επιπλέον, με αυτόν τον τρόπο, με τον μετριασμό της επιθυμίας του Κυρίου, ο σύμβουλος υπαινίσσεται, χωρίς να το θέλει, ότι ο Κύριος δεν σκέφτεται, δεν μπορεί να σκεφτεί. Προσβάλλεται και οργίζεται.

Η ενασχόλησή μου με τους συμβούλους των Κυρίων του δυτικού πολιτισμού (ψάχνω να τους εντοπίσω και τους διαβάζω με τη δέουσα προσοχή) με οδήγησαν στην εξής διαπίστωση –  υπάρχουν τρεις κατηγορίες συμβούλων. Η ύπαρξη αυτών των τριών κατηγοριών οφείλεται στον τρόπο διαχείρισης του κινδύνου της προσβολής και της οργής του Κυρίου: πρόκειται για τους αισιόδοξους συμβούλους, τους απαισιόδοξους και αυτούς που προσπαθούν να συμβιβάσουν αισιοδοξία και απαισιοδοξία.

ΠΡΙΝ συνεχίσουμε την εξέταση αυτών των τριών κατηγοριών, ας δούμε επιτροχάδην τα αισθήματα του συμβουλευόμενου Κυρίου για τους συμβούλους: τους απεχθάνονται και τους εκτιμούν. Τα αισθήματα αυτά προκαλούνται από το κομβικό καθήκον του καλού συμβούλου –  την φροντίδα του όχι για την ατομική αύξηση της ισχύος του μεμονωμένου Κυρίου αλλά για την διευρυμένη αναπαραγωγή, την ενίσχυση της Κυριαρχίας. Όταν λέμε ότι ο Κύριος επιθυμεί εννοούμε ότι επιθυμεί την ατομική  αύξηση του πλούτου και της ισχύος του κι όταν λέμε ότι ο σύμβουλος σκέφτεται εννοούμε ότι έχει εποπτεία της όλης κατάστασης της Κυριαρχίας, της ολότητας. Και πολλές φορές αυτά έρχονται σε σύγκρουση. Πολύ συχνά οι σύμβουλοι αποπέμπονται απότομα και βάναυσα, σκαιώς, κι όταν αποπέμπονται σκαιώς ξερνούν χολή και τα παρουσιάζουν όλα μαύρα κι άραχνα, παρουσιάζουν ένα μέλλον γεμάτο κινδύνους. Σε αυτή την περίπτωση, ο σκοπός του συμβούλου είναι σαφής: να εμφανίσει εαυτόν ως σωτήρα! Και να επανέλθει.

Η δουλειά του συμβούλου είναι να υποδείξει στον Κύριο περί του πρακτέου αλλά και περί του προσδοκώμενου –  του λέει τι να κάνει και τι θα γίνει. Ο σύμβουλος δεν μπορεί να μην είναι και προφήτης. Ο αισιόδοξος σύμβουλος είναι φιλικός προς τον Κύριο, δεν τον προσβάλλει, μπορεί και να τον κολακεύει αλλά διατρέχει έναν πολύ σοβαρό κίνδυνο –  να παραείναι αισιόδοξος, αφενός να παραβλέψει δυσκολίες ως προς την επίτευξη του σκοπού και αφετέρου να μην διαβάσει καλά το μέλλον. Εάν η αισιοδοξία του επιβεβαιωθεί, γίνεται θεός. Εάν όχι, θύμα. Ο απαισιόδοξος σύμβουλος εστιάζει στις δυσκολίες και γίνεται ενοχλητικός, αντιπαθής. Εάν η απαισιοδοξία του επιβεβαιωθεί, γίνεται αντιπαθής θεός. Εάν δεν επιβεβαιωθεί, γίνεται κι αυτός θύμα, εξιλαστήριο. Ο ταυτόχρονα αισιόδοξος και απαισιόδοξος σύμβουλος δεν είναι και τόσο συμπαθής στον Κύριο, τον θεωρεί κόλακα και υποκριτή αλλά δεν ενοχλείται πολύ αφού ο σύμβουλος αυτός θα πρέπει, όταν έρθει η ώρα, να γίνει ή αισιόδοξος ή απαισιόδοξος. Αυτό το πικρό ποτήριο δεν μπορεί να το αποφύγει, τον Θεό μπάρμπα να ΄χει!

ΔΕΝ είναι εύκολο να γίνει σύμβουλος ένας διανοούμενος (στοχαστής, φιλόσοφος). Το όνειρο, η επιδίωξη των διανοουμένων (πολλών, σχεδόν όλων) είναι να γίνουν σύμβουλοι (βουλευτή, υπουργού, πρωθυπουργού, ηγέτη κόμματος κτλ) –  ή, το ιδανικό, και  ακαδημαϊκοί και σύμβουλοι. Υπάρχει στις μέρες μας πολύ μεγάλη προσφορά συμβούλων –  αποτέλεσμα της αναβάθμισης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και της ανεργίας των αποφοίτων.  Πολλοί διανοούμενοι και φιλόσοφοι γράφουν βιβλία με απώτερο σκοπό να γίνουν σύμβουλοι –  άλλοι τα καταφέρνουν άλλοι όχι. Θα πρέπει ακόμα να επισημάνουμε μια ακόμα διάκριση – μεταξύ των οικονομικών συμβούλων (αύξηση του πλούτου) και των πολιτικών συμβούλων (αύξηση της ισχύος). Να επισημάνουμε ένα ακόμα  φαινόμενο –  την αυτονόμηση του διανοούμενου, φιλοσόφου. Κάτω από συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες, ο διανοούμενος φιλόσοφος δεν γίνεται σύμβουλος (ή μπορεί και να είναι) αλλά αναδεικνύεται σε πολιτικό ηγέτη. Οι περιπτώσεις του Λένιν και του Τρότσκι είναι γνωστές αλλά δεν είναι και οι μόνες. Κακά τα ψέμματα, όσο και να συμφωνούμε ή να διαφωνούμε, οι Λένιν και Τρότσκι ήταν διανοούμενοι πρώτης τάξης. Εάν είσαι δεύτερης τάξης διανοούμενος αλλά είσαι και ληστής τραπεζών (δεν υπάρχει ληστεία τράπεζας χωρίς σχέδιο), τότε μπορεί να γίνεις ακόμα πιο ισχυρός (Στάλιν)!

Η δουλειά του συμβούλου είναι αφενός να καταρτίζει σχέδια για το παρόν και αφετέρου να διαβάζει το μέλλον, δηλαδή, μεταξύ των άλλων, να μπορεί να αποκρυπτογραφεί έγκαιρα τα σχέδια των άλλων, αντιπάλων και μη. Τις επόμενες μέρες θα ασχοληθούμε με την προέλευση και τη λατρεία του σχεδίου, με τη σχέση του σχεδίου με την Κυριαρχία. Κυριαρχία χωρίς σχέδιο δεν μπορεί να υπάρξει.

Σχολιάστε ελεύθερα!