in 21ος αιώνας

αναμνήσεις (2021-2101)

του ιστορικού Τριαντάφυλλου Νταϊρετζή (2021-2109)

1.

Γεννήθηκα στην Αθήνα, στις 18 Ιανουαρίου του 2021. Η μητέρα μου χαμογελούσε, και το χαμόγελό της είχε κάτι το αινιγματικό, το μυστηριώδες, κάθε φορά που θυμόταν εκείνα τα χρόνια. ”Ήμουνα στον ένατο μήνα και δυσκολευόμουν πολύ να αναπνεύσω με τη μάσκα που φορούσα”, έλεγε και ξανάλεγε, λες και δεν ήθελε να το ξεχάσει. Θυμάμαι ότι ακόμα και όταν έγινα τέσσερα, πέντε χρονών, το 2025, οι περισσότεροι άνθρωποι που κυκλοφορούσαν στους δρόμους φορούσαν ακόμα μάσκα. Ήταν το πέμπτο έτος μιας πανδημίας, δεν θυμάμαι πως την έλεγαν, έχουν περάσει τόσα πολλά χρόνια από τότε, μα λίγα χρόνια αργότερα, μια νέα πανδημία έμελλε να σκεπάσει τα πρόσωπά μας. Αν τη συγκρίνουμε βέβαια με αυτά που επρόκειτο να δουν τα μάτια μας και να ζήσουμε μερικές δεκαετίες αργότερα,  ήταν κάτι που δεν αξίζει τον κόπο ούτε καν να την αναφέρουμε. Μέχρι τότε,  δεν θυμάμαι να είχα δει άνθρωπο χωρίς μάσκα. Τους γονείς μου δεν τους θυμάμαι χωρίς μάσκα, όταν όμως είδα άνθρωπο χωρίς μάσκα, το καλοκαίρι του 2025, τρόμαξα. Είδα το στόμα τους, τα δόντια τους, ”πω πω τι μεγάλο στόμα, τι μεγάλα δόντια”, σκεφτόμουν· τους έβλεπα να τρώνε κρέας και φοβόμουν μήπως με φάνε και μένα.

Ο πατέρας μου ήταν φαρμακοποιός και η μητέρα μου γιατρός, νευρολόγος. ”Μου σπας τα νεύρα”, του φώναζε η μάνα μου, ”νευρολόγος είσαι, να τα φτιάξεις”, της απαντούσε ο πατέρας μου. Έτσι μιλούσαν, όταν τσακώνονταν. Θυμάμαι πολύ καλά έναν θυελλώδη τσακωμό. Ήμουνα εφτά χρονών –  ή οχτώ; Το 2029 ήταν, ναι, ναι, το 2029 ήταν. ”Δεν το θέλω αυτό το πράγμα μέσα στο σπίτι μου”, ούρλιαζε έξαλλη η μάνα μου, ”σε ενοχλεί;”, ”ναι, με ενοχλεί, δεν μπορώ να το βλέπω να κινείται εδώ μέσα”, ”δεν είναι πράγμα”, ”είναι πράγμα, είναι σκατόπραγμα, να το πάρεις και να το πετάξεις στα σκουπίδια”. Ποιο ήταν αυτό το πράγμα; Ένα ρομπότ, το FEMINA DT 666 R. Ρομπότ με ξανθιά μαλλιά και μεγάλα στήθη, με κοντή φούστα, με μαύρο κιλοτάκι, το θυμάμαι, κόκκινα μεγάλα χείλη, μιλούσε, απαντούσε σε ερωτήσεις, έπαιζε τάβλι και σκάκι με τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου τη φώναζε ‘Κουκλάρα’. Πριν παίξουν τάβλι, την απειλούσε χαριετολογώντας ο πατέρας μου, ”κουκλάρα μου, θα σε σκίσω το κωλαράκι σήμερα”. ”Δεν έχω”, απαντούσε η Κουκλάρα. Κανονικά, θα έπρεπε να χαμογελάσει. Μα η FEMINA DT 666 R είχε κάποιες ατέλειες. Δεν μπορούσε να χαμογελάσει ούτε να γελάσει βέβαια. Πέρασαν αρκετές δεκαετίες για να μπορέσουμε να φτιάξουμε ρομπότ που να χαμογελάει. Μια αμερικάνικη εταιρεία μάλιστα έφτιαξε ρομπότ που όταν χαμογελούσε εμφανίζονταν λακκάκια στα μάγουλα! Αυτά τα λακκάκια οφείλονται στην ανατομική διαφορά της ύπαρξης δικέφαλων μειζόνων ζυγωματικών μυών –  μύες που αντί να έχουν μια κεφαλή, ένα σώμα δηλαδή, έχουν δύο. Αυτοί οι μύες τραβάν τη γωνία του στόματος προς τα πίσω και πάνω, ενώ ο σφιγκτήρας των βλεφάρων κλείνει τα μάτια και ανασηκώνει το μάγουλο. Όταν χαμογελάμε αυθόρμητα τα μάτια μας μισοκλείνουν, ενώ όταν χαμογελάμε υποκριτικά, τα μάτια μας δεν κλείνουν.

Ο πατέρας μου δυσφορούσε που η Κουκλάρα του δεν χαμογελούσε και δεν γελούσε – ο ανδρισμός του υφίστατο μεγάλη πίεση. ”Άμα ένας άντρας δεν μπορεί να κάνει μια γυναίκα να γελάσει, δεν είναι άντρας” έλεγε και ξανάλεγε. Στα γεράματά του τελικά αγόρασε ρομπότ, θηλυκό βέβαια, που όχι μόνο χαμογελούσε αλλά εμφάνιζε στα μάγουλά του και λακκάκια. Μια μέρα, επέστρεψε η μητέρα μου από το νοσοκομείο, κουρασμένη, χαιρέτισε τον πατέρα μου αλλά αυτός δεν της απάντησε. Έπαιζε σκάκι με την Κουκλάρα του. Εκνευρισμένη η μάνα μου πήρε ένα σιδερένιο λοστό που βρήκε στα εργαλεία του και σκότωσε την Κουκλάρα. Της έσπασε το κεφάλι! Τη χτυπούσε με μανία, πολλή ώρα. Γέμισε το σαλόνι με καλώδια και ηλεκτρονικά κυκλώματα. Λίγες μέρες μετά ο πατέρας μου αγόρασε την DOLLY  843 VIP, κοκκινομάλλα, με κοντή φούστα, μαύρο κιλοτάκι και πάλι. Ούτε χαμογελούσε ούτε γελούσε. Είχε όμως διορθωθεί μια πολλή σοβαρή ατέλεια: είχε πρωκτό. Λίγους μήνες μετά χώρισαν. Η αιτία του διαζυγίου ήταν, μεταξύ των άλλων, και ” πρωκτικό σεξ με ρομπότ”.

Από την άνοιξη του 2031 ζούσα με τη μητέρα μου. Το 2032 αγοράσαμε ρομπότ που καθάριζε το σπίτι. Είχε προβληματιστεί πολύ αν θα έπαιρνε αρσενικό ή θηλυκό.  Μετά από πολλές σκέψεις και αμφιταλαντεύσεις αγόρασε ένα  που ήταν φτυστό Νιγηριανός, σωματώδης και ψηλός, χωρίς πέος όμως. Γιατί υπήρχαν και μοντέλα με πέος. Ο πατέρας μου, λίγα χρόνια μετά, κόλλησε έναν ιό, τον MOUNTAIN 91. Ο ιός αυτός έμπαινε στον εγκέφαλο και προκαλούσε μια πνευματική ασθένεια που η επιστήμη χρειάστηκε μια δεκαετία για να βρει φάρμακο να αντιμετωπίσει αυτή τη μάστιγα της δεκαετίας 2040-2050. Όποιος, όποια προσβαλλόταν από τον ιό, έπαιρνε να βουνά. Παρατούσε τη δουλειά του, εγκατέλειπε τη πόλη του και πήγαινε και ζούσε πάνω στα βουνά. Γέμισαν τα βουνά με κόσμο! Όταν θα έρθει η ώρα θα έχουμε πολλά πούμε γι αυτή την συγκλονιστική δεκαετία. Πριν από αυτή την πανδημία μια άλλη ταλαιπώρησε κόσμο και κοσμάκη. Η πανδημία οφειλόταν στον ιό TSIRL 007 QS.

Τα πρώτα κρούσματα της πανδημίας εμφανίστηκαν σε πολλές γερμανικές πόλεις τον χειμώνα του 2028 και σε λίγους μήνες εξαπλώθηκε σε όλον τον πλανήτη. Ο ιός αυτός ήταν πολύ ύπουλος. Δεν παρουσίαζε συμπτώματα, το παραμικρό. Ξαφνικά, όπου κι αν ήσουν, στο σπίτι, στο κρεβάτι, στο μετρό, στο αυτοκίνητο, όταν περπατούσες, όταν κοιμόσουν, όταν έτρωγες,  στη δουλειά σου, σε έπιανε διάρροια και χεζόσουν πάνω σου. Είσαι μέσα στο μετρό, χέζεσαι πάνω σου, τσιρλιό, τι θα κάνεις; Έπρεπε να κουβαλάς μαζί σου κάποια είδη καθαρισμού, κάποια ρούχα, να βγάλεις τα λερωμένα, να αλλάξεις. Ταλαιπωρία. Τα βαγόνια του μετρό βρώμαγαν σκατίλα, τα εργοστάσια, οι δρόμοι, τα σούπερ μάρκετ, τα γραφεία, σκατίλα παντού. Ο πλανήτης όλος είχε χεστεί πάνω του. Ο κόσμος σταμάτησε να βγαίνει έξω από τα σπίτια του. Ντρεπόταν. Κι αν μου συμβεί και μένα;  Στην αρχή συνέβαινε μια φορά το μήνα, μετα μία τη βδομάδα, μετά δυο και τρεις φορές! Πρώτη φορά εμένα μου συνέβη μέσα σε εστιατόριο, έτρωγα με τη φίλη μου, και μέλλουσα σύζυγό μου, στις 2 Ιουνίου του 2043. Σαν τώρα το θυμάμαι. Μετά κλειστήκαμε στα σπίτια μας και περιμέναμε την επιστήμη να μας σώσει. Μας έσωσε μετά από δύο χρόνια. Δυο ολόκληρα χρόνια είχαμε κλειστεί  μέσα στα σπίτια μας.  Ελάχιστοι κυκλοφορούσαν έξω, έπρεπε να κυκλοφορούν για να μπορούμε εμείς οι υπόλοιποι να ζήσουμε. Ήταν η πρώτη φορά που σύσσωμη η ανθρωπότητα συνεργάστηκε τόσο στενά και τόσο εγκάρδια: ό,τι χρειαζόμασταν, μας το έφερναν στο σπίτι. Ζούσαμε στον παράδεισο, κυριολεκτικά. Ξενοιασιά και τσιρλιό. Τα αποτελέσματα αυτού του γαστρεντερικού οικιακού εγκλεισμού φάνηκαν μετά από λίγα χρόνια. Γράφτηκαν καταπληκτικά μυθιστορήματα, φιλοσοφικά δοκίμια, έξοχη ποίηση, άνθισε η ζωγραφική και η γλυπτική, μια πρωτοφανής δημιουργικότητα είχε συνεπάρει το ανθρώπινο γένος.

2.

Το 2077, 56 ετών,  δημοσίευσα την εργασία μου Η Ιστορία του Ναού, η οποία έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής από κριτικούς και αναγνώστες. Μέσα σε ένα χρόνο έγινα γνωστός στο παγκόσμιο αναγνωστικό κοινό και αναγνωρίστηκα ως ιστορικός διεθνούς εμβέλειας. Μέσα σε λίγα χρόνια μεταφράστηκε σε 42 γλώσσες. Η εργασία αυτή δεν θα είχε εκπονηθεί εάν δεν συνέβαιναν κάποια γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή μου. Όλα αυτά τα χρόνια απέφευγα να μιλήσω γι΄ αυτά αλλά τώρα, προς το τέλος της ζωής μου, νιώθω την ανάγκη να τα μοιραστώ με τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες.

Όταν ήμουν πρωτοετής φοιτητής, τ0ν Σεπτέμβριο του 2039 εμφανίστηκε σε πόλεις της Ρωσίας ένας ιός γρίπης, ο VOT 420 KA. Όπως όλοι οι προηγούμενοι και όλοι οι επόμενοι εξαπλώθηκε σε όλον τον πλανήτη μέσα  σε λίγους μήνες. Εκείνα τα χρόνια, τις δεκαετίες μάλλον, ό,τι καινοφανές, αρνητικό ή θετικό, εμφανιζόταν, μεταδιδόταν ταχύτατα σε όλες τις χώρες του πλανήτη. Τα πρώτα κρούσματα στην Ελλάδα εμφανίστηκαν τον Οκτώβριο –  ήταν ένας βροχερός και κρύος Οκτώβρης. Δεν ήταν όμως ο καιρός η αιτία της ταχύτατης μετάδοσης του ιού. Από το 2030 άρχισαν να πυκνώνουν οι σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Ρώσων, φούντωσε μια ανεξέλεγκτη αγάπη για τη Ρωσία, που ήταν αμοιβαία, ασφαλώς, ένας θυελλώδης έρωτας, θα έλεγα, που άφησε πολλά σημάδια στην ιστορία των δύο κοινωνιών.  Σε κοιτούσαν με μισό μάτι, εάν δεν είχες ταξιδέψει τουλάχιστον μια φορά στη Ρωσία μετά τα είκοσι πέντε. Τρεις στους δέκα γάμους ήταν μεταξύ Ελλήνων και Ρωσίδων, μεταξύ Ελληνίδων και Ρώσων. Άνοιξαν παντού σχολεία εκμάθησης της ρωσικής γλώσσας. Ο μεγάλος αριθμός ξανθών Ελλήνων που βλέπουμε σήμερα, 2101,  είναι αποτέλεσμα αυτής της επιμειξίας. Ο ιός μεταδιδόταν πολύ εύκολα αλλά μόνο τις πρώτες δύο μέρες. Ενώ η θνησιμότητά του ήταν σχεδόν μηδενική, παρέμεινε στο σώμα του ασθενούς για  ένα μήνα, τουλάχιστον. Οι προσβεβλημένοι από τον ιό ένιωθαν τέτοια κούραση που έφτανε τα όρια της παραλυσίας. Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να σηκωθούν και να περπατήσουν μέχρι την τουαλέτα –  οι μεγαλύτερης ηλικίας ούτε αυτό μπορούσαν να κάνουν. Πολύ σύντομα παρατηρήθηκε ότι οι στενοί χώροι, τα μικρά δωμάτια και τα χαμηλοτάβανα διαμερίσματα των πόλεων και των σπιτιών στα χωριά καθυστερούσαν την θεραπεία, με αποτέλεσμα η διάρκεια της ασθένειας να ξεπερνά τον μήνα. Όσο πιο πολύ καθυστερούσε τόσο πιο θανάσιμος γινόταν ο ιός.

Τον Ιανουάριο του 2040, σε μια γειτονιά της Θεσσαλονίκης, όπου ζούσα κι εγώ ως φοιτητής, κάποιοι κάτοικοι βρήκαν μια λύση που άφησε ανεξίτηλα τα σημάδια της στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας και συνέβαλε τόσο πολύ, όπως και πολλές άλλες, πριν και μετά, στην αλλαγή της δομής της και της εικόνας της. Παρατήρησαν ότι ο μόνος άδειος χώρος που προσφερόταν για την αντιμετώπιση της πανδημίας ήταν η εκκλησία. Μπήκαμε λοιπόν μια μέρα στην εκκλησία, βγάλαμε έξω τα στασίδια,  τις καρέκλες, τα ψαλτήρια, τους άμβωνες  και ό,τι άλλο υπήρχε, έφεραν οι συγγενείς των ασθενών ράντσα και κουβέρτες και ανάψαμε στο φουλ τα καλοριφέρ. Την άλλη μέρα όμως το πρωί, χαράματα, ήρθαν μερικοί και μερικές από τη γειτονιά, παρέα με τα ΜΑΤ, και μας πέταξαν έξω. Αρχιεπίσκοποι από όλη την Ελλάδα διαμαρτυρήθηκαν έντονα στα κανάλια, πίεσαν την κυβέρνηση και μέσα σε λίγες ώρες η εκκένωση της εκκλησίας είχε ολοκληρωθεί.

Αυτό ήταν. Τις επόμενες μέρες τα προαύλια των εκκλησιών σε όλη τη χώρα έγιναν πεδία μάχης. Αυτοί και αυτές που ήθελαν να τα μετατρέψουν σε θεραπευτήρια υπόσχονταν ότι μόλις η πανδημία τελειώσει, οι εκκλησίες θα καθαριστούν και θα παραδοθούν ως είχαν. Η Ιερά Σύνοδος ήταν αμετακίνητη. Μερικές εκκλησίες όμως, και σε πόλεις και σε χωριά, η αντίδραση των κατοίκων ήταν τόσο χλιαρή, κατατονική θα έλεγα, που η λειτουργία τους ως θεραπευτήρια ενίσχυσε την αποφασιστικότητα εκείνων που τις πολιορκούσαν αλλού και μάχονταν με τους πιστούς χριστιανούς και τις αστυνομικές δυνάμεις. Οι συγκρούσεις είχαν εξαπλωθεί σε όλη τη χώρα, ήταν τόσο σφοδρές και τόσο μεγάλος ο αριθμός των πολιορκητών ώστε η κυβέρνηση αναγκάστηκε να παραιτηθεί και ανακηρύχτηκαν εκλογές. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου το 90% των εκκλησιών της χώρας είχαν μετατραπεί σε θεραπευτήρια. Αρχές Φεβρουαρίου του 2040 συγκροτήθηκε η νέα κυβέρνηση, χάριν της συνεργασίας δύο κομμάτων –  του ΣΥΡΙΖΑ και του νεοπαγούς κόμματος ΜΑΠ (ΜΑΧΙΜΟ ΑΝΑΡΧΟ ΠΛΗΘΟΣ) . Πρωθυπουργός,  για πρώτη φορά  γυναίκα, η Κατερίνα Νοτοπούλου. Προσωπικότητες προερχόμενες από το ΜΑΠ πήραν στα χέρια τους τα ηνία δύο υπουργείων: ο Κώστας Δεσποινιάδης ανέλαβε την ηγεσία του Υπουργείου Πολιτισμού και ο Άκης Γαβριηλίδης του Υπουργείου Εξωτερικών.

Η νέα κυβέρνηση έφερε νομοσχέδιο στη Βουλή το οποίο υπερψηφίστηκε μετά από μια τρικυμιώδη συνεδρίαση, από την οποία δεν έλειψαν οι γροθιές, οι  κλωτσιές και τα εκφραστικότατα Γαλλικά. Η διάκριση Κράτους – Εκκλησίας είχε επιτευχθεί. Οι ιερείς δεν πληρώνονταν από το Κράτος και η Εκκλησία φορολογήθηκε όπως και οι άλλες επιχειρήσεις. Τότε ήταν που οι ιερείς ανέλαβαν τα κυλικεία των θεραπευτηρίων. Μετέτρεψαν την Αγία Τράπεζα σε κουζίνα. Σε μια άκρη της εκκλησίας τοποθέτησαν τραποεζάκια και καρέκλες, αναπαυτικούς καναπέδες, μπορούσες να πιεις τον καφέ σου, να ακούσεις μουσική, να φας, να διαβάσεις, να συναντήσεις φίλους και φίλες. Όταν πια η πανδημία ήταν παρελθόν, μετά από δύο χρόνια, οι ιερείς, που  έβγαζαν ένα καλό μεροκαματάκι μέχρι τότε,  αρνήθηκαν να τις ξανακάνουν χώρους λατρείας. Από θεραπευτήρια έγιναν τσιπουράδικα, εστιατόρια, μπαράκια, καφέ, μπιστρό, μερικές έγιναν βιβλιοθήκες, άλλες μπιλιαρδάδικα. Τότε, στις 3 Μαΐου του 2042, λειτούργησε και το διάσημο τσιπουράδικο ”Μητρόπολη των Αθηνών”.

Το δεύτερο γεγονός που συνέβαλε τα μέγιστα στο να γίνω ιστορικός και να γράψω την Ιστορία του Ναού ήταν η σχέση μου με τον παππού μου, τον Θανάση. Η μητέρα μου είχε γεννηθεί σε χωριό της Μακεδονίας, στους πρόποδες του Μπέλες, κοντά στη λίμνη Δοϊράνη. Μόλις τελείωσε το Λύκειο έφυγε για την Αθήνα. Τελείωσε την Ιατρική, έγιονε νευρολόγος, κάθε χρόνο όμως τον επισκεφτόμασταν το καλοκαίρι και όταν πήγα στο Γυμνάσιο ταξίδευα μόνος μου και πήγαινα και τον έβλεπα. Τον επισκεφτόμουν στο χτήμα του χωρίς να τον ειδοποιήσω –  τον χαροποιούσε πολύ αυτή η έκπληξη. Αυτός που μετέδωσε την αγάπη μου για την έκπληξη, αυτός με παρακίνησε, με τον τρόπο του,να μελετήσω την παγκόσμια ιστορία από την οπτική γωνία της έκπληξης. Μια μέρα, με ρωτάει, ”Τριαντάφυλλε, έχεις βγάλει τρίχες στ΄ αρχίδια;”  Ντράπηκα και κοκκίνισα, χαμήλωσα το βλέμμα μου προς τη γη και απάντησα ψιθυριστά, ”ναι”. ”Από δω και πέρα θα με φωνάζεις Θανάση, όχι παππού. Κι όταν μιλάς με τους ανθρώπους να τους κοιτάς στα μάτια”. Ήταν απότομος, αγροίκος θα έλεγα, και αθυρόστομος. Κάτι παραπάνω –  βωμολόχος.  Δυσκολεύτηκα πολύ να συνηθίσω να τον φωνάζω με το όνομά του αλλά όταν τα κατάφερα είδα τον κόσμο αλλιώς. Τον ρωτούσα για διάφορα πράγματα που με απασχολούσαν και με προβλημάτιζαν· οι απαντήσεις του με τρέλαιναν, με γοήτευαν, με παρεξένευαν, με εντυπωσίαζαν. Αυτός με βοήθησε να καταλάβω ότι είναι καλύτερα να κάνεις λάθος παρά να μην κάνεις τίποτα. Γιατί;  Γιατί το λάθος είναι η πινακίδα που μας δείχνει τη σωστή κατεύθυνση. Μια μέρα τον ρώτησα, ”Θανάση, ποιος είναι ο έξυπνος άνθρωπος; ” ” Έξυπνος άνθρωπος είναι αυτός που ψάχνει να βρει πιο έξυπνους από αυτόν”  ”Και ο βλάκας;”  ”Βλάκας είναι ο έξυπνος που νομίζει ότι δεν υπάρχει πιο έξυπνος από αυτόν”. Λίγο πριν πάω στο Πανεπιστήμιο, στα δεκαοχτώ μου, τον ρώτησα ποιος είναι ο ακομπλεξάριστος άνθρωπος. ”Αυτός που λέει δεν ξέρω και λάμπει το πρόσωπό του από χαρά”.

‘Ηταν πολύ περίεργος άνθρωπος. Δεν είχε ασκήσει ποτέ του κάποιο επάγγελμα, το σιχαινόταν το επάγγελμα. Ήταν ένας από τους πιο καλούς γνώστες της παγκόσμιας ιστορίας. Σε διεθνές επίπεδο. Θα μπορούσε πολύ άνετα να διδάξει σε πανεπιστήμιο. Μου έλεγε κάποια πράγματα που δεν τα πίστευα, ήταν πολύ παράξενα, καθώς όμως περνούσαν τα χρόνια αντιλαμβανόμουν πόσο σωστά ήταν αυτά τα παράξενα πράγματα που μου έλεγε. Το σούπερμάρκετ, μου είπε μια μέρα, είναι ναός, όχι η εκκλησία, αλλά δεν καταλάβαινα τι ήθελε να πει. ”Στο σούπερμάρκετ να πηγαίνεις, όχι στην εκκλησία”. ” Στις νεολιθικές κοινωνίες οι άνθρωποι αποθήκευαν τη σοδειά τους και τα εργαλεία τους σε ένα κεντρικό μεγάλο κτήριο κι από εκεί έπαιρναν την τροφή που χρειάζονταν. Πολύ συχνά έτρωγαν κι όλοι μαζί, καμιά διακοσαριά ήταν. Αυτο το κτήριο, αυτή η κοινόχρηστη αποθήκη ήταν ο πρώτος ναός”.

Ο παππούς μου, ο Θανάσης,  με έκανε ιστορικό. Πέθανε 97 χρονών. Τον Ιούνιο του 2056, ήμουνα 36 χρονών. Πήγα να τον επισκεφτώ, με πολλή δυσκολία πήγε στο κήπο στον κήπο να κόψει ντομάτες, να πιούμε τσιπουράκι, να του στρίψω τα διφυλλάκι του, κι εκεί που τα λέγαμε και γελούσαμε, έσκυψε στον ώμο μου και έμεινε εκεί, α-θάνατος, νεκρός.  Την προηγούμενη χρονιά τον επισκέφτηκα στα γενέθλιά του. Έκλεινε τα 96. Τι να του ευχόμουν; Να τα κατοστήσει; Να πεθάνει σε τέσσερα χρόνια; Αντιλήφθηκε όμως η γάτα την αμηχανία μου και μου είπε. Τριαντάφυλλε, σε έξι μήνες θα πεθάνω. Γιατί, παππού; μου ξέφυγε το ”ππαπού”, δεν ξέρω γιατί. ”Νιώθω βαριά τα πόδια μου. Άμα νιώθεις βαριά τα πόδια σου και δεν μπορείς να περπατήσεις πολύ, σε έξι μήνες πεθαίνεις”. Σε έξι μήνες πέθανε, στον ώμο μου. Κρατώντας ένα ποτήρι τσίπουρο στο δεξί χέρι, το διφυλλάκι του αριστερό.

3.

Τον Ιούνιο του 2073 ξέσπασε μια επιδημία που συνέβαλε όσο καμία άλλη στην αλλαγή της  ζωής και του τρόπου σκέψης των ανθρώπων. Τα πρώτα κρούσματα εμφανίστηκαν στη Βαρκελώνη, πολύ σύντομα όμως και στο Μιλάνο, στο Παρίσι, στη Ρώμη, στην Αθήνα, στην Ισταμπούλ, στη Βιέννη, στη Νέα Υόρκη, στο Σαν Πάολο, στο Μέξικο Σίτυ. Μέχρι τον Σεπτέμβριο είχε εξαπλωθεί σε όλο τον πλανήτη. Μόλις εμφανίστηκε, τα ερευνητικά εργαστήρια έσπευσαν να απομονώσουν το ”μικρόβιο της Βαρκελώνης”, όπως το αποκάλεσαν, για να βρουν ένα τρόπο να το εξοντώσουν αλλά όσο και να προσπάθησαν ούτε φάρμακο μπόρεσαν να βρουν ούτε θεραπεία. Το ακαταμάχητο αυτό μικρόβιο δημιουργούσε μια περιορισμένης έκτασης αποικία πάνω στο δέρμα. Ερυθρότητα και κνησμός, αυτά ήταν τα συμπτώματα. Ήταν τόσο έντονη η φαγούρα, τόσο έντονη η επιθυμία να ξυστείς, που νομίζω πως δεν υπήρξε άνθρωπος που μπόρεσε να αντισταθεί σε αυτή την ηδονή.  Ουαί κι αλίμονο αν άρχιζες να ξύνεσαι, ουαί κι αλίμονο! Οι προειδοποιήσεις των δερματολόγων, της κυβέρνησης και των τηλεοπτικών καναλιών δεν είχαν, δεν μπορούσαν να έχουν κανένα απολύτως αποτέλεσμα. Και να ήθελες να υπακούσεις, δεν μπορούσες. Έβλεπες παντού ανθρώπους να ξύνονται –  στους δρόμους, στο μετρό, στο σχολείο, στο γραφείο. Όταν εργάζονταν, σταματούσαν τη δουλειά τους και ξύνονταν. Πολλοί τομείς της κοινωνικής και οικονομικής ζωής είχαν βραχυκλώσει.

Κι αυτό ήταν μόνο η αρχή. Διότι λίγες βδομάδες μετά το ”μικρόβιο της Βαρκελώνης” μεταλλάχτηκε: έχοντας ως ορμητήριο την αποικία εξαπλωνόταν σε  όλο το σώμα. Τα ερευνητικά εργαστήρια των φαρμακοβιομηχανιών είχαν σηκώσει ψηλά τα χέρια. Θα μπορούσαμε να συγκρίνουμε τη στάση τους με αυτήν που είχαν όσον αφορά την θεραπεία του καρκίνου καθ΄ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα –  και των πρώτων δεκαετιών του 21ου: όσο πιο κοντά βρίσκονταν στην ανακάλυψη κάποιου φαρμάκου, τόσο πιο πολύ αυξανόταν ο αριθμός των θυμάτων. Αυτή η απραγματοποίητη επαγγελία εξόντωσε εκατοντάδες εκατομμύρια καρκινοπαθών –  σε αυτό το συμπέρασμα καταλήξαμε τελικά το 2060, όταν οχτώ στους δέκα πέθαινε από καρκίνο. Το 2020 μόνο τέσσερις στους δέκα. Το 1970  ένας στους δέκα.

Το μικρόβιο όμως δεν εξαπλωνόταν αργά, σταδιακά αλλά τόσο γρήγορα που οι άνθρωποι δεν έκαναν τίποτα άλλο από το να ξύνονται. Έφευγες το πρωί από το σπίτι να πας στη δουλειά σου και όταν έφτανες μετά από μια ώρα το πολύ η αποικία είχε κατακτήσει όλο το σώμα. Αν και η κατάσταση ήταν πολύ απελπιστική, σε λίγες μέρες η θεραπεία της πανδημίας ήταν γεγονός! Αυτό που δεν μπόρεσαν να κάνουν τα ερευνητικά εργαστήρια το έκαναν μόνοι τους οι άνθρωποι. Όλη η ανθρωπότητα θυμήθηκε αυτό που είχε γράψει ένας ποιητής, ο Χέντερλιν, πριν τρεις περίπου αιώνες; όσο πιο μεγάλο είναι το πρόβλημα, τόσο πιο κοντά η λύση του. Ψυχοθεραπεύτρια από την Αργεντινή παρατήρησε ότι το μόνο μέρος του δέρματος που δεν προσβαλλόταν από το ”μικρόβιο της Βαρκελώνης” ήταν οι παλάμες, το πρόσωπο και ο λαιμός. Τα μέρη του σώματος που δεν καλύπτονταν με ρούχα. Η παρατήρηση αυτή επιβεβαιώθηκε με τον καλύτερο τρόπο από τα επιδημιολογικά δεδομένα των τροπικών και υποτροπικών περιοχών. Με αφορμή  την παρατήρηση της ψυχοθεραπεύτριας από την Αργεντινή, ένας τούρκος δερματολόγος διατύπωσε τη θεωρία ότι το ”μικρόβιο της Βαρκελώνης” ήταν αντίδραση τους σώματος στην πολλών χιλιετιών ταλαιπωρία του σώματος από τα ρούχα. Η αιτία δεν ήταν μόνο γενικά τα ρούχα, ήταν τα στενά ρούχα. Διατύπωσε επίσης την υπόθεση ότι όσοι και όσες κοιμούνται γυμνοί το βράδυ, όσοι και όσες πετάνε τα ρούχα τους μόλις τους δοθεί η ευκαιρία, οι γυμνιστές, οι κάτοικοι των τροπικών περιοχών που ντύνονται ελαφρά, με φαρδιά ρούχα που δεν καλύπτουν όλο το σώμα δεν διατρέχουν τον κίνδυνο να ασθενήσουν. Έτσι, μέσα σε λίγες ώρες όλοι οι άνθρωποι πάνω στον πλανήτη έμαθαν πως να αντιμετωπίζουν αυτή τη φρίκη: να βγάζουν τα ρούχα τους, όπου και να είναι, μόλις το μικρόβιο  εξαπλωνόταν στο καλυμμένο με ρούχα δέρμα τους αιφνίδια κι αστραπιαία. Τις πρώτες μέρες έβλεπες εδώ κι εκεί κάποιον γυμνό, κάποια γυμνή, στα βαγόνια του μετρό, στα λεωφορεία, στα σούπερ μάρκετ μα λίγες βδομάδες μετά, στα μέσα Αυγούστου, όλοι σχεδόν ήταν γυμνοί.

Αυτό ήταν μόνο η αρχή. Οι συνέπειες της θεραπείας της πανδημίας ήταν κοσμογονικές. Η θεραπεία της πανδημίας ήταν το πιο ηχηρό, το πιο συγκλονιστικό, το πιο έξοχο χαστούκι που είχε φάει ο δυτικός πολιτισμός· δεν ήταν το μόνο – μετά το 2073 επρόκειτο να φάει κι άλλα πολλά, εξ ίσου ηχηρά. Συνέβη το εξής ανεπανάληπτο: οι άνθρωποι άρχιζαν να κοιμούνται γυμνοί. Ένας νέος πολιτισμός ύπνου εμφανιζόταν. Οι πιτζάμες έγιναν πανιά καθαρισμού, κανένας πια δεν τις αγόραζε. Οι βιοτεχνίες που έραβαν πιτζάμες έκλεισαν, όλες. Η παραγωγή υφάσματος και νήματος μειώθηκε κατά 15% παγκοσμίως. Η καλλιέργεια του βαμβακιού μειώθηκε και στα εδάφη που απελευθερώθηκαν οι αγρότες παρήγαγαν τρόφιμα. Εάν μιλούσαμε τη γλώσσα του 20ού αιώνα, θα λέγαμε ότι η ανεργία αυξήθηκε κατά 10%, σε παγκόσμια βάση. Αλλά η λέξη ανεργία είχε λησμονηθεί ανεπιστρεπτί –  τη θέση της είχε πάρει η αεργία. Τώρα, οι άνθρωποι δεν θεωρούσαν πως βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση ως άεργοι, τουναντίον, όποιος και όποια περιέρχονταν στην κατάσταση του άεργου θεωρούσε πως είχε απαλλαχτεί από την κατάρα του επαγγέλματος και μπορούσε να κάνει αυτό που του έδινε χαρά και νόημα στη ζωή. Για την αεργία όμως του 21ου αιώνα, γι  αυτήν την ευλογία, θα πούμε πολλά όταν θα εξαντλήσουμε της αφήγησή μας για τις πανδημίες αυτού του συγκλονιστικού αιώνα.

Δεν ήταν όμως μόνο οι πιτζάμες. Οι άνθρωποι πέταξαν κι όλα τα στενά ρούχα. Κολάν, καλσόν, κάλτσες, στενά εσώρουχα, σουτιέν, στενά παντελόνια, όλα αυτά πετάχτηκαν μέσα σε λίγες μέρες. Η παραγωγή όλων αυτών των μέσων βασανισμού του σώματος μειώθηκε, όταν δεν σταμάτησε. Οι άνθρωποι φορούσαν κάλτσες μόνο τον χειμώνα. Οι άντρες φορούσαν εσώρουχα μόνο όταν έβγαιναν έξω από το σπίτι· οι γυναίκες μόνο όταν είχαν περίοδο. Τα φαρδιά, άνετα ρούχα  έγινε ο κανόνας. ‘Άντρες και γυναίκες έπιναν τον καφέ τους στα καφέ ημίγυμνοι. Δούλευαν ημίγυμνοι. Μετακινούνταν ημίγυμνοι. Περπατούσαν στα δάση γυμνοί. Στις παραλίες όλου του πλανήτη έβλεπες μόνο γυμνούς –  παιδιά, έφηβοι, ενήλικοι, γέροι και γριές. Μέσα στα σπίτια ζούσαν γυμνοί. Οι βιοτεχνίες που έραβαν μαγιό έκλεισαν όλες. Η παραγωγή υφασμάτων και νημάτων μειώθηκε ακόμα πιο πολύ, το ίδιο και οι μεταφορές εμπρευμάτων. Η μόλυνση και η ρύπανση του περιβάλλοντος μειώθηκε αισθητά. Όσο υποχωρούσε η ανάπτυξη, τόσο πιο πολλά προβλήματα επιλύονταν, τόσο πιο ευχαριστημένοι ήταν οι άνθρωποι. Το χαμόγελο επανεμφανίστηκε στα χείλη τους. Δεν ντρέπονταν για το κορμί τους, για τα πεσμένα τους στήθη, για την κυτταρίτιδά τους, για τα πάχη τους. Οι οίκοι μόδας υπέστησαν συντριπτικά πλήγματα. Πολλοί έκλεισαν κι όσοι επιβίωσαν αναγκάστηκαν να εστιάσουν την δημιουργικότητά τους στη λιτότητα και άνεση της ενδυμασίας. Το περιττό και το στενό έγιναν συνώνυμα της κακογουστιάς και της έλλειψης πολιτισμού.

Σχολιάστε ελεύθερα!

  1. “…Τις πρώτες μέρες έβλεπες εδώ κι εκεί κάποιον γυμνό, κάποια γυμνή, στα βαγόνια του μετρό, στα λεωφορεία, στα σούπερ μάρκετ μα λίγες βδομάδες μετά, στα μέσα Αυγούστου, όλοι σχεδόν ήταν γυμνοί”. χαχχαχαχαχα το καλυτερο!!!