in εισαγωγή στην Αρχαία Ελληνική Ιστορία, ποιμενισμός

ήταν ποιμένες οι Δωριείς;

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

Το ερώτημα του τίτλου είναι ένα ερώτημα που νομίζω, να μην πω είμαι βέβαιος, δεν έχει διατυπωθεί μέχρι σήμερα. Και νομίζω επίσης ότι οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε να κατανοήσουμε όχι μόνο πολλές πτυχές της κοινωνίας της Σπάρτης, και άλλων δωρικών κοινωνιών, αλλά και της ιστορίας, της εξέλιξης  αυτής της κοινωνίας, εξηγούνται από τη μη διατύπωση του ερωτήματος: τι ήταν από οικονομικής και κοινωνικής άποψης οι Δωριείς; Ήταν γεωργοί, ποιμένες, γεωργοί με ποιμενικά στοιχεία ή ποιμένες με γεωργικά στοιχεία; Η απάντηση που δίνω είναι σαφής: ήταν ποιμένες.

ΜΕ αυτό το ζήτημα δεν έχουν ασχοληθεί οι ιστορικοί της Σπάρτης και της αρχαίας ελληνικής ιστορίας. Έχουν ασχοληθεί με ένα άλλο, το οποίο, όπως θα δούμε, είναι σχετικό με αυτό που θα μελετήσουμε σήμερα. Από πού ήρθαν οι Δωριείς; Έχουν διατυπωθεί δύο θεωρίες, δύο υποθέσεις. Η μία, θα την έλεγα επικρατέστερη, γνωστή ως κάθοδος των Δωριέων ή Ηρακλειδών, υποστηρίζει ότι  ήρθαν ή από τη δυτική Ελλάδα ή από τη Θεσσαλία και τη Στερεά Ελλάδα, την Φθιώτιδα και Δωρίδα συγκεκριμένα. Η κάθοδος αυτή έγινε περί το 1100 π. Χ. και ήταν η αιτία της καταστροφής των μυκηναϊκών κέντρων και του μυκηναϊκού πολιτισμού. Στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε αυτή η υπόθεση: οι αρχαιολόγοι έδειξαν ότι μετά την καταστροφή των οχυρωμένων μυκηναϊκών διοικητικών κέντρων, των ακροπόλεων, ο μυκηναϊκός πολιτισμός δεν εξαφανίστηκε αλλά συνεχίστηκε, σαν να μην συνέβη τίποτα! Είναι η λεγόμενη υπομυκηναϊκή περίοδος, που έληξε το 1025, περίπου. Έτσι, η κάθοδος μετατοπίστηκε χρονικά στο 1000 π. Χ. Η κάθοδος των Δωριέων δεν κατέστρεψε τον μυκηναϊκό πολιτισμό αλλά έγινε όταν αυτός είχε ήδη αποσυντεθεί ή την εποχή της αποσύνθεσης και της παρακμής.

Η σύγκρουση μεταξύ μυθολογίας (και ιστορικών πηγών, Ηρόδοτος και άλλοι,  που στηρίζονταν στη μυθολογία), και αρχαιολογίας έθεσε το πρόβλημα σε νέες βάσεις. Φάνηκε με σαφήνεια ότι οι μύθοι περί της επανόδου και καθόδου των Δωριέων ή Ηρακλειδών, είναι ιδρυτικοί μύθοι, μύθοι δηλαδή που επινοήθηκαν για να δικαιολογήσουν την κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Δωριείς. Τόσο η ελληνική όσο και η ρωμαϊκή ιστορία βρίθουν από ιδρυτικούς μύθους.

Η δεύτερη θεωρία εμφανίστηκε στη δεκαετία του 1960, αν θυμάμαι καλά, και διατυπώθηκε από τον Τζον Τσάτγουικ, τον φιλόλογο συνεργάτη του Μ. Βέντρις, του αρχιτέκτονα που διάβασε τα κείμενα της Γραμμικής Β΄. Λίγοι τον ακολούθησαν, μεταξύ των οποίων και ο Μανώλης Ανδρόνικος (Ελληνικά, τομ. 1, 1994). Συντάσσομαι και εγώ με αυτή τη θεωρία. Το στοιχείο εκείνο που έθεσε τις βάσεις για να διατυπωθεί αυτή η θεωρία είναι η λέξη κάθοδος. Τι σημαίνει αυτή η λέξη; Σημαίνει κατεβαίνω από κάπου ψηλά. Που βρίσκεται αυτό το ψηλά; Η Στερεά Ελλάδα είναι ψηλά σε σχέση με την Πελοπόννησο; Το να έρθει κανείς από την Φθιώτιδα ή τη Δωρίδα δεν έρχεται από κάπου ψηλά προς τα χαμηλά. Είναι μία από τις παγίδες που στήνουν οι χάρτες, οι ιδεολογίες που δημιουργούν και επιβάλλουν. Εάν δούμε τον χάρτη, μπορούμε να πούμε ότι η Γερμανία είναι ψηλά και η Ελλάδα χαμηλά ή η Ελλάδα ψηλά και η Λιβύη χαμηλά. Το πάνω (Γερμανία, Ελλάδα) είναι ψηλά, το κάτω (Ελλάδα, Λιβύη) είναι χαμηλά. Η πρόσληψη της λέξης δεν έγινε με βάση τη σημασία που είχε στην αρχαία Ελλάδα αλλά με βάση τη θέση των περιοχών στον χάρτη. Πρόκειται για καραμπινάτο παράδειγμα προβολής, εξώφθαλμο παράδειγμα αναχρονισμού.

ΕΑΝ οι Δωριείς ήρθαν από ψηλά, θα ήρθαν από κάποια βουνά της ίδιας της Πελοποννήσου. Κι αυτά τα βουνά είναι κυρίως τα βουνά της Αρκαδίας. Από κει έφυγαν και κατέβηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις: την Αργολίδα, την Κορινθία, τη Λακωνία, την Ηλεία. Κατά συνέπεια, καθ΄όλη τη διάρκεια του μυκηναϊκού πολιτισμού (16οο-1000 π. Χ. ) ζούσαν εκεί. Τι έκαναν εκεί πάνω στα ψηλά βουνά;

ΤΟ κομβικό ερώτημα δεν είναι από που ήρθαν, άλλο είναι. Όποια θεωρία κι αν ακολουθήσουμε, οφείλουμε να διατυπώσουμε το ερώτημα, τι έκαναν εκεί πάνω στα ψηλά βουνά –  διότι και στη θεωρία της καθόδου  οι Δωριείς ζούνε στα ψηλά βουνά της νότιας Πίνδου. Υπάρχουν τρόποι να απαντήσουμε στο ερώτημα που μας απασχολεί; Υπάρχουν.

ΑΣ δούμε πρώτα το όνομα. Η λέξη Δωριείς, Δωριεύς (<Δωρι-εF-ς) είναι συγγενικό ετυμολογικά με τις λέξεις δόρ-υ και δρυς –  η βελανιδιά. Το μόρφημα -εF- δηλώνει αυτόν που κάνει κάτι (φον-εF-s> φονεύς, χαλκ-εF-ς>χαλκεύς και άλλα αναρίθμητα) ή σχετίζεται με κάτι. Δωριεύς είναι αυτός που σχετίζεται με δρυς, βελανιδιές ή φτιάχνει δόρατα. Οι βελανιδιές ευδοκιμούν κυρίως στα βουνά, όχι σε πολύ ψηλά βουνά. Εκεί έχουμε κωνοφόρα, κυρίως έλατα. Σε μια πινακίδα διανομής κριθαριού της Πύλου (Fn 867) διαβάζουμε το όνομα Δωριεύς, σε δοτική: do-ri-je-we, ΔωριήFει (Δωριεί, με περισπωμένη). Οι Δωριείς λοιπόν θα ζούσαν σε περιοχές με δρυς, με βαλανιδιές, σε βουνά αλλά όχι πολύ ψηλά βουνά. Γνωρίζουμε ότι στις περιοχές αυτές ο μόνος τρόπος να επιβιώσεις είναι η ενασχόληση με την κτηνοτροφία.

ΑΣ δούμε έναν άλλο τρόπο. Από το 2000 π. Χ. μέχρι και την ρωμαϊκή κατάκτηση, για 2000 χρόνια, παρατηρούμε μια διαρκή επέκταση των ελληνοφώνων κατοίκων της νότιας ελλαδικής χερσονήσου. Πρώτα στην Πελοπόννησο, όπου έχουμε τον Μυκηναϊκό πολιτισμό, μετά στην Κρήτη (1550 π. Χ.), μετά στα νησιά του Αιγαίου και τα μικρασιατικά παράλια, μετά στην Κύπρο, μετά σε όλα σχεδόν τα παράλια της Μεσογείου (Β΄αποικισμός, 750-550) και μετά την επέκταση στην Ανατολή και την Αίγυπτο (Μακεδόνες και Μέγας Αλέξανδρος). Πώς να εξηγήσουμε αυτή την επέκταση; Αύξηση του πληθυσμού –  είναι μία απάντηση, όχι όμως και η μόνη. Με αυτήν σχετίζεται άλλη μία –  η τάση, η έφεση προς αρπαγή και κατάκτηση. Πού οφείλεται όμως αυτή η αύξηση του πληθυσμού; Αύξηση του πληθυσμού σημαίνει αναπόφευκτα και τάση προς αρπαγή και κατάκτηση; Όχι, βέβαια. Αλλά στην περίπτωσή μας η τάση της αρπαγής και της κατάκτησης ενισχύεται προφανώς από την αύξηση του πληθυσμού. Και που οφείλεται αυτή;

ΔΥΟ είναι οι αιτίες. Η μία αφορά τους κτηνοτρόφους και η άλλη τους γεωργούς. Η αύξηση του πληθυσμού είναι αναπόφευκτη όταν υπάρχουν διαθέσιμοι βοσκότοποι. Λόγω της αύξησης όμως του πληθυσμού, τα υπάρχοντα βοσκοτόπια δεν επαρκούν για να συντηρήσουν τον αυξανόμενο πληθυσμό. Και μετά από μια περίοδο προστριβών και αιματηρών αψιμαχιών, η μετανάστευση είναι αναπόφευκτη. Στους γεωργούς η διαδικασία είναι διαφορετική. Εδώ η συνεχής κατάτμηση της καλλιεργήσιμης γης λόγω της μεταβίβασης της γης στους άρρενες κληρονόμους καταλήγει στην συνεχή παραγωγή ακτημόνων. Μία από τις λύσεις αυτού του προβλήματος, η συχνότερη και η αποτελεσματικότερη είναι η μετανάστευση, η ανεύρεση άλλης γης, έρημης ή κατοικημένης, άρα της κατάκτησής της.

Η μετανάστευση των ελληνοφώνων φύλων το 2.000 π. Χ.  και η κατάκτηση της νότιας ελλαδικής χερσονήσου,  η μερική εξόντωση των γηγενών και η αφομοίωση των υπολοίπων, είχε δύο αποτελέσματα. Τα ισχυρότερα γένη εγκαταλείπουν τον ποιμενισμό και  εγκαθίστανται σε φυσικά οχυρωμένες τοποθεσίες και με ορμητήρια αυτές τις θέσεις ελέγχουν τους γηγενείς, αρπάζουν ένα μέρος του παραγόμενου κοινωνικού πλούτου και μαθαίνουν από αυτούς.  Όταν εξοικειώνονται με τη θάλασσα αρχίζουν τις υπερπόντιες ληστρικές επιδρομές –  το 1550 περίπου κατακτούν την Κρήτη. Με πρότυπο τα οικονομικά και κοινωνικά κέντρα του μινωικού πολιτισμού, και με τη γνώση της γραφής, οργανώνουν την κυριαρχία τους σε νέες βάσεις. Με τη βοήθεια της γραφής συγκροτούν διοικητικά κέντρα (”μυκηναϊκά ανάκτορα”), καταγράφουν την παραγωγή, την φορολογούν και αναδιανέμουν ένα μέρος της. Έως ότου το 1200 π. Χ. εξεγέρσεις των υποτελών αγροτών τα πυρπολούν.

ΕΝΑ μέρος από τους μετανάστες-εισβολείς του 2000 π. Χ. τα πιο φτωχά φύλα και γένη, εγκαθίσταται στα βουνά, και όχι μόνο,  και συνεχίζει τον ποιμενισμό. Η Αρκαδία, μέρη της Φθιώτιδας και της Αττικής, η Αχαΐα και η Ηλεία κατά τη διάρκεια του μυκηναϊκού πολιτισμού είναι περιοχές κτηνοτρόφων. Από τα βουνά της Αρκαδίας, από την πατρίδα του Πάνα με τα κατσικίσια πόδια και τη φλογέρα, κατεβαίνουν οι Δωριείς και κινούνται προς την Αργολίδα, την Κορινθία και την Λακωνία. Και μετά, προς την Κρήτη, τα Δωδεκάνησα και τα απέναντι μικρασιατικά παράλια.

ΕΙΜΑΣΤΕ βέβαιοι ότι η κοινωνία των Δωριέων ήταν πολεμική κοινωνία. Και ήταν πολεμική διότι ήταν ποιμενική. Περί το 1000 π.Χ., όταν ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων της Πελοποννήσου φεύγει προς όλες τις κατευθύνσεις, οι περισσότεροι προς τα μικρασιατικά παράλια (Α΄αποικισμός), θα δούμε μια άλλη μέρα γιατί, οι  πολεμοχαρείς και φιλοπόλεμοι ποιμένες Δωριείς κατεβαίνουν από τα βουνά, λόγω αύξησης του πληθυσμού και όχι μόνο, και κατακτούν τις κοινότητες των γεωργών της Αργολίδας, της Κορινθίας και της Λακωνίας. Στις δύο πρώτες περιοχές εγκαταλείπουν τον ποιμενισμό, αφομοιώνονται με τους γηγενείς, υιοθετούν την γεωργία και αρπάζοντας βέβαια το μεγαλύτερο μέρος της καλλιεργήσιμης γης. Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι η γένεση δύο πλούσιων και ισχυρών πόλεων της αρχαϊκής και κλασικής εποχής: του Άργους και της Κορίνθου, που μετεξελίχθηκαν σε εύπορα κέντρα μεταλλοτεχνίας, αγγειοπλαστικής, αποικιοκρατίας  και εμπορίου. Οι Δωριείς της Λακωνίας εγκαταλείπουν την κτηνοτροφία αλλά δεν αφομοιώνονται με τους γηγενείς, δεν υιοθετούν την γεωργία αλλά εγκαθίστανται ως κατακτητές που επιτηρούν τις υποτελείς κοινότητες και ζουν με την αρπαγή ενός μέρους του παραγόμενου κοινωνικού πλούτου. Είναι πολύ λιγότεροι από τους γηγενείς υποτελείς κι αυτό τους αναγκάζει να βρίσκονται σε διαρκή πολεμική ετοιμότητα και εγρήγορση. Και να ζουν διαρκώς με τον φόβο επικείμενης εξέγερσης. Ήταν τόσο μεγάλος ο φόβος που δεν έστειλαν στρατιωτικές δυνάμεις στον Μαραθώνα, ενώ στις Θερμοπύλες έστειλαν 3οο φουκαράδες ακτήμονες για να απαλλαγούν από αυτούς και από τον ανεπιθύμητο Λεωνίδα.

Η αύξηση του πληθυσμού των κατακτητών τους ανάγκασε να επεκταθούν προς τη Μεσσηνία (δύο πόλεμοι, 750-650 περίπου). Η εμβρυακή κοινωνική διαφοροποίηση της εποχής της καθόδου από τα βουνά εντάθηκε, με αποτέλεσμα να οξυνθεί αυτή η οικονομική και κοινωνική διαφοροποίηση. Ο πλούτος συγκεντρωνόταν σε ολοένα λιγότερα χέρια: οι 8.000 οπλίτες των μέσων του 5ου π. Χ. αιώνα έγιναν 1500 στα τέλη του 4ου, με αποτέλεσμα τον 3ο π.Χ. αιώνα η Σπάρτη να μετεξελιχθεί σε χωριουδάκι που δεν του έδινε κανένας σημασία. Έγινε μια προσπάθεια κοινωνικής μεταρρύθμισης (αναδασμός της γης) αλλά οι λίγοι εναπομείναντες ισχυροί άνδρες έβγαλαν τα ξίφη τους και καταδίκασαν τη Σπάρτη στην αφάνεια.

ΟΙ Δωριείς της Σπάρτης παρέμειναν για 8οο χρόνια σχεδόν στην κατάσταση που ήταν όταν κατέβηκαν από τα βουνά. Τον ποιμενικό τους πολιτισμό, πολεμικό και αρπακτικό, τις αξίες τους, τις πρακτικές τους, τις αντιλήψεις τους ουδέποτε τις εγκατέλειψαν. Σκέφτονταν και συμπεριφέρονταν ως ποιμένες. Από πολιτισμικής άποψης δεν δημιούργησαν απολύτως τίποτα –  και ό,τι εμφανίστηκε (αρχιτεκτονική, δωρικός κίονας και αξιόλογη μεταλλοτεχνία) ήταν έργο των Υποτελών. Ούτε ποίηση (εκτός από τον Τυρταίο, που δεν ήταν Σπαρτιάτης, και τον Αλκμάνα) ούτε φιλοσοφία ούτε ιστορία ούτε τραγωδία ούτε γλυπτική ούτε ζωγραφική – απολύτως τίποτα. Τα ποιμενικά τους στοιχεία είναι σαφή: λιτότητα, ασκητισμός, φόβος προν τον άλλον, προς το ξένο, προς το νέο, βία, αρπαγή, στιβαρότητα, απέχθεια προς την τρυφή και την πολυτέλεια,  βαρύτητα, βραχυλογία: μιλούσε το ξίφος, όχι το στόμα.

Σχολιάστε ελεύθερα!

  1. Μην ξεχναμε και τους αλλους, τους Μακεδονες, κλαδος των δωριεων δεν ηταν κι αυτοι;
    Φουλ ποιμενες και πολεμοχαρεις… Μεχρι και την Ινδια θελησαν να κατακτησουν!

  2. Πρόσφατα διάβασα το βιβλίο του Κ. Κολιόπουλου “Η υψηλή στρατηγική της αρχαίας Σπάρτης”. Είναι εντυπωσιακό ότι οι Σπαρτιάτες αποτέλεσαν την ηγεμονική δύναμη στον ελλαδικό χώρο για δύο και βάλε αιώνες, χωρίς να έχουν να επιδείξουν τίποτα παρά μόνο στρατιωτική και διπλωματική δεξιοτεχνία. Επίσης εντυπωσιακό μου φάνηκε το γεγονός ότι τους πήρε κανά δυο αιώνες να καταλάβουν ότι κάτι πήγαινε στραβά και δεν ήταν στραβός ο γυαλός, μετά την καταστροφή στη μάχη των Λεύκτρων.

  3. Αν δεν τον έχετε συναντήσει, σας προτείνω τον αείμνηστο δρ. ιστορίας Βαγγέλη Πανταζή (μην σας τρομάζει το δρ!)
    Στην ιστοσελίδα του: https://vaggelispantazis.wordpress.com/ και ειδικά στα βιβλία του, ΟΜΗΡΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΟΜΗΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ και “ΒΑΣΙΛΕΙΣ” ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΑΛΑΣΣΑ (από τους qa-si-re-we της Γραμμικής Β στους pa-si-le-se της Κύπρου) τίθεται αντίστοιχο ερώτημα με την δική του απάντηση.
    Τα βιβλία του διαβάζονται όπως τα δικά σας κείμενα.
    Με απέραντη ευχαρίστηση!

  4. Τον έχω βεβαίως υπ’ όψει μου, όλο λέω αύριο θα πάρω τα βιβλία του κι όλο το αναβάλλω. Η υπόδειξή σου όμως με παρωθεί να επισπεύσω. Σε ευχαριστώ πολύ για την υπόδειξη.