in θεωρία κομμουνισμού

χωρίς εκδότες και βιβλιοπωλεία

φίλες και φίλοι, καλή σας  μέρα

το κείμενο που ακολουθει είναι οι πρώτες σελίδες του βιβλίου χωρίς εκδότες και βιβλιοπωλεία που θα κυκλοφορήσει τον Απρίλιο από τις εκδόσεις συνεργείο.

1. νέα μέθοδος: σύγκριση συναισθημάτων

Τα τελευταία χρόνια επιδίδομαι σε μια νέα μέθοδον, με την αριστοτελική σημασία του όρου, σε ένα νέο πεδίο επιστημονικής έρευνας: στη σύγκριση συναισθημάτων που προκαλούνται στους κοινωνικούς χώρους, στους δημόσιους, κοινόχρηστους χώρους. Συγκρίνω αυτό που νιώθω όταν περπατώ ανάμεσα στους πάγκους ενός παζαριού, μιας λαϊκής αγοράς, με αυτό που νιώθω όταν βρίσκομαι σε ένα αστυνομικό τμήμα. Στο παζάρι πάω όποτε θέλω, μένω όσο θέλω, φεύγω όποτε θέλω. Η ελευθερία αυτή στη χρήση του κοινωνικού χωρόχρονου του παζαριού μου προκαλεί κάποια συναισθήματα –  και με ωθεί να στοχαστώ. Όλοι και όλες αισθάνονται, αλλά δεν στοχάζονται, σκέφτονται όλοι και όλες. Αισθάνομαι χαρά που είμαι ελεύθερος να περπατήσω, να χαζέψω, να δω γνωστούς και γνωστές, να ακούσω τα ευφυολογήματα των παραγωγών (τι τη ζουλάς [τη ντομάτα], κυρά μου, δεν πρόκειται να σφυρίξει). Θα χαρώ που θα δω τον Γιώργο τον Αέρα να πουλάει τα κοσμήματά του και δυο γυφτάκια να παίζουν κλαρίνο. Θα χαρώ να δω την Πομάκα, την  Φατμέ,  να πουλάει τα αβγά της, με αυτά μεγάλωσαν τα παιδιά μου, θα φάω ένα μεζεδάκι από αυτά που προσφέρουν δωρεάν δυο παραγωγοί αλλαντικών και τα πιω ένα ποτηράκι κρασί, σουφλιώτικο, μπρούσκο, να το δοκιμάσω – κάθε Πέμπτη το δοκιμάζω, πρωί πρωί.

Από την Αστυνομία δεν θέλω ούτε απέξω να περνάω. Κάποτε μου έκλεψαν ένα μηχανάκι, δεν πήγα ούτε καν να το δηλώσω – δεν θα πήγαινα ακόμα κι αν δεν ήταν κλεμμένο, παρατημένο και σκουριασμένο ήταν, αυτό που μου βούτηξαν. Καμιά φορά αναγκάζομαι να πάω και θυμάμαι τι έχω τραβήξει, και ακούω και βλέπω, χωρίς να ακούω και να βλέπω, αυτούς που είναι κάπου κλεισμένοι μέρες και βδομάδες και μήνες. Θα πεθάνω από τη στενοχώρια μου αν κάποτε απαγορεύσουν τις λαϊκές – χαίρομαι όμως όταν βλέπω στην τηλεόραση μαθητές να πετροβολούν αστυνομικά τμήματα και κατοίκους να αναποδογυρίζουν και να καίνε τα μπατσάδικα και τα ασφαλίτικα οχήματα-άρματα-βλήματα.

Χαίρομαι κάθε φορά που βρίσκομαι σε σταθμό τρένου ή σε λιμάνι. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά, μια αναστάτωση νιώθω στα σωθικά μου, νοσταλγώ, προσδοκώ. Με το ταξίδι γίνεσαι πάλι παιδί – γι αυτό μας αρέσει να ταξιδεύουμε. Φαντάζομαι ότι ταξιδεύω, είμαι κοντά στο παράθυρο, πίνω καφέ στο μπαρ, κοιμάμαι, διαβάζω, μιλάω με κάποιον συνταξιδιώτη και τα παιδιά παίζουν με άλλα παιδιά. Αχ, να ξέρατε τι γινόταν στη δεκαετία του εβδομήντα πάνω στα καράβια που πήγαιναν στη Κρήτη! Τι τραγούδια, τι χοροί πάνω στο κατάστρωμα! Τι μεζέδες και τι ρακές! Τι γαμήσια και πισωκολλητά στις καμπίνες! Τα τρένα και τα πλοία είναι χωριά, κοινότητες εν κινήσει – δεν σκέφτεσαι πότε θα φτάσεις, απλά ζεις. Απλώς, κάποτε φτάνεις, όπως απλώς κάποτε θα φτάσουμε στο τέρμα του επίγειου ταξιδιού μας. Δεν θα χαρώ όμως όταν θα βρεθώ σε σταθμό του ΚΤΕΛ ή σε αεροδρόμιο. Όχι, καθόλου. Με πιάνει μια θλίψη, ένα σφίξιμο στη καρδιά. Φαντάζομαι ότι είμαι μέσα στο λεωφορείο ή στο αεροπλάνο και μου ‘ρχεται να σκάσω από το κακό μου, έτσι ακίνητος, αλυσοδεμένος με αλυσίδες που δεν φαίνονται. Πνίγομαι, φοβάμαι, ανησυχώ. Δεν μου αρέσει καθόλου μα καθόλου να είμαι ακίνητος όταν ταξιδεύω. Και δεν μπορώ να ταξιδέψω με αυτοκίνητο! Όταν μπαίνω μέσα στο αυτοκίνητο έχω την αίσθηση ότι με πάνε για εκτέλεση. Βλήμα είναι αυτό, θα τα καταφέρει ο οδηγός να μην χάσει τον έλεγχό του και πέσουμε σε κανένα γκρεμό ή σε καμιά στάση λεωφορείου; Κι αν δεν πέσουμε εμείς πάνω σε κολόνα της ΔΕΗ και πέσει κάποιο άλλο βλήμα πάνω μας και βλέπουμε μετά τα ραδίκια ανάποδα; Α πα πα. μακριά από αστυνομικά τμήματα, σταθμούς των ΚΤΕΛ και αεροδρόμια, μακριά!

Χαίρομαι όταν βρίσκομαι σε πλατεία ή σε πάρκο. Χαίρομαι να σουλατσάρω στους δρόμους της πόλης και να χαζεύω, να ακούω, να μυρίζω. Ένας φίλος μου είπε ότι περπατούσε κάποτε στο πεζοδρόμιο, έπεσε πάνω του ένα αυτοκίνητο και παρ’ ολίγο να τον σκοτώσει. Ρε Δημήτρη, γιατί περπατάς στο πεζοδρόμιο; Δεν γνωρίζεις ότι είναι τόπος εξορίας των πεζών; Στο δρόμο να περπατάς αγόρι μου, στο δρόμο, να τα διώξουμε τα βλήματα, να τους διώξουμε τους κατακτητές, να απελευθερώσουμε τους δρόμους, να ξαναγυρίσουν τα ζώα, τα ποδήλατα, τις πίστες αγώνων ταχύτητας, αυτό σημαίνει η λέξη δρόμος, να τις κάνουμε οδούς. Ξέρεις, Δημήτρη, ότι η λέξη οδός και έδρα προέρχονται από την ίδια ρίζα και σημαίνει το μέρος όπου μπορείς να καθίσεις; Η οδός Σταδίου να γίνει οδός βραδύτητας – να πάψει να είναι δρόμος ταχύτητας. Δεν χαίρομαι όμως όταν κάθομαι ακίνητος στις κερκίδες ενός σταδίου και παρακολουθώ 22 μαλάκες να προσπαθούν να χώσουν τη μπάλα σε μια καλά φυλασσόμενη περιοχή του αντιπάλου και ακούω τους άλλους θεατές να κραυγάζουν έτσι – γαμάει-ο Ολυ-μπι-ακός, έτσι-γαμάει-η Λε-ω-φόρος. Δυο φορές έχω πάει στο γήπεδο, Μια φορά όταν ήμουν είκοσι χρονών, το 1979, πήγα στον Αγώνα Ολυμπιακού –Εθνικού, στο Καραϊσκάκη, κι άλλη μια φορά πρόπερσι, το 2009, στη Κομοτηνή, στον αγώνα Πανθρακικού-Παναθηναϊκού. Ένιωσα τόσο μαλάκας, μα τόσο μαλάκας, που δε λέγεται! Τη πρώτη φορά κοίταζα τα αεροπλάνα που πετούσαν πάνω από το Φάληρο, τη δεύτερη παρακαλούσα πότε να λήξει το πρώτο ημίχρονο να σηκωθώ να πάω να πιω μια μπύρα, να μη βλέπω πια αυτή την μονότονη και πληκτική συμβολική αλλαξοκωλιά. Σκέφτομαι ότι οι γυναίκες δεν μπορούν να κάνουν αλλαξοκωλιά και γι αυτό ίσως δεν ενδιαφέρονται για το ανδρικό ποδόσφαιρο – και οι άνδρες για το γυναικείο. Γυναικείο ποδόσφαιρο! Άμα δεν έχεις πούτσα, πως να παίξεις ποδόσφαιρο; Μπάλα όμως μπορείς να παίξεις – και παίζουν μαθητές και μαθήτριες στα προαύλια των γυμνασίων και των λυκείων. Εκεί παίζεται το καλύτερο ποδόσφαιρο, που αλλού να παιχτεί;

Πόσο μ’ αρέσει να πηγαίνω στα καζάνια και στα λιοτρίβια! Να βλέπω τους ανθρώπους να εργάζονται χωρίς να δουλεύουν. Συναντιούνται, τρώνε, συζητάνε, πίνουν, τραγουδάνε, βοηθάνε ο ένας τον άλλον, κοιμούνται. Στο καζάνι πηγαίνω κάθε χρόνο για να βγάλω το τσίπουρό μας, παίρνω και κάνα βιβλίο μαζί μου αλλά ποτέ δεν έχω διαβάσει πάνω από μια σελίδα. Τον περασμένο Νοέμβριο, σκάει, που λέτε, μύτη μια παρέα γύφτων με τα κλαρίνα τους και τα νταούλια τους, χαμός έγινε. Φάγανε, ήπιανε, φύγανε, πήγαν σε άλλο καζάνι. Όσο ξένος και να είσαι, στο καζάνι θα φας και θα πιεις. Μπορεί ο οποιοσδήποτε να πάει και να φύγει όποτε θέλει. Όταν όμως ξυπνάω το πρωί να πάω στη δουλείά, είμαι οικοδόμος, καλουπατζής, θέλω να κλάψω για το μαρτύριο που θα περάσω. Μα γιατί να μην φτιάχναμε σπίτια και γραφεία και αποθήκες και εργοστάσια όπως όταν παράγουμε το λάδι και το τσίπουρο; Μα τι θες, θες να χορεύεις την ώρα που καλουπώνεις και χτίζεις και σοβατίζεις; Είσαι σοβαρός, είσαι στα καλά σου; Και σοβαρός είμαι και στα καλά μου είμαι. Εσείς δεν είστε στα καλά σας! Θα μπορούσε μια παρέα ανδρών, γυναικών και παιδιών να χτίσει ένα σπίτι, να σταματάνε όποτε κουράζονται, να εργάζονται όσο θέλουνε και μετά να τρώγανε και να πίνανε όλοι μαζί; Δεν γίνονται αυτά! Γίνονται, πως δεν γίνονται! Κάποτε, το 1985,  μάζευα ντομάτες με τους γύφτους, κοντά στη Γαστούνη και ξαφνικά βλέπω ένα ντάτσουν να έρχεται πλακωμένο, από τα ηχεία να βγαίνει η μελωδική αρρενωπή φωνή του Μάκη Χριστοδουλόπουλου και τα κορίτσια και οι γυναίκες να σταματάνε το μάζεψα και ν’ αρχίζουν να χορεύουν τσιφτετέλι. Έπαθα την πλάκα μου, μου ‘φυγε η μαγκιά (ξανάρθε όμως). Ήμουν, είμαι και θα είμαι γύφτος, μέχρι να πεθάνω. Γι αυτό δεν τους γουστάρουν τους γύφτους. Έζησα μαζί τους ένα εξάμηνο, ήθελαν να με παντρέψουν με μια αλλοίθωρη και άσχημη (τι θα έδιναν σε κάποιον που πήγε να ζήσει μαζί τους;), έμαθα κάμποσα γύφτικα μα θυμάμαι μόνο το μαγκαβά μπουτί, θέλω δουλειά. Και το 1990, όταν ζούσα στο δυτικό Βερολίνο, πήγα μια βόλτα στο ανατολικό, γνώρισα έναν γέρο εργάτη που με είπε ότι στο εργοστάσιο που δούλευε υπήρχε ένα δωμάτιο όπου πήγαιναν να ξεκουραστούν οι γυναίκες. Τώρα, δεν σε αφήνουν ούτε για κατούρημα να πας.

Κι αναρωτιέμαι: γιατί σε άλλους κοινόχρηστους χώρους νιώθεις χαρά, θέλεις να πας και να ξαναπάς, γιατί περνάς καλά και σε άλλους νιώθεις άβολα, θλίψη, φόβο, ανησυχία; Η νέα μέθοδος, το νέο επιστημονικό πεδίο της σύγκρισης των συναισθημάτων που προκαλούνται στους κοινόχρηστους χώρους  έχει καταλήξει στο εξής πόρισμα: νιώθουμε χαρά και περνάμε καλά εκεί όπου μπορούμε να πάμε όποτε θέλουμε, να μείνουμε όσο θέλουμε, να φύγουμε όποτε θέλουμε και να επιδοθούμε σε πολλές και ποικίλες κοινωνικές δραστηριότητες: να δούμε, να μάθουμε, να συζητήσουμε, να εργαστούμε, να φάμε, να πιούμε, να κοιμηθούμε, να ερωτοτροπήσουμε, να γαμήσουμε, να ερευνήσουμε, να διδάξουμε. Και γι’ άλλη μια φορά αναρωτιέμαι: γιατί να μην μπορούμε να τα κάνουμε όλα αυτά σε όλους τους κοινόχρηστους χώρους; Και αναρωτιέμαι και πάλι: γιατί υπάρχουν τόσο πολλοί δημόσιοι χώροι όπου μπορείς να κάνεις πολλά από αυτά που σου δίνουν χαρά και ικανοποίηση;

Write a Comment

Comment