in διήγημα

”ασσόδυο στο Πέραμα” – θα τα ξαναπούμε τον Οκτώβρη

ασσόδυο στο Πέραμα

 

Έμεινα μόνος. Πάνω από το κεφάλι της. Οι τέσσερις νεκροθάφτες, πριν λίγα χρόνια ήμουνα ένας από αυτούς, έχω θάψει δέκα τέσσερις,  όταν για μερικά φεγγάρια έζησα στο χωριό, φευγάτος από Αθήνα, στα τριάντα οχτώ μου, οι τέσσερις νεκροθάφτες γέμισαν τον λάκκο, και με το παραπάνω, κι έφυγαν. Άκουγα τη φωνή της. ” Ίσι τέρας! Τέρας! Να σι φαν τα σκλιά να σι φαν!” Πόση αγανάκτηση κι αγάπη μαζι!  Τότε χτύπησε το κινητό. Το βιβλίο που παραγγείλατε ήρθε. Ancient Near  Eastern Texts Relating to the Old Testament. Third Edition with Supplement PRINCETON UNIVERSITY PRESS 1969.

Έπινα μπίρα όταν μπήκε μέσα. Τον είχα δει πριν λίγες ώρες στο προαύλιο βιομηχανίας έξω από τη Σκύδρα, θα φόρτωσε κομπόστα ροδάκινο για Αθήνα. Τηλεφώνησε, πήρε ένα φραπέ στο χέρι και την έκανε. Σηκώθηκα κι έτρεξα πριν βγει. Αθήνα πας; τον ρώτησα. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Θα με πάρεις μαζί σου; Έμεινε για λίγο σκεφτικός. Φιλαράκο, με λέει, αν είναι να ροχαλίζεις κι εγώ να είμαι πτώμα και να οδηγάω, άστο. Έμεινα κι εγώ για λίγο σκεφτικός. Τον κοίταξα στα μάτια. Τι ώρα θες να είσαι Αθήνα; Στις πέντε και μισή, στο Αιγάλεω. Πειράζει να είμαστε πέντε και τέταρτο; Με κάρφωσε με τη ματιά του, όχι με το βλέμμα του. Στα μάτια μου έγραφε πέντε και τέταρτο. Μεγάλα, καθαρά γράμματα. Φύγαμε. Φτάσαμε πέντε και τέταρτο. Και τι δεν είπαμε! Και τι δεν εξομολογηθήκαμε! Άσε το γέλιο που ρίξαμε. Κώστας. Τριανταπέντε χρονών. Ήθελε να δει τη Γωγώ, για μια αγκαλιά, για ένα φιλί, για μια υπόσχεση, πριν πιάσει δουλειά στην Πεταλούδα. Πέντε και τέταρτο ήμασταν έξω από την Πεταλούδα. Αιγάλεω σίτι.

Το σπίτι που χτίσαμε το 1963 έγινε ερείπια, εκτός από τον βορεινό πέτρινο τοίχο. Ήμουν τέσσερα. Κάθε μέρα, μόλις χάραζε, έφευγα από το σπίτι που γεννήθηκα, κοντά στην πλατεία, και πήγαινα να δω τους μαστόρους, όλη μέρα εκεί ήμουν. Θα γινόμουν αρχιτέκτονας, αν δεν με κέρδιζε η αρχαιολογία, η ανασκαφή αναμνήσεων και ασθήσεων. Αργότερα ο παππούς μου έκτισε μια αποθήκη. Αυτή την αποθήκη οι γονείς μου την έκαναν σπίτι –  ένα δωμάτιο, κουζίνα και μπάνιο. Κουζίνα με καναπέ, χωρίς καναπέ να μπορεί να κοιμηθεί κάποιος δεν είναι κουζίνα. Και μετά ξανάχτισαν το σπίτι. Σ΄αυτό το σπίτι που ήταν αποθήκη έζησα τρία χρόνια.

Είχα ανέβει πάνω στην ταλίκα, έξω από την Πάτρα, όταν σταμάτησε δίπλα μας ένα φορτηγό με παλιοσίδερα. Βλέπω τον οδηγό να χειρονομεί, να με λέει με το χέρι του να κατέβω κάτω και να πάω εκεί. Ήταν ο Κώστας. Πήγα. Τι κάνει η Γωγώ, τον ρώτησα. Δεν μ΄ απάντησε. Με λέει, στρίψε να πιούμε κάνα τσιγάρο, ξέρεις που είναι τα σέα. Άνοιξα το ντουλαπάκι κι έβγαλα μια σακούλα νταφού. Τον σκάσαμε. Έχω μεγάλο νταλκά, με λέει. Τη σκέφτομαι όλη τη μέρα. Σε σκέφτεται κι αυτή; Πιο πολύ από μένα. Την πήρα τηλέφωνο και μου λέει, θέλω να πάω στα Γιάννενα, αρραβωνιάζεται μια κολλητή μου. Σταματάει. Και; τον ρωτάω. Έχει χαλάσει το αυτοκίνητο, τόχω στο συνεργείο. Έχω σκάσει.

Άκουσε τον θόρυβο κι έτρεξε να δει τι κάνω. Με  βλέπει να σπάω με καλέμι και σφυρί τον τοίχο του δωματίου, να κάνω μια τρύπα. Τι κάντς, πιδάκιμ; Μάνα, θα κάνω παράθυρο. Να βλέπει η γυναίκα μου τον ουρανό και τ΄ αστέρια, τα καβάκια* και τα τούρκικα χωριά. Πχια γνέκα, πιδάκιμ; Κούνησε το κεφάλι της κι έφυγε με βήμα βιαστικό. Έτρεξα στο κατόπι της, την πρόλαβα στην αυλή. Εδώ σ΄αυτή την αυλή σε λίγα χρόνια θα περπατάνε και θα παίζουμε δυο μικρά παιδιά. Εγώ τα έβλεπα. Κατάλαβε αμέσως ότι τα έβλεπα. Κι αυτή άρχισε να περιμένει.

Λίγο πριν την Κόρινθο, ακούμε σειρήνα μπατσικιά. Μοτοσικλέτα. Του κάνει νόημα να σταματήσει. Κι αρχίζει να τον στολίζει: τον μαλάκα, τον ξεφτιλισμένο, τον Χριστό του και την Παναγία του! Μια ζωή στη τράκα!  Κατεβαίνει ο μπάτσος από τη μοτοσικλετα και πάει προς το μέρος του. Ο Κώστας του κάνει νόημα να έρθει από τη μεριά μου. Βγάλε τρεις παπάδες και δός του, του παλιομαλάκα, να φύγει να μην τον βλέπω, τ΄αρχίδι!

Πρωταπριλιά με παίρνει τηλέφωνο. Η μάνα μου Πετράδες, εμείς Αλεξανδρούπολη. Για να με γελάσει. Κι εγώ την πίστευα. Κάθε πρωταπριλιά την πίστευα, κάθε πρωταπριλιά με γελούσε. Τετάρτη ήταν. Της λέω, Σάββατο θα έρθουμε, πρωί. Χάρηκε. Παρασκευή πρωί έστειλε τον πατέρα μου στον γιατρό να της γράψει φάρμακα. Όταν γύρισε τη βρήκε με τα μάτια ανοιχτά, το κομπιούτερ στο χέρι να παρακολουθεί εκπομπή μαγειρικής. Θα έφτιαχνε κουλουράκια για τα εγγόνια της, τον Παύλο και την Αποστολία. (Βούρκωσα, κλαίω, γράφω και κλαίω). Τη θάψαμε Κυριακή.

Στο Σχιστό κάναμε δεξιά, για Πέραμα. Πάμε σ΄ ένα ταβερνάκι –  ταβερνάκι! Σπίτι ήταν, σαρδέλα στα κάρβουνα, ντοματοσαλάτα από τον κήπο, φέτα, ρετσίνα από Κορωπί, έπινες ένα ποτήρι κι άκουγες να σε λέει: πιες με, πιες με. Αν δεν σε πηγαίνανε, δεν το έβρισκες το Θεό μπάρμπα να ΄χες. Μια Μερσεντές ολοκαίνουργια έξω και δύο σαράβαλα ντάτσουν. Πέντε τραπεζάκια, τα δύο άδεια. Καθίσαμε. Όλοι και όλες γνωστοί. Ένας από τους δύο άντρες στο αντικρινό τραπεζάκι τον ρωτάει: μονό; Οχτώ, απαντάει ο Κώστας. Ο άντρας που ρώτησε άπλωσε το χέρι του κι άνοιξε την παλάμη του. Ο άλλος έβγαλε ένα πεντοχίλιαρο και του το ακούμπησε. Στοίχημα, μονός ή ζυγός ο τελευταίος αριθμός του αυτοκινήτου που θα έρθει; ‘Εμαθα ότι έγινες καλό παιδί, λέει στον Κώστα αυτός που κέρδισε. Γωγώ, του απαντάει ο Κώστας. Πες ο ένας, πες ο άλλος, να ποια ήταν η κατάληξη. Σηκώνεται ο κερδισμένος, εκνευρισμένος, βγάζει ένα κλειδί από τη τσέπη του, το αφήνει πάνω στο άδειο τραπεζάκι και του λέει. Στα ζάρια, εγώ τη Μερσεντές, εσύ το φορτηγό με τα σίδερα!

‘Οποιο βιβλίο μου κι αν ανοίξετε, στη πρώτη λευκή σελίδα, πάνω δεξιά, θα δείτε μια ημερομηνία κι από κάτω γράφω: Πωλ, Παύλος, Βανέσα, Θεσσαλονίκη, Αθήνα, Μόναχο, Νέα Υόρκη κι άλλα –  αν δεν σχολιάζω σημαίνει ότι τα παράγγειλα και μου τα έφερε ο ταχυδρόμος. Ένα βιβλίο ξεχωρίζει.

Μέσα, του λέει ο Κώστας. Με έναν όρο. Θα βάλουμε στοίχημα ότι θα σε κερδίσω. Δέκα χήνες. Και μετά θα μου δώσεις κι άλλες δέκα, αν θες να μάθεις γιατί θα σε κερδίσω. Βγάζει δυο πεντοχίλιαρα και τ΄ αφήνει πάνω στο τραπέζι. Μέσα, λέει και ο μερσεντάκιας. Βγάζει και ακουμπάει κι αυτός δύο πεντοχίλιαρα. Γιάννη, πιάσε τα ζάρια! Παραμερίζουν το τραπεζάκι, ρίχνει πρώτος η Μερσεντές. Κερδίζει ο μεγαλύτερος. Φέρνει 6-5. Κόμπος έγινε το στομάχι μου. Ρίχνει ο Κώστας και φέρνει 6-5! Θα ρίξω εγώ πρώτος τώρα, του λέει. Έγινε. Ρίχνει τα ζάρια και φέρνει ασσόδυο! Ξανά κόμπος το στομάχι μου! Η Μερσεντές χαμογελάει. Ρίχνει και φέρνει άσσους! Παίρνει τα λεφτά και τα κλειδιά της Μερσεντές. Δε θες να μάθεις γιατί σε κέρδισα; Δε θέλεις! Εγώ όμως θα σου πω. Αύριο το πρωί οι ρόδες σου θα είναι έξω από το σπίτι σου.

Φύγαμε από το Πέραμα με τη Μερσεντές και πήγαμε Αιγάλεω σίτι. Πήραμε τη Γωγώ και πήγαμε Πεντέλη, Παλιά. Με πήγαν μπροστά στη πόρτα. Πριν βγω μου δίνει ο Κώστας τα τέσσερα πεντοχίλιαρα. Πάρ΄ τα, μου λέει, κι άμα μάθω ότι δεν παίρνεις τη μάνα σου τηλέφωνο μια φορά τη βδομάδα, θα σε γαμήσω, παλιομαλάκα. Είχα να της τηλεφωνήσω ένα χρόνο.

Σάστισε η μάνα μου όταν με είδε στην πόρτα. Ήταν εκείνη τη στιγμή ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος πάνω στη Γη. Έκανα μπάνιο, έφαγα και με ΄βαλε να κοιμηθώ σε διπλό κρεβάτι με καθαρά σεντόνια. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε, ακούω να ανοίγει η πόρτα, σιγά,  μη με ξυπνήσει. Δε με βλέπει όμως πάνω στο κρεβάτι. Θανάση! αναφωνεί με τρόμο. Με βλέπει ξαπλωμένο στο πάτωμα, στη μοκέτα. Τρομάζει. Μάνα, της λέω, έχω να κοιμηθώ τρία χρόνια σε κρεβάτι, δεν μπορώ. Βούρκωσε και βγήκε βιαστικά από το δωμάτιο.

Δεν θυμάμαι πότε πέθανε. Όταν τυχαίνει καμιά φορά και με ρωτάνε, ανοίγω το Ancient Near Eastern Texts Relating to the Old Testament:

στη κηδεία της μάνας μου

4/4/09

 

ΤΑ ξαναλέμε τον Οκτώβρη.

 

Σχολιάστε ελεύθερα!

  1. ωραία ιστορία Θανάση.
    θα μας λείψεις.
    πολλά φιλιά σε όλους και καλές δουλειές.

  2. Καλες οι θεωριες ρε θαναση αλλα μια αφηγηση αξιζει οσο χιλιες απο δαυτες! Καλη ανταμωση και με τους δυο σας.