Θα ήθελα μια μέρα, μια Κυριακή πρωί ας πούμε, να παραγγείλω ένα καπουτσίνο, να πάρω στα χέρια μου μια κομμουνιστική εφημερίδα και να τη διαβάσω πίνοντας το καφέ και αγναντεύοντας τη ψηλή κορφή της Σαμοθράκης. Μήπως υπονοείς ότι σήμερα δεν υπάρχουν κομμουνιστικές εφημερίδες; Δεν το υπονοώ, το διατυπώνω ευθέως: καμιά εφημερίδα των πολιτικών οργανώσεων, κινήσεων και κομμάτων της ιστορικής Αριστεράς δεν είναι κομμουνιστική. Πως είναι δυνατόν όμως οι οργανώσεις αυτές να επικαλούνται τον κομμουνισμό αλλά τα έντυπά τους να μην είναι κομμουνιστικά; Τι σημαίνει κομμουνιστική εφημερίδα; Είναι ερωτήματα στα οποία πρέπει να απαντήσουμε, όλες και όλοι.
Ας εξετάσουμε καταρχάς το πρώτο ζήτημα, αυτό της διάστασης μεταξύ της επίκλησης του κομμουνισμού και του χαρακτήρα της εφημερίδας. Η ιστορική Αριστερά επικαλείται τον κομμουνισμό αλλά δεν μιλάει γι’ αυτόν. Και τι να πει άλλωστε; Τι να πει για κάτι που θα επικρατήσει μετά από πολλές δεκαετίες ή αιώνες, κι αν επικρατήσει. Ό,τι έχουμε να πούμε για τον κομμουνισμό δεν είναι τίποτα περισσότερα από αυτά που έγραψε ο Μαρξ ευκαιριακά στην Γερμανική Ιδεολογία, το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, στη Κριτική του Προγράμματος της Γκότα και αλλού. Πολλά από αυτά είναι αντιφατικά μεταξύ τους αλλά το βασικό τους χαρακτηριστικό δεν είναι αυτό. Για τον Μαρξ ο κομμουνισμός είναι κάτι που θα συμβεί στο μέλλον, αναπόφευκτα ή μη, αν και δεν ξέρουμε πόσο κοντινό ή μακρινό είναι αυτό το μέλλον. Ο κομμουνισμός υπήρχε στο παρελθόν, θα υπάρξει στο μέλλον, αλλά δεν υπάρχει στο παρόν. Κατά κάποιο τρόπο, ζούμε εντός μιας ιστορικής παρένθεσης. Επειδή ο κομμουνισμός είναι κάτι μακρινό και αόριστο, το να περιγράφεις μια κομμουνιστική κοινωνία διατρέχεις τον κίνδυνο να σε κατηγορήσουν ότι καταφεύγεις στην ουτοπία. Δεν μπορούμε να υποδείξουμε εμείς πως θα είναι μια κομμουνιστική κοινωνία του μέλλοντος. Αυτό θα είναι μια υπόθεση των μελλοντικών γενεών.
Έτσι λοιπόν όσοι επικαλούνται τον κομμουνισμό, δεν μιλούν για τον κομμουνισμό. Ούτε γι αυτόν του παρελθόντος – οι εφημερίδες μας δεν είναι ιστορικές επιθεωρήσεις – ούτε γι’ αυτόν του μέλλοντος. Και δεν μιλούν γιατί δεν έχουν τίποτα να πουν. Και δεν έχουν τίποτα να πουν διότι δεν βλέπουν τον κομμουνισμό του παρόντος. Εάν δεν δεις τον κομμουνισμό του παρόντος, δεν μπορείς να μιλάς για τον κομμουνισμό. Εάν τον δεις, θα μιλήσεις και γι’ αυτόν του παρελθόντος και γι’ αυτόν του μέλλοντος. Γιατί το παρελθόν ήταν παρόν – και κατά κάποιο τρόπο είναι και παρόν και μέλλον. Γιατί το μέλλον θα γίνει παρόν και παρελθόν και αν δεν γίνει παρόν από τώρα και από μας, θα γίνει από την Κυριαρχία και τον Κύριο. Η αποίκιση του μέλλοντος από τον Κύριο (οι εφημερίδες του είναι πολύ βασικά εργαλεία γι αυτή τη δουλειά) δείχνει ότι το μέλλον είναι ένα πολύ βασικό πεδίο σύγκρουσης. Μετά το Κεφάλαιο του Μαρξ, μετά την ανάλυση του εμπορεύματος και του χρήματος, αυτό που περιμένουμε είναι κάτι ανάλογο για τον κομμουνισμό, για την ανάλυση της συμβίωσης, της συνεργασίας, της δημιουργικής σύγκρουσης, της κοινοχρησίας και της κοινοκτησίας. Είμαι βέβαιος ότι θα γίνει στο μέλλον από τα παιδιά μας. Το μόνο που μπορούμε εμείς σήμερα να κάνουμε, είναι να χτίσουμε ένα μέρος των θεμελίων. Και θα το κάνουμε εάν φέρουμε στο προσκήνιο τον εμμενή κομμουνισμό και τον κομμουνισμό του παρόντος. Ο εμμενής κομμουνισμός είναι ο κομμουνισμός που υπάρχει σε όλες ανεξαιρέτως τις κοινωνίες, ιστορικές ή μη. Δεν υπήρξε, δεν υπάρχει και δεν θα υπάρξει κοινωνία που να μην είναι στοιχειωδώς κομμουνιστική. Δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνία χωρίς συμβίωση, συνεργασία, κοινοχρησία και κοινοκτησία. Ο κομμουνισμός του παρόντος είναι οι ιστορικές, οι συγκεκριμένες μορφές που παίρνει ο εμμενής κομμουνισμός σε έναν κοινωνικό σχηματισμό. Κάθε τρόπος ή μορφή παραγωγής προϋποθέτει τον κομμουνιστικό, βασίζεται σε αυτόν, εξαρτάται και προσδιορίζεται από αυτόν. Καμιά μορφής Κυριαρχίας, αρπαγής και καταστροφής του κοινωνικού πλούτου δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τον κομμουνισμό.
Υπάρχει πολύς κομμουνισμός τριγύρω μας αλλά δεν τον βλέπουμε. Δεν βλέπουμε ούτε τον εμμενή, τον στοιχειώδη, ούτε αυτόν του παρόντος. Οι συνέπειες αυτές της τυφλότητας είναι πολλές και τις βιώνουμε με τον πιο επώδυνο τρόπο. Όταν γνωρίζεις τον αντίπαλο αλλά όχι και τον εαυτό σου, έλεγε ο Σεν Τσού, για κάθε νίκη θα υπάρχει και μια ήττα. Το γεγονός ότι υφιστάμεθα μόνο ήττες, σημαίνει ότι δεν γνωρίζουμε ούτε τον αντίπαλο, την Κυριαρχία, τον καπιταλιστή του χρήματος και της παραγωγής, ούτε τον εαυτό μας, τον κομμουνισμό δηλαδή. Εάν δεν γνωρίσουμε τον κομμουνισμό, τον εμμενή και του παρόντος, η μια ήττα θα διαδέχεται την άλλη στον χρόνο τον άπαντα.
Η ιστορική Αριστερά επικαλείται τον κομμουνισμό αλλά δεν μιλάει γι αυτόν. Οι εφημερίδες της δεν μπορεί να είναι κομμουνιστικές. Αλλά δεν θα ήταν ακόμα κι αν μιλούσε. Δεν είναι μόνο ζήτημα περιεχομένου αλλά και μορφής. Οι εφημερίδες της ιστορικής Αριστεράς είναι άλλη μια έκφραση της μίμησης του Κυρίου. Δεν είναι μόνο ότι υποστηρίζει αυτά που υποστηρίζει και ο Κύριος – αυτό δεν ισχύει βέβαια για όλη την ιστορική Αριστερά – αλλά τον μιμείται και ως προς τον τρόπο οργάνωσης, σχέσεων, επικοινωνίας, έκφρασης και γλώσσας. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, και θα περιοριστώ σε αυτό: το οργανωτικό πρότυπο της ιστορικής Αριστεράς είναι το Κράτος και ο στρατώνας, δηλαδή το μαντρί. Δεν είναι ο κομμουνισμός: η συμβίωση και η συνεργασία αυτόνομων πολιτικών ομάδων, πυρήνων. Κι αν συγκρίνουμε μια οποιαδήποτε εφημερίδα της Αριστεράς με μια οποιαδήποτε αστική εφημερίδα, θα δείτε ότι υπάρχουν πάρα πολλές ομοιότητες. Υπάρχουν μόνιμες στήλες, μόνιμοι συντάκτες, καθόλου χώρος για τους αναγνώστες. Και οι μεν και οι δε, για το μόνο που νοιάζονται είναι η αναπαραγωγή και η διαιώνιση της διαφοράς μεταξύ των συντακτών και των αναγνωστών. Οι συντάκτες, οι δημοσιογράφοι γνωρίζουν, οι αναγνώστες όχι. Οι πρώτοι είναι ειδικοί, ικανοί και άξιοι, οι δεύτεροι ανειδίκευτοι, ανίκανοι και ανάξιοι. Αυτή η πρακτική είναι μια πρακτική της Κυριαρχίας, δεν είναι κομμουνιστική πρακτική.
Εάν επρόκειτο να ταξιδεύσω Κυριακή με το τρένο και έπρεπε να διαλέξω μια εφημερίδα μεταξύ του Ριζοσπάστη, της Αυγής, της Εποχής και του Πριν, για να περιοριστώ σε αυτές, και μεταξύ της Καθημερινής ή της Ελευθεροτυπίας, θα διάλεγα, μα τη Παναγία, μία από τις δυο τελευταίες. Γιατί; Για να διαβάσω τον (καταπληκτικό) Αρκά ή έγκυρες αναλύσεις, οι οποίες οφείλονται στην πρόσβαση στα κέντρα λήψης αποφάσεων των Κυρίων; Από τη στιγμή που όλες οι εφημερίδες που ανέφερα δεν διαφέρουν τόσο όσο νομίζουμε, το κριτήριο της επιλογής – για μένα, ασφαλώς- είναι η γνώση. Και βέβαια θα μάθω πολύ περισσότερα διαβάζοντας την Καθημερινή παρά τον Ριζοσπάστη.
Μήπως το πρόβλημα είναι το χρήμα; Όχι, κανένα τρόπο! Το πρόβλημα είναι η ιδεολογία και η πολιτική της ιστορικής Αριστεράς. Η Αριστερά αυτή αποχωρεί από το πολιτικό και κοινωνικό προσκήνιο και θα πάρει μαζί της όλα τα συμπράκαλά της. Εκ των πραγμάτων, η εμφάνιση της Αριστεράς του μέλλοντος, της Αριστεράς που θα μιλήσει για τον κομμουνισμό του παρόντος, του μέλλοντος και του παρελθόντος, θα ταυτιστεί με την εμφάνιση και μιας, ή περισσότερων, κομμουνιστικών εφημερίδων.
Τι είναι όμως μια κομμουνιστική εφημερίδα. Είναι μια κομμουνιστικότητα κατά δύο τρόπους: ως δομημένος χώρος και ως έντυπος χώρος. Από τη στιγμή που μια κομμουνιστικότητα είναι μια συγκεκριμένη, ιστορική μορφή συμβίωσης, συνεργασίας, κοινοχρησίας και κοινοκτησίας, η κομμουνιστική εφημερίδα είναι μια κομμουνιστικότητα στο χώρο και στο χαρτί.
Θα συνεχίσω μετά την Πρωτομαγιά.