in Γραμματικοποίηση της Ιστορίας

βία, βίος, ζω, υγιής

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΤΙ μπορεί να μας μαρτυρήσει για το παρελθόν, για τον πολιτισμό, για την οικονομία, την ηθική και τις άλλες κοινωνικές σχέσεις η Ιστορική Γραμματική και η Ιστορική Γλωσσολογία, αντικείμενο των οποίων είναι η μελέτη της εξέλιξης της μορφής, της προφοράς και της σημασίας των λέξεων; Εάν μπορεί να μας πει κάτι, τότε θα πρέπει να την συμπεριλάβουμε στο σώμα των ιστορικών πηγών. Η Ιστορική Γραμματική  ως ιστορική πηγή θα είναι ένα από τα ερευνητικά αντικείμενα με τα οποία θα ασχοληθούμε φέτος. Να ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η αρχική σημασία της λέξης αγρός είναι λιβάδι –  η Ιλιάδα και η Οδύσσεια μας το επιβεβαιώνουν πολλές φορές. Η λέξη αγρός συγγενεύει ετυμολογικά με το ρήμα άγ-ω, αρχική σημασία του οποίου είναι «οδηγώ το κοπάδι των ζώων για βοσκή στο λιβάδι». Η λέξη αγ-ρός σημαίνει «πολλή βοσκή, λιβάδι πλούσιο σε βοσκή». Άγ-ρα είναι το κυνήγι, το κυνήγι σε λιβάδι. Κατά την αρχαϊκή εποχή (750-500 π. Χ.) απέκτησε τη σημασία του καλλιεργημένου χωραφιού –  θα εντοπίσουμε τη λέξη και με αυτή τη σημασία  στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια.  Πώς από λιβάδι ο αγρός έγινε καλλιεργημένο χωράφι; Η σημασιολογική εξέλιξη της λέξης δεν υποβάλλει την υπόνοια ότι το λιβάδι μετατράπηκε σε καλλιεργημένο χωράφι; Η αλλαγή αυτή της σημασίας συμφωνεί με άλλες μαρτυρίες,  σύμφωνα με τις οποίες κατά την αρχαϊκή εποχή ολοκληρώθηκε η εγκατάλειψη της κτηνοτροφίας και η στροφή προς τη γεωργία με τη χρήση δούλων. Η σημασιολογική εξέλιξη της λέξης αγρός συγκαταλέγεται μεταξύ των ιστορικών πηγών.

ΟΙ λέξεις του τίτλου έχουν κοινή ετυμολογία, προέρχονται από μία αρχαιότατη λέξη, από μια εποχή κατά την οποία όλες οι λέξεις  ήταν και μορφήματα –  όπου μόρφημα είναι η ελάχιστη σημασιολογική μονάδα της γλώσσας. Να σας δώσω ένα παράδειγμα, πριν ξεκινήσουμε τη μελέτη των λέξεων του τίτλου. Στη λέξη “σπιτάκι” εντοπίζουμε τρία μορφήματα, τρεις σημασίες: “σπιτ-“, το σπίτι· “-ακ-, το μικρό και -ι, το ένα: ένα μικρό σπίτι –  κατά τον ίδιο τρόπο, γατάκι, σκυλάκι, μουνάκι, κεφαλάκι, αρχιδάκι και άλλα πολλά. Εάν συνδυάσουμε τη μορφολογία, τον κλάδο της ιστορικής γλωσσολογίας που ασχολείται με τη μορφή των λέξεων, και τη σημασιολογία, αντικείμενο της οποίας είναι η σημασία σε ολα τα επίπεδά της (μόρφημα, λέξη, φράση, κείμενο, σύμβολο, έμβλημα και άλλα πολλά), θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι όλες οι λέξεις της πρωτοελληνικής, της προδιαλεκτικής αρχαίας ελληνικής,  είναι σύνθετες, ακόμα και οι πιο απλές. Διότι, φίλες και φίλοι, οι καταλήξεις και τα επιθήματα, και των ρημάτων και των ονομάτων (ουσιαστικών και επιθέτων) ήταν κάποτε αυτόνομες λέξεις.

ΔΥΟ πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα. Το ρήμα φημί προήλθε από τη συνένωση δύο λέξεων: *φη και *μι (0 αστερίσκος δηλώνει ότι δεν υπάρχει γραπτή μαρτυρία, ότι είναι εικασία), όπου το *φη σήμαινε ¨λέω, υποστηρίζω, διατείνομαι” και το *μι, ¨εγώ”. Φημί σημαίνει ¨εγώ λέω” . Η λέξη φήμη είναι κι αυτή σύνθετη, από τη γνωστή μας *φη και τη λέξη *μη, που δήλωνε το αποτέλεσμα της πράξης. Η λέξη σωτήρ είναι σύνθετη, από τις λέξεις *σω και *τηρ, που δήλωνε το δρων υποκείμενο. Κατά τον ίδιο τρόπο, η ονομαστική πληθυντικού είναι κι αυτή αποτέλεσμα σύνθεσης – σωτήρ-ες, όπου το –ες ήταν ανεξάρτητη λέξη και δήλωνε το πλήθος των εμψύχων όντων –  η λέξη δήλωνε το πλήθος των πραγμάτων, των άψυχων (δόρατ-α). Θα δυσκολευτείτε να το παραδεχτείτε: κάποτε οι λέξεις της αρχαιότατης ελληνικής γλώσσας ήταν όλες μονοσύλλαβες. Σε αυτή τη φάση, η γλώσσα δεν ήταν κλιτή. Η σύνθεση, η συνεργασία των λέξεων απαντάται σε όλες τις γλώσσες. Στις περισσότερες αυτή η αυτονομία έχει διασωθεί, όπως στην κινέζικη και σε άλλες απομονωτικές γλώσσες, σε γλώσσες που κάθε λέξη είναι και ένα μόρφημα. Έχει διασωθεί εν πολλοίς και την τουρκική και σε άλλες συγκολλητικές γλώσσες, στις οποίες οι πρωταρχικές μονοσύλλαβες λέξεις, τα πρωταρχικά μορφήματα, ενώνονται αλλά διατηρούν την αυτονομία τους, ή ύπαρξή τους είναι ευδιάκριτη.

ΣΤΗΝ πρωτο-ινδοευρωπαϊκή και σε όλες τις ινδοευρωπαϊκής προέλευσης γλώσσες η αυτονομία των πρωταρχικών λέξεων έχει χαθεί –  μόνο ένας πολύ μικρός αριθμός μονοσυλλάβων λέξεων επιβιώνει: λίγες αντωνυμίες και κάποιες προθέσεις.  Οι λέξεις βίος, βία, ζω και υγιής είναι σύνθετες. Θα μου πείτε, μα το μονοσύλλαβο ρήμα ζω είναι σύνθετο; Ναι, είναι σύνθετο, όπως θα δούμε παρακάτω. Θα ήθελα να επισημάνω κάτι και θα ήθελα να το προσέξετε και να το σκεφτείτε,  και καλά και πολύ. Μαθαίνουμε στο σχολείο για ρίζα, θέματα και καταλήξεις αλλά οι λέξεις (ρήματα και ονόματα) δεν δημιουργήθηκαν μηχανιστικά με πρόσθεση των καταλήξεων, προσωπικών και ονοματικών, σε κάποιο θέμα, σε κάποια ρίζα. Αυτή είναι μια περιγραφή με διδακτικές σκοπιμότητες. Οι λέξεις, ρήματα και ονόματα,  είναι αποτέλεσμα σύνθεσης: πριν από αυτή τη σύνθεση δεν υπήρχαν ρήματα και ονόματα, κάθε λέξη ήταν και ρήμα και όνομα, όπως στα κινέζικα, στα σουμερικά και σε πολλές άλλες γλώσσες.

ΑΣ αρχίσουμε με το ρήμα ζω (με περισπωμένη, που δηλώνει ότι το – ω προέρχεται από συναίρεση δύο  φωνηέντων). Να επισημάνουμε όμως πρώτα ότι μετά τη σύνθεση, πολλές λέξεις υπέστησαν  αλλοιώσεις στο μορφή τους. Στην αρχή, παραδείγματος χάριν, σε όλα τα ρήματα η κατάληξη του πρώτου προσώπου ενικού στην ενεργητική φωνή, σε όλους τους χρόνους και σε όλες τις εγκλίσεις ήταν μι –  ειμί, είμι (πηγαίνω), φημί,  δίδωμι, τίθημι, δείκνυμι, ζεύγνυμι. Αυτή η λεγόμενη προσωπική κατάληξη, που ήταν κάποτε ανεξάρτητη λέξη, εξέλιπε, εξαφανίστηκε: το *φέρομι έγινε *φέρο και τελικά  φέρω. Τώρα το -ω, μακρό ο, έγινε το μόρφημα που δηλώνει ότι δήλωνε το -μι: εγώ. Κατά συνέπεια, η μορφή ζω προέρχεται από το ζή-ω. Ο παρατατικός έ-ζη-ν προϋποθέτει τον ενεστώτα ζή-μι. Ζή-σω και ζή-σομαι είναι ο μέλλων, έ-ζη-κα είναι ο παρακείμενος. Πώς είναι ο αόριστος του ρήματος; εβίων! ε-βί-ω-ν. Η ρίζα –ζη– και η ρίζα –βι– (επαναλαμβάνω: ανεξάρτητα μορφήματα που έχασαν την αυτονομία τους μετά τη σύνθεση) προέρχονται από δυο διαφορετικές μορφές του ίδιου μορφήματος, δεν προφέρονταν όμως βι και ζη αλλά gwi και gwye (το ε είναι μακρό, το οποίο αναπαριστάνεται με το μεταγενέστερο η) όπου το gw ήταν ένας φθόγγος (χειλοϋπερωικός), ένα σύμφωνο,  ο οποίος μετεξελίχθηκε φωνητικά σε b>β, d>δ και g>γ.  Η μελέτη των λέξεων πολλών ινδοευρωπαϊκών γλωσσών που προήλθαν από αυτές τις δύο αρχαιότατες, τις gwi και gwye, μας παρωθεί να εικάσουμε βάσιμα ότι η αρχική σημασία και των δύο ήταν « δυνατός» και «ζω». Οι σημασίες αυτές μας ενθαρρύνουν να εικάσουμε και πάλι ότι στην κοινωνία αυτών των ομιλητών η ζωή σχετίζεται με τη δύναμη, ότι η δύναμη είναι προϋπόθεση της επιβίωσης και της ζωής. Μας το επιβεβαιώνει και η αρχική σημασία του ρήματος ειμί <εσ-μί: δεν σημαίνει απλά «υπάρχω, είμαι» αλλά «υπάρχω γιατί είναι δυνατός, ισχυρός, υπαρχω γιατί έχω νικήσει» Το επίθετο εσ-θλός δηλώνει τον ισχυρό, τον γενναίο άνδρα. Εγείρεται όμως το ερώτημα: αυτό το ζ, πώς προέκυψε; Το ζ είναι διπλό σύμφωνο, προέρχεται από άλλα δύο, όπως τα ξ και ψ. Το ζ προέκυψε είτε από τα σ και δ είτε από το δ και j (y): στην αιολική και δωρική διάλεκτο το ψιθυρίζω της αττικής διαλέκτου είναι ψιθυρίσδω –  υπάρχουν πολλά άλλα ανάλογα παραδείγματα. Το Ζ στο Ζεύς προήλθε από το Δjεύς, γενική Διός. Το παίζω από το παίδ-yω –  και άλλα πολλά. Πάμε παρακάτω.

ΣΤΗΝ πρωτοελληνική, οι λέξεις βί-α και βί-ος και ο άοριστος ε-βί-ων (έζησα) διασώζουν το αρχαιότατο ινδοευρωπαϊκό μόρφημα gwi. Η αρχική σημασία της λέξης βί-α είναι «σωματική δύναμη» –  η Ιλιάδα και η Οδύσσεια είναι φλύαρες. Και η σωματική δύναμη είναι αναγκαία, αν και όχι επαρκής, προϋπόθεση του πολέμου, της άσκησης βίας. Η σημασία «βία» είναι δευτερογενής. Βί-ος είναι η ζωή που οφείλεται στη σωματική δύναμη, στην άσκηση της βίας. Εβίων σημαίνει “έζησα επειδή είμαι δυνατός σωματικά, επειδή άσκησα βία και νίκησα”. Τι μας προτρέπει να εικάσουμε η κοινή ετυμολογία των λέξεων βίος και βία; Ότι κάποια εποχή υπήρχε πάρα πολλή βία στην καθημερινή ζωή. Γνωρίζουμε  ότι κοινωνίες καθημερινής διάχυτης βίας ήταν οι ποιμενικές κοινωνίες.

ΑΣ δούμε τώρα και το υγιής < υ-γι-ής. Προέρχεται από το su- gwi- jes, όπου το su  σήμαινε άρχικά «πολύ» και, δευτερογενώς, «καλώς», μιας και το πολύ κρινόταν ώς κάτι καλό, όπως η βία. Αυτό το su>υ θα το εντοπίσουμε και στη λέξη ύ-βρις (πολλή και μεγάλη βία). Η αρχική σημασία του επιθέτου υγιής είναι πολλή, άρα καλή, σωματική δύναμη.

 

Σχολιάστε ελεύθερα!

  1. Και μια δευτερη απορια:
    Αν το ‘ω’ σαν καταληξη στα ρηματα ειναι μια μεταγενεστερη παραλλαγη του ‘μι’ , γιατι στη συγχρονη γλώσσα λεμε ‘εγω παιζω’ ; Δεν υπαρχει ενας πλεονασμος αφου το ‘ω’ σημαινε παλια ‘εγω’ ;

  2. Ναι, είναι πλεονασμός. Αλλά οι πλεονασμοί είναι συνήθεις σε όλες τις γλώσσες και η λειτουργικότητά τους είναι ποικίλη. Στην περίπτωση αυτή το εγώ έχει χροιά έμφασης. Η εστίαση δεν γίνεται στο παίζω αλλά στο εγώ (παίζω). Ρωτάμε, τι κάνεις; Δουλεύω. Αν πούμε, εγώ δουλεύω, είναι σα να λέμε εγω δουλεύω, εσύ δεν ξέρω τι κάνεις. Εάν τονίσουμε το εγω, ΕΓΩ δουλεύω, είναι σα λέμε, εγώ δουλεύω αλλά εσύ τα ξύνεις.

  3. Πολύ συχνά, οι αόριστοι (οι λεγόμενοι αόριστοι β΄) είναι αρχαιότεροι του ενεστώτα, κάτι που μας διαφεύγει όταν μαθαίνουμε την καθιερωμένη σειρά των χρόνων και την μεταγενέστερη προέλευση του αορίστου από το θέμα του ενεστώτα: λύω, έλυσα. Αλλά το λανθάνω, μανθάνω και άλλα πολλά προέρχονται από το θέμα του αορίστου (έλαθον, έμαθον). Στη περίπτωσή μας το εβίων είναι αρχαιότερο από τον ενεστώτα ζήω. Το ζήω προήλθε από το gwje >ζη- και όχι από το gwi, βι- (εβίων). Προφανώς θα υπήρχε κάποια διαφορά στη σημασία μεταξύ των δύο αυτών λέξεων (ριζών, θεμάτων), η οποία μας διαφεύγει. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις ρημάτων όπου το θέμα του ενεστώτα και το θέμα του αορίστου είναι διαφορετικό. Οράω, ενεστώτας, αλλά είδον, αόριστος. ειμί, ενεστώτας, εγενόμην, αόριστος.