in οδηγός ανάγνωσης της Ιλιάδας, ποιμενικός τρόπος σκέψης, Ιλιάδα και Φύση

πρώτη διάλεξη που δεν έγινε: εισαγωγή στην Ιλιάδα

φίλες και φίλοι, καλησπέρα σας.

Οι Τουαρέγκ της Σαχάρας λένε ότι ο φιλοξενούμενος είναι πρίγκηπας, φυλακισμένος και ποιητής. Είναι πρίγκηπας γιατί δεν θα του λείψει τίποτα. Είναι φυλακισμένος γιατί οφείλει να δεχτεί και να εφαρμόσει τους κανόνες του χώρου και των ανθρώπων που ζουν εκεί. Τέλος, είναι ποιητής γιατί όταν θα φύγει, θα υμνήσει τη φιλοξενία.

Έφερα από την Αλεξανδρούπολη να σας δείξω κάτι. [βγάζω από την τσέπη του παντελονιού μου ένα μικρό κομμάτι ύφασμα και το δείχνω τους ακροατές] Μήπως γνωρίζετε τι είναι αυτό το ύφασμα; [. . .] Για να σας βοηθήσω, σας λέω ότι είναι ένα εργαλείο με το οποίο παρασκευάζουμε τυρί [. . .] Πολύ σωστά, είναι τσαντίλα, είναι ένα βαμβακερό ύφασμα αραιής ύφανσης. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η τσαντίλα είναι ένα ύφος, αφού ύφος σημαίνει ύφασμα, υφή, αυτό που έχει υφανθεί. Ο Λογγίνος στο Περί Ύψους είναι ο πρώτος που χρησιμοποιεί μεταφορικά τον όρο και από τότε η λέξη ύφος δηλώνει κυρίως τον τρόπο της πλοκής των λέξεων και των φράσεων, τον τρόπο της έκφρασης στον προφορικό και στον γραπτό λόγο. Οι λέξεις και οι φράσεις πλέκονται, υφαίνονται, μιλάμε για πλοκή νημάτων με το χέρι, για ύφανση του στημονιού και του υφαδιού με τον αργαλειό. Οι λέξεις εκλαμβάνονται ως νήμα κι όταν λέμε νήμα εννοούμε το νήμα από το μαλλί κυρίως των προβάτων. Επίσης, ο θάνατος εκλαμβάνεται ως κόψιμο του νήματος της ζωής, ενός νήματος που κλώθει η Κλωθώ, μια από τις τρεις Μοίρες. Θα γνωρίζετε ότι το κλώσιμο του μαλλιού και η ύφανση στον αργαλειό ήταν πολύ σημαντικές εργασίες, εργασίες που τις έφεραν σε πέρας οι έγκλειστες στον οίκο γυναίκες. Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια είναι πολύ φλύαρες πάνω σε αυτο το ζήτημα.

Ας αφήσουμε όμως κατά μέρος το ύφος και την πλοκή, την ύφανση και το πλέξιμο, ας αφήσουμε κατά μέρος την ποιμενική προέλευση των παραπάνω λέξεων, ας αφήσουμε κατά μέρος την διαπίστωση ότι όλοι οι όροι του αρχαιοελληνικού θρησκευτικού, οικονομικού, πολιτικού, φιλοσοφικού,  και εν πολλοίς και σημερινού λεξιλογίου,  είναι ποιμενικής ή πολεμικής προέλευσης, ας επιστρέψουμε στην τσαντίλα μας και ας δούμε πως παρασκευάζεται το τυρί. Βράζουμε το γάλα στους 35, 36 βαθμούς, με τη βοήθεια ενός θερμομέτρου υγρών, και  ρίχνουμε μέσα τη μαγιά κρατώντας σταθερή τη θερμοκρασία του γάλακτος. Μετά από λίγες ώρες το γάλα πήζει, γίνεται κάτι σαν γιαούρτι βουτηγμένο μέσα σε νερό, το ρίχνουμε μέσα στην τσαντίλα και την κρεμάμε σε ένα ψηλό σημείο. Μέσα από τα κενά της αραιής ύφανσης το νερό, το τυρόγαλο,  χύνεται σε μια λεκάνη και από αυτό παρασκευάζουμε ένα τυρί με λίγα λιπαρά, τη μυζήθρα. Αυτή η τσαντίλα που βλέπετε είναι δική μου και μπορώ να πλάσω τη φράση έχω μια τσαντίλα. Εάν όμως αλλάξω τον επιτονισμό, εάν πω φανερά εκνευρισμένος ‘έχω μια τσαντίλα!’ θα καταλάβετε ότι δεν εννοώ τη τσαντίλα-εργαλέιο αλλά ότι αναφέρομαι σε ένα συναίσθημα, την οργή.

Γιατί όμως η οργή αποδίδεται με την λέξη ‘τσαντίλα’; Δεν θα δυσκολευτούμε να απαντήσουμε. Η τσαντίλα δεν μπορεί να συγκρατήσει τα υγρά του πηγμένου γάλακτος, τρέχουν ασυγκράτητα  μέσα από τα κενά του υφάσματος. Με τον ίδιο τρόπο, σκέψεις και χειρονομίες, λόγια και γκριμάτσες τρέχουν και χύνονται ασυγκράτητα και ανεξέλεγκτα όταν οργιζόμαστε, όταν γινόμαστε κόκκινοι από την οργή, όταν τα μάτια μας πετάνε σπίθες, όταν τρέμουμε, όταν βρίζουμε, όταν είμαστε ικανοί να διαπράξουμε ακόμα και φόνο. Και μετά από όλα αυτά σχετικά με την τσαντίλα και την παρασκευή του τυριού ας ανοίξουμε την Ιλιάδα κι ας διαβάσουμε τον πρώτο στίχο, με τον οποίο και θα ασχοληθούμε σήμερα, αφήνοντας τους υπόλοιπους 15.961 στίχους για το μέλλον:

Μηνιν άειδε, θεά, Πηληϊάδεω Αχιλήος

Σας λέει κάτι η πρώτη λέξη της Ιλιάδας; Μηνιν, μηνις, την έχουμε ξανακούσει, την μεταχειριζόμαστε στην καθημερινή μας ζωή; Ναι , βέβαια, την  μεταχειρόζαμαστε. Ακούμε στην τηλεόραση ότι οι δηλώσεις του αργηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης προκάλεσαν την μήνιν του πρωθυπουργού. Η λέξη επιβιώνει ακόμα και στη λέξη θεομηνία, που δηλώνει τη σφοδρή κακοκαιρία ή την μεγάλη καταστροφή που οφείλεται σε φυσικά αίτια. Τώρα, γιατί τα φυσικά φαινόμενα είναι ταυτόσημα με το θεό, θα το εξετάσουμε στη συνέχεια. Θα μπορούσαμε λοιπόν να αποδώσουμε τη λέξη μηνιν με τη λέξη τσαντίλα  και να μεταφράσουμε ως εξής τον πρώτο στίχο;

Την τσαντίλα του Αχιλλέα, του γιού του Πηλέα, τραγούδησε, θεά

Θεωρώ τη λέξη τσαντίλα, ποιμενικής προέλευσης,  ως την πιο κατάλληλη για την απόδοση της λέξης μηνιν, μιας και  ο ήρωας Αχιλλέας ήταν ποιμένας πολεμιστής. Και τολμώ να αποδώσω το όνομα ‘Ιλιάδα’ ως ‘Τσαντιλιάδα’. Όπως όμως και να  αποδώσουμε την πρώτη λέξη της Ιλιάδας, υπάρχει ένα ερώτημα την διατύπωση του οποίου δεν μπορούμε να αποφύγουμε: γιατί να ασχοληθούμε με την μηνιν, με την οργή, με τον θυμό, με τη μάνητα, με τη τσαντίλα του ήρωα; Αυτό το ερώτημα είχε ήδη  διατυπωθεί  κατά την αρχαιότητα από τους αλεξανδρινούς και τους μεταγένεστερους γραμματικούς και μελετητές της Ιλιάδας. Γιατί να ασχοληθούμε με την οργή, με ένα αρνητικό συναίσθημα, και όχι με τη φιλία ή την πίστη ή τον φθόνο ή με κάποιο άλλο από τα πολλά αρνητικά ή θετικά συναισθήματα της ζωής του ήρωα;Έχουν υποστηριχθεί κατά καιρούς διάφορες απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα, απαντήσεις που παραπέμπουν κυρίως στη πρόθεση του συνθέτη να εστιάσει τον αφηγηματικό φακό του στις καταστροφικές συνέπειες της τσαντίλας του ήρωα Αχιλλέα. Αυτές οι απαντήσεις δεν μας ικανοποιούν και θα δούμε πολύ σύντομα το λόγο. Διαβάζοντας την Ιλιάδα πολύ γρήγορα αντιλαμβανόμαστε ότι ξεχειλίζει από τσαντίλα. Η ίδια η Ιλιάδα είναι μια τσαντίλα, από τα κενά της οποίας  τρέχουν ασυγκράτητα τα συμπτώματα και τα παραπροϊόντα της οργής. Ήρωες και θεοί είναι σχεδόν ακατάπαυστα οργισμένοι, ενώ το λεξιλόγιο και οι λογότυποι της οργής είναι πολλοί και αρχαιότατοι. Γνωρίζετε ότι το όνομα Οδυσσεύς σημαίνει ‘τσαντίλας’; Υπάρχει ένα ρήμα, το οδύσσομαι, που σημαίνει οργίζομαι. Επαναλαμβάνω ότι ο ήρωας δεν μπορεί να μην είναι οργισμένος και μας έρχεται στο νου ο Οrlando furioso (Ορλάνδος μαινόμενος) του Λουδοβίκο Αριόστο. Οργίζεται δέ πολύ συχνά επειδή αναπόφευκτα πάντα χάνει (άρα, ηττάται) ή αντιμετωπίζει το φάσμα της απώλειας, της ήττας. Απώλεια και ήττα σημαίνει απώλεια της λείας, η οποία είναι η υλική προϋπόθεση όχι μόνο της επιβίωσης αλλά και της ζωής του ήρωα, δηλαδή του πλούτου, της ισχύος και της φήμης. Ο Αγαμέμνων χάνει το γέρας του, τη Χρυσηίδα, ένα από τα πιο πολύτιμα κομμάτια της λείας που προήλθε από τις ληστρικές επιδρομές του Αχιλλέα στα γύρω από την Τροία χωριά (αγροτικές κοινότητες), και οργίζεται. Απειλεί τονΑχιλλέα ότι θα του πάρει τη Βρισηίδα κι αυτός παίρνει ανάποδες και βράζοντας από θυμό βγάζει το σπαθί για να τον σφάξει. Τελικά, τη χάνει τη Βρισηίδα και οργίζεται και πάλι. Χάνει μετά τον Πάτροκλο και μια νέα τσαντίλα εκτοπίζει την προηγούμενη.

Η πρώτη λέξη λοιπόν της Ιλιάδας, του πιο σημαντικού ίσως κειμένου της δυτικής γραμματείας (όπως θα υποστηρίξουμε στη συνέχεια),  είναι η λέξη τσαντίλα, οργή, θυμός. Είναι η πρώτη λέξη της δυτικής Κυριαρχίας, είναι η πρώτη λέξη του δυτικού πολιτισμού μιας και η Ιλιάδα, η αρχαϊκή εποχή (700-500 π.Χ.), είναι ο γενέθλιος τόπος της Δύσης. Είναι σαφές ότι η οργή είναι ένδειξη έλλειψης ισχύος: ο ήρωας οργίζεται επειδή δεν είναι πολύ ισχυρός, επειδή μειώνεται η ισχύς του ή διατρέχει τον κίνδυνο να μειωθεί. Η οργή λοιπόν είναι άρρηκτα δεμένη με την ισχύ.

Είναι συνδεδεμένη με την ισχύ και με έναν άλλο τρόπο. Η οργή είναι προϋπόθεση της νίκης, είναι μια από τις προϋποθέσεις της νίκης. Εάν ο ήρωας δεν είναι τσαντισμένος δεν μπορεί να νικήσει. Ο ήρωας δεν μπορεί να πολεμήσει εάν δεν είναι οργισμένος. Σήμερα, πολεμάει χωρίς να είναι. Ανεβαίνει στο πολεμικό αεροσκάφος, παίρνει τη φραπεδιά του, το γουκμαν του, πετάει μέχρι τη Χιροσίμα, ρίχνει τη βόμβα του με όλες του τις ανέσεις,  επιστρέφει στη βάση του και το βράδυ βγάζει έξω τη γυναίκα του για να γιορτάσουν την επέτειο του γάμου τους. Καμιά απολύτως οργή – είναι πανίσχυρος ο απόγονος του ήρωα. Ο ήρωας όμως για να πολεμήσει και να νικήσει πρέπει να βγάζει αφρούς από το στόμα του και πολύ συχνά στην Ιλιάδα παρομοιάζεται ως λυσσασμένο σκυλί. Η λέξη μηνις σχετίζεται ετυμολογικά με τη μανία, μια λέξη που δηλώνει και τον παράφορο θυμό. Ο ήρωας μαίνεται, το ρήμα μαίνεται είναι ομηρικό,  στο πεδίο της μάχης και η φράση αυτή επιβιώνει ως τις μέρες μας: μαίνεται η μάχη, η φωτιά μαίνεται, κλπ. Η οργή ομοιάζει πολύ με την ψυχική κατάσταση στην οποία πρέπει να περιέλθει ο ήρωας πολεμιστής για να πολεμήσει και να νικήσει. Πρέπει να είναι παράφορος, αδίστακτος, χωρίς κρατήματα, χωρίς επιφυλάξεις και ενδοιασμούς, πρέπει να είναι ασυγκράτητος, ανηλεής, βάναυσος, άγριος.

Η παραφορά, στην οποία συγκαταλέγεται και η οργή, είναι μια από τις προϋποθέσεις της διεξαγωγής του πολέμου και της εξασφάλισης της νίκης, άρα της διατήρησης και αύξησης της ισχύος. Υπάρχουν άλλες δύο: η σωματική δύναμη και η οπλική ανωτερότητα. Νικητής στην Ιλιάδα είναι αυτός που ασκεί την πιο πολλή βία με τον πιο αδίστακτο, άρα παράφορο τρόπο. Η παράφορη ψυχική κατάσταση του ήρωα είναι γνωστή με τον όρο άτη, ενώ η υπερβολική βία με τον όρο υβρις. Η άτη είναι μια λέξη της αιολικής διαλέκτου και προέρχεται από τη μορφή αFάτα, με το αFα- να είναι μια πολεμική ιαχή, όπως το ιά, από το οποίο προήλθε ο Ιά-ων, ο Ίων, η Ιωνία. Από αυτό το αFα- προήλθε το ρήμα αάομαι, το οποίο σημαίνει ‘ενεργώ άφρονα, χάνω το μυαλό μου, πλανώμαι, αμαρτάνω’.

Η λέξη ύβρις είναι σύνθετη κι αξίζει τον κόπο να πούμε κάποια πράγματα γι αυτήν. Η πρωταρχική της σημασία ήταν ‘πολλή και μεγάλη δύναμη, ισχύς, βία’, προϋπόθεση όπως είπαμε της διεξαγωγής του πολέμου και της εξασφάλισης της νίκης. Το υ- το συναντούμε στην πρόθεση υ-πέρ, στο επίθετο υ-γιής, στο επίρρημα ευ, το οποίο στην Ιλιάδα διαβάζεται εΰ, μιας και προέκυψε από το wε-sυ, σημαίνει ‘κατάλληλο, καλό’ (wε)  και ‘πολύ’ (sυ). Το -βρις σχετίζεται με το βάρος, με τη φυσική ισχύ και το συναντούμε στα επίθετα όβριμος και βριαρός (και τα δύο σημαίνουν πάρα πολύ ισχυρός). Είναι σαφής η ύπαρξη της λατρείας του μεγέθους και του πολλού στην Ιλιάδα: το μέγεθος και το άγαν είναι αυτά που εξασφαλίζουν την ηρωική ισχύ και δεν είναι τυχαίο που το επίρρημα αυτό είναι πρώτο συνθετικό σε αρκετές λέξεις και ανθρωπωνύμια (Αγαμέμνων, Αγαμήδη, κλπ). Το γιατί το άγαν έγινε μηδέν άγαν θα το εξετάσουμε παρακάτω.

Να λοιπόν για ποιο λόγο η πρώτη λέξη της Ιλιάδας, της δυτικής γραμματείας, της δυτικής Κυριαρχίας είναι η λέξη μήνις. Η μήνις είναι μια άλλη λέξη για την ισχύ. Ο ήρωας δεν μπορεί να μην είναι οργισμένος, δεν μπορεί να πολεμήσει και να νικήσει εάν δεν είναι οργισμένος. Όταν ο αοιδός προστάζει ή ικετεύει τη θεά να τραγουδήσει για την οργή, δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να την προστάζει (ή να την ικετεύει) να τραγουδήσει για την ηρωική ισχύ, για ένα συγκεκριμένο τρόπο, ιστορικά διαμορφωμένο,  εξασφάλισης της ισχύος.

Και μετά από όλα αυτά, ας ξαναδιαβάσουμε τον πρώτο στίχο της Ιλιάδας και τη πρώτη λέξη του δεύτερου:

Μηνιν άειδε, θεά, Πηληϊάδεω Αχιλήος

ουλομένην,

Τη τσαντίλα του Αχιλλέα, του γιου του Πηλέα, αφηγήσου μας τραγουδιστά, θεά, την ουλομένην, την καταραμένη, για την οποία ευχόμαστε όλοιο, δηλαδή να χαθεί, να μην υπάρχει. Αν μεταφράζαμε τη λέξη σύμφωνα με τη γλώσσα των απογόνων του ήρωα, των επαγγελματιών εκτελεστών, των νονών, των νταβατζἠδων, θα την αποδίδαμε με καποια από τις παρακάτω λέξεις: γαμιόλα, καριόλα, γαμημένη, πατσαβούρα, βρομολινάτσα, κλπ. Και βέβαια μένουμε με το στόμα ανοιχτό! Πως γίνεται να αποκηρύσσεται η οργή, που είναι ένα από τα σταθερά χαρακτηριστικά του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς του ήρωα, που είναι μια από τις προϋποθέσεις διατήρησης και αύξησης της ισχύος;

Όλη η Ιλιάδα εξυμνεί τον ήρωα, την οργή, την ισχύ και  στο προοίμιο ο ποιητής την θεωρεί όχι ως προϋπόθεση της ισχύος αλλά ως την αιτία των βασάνων και των θανάτων των επιδρομέων. Αυτή φταίει που οι Αχαιοί έπαθαν τόσα πολλά βάσανα, αυτή φταίει που πολλές γενναίες ψυχές  κατέβηκαν στο κάτω κόσμο ενώ τα κορμιά τους τα ἐφαγαν τα σκυλιά και τα όρνεα. Η Ιλιάδα από τη μια εξυμνεί  την οργή και την ηρωική ισχύ και από τη  άλλη την αποκηρύσσει. Η οργή είναι προϋπόθεση της νίκης αλλά ταυτόχρονα είναι και αμαρτία, λάθος, σφάλμα. Είναι κάτι που πρέπει να το έχεις και ταυτόχρονα κάτι που πρέπει να το εξοβελίζεις. Είναι ντροπή να μην τον έχεις και ταυτόχρονα αμαρτία και σφάλμα, ενοχή.

Στην τραγωδία, ο ηρωισμός δεν εξυμνείται, μόνο αποκηρύσσεται. Στον Αίαντα του Σοφοκλή, το άκαμπτο μονολιθικό ηρωικό ήθος θεωρείται απαράδεκτο για τη πόλη και πρέπει να αποπεμφθεί. Η τραγωδία, η λυρική ποίηση, οι επτά σοφοί, η φιλοσοφία, η ιστοριογραφία συνεχίζουν αυτό που άρχισε η Ιλιάδα:την αποκήρυξη του ηρωισμού. Η Ιλιάδα εγκαινιάζει αυτό που θα αναδειχτεί πολύ σύντομα το κύριο χαρακτηριστικό της δυτικής λογοτεχνίας:την αποκήρυξη του ηρωισμού. Η αξία ενός λογοτεχνικού κειμένου του δυτικού πολιτισμού καθορίζεται από την συμβολή του στην αποπομπή του ηρωισμού. Ο Ραμπελέ, ο Θερβάντες και ο Σέξπειρ είναι σταθμοί- ορόσημα αυτής της παράδοσης, με τις τελευταίες αναλαμπές να είναι ο Τζόις και ο Μπέκετ. Το γεγονός ότι η Ιλιάδα  εξυμνεί και ταυτόχρονα αποκηρύσσει τον ηρωισμό   μας αναγκάζει να θέσουμε τα παρακάτω ερωτήματα:  Εάν κατά την αρχαϊκή εποχή ο ηρωισμός εξυμνείται και αποκηρύσσεται, υπήρξε άραγε μια εποχή που μόνο εξυμνούνταν; Κατά συνέπεια, υπήρξε μια Ιλιάδα που μόνο εξυμνούσε τον ηρωισμό; Και γιατί κατά την αρχαϊκή εποχή και εξυμνείται και αποκηρύσσεται; Εάν θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την Ιλιάδα που διαθέτουμε σήμερα ως Ιλιάδα-τραγωδία, μήπως αυτή προέρχεται από μια Ιλιάδα-έπος;

Για να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα θα πρέπει να στρέψουμε το ερευνητικό μας βλέμμα στον ήρωα; Ποιος είναι ο ήρωας; Τι μας λέει γι αυτόν η Ιλιάδα; Η Ιλιάδα μας λέει ότι ο ήρωας είναι α) ποιμένας, β) ποιμένας-γαιοκτήμονας  και γ) γαιοκτήμονας. Πως είναι δυνατόν όμως να είναι άλλοτε ποιμένας, ἀλλοτε (και) ποιμένας-γαιοκτήμονας κι άλλοτε (και) γαιοκτήμονας; Είμαστε κάτι παραπάνω από βέβαιοι ότι στην Αττική, για να περιοριστούμε σε αυτή την περιοχή, οι ευγενείς αριστοκράτες από την εποχή του Σόλωνα (600 π.Χ.) και μετά  ήταν γαιοκτήμονες (πεντακοσιομέδιμνοι, κλπ) δουλοκτἠτες. Είμαστε βέβαιοι επίσης, αν και έχουν διατυπωθεί αρκετές επιφυλάξεις, ότι κατά τους σκοτεινούς χρόνους (1100-900 π.Χ) και κατά την γεωμετρική εποχή (900-700)  κυριαρχούσε ο ποιμενισμός, η εκτροφή των ζώων. Η μυθολογία, η θρησκεία, η αρχαιολογία και η ελληνική γλώσσα επιβεβαιώνουν αυτό που μας αφηγείται η Ιλιάδα: ο ήρωας ήταν ποιμένας και έγινε γαιοκτήμονας. Ήταν ποιμένας και γαιοκτήμονας την εποχή που περνούσε από την εκτροφή των ζώων στην καλλιέργεια της γης, κατά τα τέλη της γεωμετρικής εποχής (800) μέχρι και τα μέσα της αρχαϊκής εποχής (600).  Γιατί όμως ο ήρωας ποιμένας εγκαταλείπει την εκτροφή των ζώων και στρέφεται προς την καλλιέργεια της γης;

Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα πρέπει να στρέψουμε το βλέμμα μας στον ποιμενικό τρόπο παραγωγής που επικρατούσε από το 1100 π.Χ μέχρι και τα τέλη της γεωμετρικής εποχής (750-700). . .

Θα συνεχίσω αύριο το πρωί.

[24-11-2010]

Θα το κάνουμε αφού πρώτα ανακεφαλαιώσουμε με απλότητα και σαφήνεια όσα έχουμε υποστηρίξει μέχρι τώρα, μιας κι έχουν προσέλθει ακροατές που δεν άκουσαν από την αρχή την εισαγωγή. Η Ιλιάδα μας λέει ότι η οργή είναι ένδειξη μειωμένης ισχύος αλλά και προϋπόθεση για την αύξησή της: ο ήρωας πολεμιστής  δεν μπορεί να μην είναι διαρκώς οργίλος. Στο προοίμιο όμως, το οποίο σαφέστατα είναι μεθομηρικό, η οργή αποκηρύσσεται και μαζί με αυτήν και ο ηρωισμός, ένας συγκεκριμένος τρόπος εξασφάλισης της ισχύος, ιστορικά διαμορφωμένος. Η Ιλιάδα εξυμνεί και ταυτόχρονα αποκηρύσσει την οργή, την ηρωική ισχύ. Στην Α, ο Αχιλλέας είναι ένας οργίλος ήρωας, στην Ω δεν είναι. Στην Ι, η πρεσβεία των ηρώων, που πάει να τον μεταπείσει να επιστρέψει στα πεδία των μαχών, προσπαθεί να τον πείσει να πάψει να είναι ήρωας! Στην Τ, στη ραψωδία της συμφιλίωσης, ο Αχιλλέας και ο Αγαμέμνων αποκηρύσσουν ανοιχτά τον ηρωισμό. Στην Ω, ο Αχιλλέας είναι σκιά του εαυτού του: μέσα σε μια καλύβα που περιγράφεται με όρους οδυσσειακού μεγάρου δέχεται τον πατέρα του φονιά του Πατρόκλου και του δίνει το σώμα του γιου του, του Έκτορα για να τον θάψει! Μόνο αυτό δεν περιμέναμε να γίνει: η Ιλιάδα μας διαβεβαιώνει κατηγορηματικότατα ότι τον Έκτορα θα τον φάνε τα σκυλιά και οι γύπες.  Εδώ, στην Ω, κυριαρχεί η αυτοκυριαρχία, η διαλλακτικότητα, η ευγένεια και η αυτοσυγκράτηση όσο κι αν υποφώσκει η εύθραυστη καταπίεση της οργής. Η Ιλιάδα εγκαινιάζει μια σπουδαία παράδοση αποκήρυξης του ηρωικού τρόπου εξασφάλισης της ισχύος   και υποδεικνύει σπερματικά έναν νέο τρόπο εξασφάλισης της ισχύος.  Αυτό που άρχισε η Ιλιάδα που διαθέτουμε, το συνέχισαν η λυρική ποίηση, οι σοφοί, η τραγωδία, η φιλοσοφία, η ιστοριογραφία.

Γιατί όμως αποκηρύσσεται ο ηρωισμός; Στο ερώτημα αυτό μπορούμε να απαντήσουμε μόνο εάν μελετήσουμε τον ήρωα. Ποιος ήταν; Τι έκανε; Πως ζούσε; Πως εξασφάλιζε την ισχύ του; Η Ιλιάδα μας λέει ότι ο ήρωας είναι ποιμένας, είναι ποιμένας-γαιοκτημονας, είναι γαιοκτήμονας. Αυτό που μας λέει ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγματικότητα, όπως την κατανοούμε σήμερα. Η ιστορία μας λέει ότι ο ήρωας ήταν ποιμένας από το 1100 π.Χ. μέχρι το 800-750, ότι ήταν ποιμένας-γαιοκτήμονας μέχρι το 600 και γαιοκτήμονας δουλοκτήτης μετά το 600. Ήταν ποιμένας και έγινε γαιοκτήμονας. Ζούσε από την εκτροφή των ζώων για πολλούς αιώνες, κάποια στιγμή όμως στράφηκε  προς την καλλιέργεια της γης. Γύρισε τη πλάτη στον ποιμενικό τρόπο παραγωγής και έθεσε τα θεμέλια του δουλοκτητικού τρόπου παραγωγής. Τα κομβικής σημασίας ερωτήματα είναι: ήταν πράγματι ποιμένας και έγινε γαιοκτήμονας; Και έτσι έχουν τα πράγματα, για ποιο λόγο το έκανε; Ποιες ήταν οι συνέπειες αυτής της οικονομικοκοινωνικής δραστικής αλλαγής;

Είμαστε  κάτι παραπάνω από βέβαιοι ότι οι πλούσιες  αριστοκρατικές  οικογένειες στην αρχαία Ελλάδα ήταν γαιοκτήμονες δουλοκτήτες. Ο Πλάτων για παράδειγμα είχε τα κτήματά του κάπου εκεί που είναι σήμερα η Φιλοθέη και είχε δούλους. Στα μέσα του 4ου π. Χ αιώνα, δεν υπάρχει οικογένεια χωρίς δούλους. Από το 700 π.Χ. μέχρι το 350 η χρήση των δούλων γενικεύτηκε και δεν υπήρχε κοινωνική δραστηριότητα στην οποία να μην συμμετέχουν δούλοι. Η παραγωγή του λαδιού και του κρασιού ήταν αποτέλεσμα της δουλικής εργασίας ενώ στα εργαστήρια της μεταλλοτεχνίας και της κεραμουργίας ήταν γεμάτα με δούλους. Από την άλλη, είμαστε βέβαιοι ότι οι πρόγονοι των γαιοκτημόνων δουλοκτητών ήταν  ποιμένες. Εκτός από την σαφέστατη μαρτυρία της Ιλιάδας, μας το επιβεβαιώνει η ίδια η γλώσσα. Όλες οι λέξεις που σχετίζονται με την παραγωγή και τις σχετιζόμενες με αυτήν δραστηριότητες είναι ποιμενικής προέλευσης. Να σας θυμίσω ότι πάτρη και πατρίς είναι τα πατρικά βοσκοτόπια, ότι αγρός σημαίνει βοσκότοπος, λιβάδι,το ίδιο σημαίνει και η λέξη νομός, σταθμός σημαίνει στάνη, μάνδρα σημαίνει μαντρί, αυλή είναι το προαύλιο της στάνης, νόμος είναι το πατρικό έθιμο της μοιρασιάς των νομών, των βοσκοτόπων και περιορίζομαι προς το παρόν σε αυτές. Η θρησκεία μας λέει ότι στον Όλυμπο υπάρχει θεός της ζωοκλοπής, ο Ερμής, αλλά θεός της γεωργίας και της αμπελουργίας δεν υπάρχει. Η Ήρα είναι προστάτισσα των ποιμνίων, ο Ήλιος ήταν μεγαλοκτηνοτρόφος, ο Ησίοδος αναφέρει (Θεογονία) ότι ο Δίας προτιμούσε το λίπος από το ψαχνό, ενώ όλοι οι θεοί τρελαίνονται να μυρίζουν τη τσίκνα που ανεβαίνει στο βουνό από το ψήσιμο και το κάψιμο του κρέατος. Η μυθολογία παρέχει πολλές ενδείξεις περί της ποιμενικής προέλευσης των γαιοκτημόνων. Είναι πολύ διαδεδομένη η ιστορία του τοπικού βασιλιά, πλούσιου ποιμένα με λίγους όμως υποτελείς, που δέχεται την επίσκεψη του Τληπόλεμου, ο οποίος στο όνομα της Δήμητρας, του μαθαίνει την καλλιέργεια του σιταριού και της ίδρυσης της πόλης. Ένας από αυτούς ήταν ο Εύμηλος στην Αχαΐα (το όνομά του σημαίνει ‘αυτός που έχει πολλά και καλά αιγοπρόβατα’), που έμαθε τη καλλιέργεια του σιταριού και ίδρυσε τη πόλη Αρόη, που σημαίνει ‘όργωμα καλλιεργήσιμης γης’. Τα πορίσματα της αρχαιολογίας είναι σαφέστατα: από το 1100 μέχρι τα τέλη της γεωμετρικής εποχής η νότια ελλαδική χερσόνησος και τα ανατολικά μικρασιατικά παράλια είναι αραιοκατοικημένα, οι αρχαιολόγοι ανασκάπτουν νεκροταφεία αλλά όχι οικισμούς, ενώ τα ευρήματα μας πείθουν ότι οι  επαφές με άλλες περιοχές της Μεσογείου είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Από αυτά τα στοιχεία ορμώμενοι, οι περισσότεροι ιστορικοί αυτών των αιώνων δέχονται ότι επικρατούσε ο ποιμενικός τρόπος παραγωγής ενώ όσοι και όσες διατηρούν επιφυλάξεις δέχονται ότι αυτή την εποχή άρχίζει η μεγάλων εκτάσεων καλλιέργεια της ελιάς και του αμπελιού, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη ολοένα και μαζικότερη χρήση των δούλων. Ο ήρωας λοιπόν, ο πρόγονος των δουλοκτητών γαοκτημόνων της κλασικής, δουλοκτητικής αρχαιοελληνικής κοινωνίας ήταν ποιμένας. Ας εξετάσουμε τώρα γιατί στράφηκε από την εκτροφή των κοπαδιών στην καλλέργεια της γης με τη χρήση απαχθέντων παραγωγών, των δούλων.

Από το 4.500 π.Χ. και μέχρι το 1400 μ. Χ., επί 6.000 χρόνια και ανά τακτά διαστήματα, πολεμοχαρή ποιμενικά στίφη εγκατέλειπαν τα βοσκοτόπια τους και εισέβαλαν στις περιοχές των αγροτικών κοινοτήτων, τις κατακτούσαν, τις εξόντωναν, τις αφομοίωναν με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν νέοι κοινωνικοί σχηματισμοί και τρόποι παραγωγής. Η μεγάλη μετανάστευση των γερμανικών ποιμενικών φυλών,  κατά τον 5ο και μετά αιώνα, που άρχισαν να εγκαθίστανται μόνιμα και να στρέφονται προς τη γεωργία, κατέλυσε τον παρακμάζοντα δουλοκτητικό τρόπο παραγωγής της ρωμαϊκής κοινωνίας και προκάλεσε την εμφάνιση ενός νέου, του φεουδαρχικού. Η κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας έγινε από τούρκικης καταγωγής ποιμενικά φύλα, ενώ είχαν προηγηθεί οι επιδρομής των μογγολικών φυλών και των αραβικών. Γιατί αυτά τα φύλα κατά διαστήματα εγκατέλειπαν τα βοσκοτόπια και εισέβαλαν στις περιοχές των αγροτικών κοινοτήτων; Γιατί ήταν φιλοπόλεμα και πολεμοχαρή; Γιατί φαίνονταν τόσο άξεστοι και απολίτιστοι μπροστά στους κατοίκους των αγροτικών κοινοτήτων;

Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι συνέπεια του ποιμενικού τρόπου παραγωγής. Οι ποιμένες εξασφαλίζουν την επιβίωσή τους από την εκτροφή μεγάλων αριθμών ζώων, κυρίως αιγοπροβάτων αλλά και αλόγων, αγελάδων, χοίρων, κλπ. Τα ζώα τους παρέχουν όχι μόνο τροφή (κρέας και γάλα) αλλά και δέρμα και μαλλί, με τα οποία κατασκεύαζαν εργαλεία, ρουχισμό, σκεύη, οχήματα, όπλα κλπ. Επειδή κατανάλωναν μεγάλες ποσότητες κρέατος έπρεπε να διαθέτουν μεγάλο αριθμό θηλυκών ζώων, τα οποία παρήγαγαν τη τροφή και τα νέα θηλυκά ζώα αναπαραγωγής. Το κύτταρο των ποιμενικών κοινωνιών ήταν το ποιμενικό γένος, ο οίκος με τα βοσκοτόπια του. Το ποιμενικό γένος ήταν ολιγομελές: από τη μια, η εκτροφή  των ζώων δεν απαιτεί πολλή εργασία, κι απο την άλλη πολλά μέλη θα σήμαινε την εκτροφή περισσότερων ζώων άρα και την ταχύτερη εξάντληση των λιβαδιών και την συνεχή μετακίνηση. Όσο υπάρχουν διαθέσιμα βοσκοτόπια, τα ποιμενικά γένη πολλαπλασιάζονται και επεκτείνονται. Επειδή η εκτροφή των πολλών ζώων απαιτεί μεγάλες εκτάσεις, πολύ σύντομα τα διαθέσιμα βοσκοτόπια περιορίζονται, το χορτάρι εξαντλείται, τα ζώα χάνουν βάρος, ασθενούν, ενσκήπτουν επιζωοτίες, η τροφή λιγοστεύει για όλους. Τα ποιμενικά φύλα ήταν διαρκώς αντιμέτωπα με το φάσμα του λιμού και της εξαθλίωσης. Η αρχαία ελληνική γλώσσα έχει καταγράψει αυτή τη διαδικασία: αγάπη σημαίνει πολλή τροφή, το μίσος έχει σχέση με τη μείωση, ενώ ο φθόνος με τη φθίση, την ελάττωση, το λιγόστεμα, τον περιορισμό. Η στενότητα του χώρου προκαλεί τον στόνο, εξ ού και η στενοχωρία (η στενοχώρια που λέμε σήμερα), ενώ ο πόνος, ο μόχθος δηλαδή, σχετίζεται με τη πενία, τη φτώχεια.

Το πως αντιδρούσαν σε αυτή τη κατάσταση μας είναι πολύ γνωστό. Σε περιόδους μεγάλης ένδειας αναγκάζονταν να φάνε τα θηλυκά ζώα, τα ζώα που παρήγαγαν το κρέας και τα εργαλεία του μέλλοντος. Το φάγωμα των εργαλείων δεν απαντά σε κανέναν άλλο τρόπο παραγωγής, σε καμιά άλλη κοινωνία, είναι πρωτοφανές. Αυτό το φαινόμενο το αποκαλώ ποιμενική εργαλειοφαγία. Οι ποιμένες δεν μπορούσαν να επέμβουν στη φύση για να αυξήσουν την ποσότητα του χόρτου των λιβαδιών. Υπάρχει και κάτι άλλο πιο σημαντικό. Το βασικό χαρακτηριστικό του ποιμενικού τρόπου παραγωγής είναι η ταύτιση του μέσου εργασίας, του εργαλείου, με το αντικείμενο της εργασίας. Το εκτρεφόμενο ζώο είναι μέσον εργασίας και αντικείμενο εργασίας, κάτι που δεν ισχύει στην καλλιέργεια της γης. Εδώ, το σκαλιστήρι γίνεται αλέτρι και το αλέτρι τρακτέρ, ενώ ένα στρέμμα γης που παρήγαγε 50 ή 100 κιλά σιτάρι τώρα μπορεί να παραγάγει πάνω από 6οο. Όταν ο άνθρωπος άρχισε να καλλιεργεί  σιτάρι και καλαμπόκι,  τα φυτά αυτά παρήγαγαν σπόρους που μετριούνταν στα δάχτυλα των χεριών, ενώ τώρα οι μεν σπόροι του σιταριού φτάνει και τους ογδόντα, ενώ του καλαμποκιού ξεπερνάει τους 200! Αλλά η κατσίκα και η προβατίνα συνεχίζουν να γεννούν δυο νεογνα εδώ και χιλιάδες χρόνια! Η αδυναμία επέμβασης στη φύση, στο εργαλείο και το αντικείμενο εργασίας καταδίκασε τον ποιμενικό τρόπο παραγωγής στη σπάνη, την ένδεια και την εξαθλίωση. Αυτή την αδυναμία, αυτό το αδιέξοδο του ποιμενικού τρόπου παραγωγής,  το   αποκαλώ ποιμενικό αδιέξοδο. Η μεγάλη πείνα στα αρχαία ελληνικά είναι γνωστή και ως βούβρωστις, δηλαδή φάγωμα του βοδιού, πολύ χρήσιμου εργαλείου έλξης και άροσης.

Εκτός όμως από το φάγωμα των εργαλείων, εκτός από την αυτοκαταστροφή, υπήρχε άλλη μια λύση, στην οποία προσέφευγαν όλα τα ποιμενικά φύλα απανταχού της γης: η αρπαγή των ζώων των γειτονικών γενών, αρπαγή που εμφανίζεται με δυο μορφές: την αθέατη κλοπή και την ληστεία (ένοπλη φανερή κλοπή). Δεν υπήρξε  ποιμενικό φύλο που να μην επιδίδονταν και να μην εκτιμούσε τη ζωοκλοπή,  μιας και εξασφάλιζε την επιβίωση των μελών – ο θεός Ερμής ήταν ο  θεός της ζωοκλοπής: βρέφος είχε κλέψει τα βόδια του αγελαδάρη μεγαλοκτηνοτρόφου Απόλλωνα. Μέχρι πρόσφατα, στη Κρήτη ήταν μεγάλη τιμή για έναν πατέρα να δώσει το κόρη του σε μεγάλο και διαβόητο ζωοκλέφτη. Η κλοπή γρήγορα μετεξελίχθηκε σε ένοπλη ληστεία, μιας και όλοι στράφηκαν προς την ένοπλη υπεράσπιση των ζώων τους. Έτσι, εγκαινιάζεται μια περίοδος διαρκών προστριβών μεταξύ των ποιμενικών γενών, ένα κλίμα αδελφοκτόνων συρράξεων που έχει αποτυπωθεί στη λέξη έρις. Η κλιμάκωση της βίας δημιουργεί μια νέα κατάσταση, τα βασικά χαρακτηριστικά της οποίας είναι η σύναψη συμμαχιών για την αύξηση της στρατιωτικής ισχύος με σκοπό την εξόντωση ή εκδίωξη των γειτόνων. Τα γένη συμμαχούν και σχηματίζουν τις φρατρίες, οι φρατρίες τις φυλές, οι φυλές τα έθνη (ομογλωσσία), οι συνασπισμοί εθνών χωρίζουν τον ποιμενικό κόσμο σε δυο αντίπαλα στρατόπεδα. Τα φαινόμενα αυτά αποτυπώνονται στους όρους μάχη και πόλεμος. Οι ηττημένοι θα εγκαταλείψουν τα πατρικά βοσκοτόπια, η στενοχωρία θα εκτονωθεί με την απελευθέρωση μεγάλων εκτάσεων και η διαδικασία θα επαναληφθεί για να υπάρξει μια νέα φυγή, κοκ. Αυτός είναι ο λόγος που ανά τακτά διαστήματα οι ποιμένες εγκαταλείπουν τα πατρικά βοσκοτόπια. Αυτοί που τα εγκαταλείπουν είναι οι ηττημένοι, οι ανίσχυροι, ενώ μερικές φορές και οι νικητές εξέρχονται κινούμενοι από την ορμητικότητα της νίκης αλλά σχεδόν πάντοτε επιστρέφουν μετά από μια ανηλεή λεηλασία και φρικιαστική εξόντωση. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι ποιμενικές κοινωνίες  συγκροτούνται, κλιμακώνουν και συντονίζουν τη συνεργασία, μόνο κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Είναι σαφές ότι η επιβίωση του γένους κι όλων των άλλων μορφών κοινωνικής οργάνωσης οφείλεται στην εξασφάλιση της λείας, των ζώων, των γυναικών, των βοσκοτόπων. Η λεία όμως πρέπει να μοιραστεί κι αυτή η ανάγκη προκαλούσε αναπόφευκτα νέες συρράξεις. Είμαστε βέβαιοι ότι το μεγαλύτερο μέρος της λείας το αποσπούσε ο ισχυρότερος (γένος, φρατρία, φυλή, έθνος). ενώ μεταξύ των μελών του γένους τα περισσότερα και τα πολυτιμότερα μέρη της λείας τα έπαιρναν οι άνδρες που διακρίθηκαν στο πεδίο της μάχης και που επαινούνταν από τα άλλα μέλη και αργότερα από τους αοιδούς. Αυτός είναι ο λόγος που οι ήρωες νοιάζονταν τι θα πουν οι άλλοι γι αυτόν. Αυτό είναι το κλέος, Εάν σκότωνε θα εξασφάλιζε κλέος, δόξα, φήμη, άρα δικαίωμα συμμετοχής στη μοιρασιά της λείας. Οι ποιμενικές κοινωνίες ήταν κοινωνίες της αιδούς, της ντροπής: δεν το έκανες (δεν σκότωσες, δεν άρπαξες) ενώ μπορούσες να το κάνεις. Αυτό το μοντελάκι αμφισβητείται στην Ιλιάδα, όπου έχουμε την εμφάνιση της ενοχής: το έκανες (σκότωσες, άρπαξες) ενώ μπορούσες να μην το κάνεις και θα δούμε στη συνέχεια που οφείλεται αυτή η αλλαγή, που καταγράφεται με έξοχο τρόπο στην αττική τραγωδία. Η εμμονή του ήρωα για το κλέος μας δείχνει και την πρόελευση της ποιμενικής προφορικής ποητικής αφήγησης (έπος, ηρωική ποίηση).

Ένα από τα φύλα που εγκατέλειψε τα αχανή βοσκοτόπια των λειμώνων του Πόντου, της σημερινής Ουκρανίας, ήταν κι αυτό που εισέβαλε γύρω στο 2.000 π.Χ. στη νότια ελλαδική χερσόννησο, απόγονοι των οποίου ήταν οι αρχαίοι Έλληνες. Εισέβαλαν ως ποιμένες, πολλοί παρέμειναν ποιμένες, άλλοι στράφηκαν προς τη γεωργία ενώ μετά το 1600 π.Χ. εμφανίζονται ως κατακτητές των ντόπιων αγροτικών κοινοτήτων. Τα κρατικά αρχεία των διοικητικών κέντρων των μυκηναϊκών βασιλείων μας παρέχουν αρκετές πληροφορίες για την οικονομική δραστηριότητα και την κοινωνική οργάνωση προς τα τέλη του 13ου π.Χ. αιώνα. Η εικόνα που μας δίνουν είναι μια εικόνα ένδειας, που οφειλόταν την ανηλεή αρπακτικότητα της κρατικής γραφειοκρατίας, και  ανυπακοής των τοπικών κοινοτήτων. Όποια κι αν ήταν τα αίτια της διάλυσης των μυκηναϊκών βασιλείων και των κρατικών μηχανισμών, είναι βέβαιο ότι η παρακμή δεν ήταν αιφνίδια αλλά μακράς διάρκειας ( 1200-1100). Η εικόνα που έχουμε στη συνέχεια είναι μια εικόνα ερήμωσης, ένδειας, πολιτισμικής καθυστέρησης, απομόνωσης και εσωστρέφειας. Κι αυτό οφείλεται στην αναβίωση του ποιμενικού τρόπου παραγωγής. Η αναβίωση αυτή κατέστη αναγκαία λόγω της διάλυσης των κοινωνικών σχέσεων που επικρατούσαν κατά τη μυκηναϊκή εποχή και της εκτεταμένης φυγής των υποτελών προς τα νησιά και τα μικρασιατικά παράλια. Οι μυκηναίοι αριστοκράτες, ισχυροί αξιωματούχοι του κρατικού μηχανισμού και γαιοκτήμονες, αναγκάστηκαν να στραφούν προς της εκτροφή των ζώων ελλείψει υποτελών παραγωγών. Η εκτροφή των ζώων παρουσιάζει δυο σαφή πλεονεκτήματα: με λίγα ζώα στη διάθεσή  του ένας ισχυρός μυκηναίος άρχοντας μπορούσε να γίνει  μέσα σε λίγα χρόνια ένας πλούσιος ποιμένας μόνο με την εργασία των μελών της οικογένειας. Μέσα σε μια δυο γενιές, η  νότια ελλαδική χερσόνησο κατακλύστηκε από ποιμενικά γένη με αποτέλεσμα να επικρατήσει ο ποιμενικός τρόπος παραγωγής.

Μετά από μερικούς αιώνες εξάπλωσης και αναπαραγωγής του ποιμενισμού, το ποιμενικό αδιέξοδο έδειξε τα όρια και τις ανυπέρβλητες αντιφάσεις και δυσκολίες αυτού του τρόπου παραγωγής. Οι βοσκότοποι λιγοστοί, η κατάτμησή τους διαρκής, η αρπαγή των ζώων και των βοσκοτόπων αναπόφευκτη, οι συρράξεις μεταξύ των ποιμενικών γενών διαρκείς και αιματηρές. Οι ποιμένες δεν μπορούν πια να εξασφαλίσουν την επιβίωση, τον πλούτο και το κλέος με την εξόντωση των γειτόνων και την αρπαγή της πάτρης, των πατρικών βοσκότοπων. Η δίνη της αυτοκαταστροφής δεν αφήνει κανένα ανεπηρέαστο. Η ισχύς των ποιμένων, όλων ανεξαιρέτως,  μειώνεται συνεχώς.

Ο μόνος τρόπος να ξεπεραστεί το αδιέξοδο αποτελεσματικά ήταν η εγκατάλειψη του ίδιου του ποιμενικού τρόπου παραγωγής, η εγκατάλειψη της εκτροφής των ζώων και η στροφή προς την καλλιέργεια της γης. Τα βοσκοτόπια έγιναν καλλιεργήσιμη γη, χωράφια.

Πως όμως θα μπορούσαν να καλλιεργήσουν αυτές τις μεγάλες εκτάσεις τα ολιγογομελή (ποιμενικά) γένη; Ποιες ήταν οι συνέπειες αυτής της αλλαγής; Το εποικοδόμημα (η ιδεολογία, οι αξίες, ο κώδικας συμπεριφοράς, οι αντιλήψεις, κλπ)  εγκαταλείφθηκε τόσο γρήγορα όσο ο τρόπος παραγωγής; Τι επιβίωσε, τι πετάχτηκε στα αζήτητα, τι άλλαξε, τι τροποποιήθηκε, τι επινοήθηκε με τον νέο τρόπο παραγωγής; Ποιος ήταν ο νέος τρόπος παραγωγής;

Θα συνεχίσω αύριο το πρωί.

[25-11-2010]

Εάν, φίλες και φίλοι, το ποιμενικό αδιέξοδο, το αδιέξοδο του ποιμενικού τρόπου παραγωγής εμφανιζόταν ανά περιόδους και για χιλιάδες χρόνια στις απέραντες στέπες της Ουκρανίας (που εισχωρούσαν στη κεντρική Ευρώπη με τους πλούσιους λειμώνες της Ουγγαρίας), της κεντρικής Ασίας και στις ημιερημικές αχανείς εκτάσεις της Μογγολίας και της αραβικής χερσονήσου, φαντάζεστε την έντασή του σε μια περιοχή σαν νότια ελλαδική χερσόνησο που μόνο γαι την εκτροφή μεγάλου αριθμού ζώων δεν προσφέρεται; Είμαστε κάτι παραπάνω από βέβαιοι ότι οι κοινότητες της νεολιθικής (7.000-3000 π.Χ.) και της πρώιμης εποχής του χαλκού (3.000-2.000)  ζούσαν κυρίως από την καλλιέργεια της γης, εξέτρεφαν όμως και ζώα, όπως την κατσίκα, το πρόβατο και το γουρούνι. Δεν ήταν όμως κατά κανένα τρόπο ποιμενικές κοινότητες. Ούτε το έδαφος ούτε το κλίμα, με βαρείς χειμώνες και πολύ ζεστά καλοκαίρια με ελάχιστες βροχές επέτρεπαν την εκτεταμένη εκτροφή  ζώων. Η μόνη μορφή ποιμενισμού που μπορούσε να υπάρχει, και υπάρχει μέχρι και σήμερα, είναι η ημινομαδικός ποιμενισμός: το καλοκαίρι στα βουνά, τον χειμώνα στον κάμπο.  Η νότια ελλαδική χερσόνησο είναι μια ορεινή κυρίως περιοχή, με μικρές κοιλάδες και πεδιάδες που τις διασχίζουν μικρά ποτάμια, τα οποία το καλοκαίρι πολύ συχνά δεν έχουν ούτε μια σταγόνα νερό. Η μορφολογία αυτή, η γειτνίαση των πεδιάδων με ορεινές και ημιορεινές περιοχές,  καθώς και το κλίμα, μας αναγκάζουν να διατυπώσουμε την άποψη ότι κατά τους σκοτεινούς χρόνους και την γεωμετρική εποχή κυριαρχούσε ο ημινομαδικός ποιμενικός τρόπος παραγωγής. Μόνο έτσι εξηγείται  η απουσία μόνιμων οικισμών, η εικόνα της ερήμωσης, της πολιτισμικής καθυστέρησης και του περιορισμού των επαφών με το Αιγαίο, τη Μικρά Ασία και άλλες περιοχές της ανατολικής Μεσογείου. Αυτή η ημινομαδικότητα εξασφάλιζε χόρτο στα ζώα αλλά και την αναπαραγωγή του ποιμενικού τρόπου παραγωγής. Είναι επίσης βέβαιο ότι υπήρχαν μικρές  κοινότητες που επιδίδονταν στην καλλιέργεια της γης, αλλά βρίσκονταν στο περιθώριο του ποιμενικού σύμπαντος. Η αναπαραγωγή όμως αυτή  αναπόφευκτα αντιμετώπισε το φάσμα του ποιμενικού αδιεξόδου λόγω της αύξησης του πληθυσμού και της αναπότρεπτης κατάτμησης των βοσκότοπων. Η έκταση των λιβαδιών περιοριζόταν συνεχώς τόσο στον κάμπο όσο και τα βουνά. Κατά συνέπεια, ο λιμός και οι αδελφοκτόνες συρράξεις, ήταν μια μόνιμη κατάσταση. Οπως είπαμε, υπήρχε μόνο μια λύση για να ξεπεραστεί αυτό το cul-de-sac, αυτό το αδιέξοδο: η στροφή προς την καλλιέργεια της γης.
Η εγκατάλειψη της εκτροφής των ζώων και η στροφή προς την γεωργία δεν έγινε από μια μέρα στην άλλη. Ήταν μια περίοδος που κράτησε πάνω από δυο αιώνες: από το 850-800 μέχρι το 650-600. Δεν υπάρχει ούτε ένας αρχαιολόγος, ούτε ένας ιστορικός  που να μην παραδέχεται πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η περίοδος αυτή ήταν μια εποχή πολλών και σημαντικών αλλαγών. Οι αλλαγές αυτής κατά το τέλος της γεωμετρικής εποχής και την αρχαϊκή, έθεσαν τις βάσεις για τον κλασικό πολιτισμό της αρχαιοελληνικής πόλεως του 5ου και 4ου αιώνα.

Είδαμε τους λόγους για τους οποίους οι ποιμένες αναγκάστηκαν να στραφούν στην καλλιέργεια της γης. Τώρα, οφείλουμε να εξετάσουμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε αυτή η στροφή. Φανταστείτε έναν ποιμένα που κατέχει μια έκταση 500 στρεμμάτων σε μια πεδιάδα, ας πούμε στην Αττική. Και λέω 500 διότι τόσα στρέμματα κατείχαν οι πλουσιότεροι γαιοκτήμονες κατά την κλασική εποχή. Οι δυσκολίες αυτής της μετάβασης ήταν κυρίως δύο: Ποιοι θα καλλιεργήσουν τη γη; Τι θα καλλιεργηθεί;

Ας επιχειρήσουμε να δώσουμε μια απάντηση πρώτα στο δεύτερο ερώτημα. Η μεγάλη έκταση των κτημάτων ωθούσε τους ευγενείς να καλλιεργήσουν φυτά και να παραγάγουν προϊόντα όχι μόνο για την κάλυψη των αναγκών τους αλλά και για ανταλλαγή. Αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να στραφούν στη καλλιέργεια φυτών που τα προϊόντα τους δεν είναι ευπαθή, που αποθηκεύονται για πολλά χρόνια. Επίσης, θα έπρεπε να επιλεχθούν φυτά που η καλιέργειά τους δεν συμπίπτει. Για την κάλυψη των διατροφικών αναγκών τους δεν μπορούσαν παρά να επιλέξουν το κριθάρι και σκληρό σιτάρι. Τα δημητριακά αυτά αντέχουν στην ξηρασία, δεν είναι όμως παραγωγικά. Το μαλακό σιτάρι είναι ανθεκτικό στους παγετούς, είναι παραγωγικό αλλά απαιτεί πλούσια εδάφη και πολλά νερά, γι αυτό και καλλιεργείται στις βόρειες χώρες. Καλλιεργούσαν λοιπόν μικρές ποσότητες δημητριακών, αργότερα όμως εγκατέλειψαν αυτές τις καλλιέργειες εξασφαλίζοντας το σιτάρι από τις παράκτιες περιοχές του Πόντου και την Αίγυπτο. Το φτωχό έδαφος και οι μειωμένες βροχοπτώσεις του καλοκαιριού επέβαλε τελικά την καλλιέργεια δυο φυτών που στήριξαν τον πολιτισμό της αρχαιοελληνικής πόλεως: την ελιά και το αμπέλι. Οι  καλλιέργειες των δημητριακών, της ελιάς και του αμπελιού δεν συμπίπτουν. Το λάδι και το κρασί αποθηκεύονται και μπορούν να πωληθούν οποιαδήπουτε εποχή. Για να καλλιεργηθούν όμως και να αποθηκευτούν απαιτείται η ύπαρξη εργαλείων και αποθηκευτικών αγγείων. Η πώλησή τους εκτός της ελλαδικής χερσονήσου απαιτεί την ναυπήγηση εμπορικών πλοίων. Έτσι, με την στροφή προς τη γεωργία, έχουμε την ανάπτυξη της μεταλλοτεχνίας, της αγγειοπλαστικής και της ναυπήγησης πλοίων.

Για να καλλιεγηθούν όμως αυτά τα μεγάλα κτήματα (που η έκτασή τους ήταν ένα μικρό κλάσμα ενός μέσου ρωμαϊκού λατιφούντιου) με κριθάρι, μαλακό σιτάρι, ελιές κι αμπέλια χρειάζονταν πολλά εργατικά χέρια. Η εκτροφή των ζώων δεν εγκαταλείφθηκε πλήρως. ήταν όμως συμπληρωματική της γεωργίας. Παρείχε τροφή (κρέας και γαλακτομικά), μαλλί και δέρματα. Η εκτροφή των βοδιών για το όργωμα και την έλξη των αμαξών ήταν αναγκαία, όσο και η εκτροφη των αλόγων για τον πόλεμο και την επίδειξη της ισχύος. Διαπιστώσαμε ότι τα ποιμενικά γένη ήταν ολιγομελή. Η έλλειψη εργατικών χεριών ήταν ο κανόνας. Υπήρχαν δυο τρόποι για να ξεπεραστεί αυτή η δυσκολία: Ο ένας ήταν η γέννηση πολλών παιδιών. Εάν σκεφτούμε όμως ότι μόνο το 50% των παιδιών που γεννιόντουσαν ζούσαν μετά τα είκοσί τους, αντιλαμβανόμαστε ότι αυτή ήταν μια λύση κάθε άλλο παρά αποτελεσματική. Η μεγάλη παιδική και εφηβική θνησιμότητα ήταν ένα αξεπέραστο πρόβλημα: τα παιδιά και οι έφηβοι κατανάλωναν ένα μεγάλο μέρος του πλούτου και τελικά πέθαιναν! Η μεγάλη θνησιμότητα υπέδειξε τη μόνη λύση: την χρήση έτοιμων εργατικών χεριών. Δηλαδή των δούλων.

Η δουλεία υπήρχε σε λανθάνουσα μορφή την εποχή του ποιμενικού τρόπου παραγωγής. Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια μας λένε πολλά επ’ αυτού του ζητήματος. Ήταν όμως κυρίως γυναίκες που απασχολούνταν στην επεξεργασία και μεταποίηση των κτηνοτροφικών προϊόντων (κυρίως γνέσιμο μαλλιού και ύφανση). Οι ποιμένες τη γνώριζαν τη δουλεία. Τώρα όμως, με την καλλιέργεια της γης, οι άνδρες ήταν απαραίτητοι. όχι οι γυναίκες. Η Ιλιάδα παρέχει κάποιες πληροφορίες για το εμπόριο των δούλων: μας λέει ότι ήταν αιχμάλωτοι πολέμου. Ενώ κατά τον ποιμενικό τρόπο παραγωγής οι ποιμένες ενδιαφέρονται κυρίως για την αιχμαλώτιση γυναικών (η Ιλιάδα είναι φλύαρη), η καλλιέργεια της γης αναγκάζει τους γαιοκτήμονες να στραφούν προς την αιχμαλώτιση των νεαρών ανδρών. Η εξασφάλιση έτοιμων ανδρικών εργατικών  χεριών μπορούσε να γίνει είτε με την απαγωγή τους από τους ίδιους τους γαιοκτήμονες είτε με την αγορά τους από τους δουλέμπορους. Έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι αρχικά οι ίδιοι οι πλούσιοι γαιοκτήμονες ανέλαβαν την προμήθεια των δούλων με ληστρικές επιδρομές στα ενδότερα της Μικράς Ασίας αλλά κυρίως στα παράλια της Θράκης και του Πόντου. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι εδώ στον Πόντο ιδρύθηκαν οι πρώτες αποικίες, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι κατά την κλασική εποχή όλοι σχεδόν οι δούλοι ήταν Θράκες, Σκύθες, Κάρες και Παφλαγόνες.  Βέβαια, οι γαιοκτήμονες δεν θα μπορούσαν ποτέ να φέρουν σε πέρας μόνοι τους τις ληστρικές αυτές επιδρομές. Χρειάζονταν κωπηλάτες και πολεμιστές, οι οποίοι προέρχονταν από τον δήμον, τους ελεύθερους μικροκαλλιεργητές. Αυτή την εποχή εμφανίζεται η φάλαγγα, η συνεργασία των πολεμιστών που δημιούργησε αυτήν την πολύ αποτελεσματική πολεμική μηχανή. Η αποτελεσματικότητα και η σημαντικότητα της φάλαγγας για τους ευγενείς αφενός επέτρεπε την απαίτηση εκ μέρους του δήμου μεγαλύτερου μέρους της πολεμικής λείας, αφετέρου εξασφάλιζε τη διατήρηση της μικροιδιοκτησίας, επέφερε δηλαδή τη διατήρηση και την αύξηση της ισχύος του. Πολύ σύντομα όμως οι ληστρικές επιδρομές με σκοπό την απαγωγή των νεαρών ανδρών έπαυσαν και θα δούμε για ποιο λόγο και ποιες ήταν οι συνέπειες.

Στη Θράκη και στον Πόντο, μας πληροφορεί ο Ηρόδοτος, ζούσαν ποιμενικά φύλα τα οποία αντάλλασαν αιχμαλώτους πολέμου με τα προϊόντα των γαιοκτημόνων (λάδι, κρασί, είδη πολυτελείας -κοσμήματα και αρώματα – όπλα και αγγεία). Τον εφοδιασμό με δούλους τον ανέλαβαν έμποροι ειδικευμένοι στο δουλεμπόριο. Έτσι, οι γαιοκτήμονες δεν χρειάζονταν τις ληστρικές επιδρομές, δεν χρειάζονταν τη συμμετοχή των ελεύθερων μικροκαλλιεργητών. Η κατάσταση αυτή επέτρεψε τους γαιοκτήμονες να στραφούν προς την αρπαγή της γης των μικρών κτηματιών και στην υποδούλωσή τους. Αυτό είναι το κοινωνικό, οικονομικό και πολτικό υπόβαθρο του εμφύλιου πολέμου την εποχή του Σόλωνα που οδήγησε στην απελευθέρωση των καλλιεργητών και την επιστροφή της γης τους.Είναι η γνωστή σεισάχθεια, η αποτίναξη τού άχθους, του βάρους της υποταγής. (Το γαρ παρόν βαρύ τοις υπηκόοις, έγραψε ο Θουκυδίδης).

Ας επιστρέψουμε στους γαιοκτήμονές μας. Για να καλλιεργηθούν αυτά τα 200-500 στρέμματα γης, απαιτούνται αρκετοί δούλοι, όχι όμως πάρα πολλοί. Μια έκταση 500 στρεμμάτων καλλιεργείται με 50-100 δούλους οι οποίοι όμως πρέπει να αντικαθίστανται γιατί οι μέρες τους είναι μετρημένες μόλις θα αρχίσουν να καταναλώνουν περισσότερα από ό,τι παράγουν. . .  Αυτός είναι ο λόγος που η ζήτηση για δούλους ήταν όχι μόνο διαρκής αλλά και συνεχώς αυξανόμενη, μιας κι άρχισαν να τους χρησιμοποιούν και οι μικροκαλλεργητές, ενώ κατά το 350 π.Χ. και το φτωχότερο σπίτι στην Αθήνα είχε τον ή τους δούλους του. Για να συνεχιστεί και να αναπαραχθεί η δουλική εργασία και η εμπορία των παραγόμενων προϊόντων απαιτούνταν διαρκώς δούλοι, σιδερένια εργαλεία,  αγγεία και πλοία. Τα εργαλεία και τα αγγεία παράγονταν από εργαστήρια που χρησιμοποιούσαν κι αυτά δούλους και ήταν συγκεντρωμένα σε ένα συγκεκριμένο μέρος, συνήθως κοντά στην πόλιν, δηλαδή στο απόκρημνο φρούριο του ισχυρού  τοπικού αριστοκράτη ποιμένα των σκοτεινών χρόνων και της γεωμετρικής εποχής. Στην Αττική ήταν κοντά στην Ακρόπολη (Κεραμεικός). Την εποχή λοιπόν αυτή εμφανίζονται οι πρώτοι οικισμοί, που η βασική τους δραστηριότητα ήταν η παραγωγή εργαλείων, όπλων, και αγγείων. Κοντά σε αυτά τα εργαστήρια διεξάγονταν και το δουλεμπόριο – στην αγορά. Πολύ σύντομα, το βιοτεχνικό και εμπορικό αυτό κέντρο έγινε και τόπος κατοικίας των γαιοκτημόνων. Εγκατέλειψαν τον οίκο τους που βρίσκονταν διάσπαρτοι στη πεδιάδα και εγκαταστάθηκαν στην πόλιν. Έτσι, η η λέξη  πόλις απόκτησε μια νέα σημασία κι έπαυσε να σημαίνει  ‘απόκρημνο φρούριο’. Δεν άργησε φυσικά να μετεξελιχθεί, με την οχύρωσή της,  σε πραγματικό φρούριο. Οι  λόγοι της μετακίνησης των γαιοκτημόνων από τους αγρούς στην πόλιν ήταν πολλοί: έπρεπε να είναι κοντά στο κέντρο του δουλεμπορίου και της εμπορίας των προϊόντων τους, δεν πρέπει να υποτιμούμε κι άλλους δυο λόγους: τον φόβο προς τους δούλους, που υπερείχαν αριθμητικά κατά πολύ και την εγκατάλειψη των ληστρικών επιδρομών μεταξύ των ποιμενικών γενών, μεταξύ των οίκων.

Ενώ τα ποιμενικά γένη, λίγες γενιές πρίν, πολεμούσαν διαρκώς μεταξύ τους για να εξασφαλίζουν τα πολύτιμα λιβάδια και εξασφάλιζαν την επιβίωση, τον πλούτο και την ισχή με τη χρήση ανεξέλεγκτης και ανηλεούς βίας, με την αρπαγή, την εξόντωση και την εκδίωξη,  η καλλιέργεια της γης με τη χρήση των δούλων εξασφάλιζε πλούτο και ισχύ και καθιστούσε τη χρήση της βίας και της παραφοράς παντελώς περιττή και επιζήμια. Από αντίπαλοι έγιναν σύμμαχοι, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έπαυσε ο μεταξύ τους ανταγωνισμός. Αυτή την εποχή, την αρχαϊκή, την εποχή της μετάβασης από τον ποιμενικό στον δουλοκτητικό τρόπο παραγωγής, η ύβρις και η άτη εγκαταλείπονται και οι λέξεις αποκτούν άλλη σημασία, αυτήν που έχουν μέχρι σήμερα. Η έρις παραμερίζεται και τη θέση της την παίρνει η δίκη.

Η δίκη δεν είναι η δικαιοσύνη γενικά και αόριστα. Καταγράφει μια συγκεκριμένη σχέση, ιστορικά διαμορφωμένη, μεταξύ των γαιοκτημόνων. Η δίκη, η ειρηνική συνύπαρξη και η αναγκαία λόγω των δούλων και των μικροκαλλιεργητών συμμαχία καθιστά άχρηστη την άμετρη και αδίστακτη χρήση της βίας (ύβρις) και την παραφορά (άτη), εξοβελίζει δηλαδή τον ηρωικό, τον ποιμενικό  τρόπο διατήρησης και αύξησης της ισχύος. Οι πρακτικές που μας έκαναν κάποτε ισχυρούς, τώρα, με την καλλιέργεια της γης και της προσπόρισης πλούτου και ισχύος με τη χρήση των δούλων,  μας καταστρέφουν και πρέπει να εγκαταλειφτούν. Μια πολύ σημαντική πλευρά του ποιμενικού εποικοδομήματος εγκατελείπεται και επινοείται η δίκη. Τώρα, ο κόσμος, φυσικός και κοινωνικός, δεν προσλαβάνεται και ερμηνεύεται με όρους εριδος και ανταγωνισμού αλλά δίκης, ειρηνικής συνύπαρξης. Η δίκη κυριαρχεί στον Ησίοδο, στους σοφούς νομοθέτες και κυβερνήτες, στη προσωκρατική φιλοσοφία, στην τραγωδία και την ιστοριογραφία. Ο ηρωικός τρόπος εξασφάλισης της ισχύος, ο ηρωισμός, είναι παντελώς ασύμβατος με τον δουλοκτητικό τρόπο παραγωγής και πρέπει να εγκαταλειφτεί. Ο Αίας του Σοφοκλή μας λέει ότι ο ηρωισμός είναι πρόβλημα για τη πόλη, δηλαδή για τους γαιοκτήμονες.

Η Ιλιάδα και η τραγωδία μας λένε ότι ήταν πολύ δύσκολο για έναν  ποιμένα που έγινε γαιοκτήμονας  να πάψει να συμπεριφέρεται ως ήρωας, ως ποιμένας. Πρόκειται για πολιτισμική αδράνεια: η βάση αλλάζει πολύ εύκολα και γρήγορα όχι όμως και το εποικοδόμημα. Η απροθυμία και η δυσκολία του ήρωα να πάψει να είναι ήρωας είναι το βασικό θέμα της Ιλιάδας και όχι ο πόλεμος και ο θάνατος, έτσι γενικά και αόριστα. Λέει η Ιλιάδα στους ακροατές-γαιοκτήμονες: εάν δεν πάψετε να είστε ήρωες, θα καταστραφείτε. Δεν είναι εύκολο, αλλά πρέπει να το κάνετε.

Η Ιλιάδα εξυμνεί και αποκηρύσσει την οργή και την ηρωική ισχύ διότι καταγράφει τη μετάβαση από τον ποιμενικό τρόπο παραγωγής στον δουλοκτητικό, από την ηρωική ισχύ στην δουλοκτητική αντίστοιχη, από την εξόντωση του αντιπάλου στην ειρηνική συνύπαρξη, από την ύβριν και την άτην στη δίκην.  Ο ηρωικός τρόπος εξασφάλισης της ισχύος έπρεπε να εγκαταλειφτεί και να υιοθετηθεί ένας νέος. Τι άλλο εγκαταλείφθηκε; Τι διατηρήθηκε; Τι τροποποιήθηκε; Τι επινοήθηκε;

Θα εστιάσουμε την προσοχή μας σε αυτό που διατηρήθηκε και σε αυτό που επινοήθηκε. Εγκαταλείφθηκε η παράφορη βία και ο αέναος ανταγωνισμός μεταξύ των αριστοκρατών, διατηρήθηκε όμως  η πυρηνική πρακτική του ποιμενισμού: η αρπαγή και η εξόντωση. Δεν στρέφεται κατά του γείτονα αριστοκράτη αλλά κατά των μακρινών κοινοτήτων (δούλοι και αρπαγή γης – αποικισμός) και κατά των μικροκαλλιεργητών, τη γη των οποίων κατάφεραν τελικά κατά τα τέλη του 4ου π.Χ αιώνα να αρπάξουν. Η αδελφοκτόνα και αιματηρή έρις έδωσε τη θέση της στον συμβολικό ανταγωνισμό και την επίδειξη  της ισχύος και της αύξησης της (αθλητισμός, αναθήματα στα ιερά και στους ναούς). Διατηρήθηκε επίσης η επιθυμία, η λατρεία δηλαδή, της ισχύος και της αύξησής της. Δεν είναι τυχαίο που η δίκη και η ισχύς κυριαρχούν σε όλη την αρχαιοελληνική γραμματεία μετά την Ιλιάδα. Εδώ, η έρις, η ύβρις και η άτη εξυμνούνται και αποκηρύσσονται, ενώ η παρουσία της δίκης στην ραψωδία Ω είναι σαφής. Ο Αχιλλέας αποκηρύσσει τον άκαμπτο ηρωισμό και υιοθετεί σχέσεις καλής γειτονίας (δίκη). Ο Πρίαμος στην Ω δεν είναι παρά ο γείτονας αριστοκράτης, ο γείτονας  γαιοκτήμονας δουλοκτήτης.

Θα στρέψουμε τώρα το ερευνητικό μας βλέμμα  στη λατρεία της ισχύος και της μεγέθυνσής της. Θα εξετάσουμε τις επιθυμίες του ήρωα που εμφανίζεται με τη  μορφή του πολεμιστή και του Κυρίου και θα θέσουμε το παρακάτω ερώτημα: από ποιον θέλει να γίνει πιο ισχυρός ο ήρωας και πως;

θα συνεχίσω αύριο το πρωί

[27-11-2010)

Φίλες και φίλοι, το βασικό μέλημα του ήρωα, του ποιμένα πολεμιστή, είναι η αύξηση της ισχύος του, πολεμικής και κοινωνικής. Και είναι αυτό το βασικό του μέλημα επειδή είναι εγγενώς ενδεής και αδύναμος, λόγω του εγγενούς αδιεξόδου του ποιμενικού τρόπου παραγωγής. Ο ήρωας επιθυμεί διακαώς να γίνει πιο ισχυρός από ό,τι είναι και αυτή η επιθυμία δεν έχει όριο: θέλει να γίνει όσο γίνεται πιο ισχυρός. Δεν μπορεί να γίνει όμως – κι αυτός είναι ο λόγος που είναι διαρκώς οργισμένος, τσαντισμένος. Ως ποιμένας πολεμιστής μπορεί να γίνει πιο ισχυρός μόνο με την εκδίωξη ή την εξόντωση του γειτονικού ποιμενικού γένους (φρατρίας, φυλής, έθνους). Για να γίνεις όμως πιο ισχυρός, πρέπει να διαθέτεις ήδη ισχύ – σωματική, ψυχική, οπλική, όπως έχουμε ήδη επισημάνει. Γίνομαι ισχυρότερος σημαίνει αυξάνω τη σωματική, ψυχική και οπλική διαθέσιμη ισχύ.Ο ήρωας αντιλαμβάνεται ότι η αύξηση της ισχύος έχει όρια: μπορεί να γίνει μέχρι σε ένα σημείο πιο ισχυρός σωματικά, ψυχικά και οπλικά. Ποια είναι αυτά όρια; Η φύση. Ο ήρωας αντιλαμβάνεται όχι μόνο ότι η φύση είναι πιο ισχυρή από αυτόν αλλά και ότι για να γίνει πανίσχυρος οφείλει να γίνει πιο ισχυρός από τη φύση.  Εάν γίνει πιο ισχυρός από τη φύση, θα γίνει πιο ισχυρός κι από τον αντίπαλο, είτε αυτός είναι πολέμιος (εξωτερικός αντίπαλος) είτε είναι εχθρός (εσωτερικός).

Μιας και το βασικό μέλημα του ήρωα είναι η αύξηση της ισχύος του, κάθε εκδήλωση φυσικής ισχύος γίνεται αντικείμενο θαυμασμού. Ο χείμαρρος είναι πιο ισχυρός από τον ήρωα, θα ήθελε να ήταν σαν αυτόν: ορμητικός, ταχύς, καταστροφικός, ανηλεής. Τι θέλει να μας πει η Ιλιάδα  όταν οι ήρωες ισχυρίζονται ότι ο πατέρας τους ήταν ένας ποταμός;  Γιατί οι ποταμοί εμφανίζονται ως επώνυμοι άνδρες που μιλούν και τεκνοποιούν;  Ο Μενεσθεύς είναι ένας από τους πέντε υπαρχηγούς του Αχιλλέα, γιός του Σπερχειού και της Πολυδώρης, της αδερφής του Αχιλλέα. Με τον θεό Σπερχειό κοιμήθηκε η Πολυδώρη και γέννησε τον Μενεσθέα. Γιατί ο ποταμός Σπερχειός ( που σημαίνει ‘ορμητικός, σφοδρός, ταχύς’) είναι θεός; Τι θέλει να μας πει αυτή η γενεαλογία, αυτή η καταγωγή από τη φύση; Θέλει να μας πει ότι ο Μενεσθέας ήταν ισχυρός και ότι ήταν τέκνο της ανυπέρβλητης ισχύος – θα ήθελε να ήταν ανυπέρβλητα ισχυρός.

Κάθε φυσικό φαινόμενο που είναι πιο ισχυρό από τον ήρωα γίνεται αντικείμενο θαυμασμού και επιθυμίας, άρα λατρείας. Ο ήρωας θαυμάζει την ισχύ του ήλιου, των αστεριών, της καταιγίδας, της θύελλας, του κεραυνού, της βροχής, του χαλαζιού, του χιονιού, του χειμάρρου, του ποταμού, του κύματος, της θάλασσας. Θαυμάζει το γεράκι και τον αετό. Θαυμάζει την ισχύ του ανέμου και της φωτιάς. Πολύ συχνά, ο ήρωας παροιμοιάζεται με το λιοντάρι, τον αγριόχοιρο, τον λύκο. Ο ήλιος είναι ο ιδανικός ποιμένας: πλούσιος και μόνος, χωρίς γειτόνους. Ο ήρωας θα ήθελε πολύ όχι μόνο να ήταν ισχυρός όπως αυτά τα φυσικά φαινόμενα αλλά θα ήθελε να ήταν αυτός που τα προξενεί, που τα ελέγχει. Μόνο έτσι μπορούμε να εξηγήσουμε τον ανθρωπορφισμό πολλών φυσικών φαινομένων (ποταμός, ήλιος, αστέρια) και την καταγωγή τους από τον ισχυρότερο θεό, τον Δία. Ο Ζεύς ρίχνει τη βροχή και το χιόνι, οδηγεί τη θύελλα και την καταιγίδα, κατέχει τον κεραυνό γιατί είναι ο ήρωας αυτός που θα ήθελε να ελέγχει και να προξενεί όλα αυτά τα φυσικά φαινόμενα. Έτσι, ο θεός δεν είναι παρά αυτό που θα ήθελε να ήταν ο ήρωας αλλά δεν μπορούσε. Ο θεός είναι η ικανοποίηση των επιθυμιών του ήρωα στο επίπεδο της φαντασίας και της φαντασίωσης. Ο θεός είναι ο ίδιος ο ήρωας που έχει εκπληρώσει φαντασιωσικά τις επιθυμίες του.

Ο ήρωας θέλει να γίνει πιο ισχυρός από την φύση διότι είναι ο μόνος τρόπος να εξαλείψει το ενδεχόμενο της ήττας. Η ήττα είναι συνέπεια της μειωμένης ισχύος του. Ο πανίσχυρος δεν ηττάται ποτέ – αυτό θα ήθελε ο ήρωας, να μην ηττάται ποτέ, να είναι πανίσχυρος, αήττητος, ακαταπολέμητος, όπως ο ήλιος. Εάν η ισχύς διατηρείται και αυξάνεται με τη νίκη, τότε η ήττα είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο ήρωας. Ήττα σημαίνει απώλεια – της ζωής, του πλούτου, της ισχύος , της φήμης (του κλέους, του κύδους). Η νίκη (αρπαγή, εξόντωση ή καθυπόταξη)  είναι η λογική, η ήττα (απώλεια, θάνατος ή υποταγή) είναι η έλλειψη λογικής, ο παραλογισμός. Ο ήρωας γνωρίζει ότι θα πεθάνει, κι αυτό σημαίνει ότι τελικά η φύση είναι πιο ισχυρή από αυτόν.  Ο προορισμός του ήρωα είναι η ήττα, ο θάνατος. Να γίνει αήττητος σημαίνει να γίνει αθάνατος, σημαίνει να εξαλείψει τον θάνατο. Οι θεοί είναι αθάνατοι κι αυτό σημαίνει ότι ο ήρωας είναι αυτός που θα ήθελε να ήταν αθάνατος. Εάν η νίκη είναι η λογική και η ήττα ο παραλογισμός, ο θάνατος, ως απώλεια και ήττα, είναι παραλογισμός. Από τη στιγμή όμως που ο θάνατος είναι φυσικό φαινόμενο, η φύση η ίδια είναι παράλογη, είναι ελαττωματική, χρήζει βελτίωσης. Ο αθάνατος Ζεύς έχει διορθώσει τη φύση, την έχει βελτιώσει.

Η επιθυμία της σωματικής αθανασίας είναι η έσχατη επιθυμία του ήρωα. Η πυρηνική του επιθυμία είναι άλλη: είναι η εκπλήρωση όλων των επιθυμιών. Ο ήρωας επιθυμεί να εκπληρώνει όλες τις επιθυμίες του. Αυτό σημαίνει ότι η πραγματικότητα είναι η εκπλήρωση των επιθυμιών του.Ό,τι γίνεται, στη φύση και στη κοινωνία, θα ήθελε να είναι αυτό που επιθύμησε, σκέφτηκε, αποφάσισε ο ίδιος. Αυτή είναι η επινόηση της πραγματικότητας: να μην υπάρχει απολύτως τίποτα που να μην έχει προκληθεί από τον ίδιον, που να μην είναι υπό τον έλεγχό του.

Ο ήρωας στην Ιλιάδα εμφανίζεται ως πολεμιστής και ώς Κύριος (οργανωτής και άρπαγας του από τους υποτελείς του παραγόμενου πλούτου). Οι θεοί είναι πολεμιστές, υπάρχει όμως ένας θεός που δεν πολεμά, που αποφεύγει τον πόλεμο, το μόνο που θέλει είναι να βλέπει τους άλλους να πολεμούν. Είναι ο Ζεύς. Εάν οι θεοί είναι οι πανίσχυροι πολεμιστές που θα ήθελαν οι ήρωες να ήταν, ο Ζεύς είναι ο πανισχυρος Κύριος. Η Ιλιάδα μας λέει ότι οι ήρωες και επιθυμούν και αποφεύγουν τον πόλεμο. Τον επιθυμούν διότι είναι ο μόνος τρόπος να επιβιώσουν, να γίνουν πλουσιότεροι, να γίνουν με λίγα λόγια ισχυρότεροι. Διατρέχουν όμως τον κίνδυνο να φονευθούν, να χάσουν τη ζωή τους, να ηττηθούν, να χάσουν τον πλούτο τους, την ισχύ τους, τη φήμη τους. Ο ήρωας πολεμάει αλλά η βαθύτερή του επιθυμία είναι να αποφύγει τον πόλεμο, και κάθε φορά που τον αποφεύγει, προτρέπει τους άλλους να πολεμούν. Οι επιθυμίες λοιπόν του ήρωα είναι οι επιθυμίες του πολεμιστή και οι επιθυμίες του Κυρίου.

Οι επιθυμίες του ήρωα έχουν καταγραφεί στην Ιλιάδα κυρίως ως λατρεία της φύσης και ώς ιδιότητες των θεών. Εάν επισημάνουμε τι λατρεύει στη φύση ο ήρωας και ποιες είναι οι ιδιότητες των θεών, θα έχουμε ένα πληρέστατο κατάλογο των επιθυμιών του. Οι επιθυμίες αυτές διατυπώνονται και ρητά, κυρίως όμως έμμεσα και υπαινικτικά. Ας δούμε πρώτα τις επιθυμίες του πολεμιστή.

α) Ο  πολεμιστής θα ήθελε να ήταν ταχύτατος. Εάν ήταν ταχύτατος, θα μπορούσε όλους να τους προλάβει κι από όλους να ξεφύγει. Ο Αχιλλέας  είναι ο ισχυρότερος πολεμιστής διότι είναι ο ταχύτερος, είναι πόδας ωκύς. Το γεράκι είναι το σύμβολο της ανυπέρβλητης θανατηφόρας και αρπακτικής ταχύτητας. Θα ήθελε να ήταν γεράκι και δεν είναι τυχαίο ότι το πουλί αυτό ήταν το σύμβολο πολλών εμβλημάτων και σημαίων κατά τη μεσαιωνική εποχή. Σήμερα, όταν λέμε τα γεράκια εννούμε την ηγεσία του πανίσχυρου στρατού των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο ήρωας είναι απόλυτα βέβαιος ότι νικητής στο πεδίο της μάχης αναδεικνύεται ο ταχύτερος. Οι θεοί μετακινούνται από και προς τον Όλυμπο με ακαριαία ταχύτητα.

β) Ο πολεμιστής θα ήθελε να ήταν άτρωτος, δηλαδή αήττητος, αθάνατος. Το γαμήλιο δώρο των θεών στον Πηλέα ήταν μια πανοπλία που ήταν αδιαπέραστη από τα βλήματα. Ο Αχιλλέας ήταν άτρωτος διότι ο ήρωας θα ήθελε να ήταν άτρωτος. Τι θέλει να μας πει ο αοιδός όταν μας αφηγείται ότι τα όπλα του τα έφτιαξε το θεός Ήφαιστος; Θέλει να μας πει ότι ο ήρωας θα ήθελε να έχει τόσο ισχυρά αμυντικά όπλα που να αποκρούουν όλα τα  όπλα του αντιπάλου.

γ) Ο πολεμιστής θα ήθελε να ήταν αόρατος. Εάν ήταν αόρατος, θα ήταν  άτρωτος – δεν μπορείς να πλήξεις κάποιον που δεν είναι ορατός. Οι θεοί είναι αόρατοι και οι μόνοι που τους βλέπουν είναι οι πιο ισχυροί ήρωες.

δ) Θα ήθελε να έχει όπλα με όσο γίνεται μεγαλύτερο βεληνεκές: νικητής στο πεδίο της μάχης αναδεικνύνεται αυτός που διαθέτει βλήματα μεγαλύτερου βεληνεκούς. Εξ ου και η λατρεία του μεγάλου βεληνεκούς (διανοητής μεγάλου βεληνεκούς, λέμε σήμερα) Έχει υπολογιστεί ότι το βεληνεκές του δόρατος δεν ξεπερνούσε τα είκοσι μέτρα. Υπάρχει ένα όπλο που έχει διαθέτει μεγαλύτερο βεληνεκές – το τόξο, κι αυτός είναο ο λόγος που ο ήρωας το απεχθάνεται. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο τοξότης Πάρις σκοτώνει τον Αχιλλέα. Υπάρχει όμως ένα φυσικό φαινόμενο που μοιάζει πολύ με βλήμα το οποίο βάλλεται από ψηλά, από τον ουρανό, και το οποίο άλλοτε σκοτώνει κι άλλοτε προκαλεί πυρκαγιές. Πρόκειται για τον κεραυνό. Το τρομακτικό αυτό όπλο το κατέχει ο ισχυρότερος θεός,ο Ζεύς:  αυτό σημαίνει ότι είναι ο ίδιος ο ήρωας που θα ήθελε να το είχε.

ε) Η ταχύτητα του δόρατος είναι τέτοια που ο ήρωας μπορεί να το αποφύγει σκύβοντας ή μετακινούμενος. Η λατρεία του κεραυνού δείχνει ότι ο ήρωας  θα ήθελε να διαθέτει ένα όπλο με την ταχύτητα του κεραυνού.

ζ) Πολύ συχνά ο ήρωας αστοχεί , ο Ζεύς όμως ποτέ. Ο ήρωας θα ήθελε να μην αστοχεί ποτέ κι αυτή η επιθυμία λανθάνει στην Ε  όταν η θεά Αθηνά  οδηγεί το δόρυ του Διομήδη στο στόχο του. Πολύ συχνά τα δόρατα περιγράφονται ως ζωντανοί οργανισμοί που φλέγονται από την επιθυμία να φάνε τις σάρκες του αντιπάλου. Αφού έχουν στόμα, θα έχουν και μάτια.  Η θεά Αθηνά κατευθύνει το δόρυ, το οποίο έχει μάτια: η επιθυμία του έξυπνου βλήματος είναι σαφής.

η) Ένα από τα γαμήλια δώρα των θεών στον Πηλέα ήταν κι ένα δόρυ το οποίο επέστρεφε στον κάτοχό του. Ποια επιθυμία λανθάνει σε αυτό το δώρο; Η επιθυμία της επαναληπτικότητας του βλήματος.   Η επαναληπτικότητα του δόρατος που εκσφενδονίζεται είναι μηδενική, σε αντίθεση με αυτήν του ξίφους ή του δόρατος που δεν βάλλεται. Τα όπλα όμως αυτά είναι αγχέμαχα κι αυτό σημαίνει ότι ο ήρωας αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο του τραυματισμού ή του θανάτου.

θ) Η λεπτομερειακή περιγραφή της διείσδυσης του βλήματος στο σώμα του αντιπάλου εκφράζει την επιθυμία της ανυπέρβλητης διατρητότητας του βλήματος.

ι) Η απογοήτευση και η διαμαρτυρία για την αστοχία του δόρατος καταγράφει την επιθυμία του ήρωα να κατέχει ένα όπλο με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, δηλαδή με μεγαλύτερη φονικότητα

κ) Στη λατρεία της  φωτιάς και της πυρκαγιάς  που καίει μια οικία ή το δάσος λανθάνει η επιθυμία της κατοχής όπλων μεγάλης καταστρεπτικότητας.

Αυτές είναι οι επιθυμίες του ήρωα-πολεμιστή. Ας δούμε τώρα και τις επιθυμίες του ήρωα-Κυρίου

α) Οι θεοί στην Ιλιάδα ζουν μακριά από τους θνητούς υποτελείς του, όπως και οι Μυκηναίοι Κύριοι ζούσαν μακριά από τις κατακτημένες αγροτικές κοινότητες, στις απομακρισμένες ακροπόλεις. Οι ποιμένες κατακτητές ήταν πάντα πολύ πιο ολιγάριθμοι από τους υποτελείς τους και η σχέση αυτή ήταν πηγή μόνιμης και έντονης ανησυχίας και φόβου. Η επιθυμία του Κυρίου είναι να ζει όσο γίνεται πιο μακριά: το αγαπημένο του επίρρημα είναι το τήλε (: μακριά).

β) Η επιθυμία της απόστασης και της αύξησής της προκαλεί αναπόφευκτα την επιθυμία της διείσδυσης στο χώρο – αν οι θεοί ζουν στον ουρανό είναι γιατί ο ήρωας είναι αυτός που θα ήθελε να ζει στον ουρανό κι ακόμα πιο ψηλά. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ήλιος είναι ένας άνδρας που έχει μεγάλα κοπάδια ζώων και δυο κόρες που τα επιτηρούν!

γ) Η απόσταση εξοβελίζει μεν την ανησυχία και το φόβο παρουσιάζει όμως και κάποια μειονεκτήματα: ο Κύριος όχι μόνο δεν μπορεί να αρπάξει τον πλούτο που παράγουν οι υποτελείς αλλά δεν μπορεί και να τους επιτηρεί. Ο μόνος τρόπος να αρθεί το μειονέκτημα της απόστασης είναι η ταχύτητα. Ο Κύριος θα ήθελε να μετακινείται με μεγάλη ταχύτητα, θα ήθελε να στέλνει μηνύματα (διαταγές κυρίως) και να συλλέγει πληροφορίες με μεγάλη ταχύτητα. Οι θεοί στηνΙλιάδα τα έχουν καταφέρει: από τον Όλυμπο πάνε στην Τροία σε λίγα δευτερόλεπτα, ενώ η αγγελιοφόρος του Δία, η Ίρις, είναι ταχύτατη.

δ)  Οι Μυκηναίοι ευγενείς πάνω σε ψηλούς και απόκρημνουςλόφους, από τους οποίους ατενίζουν την πεδιάδα στην οποία ζουν οι υποτελείς αγροτικές κοινότητες. Θα ήθελε να ζει πιο ψηλά, στην κορυφή του Ολύμπου,  ψηλά στον ουρανό – όπως οι θεοί.

ε) Και όχι μόνο θα ήθελαν να ζουν μακριά και ψηλά, αλλά και πολύ καλά οχυρωμένοι. Πόλις στην Ιλιάδα σημαίνει ‘ψηλό και απόκρημνο φρούριο’. Ο Κύριος οργανώνει κάθε κοινωνικό χώρο ως φρούριο: το οχυρωμένο άστυ έγινε πόλις, φούριο.  Αυτή είναι η λατρεία του φρουρίου.

ζ) Η επιθυμία της κατοχής του ύψους και του υψηλού φρουρίου έχει ως συνέπεια την εμφάνιση της επιθυμίας της πτήσης. Οι θεοί μετακινούνται από το ένα υψηλό σημείο στο άλλο άλλοτε πηδώντας κι άλλοτε μετακινούμενοι με άρματα που τα σύρουν ιπτάμενα άλογα.

η) Τα πάντα στην Ιλιάδα λάμπουν και μας τυφλώνουν. Είναι σαφές ότι ο ίδιος ό ήρωας θα ήθελε να κατέχει μια λάμψη εκτυφλωτική: η καταστροφή της όρασης του αντιπάλου εξασφαλίζει βέβαιη νίκη. Ζεύς σημαίνει ‘αυτός που στέλνει το φως’ . Η επιθυμία του ήρωα να χρησιμοποιήσει το φως ως βλήμα διαμόρφωσε τη λατρεία της λάμψης.

θ) Ο Κύριος, όπως και ο πολεμιστής,  θα ήθελε να ήταν αθάνατος. Το πως μπορεί να επιτευχθεί αυτό μας το λέει η Ιλιάδα: εάν μπορούσαμε να είχαμε κάποια τροφή, κάποιο φάρμακο που να καταπολεμούσε τον θάνατο, τότε θα μπορούσαμε να γίνουμε αθάνατοι. Οι θεοί το διαθέτουν αυτό το φάρμακο-τροφή: την αμβροσία και το νέκταρ. Η επιθυμία αυτή είναι το σημείο μηδέν, το σπέρμα  της δυτικής επιστήμης.

ι) Αν οι θεοί στην Ιλιάδα είναι αόρατοι είναι γιατί ο ίδιος ο Κύριος θα ήθελε να ήταν αόρατος – θα ήταν ένας πολύ αποτελεσματικός τρόπος να προστατεύσει τον εαυτό του από τους υποτελείς του και τους ανταγωνιστές του.

κ) Οι θεοί ζουν μόνοι και μακριά από τους υποτελείς τους, στα ύψη. Δεν έχουν υπηρέτες. Μόνο ο Ήφαιστος έχει: ένα μεταλλικό ρομπότ κι ένα αυτοκίνητο όχημα! Η εικόνα αυτή καταγράφει την επιθυμία του Κυρίου να ζει χωρίς υποτελείς – να πάψει να είναι εξαρτημένος από αυτούς. Η εξάρτηση αυτή τον ενοχλεί και επιθυμεί να την καταργήσει. Ο Ήφαιστος τα κατάφερε!

Αυτές είναι οι σημαντικότερες επιθυμίες του ήρωα ως πολεμιστή και ως Κυρίου που εντοπίζουμε στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Ιλιάδα είναι ένα corpus επιθυμιών του Κυρίου και θεωρώ ότι αυτός είναι ο λόγος που η Ιλιάδα ήταν το κύριο ανάγνωσμα του Κυρίου όχι μόνο κατά την αρχαιότητα αλλά και κατά τη βυζαντινή εποχή, από το 700-650 π.Χ μέχρι την παραμονή της πτώσης της Κωνσταντινούπολης (1453 μ. Χ.). Πάνω από δυο χιλιάδες χρόνια ήταν το σημαντικότερο ανάγνωσμα των γαιοκτημόνων δουλοκτητών και των φεουδαρχών του ύστερου Βυζαντίου. Αυτός είναι ο λόγος που τα χειρόγραφα της Ιλιάδας είναι τόσα πολλά –  μόνο της Καινής Διαθήκης είναι περισσότερα. Τον 15ο αιώνα η Ιλιάδα φτάνει στην Ιταλία κι απο κει σε όλοκληρη την Ευρώπη και οι φεουδάρχες και οι πρώτοι καπιταλιστές ενθουσιάζονται και αρχίζουν να τη μελετούν με ενθουσιασμό.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Ιλιάδα είναι το πρώτο και το αξεπέραστο κείμενο της επιστημονικής φαντασίας. Οι ιδιότητες των θεών της δεν είναι παρά η φαντασιωσική πραγματοποίηση της πυρηνικής επιθυμίας του ήρωα, της επιθυμίας να πραγματοποιεί όλες του τις επιθυμίες.  Η Ιλιάδα έφτασε στην Ευρώπη σε μια εποχή μεγάλων τεχνικών επινοήσεων και καταγραφής επιθυμιών. Προς τα τέλη του 13ου αιώνα, λίγες δεκαετίες πριν αρχίσουν να βροντούν τα πρώτα πυροβόλα όπλα, ένας Φραγκισκανός μοναχός, ο Ρότζερ Μπέικον (1214-1292;)  έγραφε:

Μηχανές για ναυσιπλοΐα μπορούν να γίνουν χωρίς κωπηλάτες, έτσι ώστε τα μεγαλύτερα πλοία και σε ποταμούς ή θάλασσες θα κινούνται από έναν μόνον υπεύθυνο άνθρωπο με μεγαλύτερη ταχύτητα από όσο αν ήταν γεμάτο ανθρώπους. Και αμάξια μπορούν να γίνουν , έτσι ώστε χωρίς ζώα να κινούνται με απίστευτη ταχύτητα. Τέτοια, φρονούμε, ήταν τα δρεπανηφόρα άρματα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι στις μάχες. Μπορούν να κατασκευαστούν και ιπτάμενες μηχανές, έτσι ώστε ένας άνθρωπος να κάθεται στο μέσον της μηχανής περιστρέφοντας μία μηχανή με την οποία τεχνητά φτερά θα χτυπούν στον αέρα σαν πουλί που πετά. Και μία μηχανή μικρού σχήματος για να ανυψώνει ή να κατεβάζει τεράστια βάρη, που δε θα υπάρχει πιο χρήσιμη από αυτή σε περίπτωση ανάγκης. . . Μπορεί να κατασκευαστεί εύκολα και μία μηχανή με την οποία ένας άνθρωπος μπορεί να τραβήξει με το ζόρι προς το μέρος του χίλιους ανθρώπους παρά τη θέλησή τους, και θα τραβάει παρόμοια κι άλλα πράγματα. Μπορούν να γίνουν και μηχανές για να βαδίζουν μέσα στη θάλασσα και τους ποταμούς, ακόμα και στον βυθό χωρίς κίνδυνο. Γιατί ο Μέγας Αλέξανδρος χρησιμοποίησε τέτοιες μηχανές που έβλεπαν τα μυστικά του βυθού, όπως λέει ο αστρονόμος Ηθικός. Οι μηχανές αυτές κατασκευάζονται στην εποχή μας, με εξαίρεση πιθανόν μία ιπτάμενη  μηχανή που δεν την έχω δει ούτε ξέρω κανέναν που την είδε, αλλά ξέρω έναν ειδικό που έχει σκεφτεί πώς να τη φτιάξει. Και τέτοια πράγματα μπορούμε να φτιάξουμε σχεδόν χωρίς όρια, λόγου χάρη, γέφυρες πάνω από ποταμούς χωρίς βάσεις ή άλλα στηρίγματα, και μηχανισμούς, και απίστευτες  μηχανές.

Οι περισσότερες από αυτές τις επιθυμίες έχουν καταγραφεί στην Ιλιάδα, είμαστε όμως βέβαιοι ότι ο Ρότζερ Μπέικον δεν την είχε διαβάσει . Ή εκπλήρωση αυτών των επιθυμιών άρχισε λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Ρ. Μπέικον, με την κατασκευή των πρώτων πυροβόλων όπλων από τους κατασκευαστές των τεράστιων καμπανών των εκκλησιών. Δυο αιώνες αργότερα, τα πυροβόλα όπλα κυριαρχούν στα πεδία των μαχών και ο Λουντοβίκο Αριόστο (1474-1533), στον ‘Ορλάνδο Μαινόμενο’, μας βεβαιώνει  ότι συγκρίνονταν με τον κεραυνό, ότι οι κανονιοβολισμοί εκλαμβάνονταν ως κεραυνοί. Την ίδια εποχή, ο Λεονάρντο ντα Βίντσι (1452-1519)  στρέφει την προσοχή του προς την επίτευξη της πτήσης και μας αφήνει σχέδια για την καταστευή ανεμοπτέρων, αλεξίπτωτων και ελικοπτέρων. Μερικές δεκαετίες αργότερα, ο Άγγλος φιλόσοφος Φράνσις Μπέικον (1561-1626) παραθέτει ένα κατάλογο επιθυμιών, οι περισσότερες από τις οποίες έχουν καταγραφεί, ρητά και υπαινικτικά, στην Ιλιάδα:

Η παράταση της ζωής,  η αποκατάσταση της νιότης  ως έναν βαθμό, η καθυστέρηση του γήρατος, η θεραπεία ασθενειών που θεωρούνταν ανίατες, ο μετριασμός του πόνου, πιο εύκολες και λιγότερο σιχαμερές καθάρσεις, μεταμόρφωση των σωμάτων σε άλλα σώματα, δημιουργία νέων ειδών, εργαλεία πολέμου και καταστροφής και δηλητήρια, δύναμη της φαντασίας είτε σε ένα άλλο σώμα είτε στο σώμα μας [αυθυποβολή και υπνωτισμός, αν όχι τηλεκινησία], επιτάχυνση του χρόνου ωρίμανσης, επιτάχυνση της βλάστησης, εμπλουτισμός του εδάφους, παρασκευή νέων τροφίμων από αντικείμενα που δεν χρησιμοποιούμε, κατασκευή νέων κλωστών για ιματισμό και νέων υλικών όπως χαρτί, γυαλί, κ.α., τεχνητά ορυκτά και κονιάματα, Δωμάτια Υγείας στα οποία διατηρούμε καλής ποιότητας αέρα [κλιματισμός], χρήση εντόμων και πτηνών για ανατομές, και δηλητηριωδών κεντριών  και άλλων φαρμάκων, μέσα για να μεταδίδουμε ήχους μέσα από κορμούς και σωλήνες σε αλλόκοτες διαδρομές και αποστάσεις, μηχανές πολέμου, πιο ισχυρές και πιο βίαιες, ανώτερες από τα μεγαλύτερα κανόνια μας, συσκευές πτήσης στον άερα, πλοία και βάρκες για να κινούμαστε κάτω από το νερό.

‘Σκοπός μας είναι η ανάπτυξη της ανθρώπινης ισχύος’ γράφει στην Νέα Ατλαντίδα ο Φ. Μπέικον. Ποιος είναι ο απώτατος σκοπός; Η ανυπέρβλητη ισχύς: η επίτευξη της σωματικής αθανασίας, δηλαδή η ολοσχερής καθυπόταξη της φύσης. Η φαντασιωσική εκπλήρωση αυτής της επιθυμίας  στην Ιλιάδα αλλά και στη Βίβλο, όπως και σε άλλα κείμενα της ποιμενικής γραμματείας (στα ινδικά θρησκευτικά κείμενα αλλά και στο έπος Μαχαμπαράτα, λόγου χάρη) εμφανίζεται με τη μορφή του θεού (του Θεού). Η θρησκεία λοιπόν  καταγράφει και εκπληρώνει στο πεδίο της φαντασίας τίς επιθυμίες του ποιμένα πολεμιστή (αρχαίου Έλληνα, Εβραίου, Ινδού)  να γίνει πιο ισχυρός από τη φύση.  Ο χριστιανισμός υπόσχεται ότι μια μέρα θα αναστηθούν και οι νεκροί! Η θρησκεία λοιπόν καθόρισε και καθορίζει το περιερχόμενο και τον προσανατολισμό της επιστήμης. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που  πρωτεργάτες της ανάπτυξης της επιστήμης και της εκπλήρωσης όλων αυτών των επιθυμιών ήταν ευσεβείς χριστιανοί  και θεολογικά συντηρητικοί (Γαλιλαίος, Πασκάλ, Νεύτων, Φάραντεϊ και άλλοι πολλοί, μέχρι και τον Αινστάιν).

Από τους πρώτους κανονιοβολισμούς και μέχρι σήμερα όλες σχεδόν οι επιθυμίες που έχουν καταγραφεί στην Ιλιάδα, σε κείμενα θεολόγων, καλλιτεχνών  και φιλοσόφων της Αναγέννησης και στη λογοτεχνία της επιστημονικής φαντασίας καθ’ όλη τη διάρκεια του καπιταλισμού, πραγματοποιούνται η μία μετά την άλλη. Ο Κύριος γίνεται αυτό που θα ήθελε να ήταν ο ήρωας της Ιλιάδας, θεός. Μπορούμε δε να αποκαλέσουμε αυτή τη περίοδο του δυτικού πολιτισμού ως εποχή της γένεσης του θεού.

Ή εποχή της γένεσης του Θεού; Ο ήρωας έγινε θεός όχι όμως Θεός. Υπάρχουν δυο επιθυμίες που ο Κύριος δεν μπόρεσε (και δεν θα μπορέσει ποτέ ) να εκπληρώσει: την επιθυμία της σωματικής αθανασίας και την επιθυμία της απεξάρτησης του από τους υποτελείς Παραγωγούς του τεράστιου και συλλογικά παραγόμενου κοινωνικού πλούτου. Είναι όμως εφικτή η πραγματοποίηση αυτών των δυο έσχατων επιθυμιών; Θα μπορέσει ο Κύριος να εξοβελίσει τον θάνατο, να γίνει σωματικά αθάνατος; Θα μπορέσει να απαλλαγεί από τους υποτελείς του;

Ο εξοβελισμός του θανάτου είναι εφικτός αλλά δεν επιφέρει την σωματική αθανασία. Εάν η ζωή πάνω στον πλανήτη καταστραφεί, ο θάνατος θα κατατροπωθεί. Θα έχουμε νικήσει τον θάνατο, αλλά δεν θα υπάρχουμε για να γιορτάσουμε αυτόν τον θρίαμβο. Σήμερα, τα όπλα που διαθέτουμε είναι σε θέση να εξαλείψουν τη ζωή πάνω στον πλανήτη. Εάν σκεφτούμε δε ότι κάθε χρόνο εκατοντάδες είδη φυτών και ζώων εξαφανίζονται, μπορούμε να πούμε ότι βρισκόμαστε σε καλό δρόμο και ότι επιτέλους η ζωή, η ελαττωματική και παράλογη φύση θα κατατροπωθεί.

Υπάρχει όμως κι ένας άλλος τρόπος να εξοβελιστεί ο θάνατος: να εντοπιστεί, να συλληφθεί και να εκτελεστεί. Το έργο αυτό το έχει αναλάβει η επιστήμη και η τεχνολογία. Πρόσφατα, ο διασημότερος προφήτης  της τεχνολογίας, ο Αμερικάνος Ρέι Κούρστβάιλ, υποστήριξε ότι μέσα στα επόμενα είκοσι χρόνια θα μπορούμε να αποθηκεύουμε σε ψηφιακή μορφή (back up) ολόκληρο το περιεχόμενο του εγκεφάλου μας –  και μάλιστα, μαζί με τις αναμνήσεις μας. Πιστεύει ακόμα ότι μέσω της βιομηχανικής, της τεχνητής νοημοσύνης και της νέας διατροφής (ο ίδιος παίρνει καθημερινά 35ο παρασκευάσματα) θα μπορέσουμε να νικήσουμετον θάνατο, ενώ τα τσιπ στον εγκέφαλο και στο σώμα μας θα είναι σε μερικές δεκαετίες ικανά να παγώσουν τη ”διαδικασία” της γήρανσης.

Εάν ο Κύριος γίνει αθάνατος με τη βοήθεια της τεχνοεπιστήμης, θα καταφέρει να εκπληρώσει και την άλλη, ανεκπλήρωτη ακόμα, επιθυμία: να μην χρειάζεται πια τους υποτελείς του.

Θα είναι όμως Κύριος χωρίς υποτελείς;

κετελεστειΟ άλλος τρόποςρώτη από αυτές Γιατί όμως όχι εποχή του Θεού; θεόςτης καπιτ και καθ’ όλη τη διάρκεια του καπιταλισμού με την πειστημονική αυτ

ακούστηκαν . Όταν οι ευγενείς της Ευρώπης έπιασαν στα χέρια τους την Ιλιάδα κι άρχιζαν να την διαβάζουν, Ιταλίας και Ποια ήταν η κατάσταση όμως ην είχαν στο προσαπό την αρχαϊκή εποχή μέχρι τη πτώση



Σχολιάστε ελεύθερα!