in αναμνήσεις 2021-2101

αναμνήσεις (2021-2101) [5]

5.

Ως ιστορικός με αντικείμενο την εξέλιξη του ανθρώπινου γένους δεν γνωρίζω άλλον αιώνα, εκτός από τον 21ο,  που το δεύτερο μισό να είναι τόσο διαφορετικό από το πρώτο. Εάν η περίοδος 2000-2050 ήταν μια χρονική απόφυση του τρισχιλιετούς  δυτικού πολιτισμού, μια απόληξη της ιστορίας μέσα στον χρόνο, η περίοδος 2050-2100 έδειξε ότι η απόφυση αυτή ήταν η τελική. Ήταν ο επιθανάτιος ρόχγος του πολιτισμού μας –  στο δεύτερο μισό επήλθε ο θάνατος. Ο θάνατος όμως δεν είναι μια στιγμή, είναι μια ολόκληρη διαδικασία. Πρώτα διαισθανόμαστε, προαισθανόμαστε ότι θα πεθάνουμε. Έξι μήνες πριν, ένα μήνα πριν, έξι μέρες πριν, λίγες ώρες πριν. Εξαρτάται από την κοινωνική, ψυχική και πνευματική καλλιέργεια του καθενός και της καθεμιάς. Ο ξαφνικός θάνατος δεν είναι και τόσο ξαφνικός όσο νομίζουμε. Διότι πριν από αυτή τη στιγμή, πριν σταματήσει η καρδιά μας, κάποια όργανα έχουν ήδη σταματήσει να λειτουργούν και κάποια λειτουργούν και μετά τον θάνατο. Μετά, η κοινωνία κάτι πρέπει να κάνει ώστε να απομακρύνει το σκουπίδι που λέγεται πτώμα. Δεν γνωρίζουμε ακόμα και ίσως να μην μάθουμε ποτέ, εάν η απομάκρυνση του πτώματος, με την  ταφή αρχικά, υγειονομική θα την έλεγα, συνέβαλε στην εξέλιξη του ανθρώπινου γένους ή εάν ήμασταν ήδη άνθρωποι όταν αρχίσαμε να το απομακρύνουμε. Πώς να απομακρύνεις όμως έναν πολιτισμό που είναι νεκρός;

Σήμερα, 18 Ιανουρίου του 2101, κλείνω τα ογδόντα. Δεν είναι εύκολο, δεν είναι ευχάριστο να ζεις σε ένα πολιτισμό που πεθαίνει. Χαίρομαι από τη μια, από την άλλη όμως τα προβλήματα και οι δυσκολίες που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια του θανάτου είναι πολλά. Και θα προκύψουν κι άλλα, αφού η διαδικασία του θανάτου συνεχίζεται και θα συνεχίζεται και στις επόμενες δεκαετίες. Χαίρομαι γιατί αναγκαστήκαμε να ξεχάσουμε ό,τι ξέραμε. Το δύσκολο δεν είναι να μάθεις, το δύσκολο είναι να ξεμάθεις. Κι όπως έλεγε ο πατέρας μου, πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι. Το χούι είναι η συνήθεια. Όλα αλλάζουν μα η συνήθεια αντιστέκεται σθεναρά. Κι αυτή αλλάζει μα με πόση δυσκολία!

Το 2097, πριν τέσσερα χρόνια, η παγκόσμια κοινότητα ανακήρυξε το τσιμέντο εχθρό της ανθρωπότητας. Το 2095 έκλεισε το τελευταίο εργοστάσιο παραγωγής τσιμέντου. Μας πήρε μισό αιώνα, πενήντα ολόκληρα χρόνια  μετά από αυτά που συνέβησαν την εικοσαετία 2050-2070. Τον χειμώνα του 2057 σε πολλές πόλεις, σε όλες τις ηπείρους, πολυώροφες πολυκατοικίες κατέρρεαν ξαφνικά και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα γινόταν ένας μεγάλος σωρός ερειπίων. Λίγοι ένοικοι ανασύρονταν ζωντανοί μέσα από τα τσιμέντα, τα τούβλα και τα σίδερα. Στις 21 Φεβρουαρίου του ίδιου έτους μόνο σε πόλεις της Τουρκίας κατέρρευσαν 34 πολυκατοικίες. Πάνω από 5.000 οι νεκροί.

Οι καταρρεύσεις αυτές δεν ήταν ανεξήγητες. Ήταν απολύτως αναμενόμενες. Το τσιμέντο είναι ένα υλικό δόμησης που η διάρκεια ζωής του είναι εκατό χρόνια. Μόλις μια πολυκατοικία κλείσει τα εκατό χρόνια, πρέπει να εγκαταλειφθεί. Το τσιμέντο τείνει με το πέρασμα του χρόνου να γίνει πάλι σκόνη, ενώ ο μαλακός ασβέστης τείνει να γίνει σκληρό πέτρωμα. Να γιατί, εν έτει 2101, υπάρχουν ακόμα κτήρια και άλλες κατασκευές από την ρωμαϊκή και βυζαντινή εποχή. Εάν αυτό το μειονέκτημα του τσιμέντου συνδυαστεί με την κερδοσκοπία των εργολάβων κατασκευαστών και την αδιαφορία των κρατικών αρχών, προκύπτει ένα αποτέλεσμα άκρως φονικό, εξοντωτικό θα έλεγα. Δεκαόροφες πολυκατοικίες στηρίζονταν σε κολόνες που θα ήταν μικρές για τετραόροφες, τα σίδερα ελλιπή, το τσιμέντο ελλιπές. Εάν το τσιμέντο είναι ελλιπές, το χαλίκι και η άμμος θα διαβρωθούν με το νερό, θα διαβρωθεί και το σίδερο –  οι κολόνες δεν θα αντέξουν το βάρος και η πολυκατοικία θα καταρρεύσει.

Οι πολυκατοικίες λύγιζαν κάτω από το βάρος των προβλημάτων τους και κατέρρεαν. Το ίδιο συνέβαινε και με τον πολιτισμό μας –  λύγιζε και κατέρρεε κάτω από το βάρος των προβλημάτων του. Δεν υπήρξε πόλη του λεγόμενου, τότε, αναπτυσσόμενου κόσμου, όπου δεν είχαν καταρρεύσει πολυκατοικίες με εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς. Πολυκατοικίες μεγάλης ηλικίας εκκενώνονταν αλλά η λύση αυτή προκαλούσε  άλλο πρόβλημα: που θα στεγάζονταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Σε κάποιες πόλεις οι άνθρωποι προτιμούσαν να περιμένουν το μοιραίο παρά να εγκαταλείψουν τα διαμερίσματά τους.

Η Αθήνα δεν αντιμετώπισε παρόμοιο πρόβλημα. Δύο ώρες και τριάντα τρία λεπτά μετά την Πρωτοχρονιά του 2051 έγινε σεισμός μεγέθους 7,1 Ρίχτερ. Σε λίγες μέρες θα έκλεινα να τριάντα και περίμενα να γίνω πατέρας. Σχεδόν όλες οι πολυκατοικίες του κέντρου και των συνοικιών γύρω από αυτό κατέρρευσαν –  Πατήσια, Πετράλωνα, Γκύζη, Αμπελόκηποι, Παγκράτι, Κουκάκι, Καλλιθέα, Νέος Κόσμος, Σεπόλια, Νέα Ιωνία, Νέα Φιλαδέλφεια. 437. 098 ήταν οι νεκροί, φτωχοί και άεργοι, μετανάστες πρώτης και δεύτερης και τρίτης γενιάς. Άγνωστος ο αριθμός των αγνοουμένων, πιθανόν περισσότεροι από τους νεκρούς. Ο αριθμός των πολυκατοικιών που δεν κατέρρευσαν αλλά ήταν ακατοίκητες ήταν πολύ μεγάλος. Οι πολυκατοικίες που κατέρρευσαν είχαν χτιστεί από το 1950 μέχρι το 1980, ήταν 80-100 ετών. Δεν είχαν κτιστεί με αντισεισμικές προδιαγραφές, η κερδοσκοπία εκείνων των δεκαετιών είχε καταστρέψει το φυσικό περιβάλλον και προίκισε τις πολυκατοικίες με την υπόσχεση ενός προδιαγεγραμμένου θανάτου. Είχαν ταλαιπωρηθεί ήδη από δύο προηγούμενους σεισμούς, το 1980 και το 1999, με πολύ λίγα θύματα. Κάποιοι πολιτικοί μηχανικοί είχαν χτυπήσει τον κώδωνα του κινδύνου αλλά οι άνθρωποι δεν άκουγαν γιατί τα αυτιά τους ήταν απασχολημένα με τα κινητά τηλέφωνα, που μόλις είχαν εφευρεθεί. Λίγα χρόνια μετά, κατέρρευσαν από σεισμούς μεγάλα τμήματα της  Νάπολι, της Ιστανμπούλ, της Μασσαλίας, της Λισαβώνας.

Στην Αθήνα, όλα τα δίκτυα κατέρρευσαν μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα –  η ηλεκτροδότηση, η αποχέτευση, η υδροδότηση, η επικοινωνία. Όσοι και όσες μπόρεσαν να την εγκαταλείψουν, την εγκατέλειψαν το πρωί της 1 Ιανουαρίου 2051. Η ζωή αυτών που δεν μπόρεσαν να φύγουν, δεν είχαν που να πάνε, έγινε πολύ δύσκολη. Ο κρατικός μηχανισμός μεταφέρθηκε στη Λάρισα –  στην επιλογή συνέβαλε η πεποίθηση των δημοσίων υπαλλήλων ότι στη Λάρισα βρίσκεις τα καλύτερα τσιπουράδικα. Επειδή όμως πολλοί και πολλές διαφωνούσαν, ένα μέρος των κρατικών και δημόσιων υπηρεσιών μεταφέρθηκε στον Βόλο κι έτσι, για μια δεκαετία είχαμε την πολυτέλεια να έχουμε δύο πρωτεύουσες.

Μετά τον σεισμό, η παγκόσμια αλληλεγγύη και συνεργασία έκτισε μια νέα Αθήνα. Οι έμπρακτες εκδηλώσεις αγάπης  για την Ελλάδα και την Αθήνα ήταν κάτι το μοναδικό. Μηχανικοί, αρχιτέκτονες, εθελοντές από όλο τον κόσμο συνέρρευσαν  στην Αθήνα και αυτό που προέκυψε ήταν ένα έργο τέχνης. Το πρόβλημα των ερειπίων επιλύθηκε ως εξής: συγκεντρώθηκαν σε λόφους ύψους μέχρι και διακοσίων μέτρων και σκεπάστηκαν με χώμα, φυτεύθηκαν θάμνοι και δέντρα, λουλούδια και κάκτοι. Μέσα σε τέσσερα χρόνια, στο  λεκανοπέδιο της Αττικής  φύτρωσαν 48 λόφοι. Ο ψηλότερος λόφος, ύψους 229 μέτρων ονομάστηκε ”Κωνσταντίνος Καραμανλής”, βρίσκεται εκεί που ήταν κάποτε η πλατεία Αμερικής. Ογκώδης και ψηλός ήταν επίσης ο λόφος ”Ανδρέας Παπανδρέου”. Οι λόφοι  ”Γεώργιος Παπαδόπουλος” και ”Νέα Δημοκρατία” ήταν επίσης πολύ εντυπωσιακοί.  Καταπράσινος εντυπωσιακά ήταν ο λόφος ”Πασόκ”. Τον Μάιο, όταν άνθιζαν οι παπαρούνες, έβλεπες  τον λόφο  ”Χαρίλαος Φλωράκης” κι έμενες με το στόμα ανοιχτό. Χάρμα οφθαλμών!

Πολυκατοικία δεν ξαναχτίστηκε, τσιμέντο δεν χρησιμοποιήθηκε. Ό,τι έχτιζαν, το έχτιζαν σύμφωνα με τις μεθόδους των ρωμαίων και βυζαντινών οικοδόμων –  ασβέστης, άμμος, μαλλί, θραύσματα κεραμιδιού και ελαφρόπετρας. Από την Πεντέλη, από τις πηγές του Κηφισσού, μέχρι στις εκβολές του, πεντακόσια μέτρα δεξιά και πεντακόσια αριστερά, όλη αυτή η μεγάλη έκταση έγινε ένας αχανής δενδρόκηπος με πολλούς λαχανόκηπους, αλσύλλια, ορνιθώνες, λίμνες για κολύμπι, πάρκα για παιχνίδι και περπάτημα. Το ίδιο έγινε με όλα τα ρέματα του λεκανοπεδίου. Ο Ιλισσός αναστήθηκε, τα μπάζα της Καλλιρρόης, του Νέου Κόσμου και της Καλλιθέας βρίσκονται στο λόφο που βλέπουμε σήμερα ένα χιλιόμετρο νοτιοανατολικά της Ακρόπολης. Οι λεύκες που κάποτε, το 1960, έπαιζαν με το φως του αττικού ουρανού και κόπηκαν για να γίνει η Καλλιρρόης, πήραν την εκδίκησή τους.

Σχολιάστε ελεύθερα!