φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
Σε εποχής κρίσης, παρατηρείται η εκκίνηση μιας αντίρροπης διαδικασίας: από τη μια, η διαιώνιση και αναζωπύρωση του ατομικισμού, και από την άλλη, η υποχώρησή του, το ξεθώριασμά του, η ανάπτυξη της συνεργασίας και της αλληλεγγύης, η τόνωση της συλλογικότητας. Ας διευκρινίσω ότι διακρίνω τον ατομικισμό από τον αναρχικό ατομισμό: ο πρώτος επιδιώκει την βελτίωση της θέσης ενός προσώπου μέσα στην αρένα του διάχυτου κοινωνικού ανταγωνισμού σε βάρος των άλλων αναπαράγοντας και ενισχύοντας την προσωπική και κοινωνική εξαχρείωση, ενώ ο αναρχικός ατομισμός προσβλέπει προς την βελτίωση του προσώπου με τέτοιο τρόπο ώστε να ενισχύεται η ανάπτυξη των άλλων. Ο ατομικισμός, ειδικά ο κτητικός, κάνει έναν άνθρωπο πιο εγωμανή, πιο εγωιστή, ενώ ο αναρχικός αναρχισμός ενισχύει την ελευθερία και την ισότητα. Ο ατομικισμός καταργεί πολλά όρια της ελευθερίας και της επιθυμίας, ο αναρχικός ατομισμός τα λαμβάνει υπόψη του.
Οι επιφυλάξεις του αναρχικού ατομισμού δείχνουν την οργάνωση ως πηγή ανελευθερίας, ανισότητας και προσωπικής αλλοτρίωσης. Δεν συμμερίζομαι αυτές τις επιφυλάξεις. Η οργάνωση δεν είναι εγγενώς αλλοτριωτική, είναι όμως βέβαιο ότι υπάρχουν μορφές οργάνωσης που είναι: η εργασιακή, η μαθησιακή, η πολιτική, κλπ. και είναι μορφές που η Κυριαρχία τις εγκαθιδρύει, τις αναπαράγει και τις ενισχύει. Μια παρέλαση είναι μια μορφή οργάνωσης αλλά τα στοιχεία της φασιστικής ιδεολογίας και τέχνης είναι ολοφάνερα: οι μαθητές και οι στρατιώτες, και όποιοι άλλοι, υπάρχουν για να τους δίνει ο Κύριος, ο οποίος δεν μπορεί να μην είναι φασίστας (και δημοκράτης – πρόκειται για δυο όψεις του ίδιου νομίσματος), μια μορφή, μια διάταξη. Είναι σαφής η τάση της παρέλασης προς το μνημειακό, προς την μαζική υπακοή προς τον Κύριο που θεάται την κοινωνική αιχμαλωσία των υποτελών Του. Αυτό που ισχύει για την παρέλαση, ισχύει και για την σχολική αίθουσα, τους αθλητικούς αγώνες, το ποδόσφαιρο, την εκκλησία, το δρόμο, τον ζωολογικό κήπο, το εργοστάσιο, τον στρατώνα, τη φυλακή, κλπ.
Εάν όμως ο αναρχικός ατομιστής πάει στο φούρνο να αγοράσει ένα κουλούρι να φάει, θα πρέπει να γνωρίζει ότι το κουλούρι είναι καρπός μιας συλλογικότητας, μιας παραγωγικής και εργασιακής οργάνωσης. Το αλεύρι είναι κι αυτό προϊόν συνεργασίας, όπως και το τρακτέρ και το λίπασμα, κλπ. Κάθε προϊόν του κοινωνικού πλούτου προϋποθέτει όλον τον άλλον κοινωνικό πλούτο, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτόν. Είναι παντελώς αδύνατον. Και είναι παντελώς αδύνατον διότι τόσο η βιολογική αναπαραγωγή της ζωής όσο και η αναπαραγωγή της κοινωνίας ( η παραγωγή του κοινωνικού πλούτου) είναι αδύνατη χωρίς την οργάνωση, χωρίς τη συνεργασία – όπου υπάρχει συνεργασία και αλληλεγγύη, εκει υπάρχει και οργάνωση. Κοινωνία σημαίνει οργάνωση.
Οι εποχές κρίσης είναι εποχές αιφνίδιας ή σταδιακής υποχώρησης και εξάλειψης αξιών, πρακτικών, αντιλήψεων, μορφών οργάνωσης, θεσμών αλλά και εμφάνισης νέων. Κάθε τι όμως το νέο δεν είναι κατ’ ανάγκην και ελπιδοφόρο, απελευθερωτικό. Πολλές φορές εμπεριέχει, μεταφέρει από το παρελθόν, στοιχεία της παράδοσης ανεμεμειγμένα με στοιχεία του μέλλοντος. Με το παρελθόν εννοώ τον ατομικισμό και τον ανταγωνισμό, με το μέλλον τη συνεργασία, την αλληλεγγύη, την ελευθεριακή και εξισωτική οργάνωση. Αυτό είναι το κριτήριο, το μέτρο αξιολόγησης της επαναστατικότητας, της ριζοσπαστικότητας, της αυθεντικότητας μιας αξίας, μιας αντίληψης, μιας πρακτικής.
Έχω υποστηρίξει την άποψη ότι η σχέση του ατομικισμού με την εξέγερση είναι σαφής – τουλάχιστον σε μένα. Το ίδιο σαφής είναι και η σχέση της διαδήλωσης με τον ατομικισμό. Όσο για τις καθοδηγούμενες εξεγέρσεις, τα φασιστικά στοιχεία είναι προφανή: οι άνθρωποι υπάρχουν μόνο και μόνο για να τους δώσει κάποιος, κάποια μορφή, να τους δια-τάξει, να τους τοποθετήσει μέσα στο χώρο, να τους κινητοποιήσει, να τους ακινητοποιήσει. Κατά τον προηγούμενο αιώνα, αναζούσαμε το επαναστατικό υποκείμενο και το εντοπίζαμε στους προλετάριους, στους εκτός παραγωγής, στις γυναίκες, στον υπόκοσμο αλλά αυτό το υποκείμενο ήταν ένα πλήθος μεμονωμένων προσώπων – εάν ήταν οργανωμένο, ήταν σε θεσμούς πανομοιότυπους με το κράτος (κόμματα της Αριστεράς), στους οποίους τα πρόσωπα εντάσσονται πάλι ως άτομα. Η άποψή μου είναι ότι η αναζήτηση του επαναστατικού υποκειμένου γίνονταν με τους όρους του Κράτους και του Κυρίου. Για μένα, το επαναστατικό υποκείμενο είναι η συμβιωτική ομάδα, μιας και η ανάπτυξή μας (βιολογική, κοινωνική, ψυχική, πνευματική) είναι δυνατή μόνο με την ενεργητική καθημερινή αλληλεπίδραση. Αυτή είναι η ευτυχία για μένα, αυτή είναι η επανάσταση.
Έχω υποστηρίξει επίσης ότι η επανάσταση συνδέεται άρρηκτα με την αλληλεγγύη, τη συνεργασία, τη συμβίωση, με την ελευθεριακή και εξισωτική οργάνωση. Αυτό είναι το αντίδοτο στην ικεσία, ατην διεκδίκηση, στον υποβιβασμό του παραγωγού στην κατάσταση του ικέτη. Οι κοινωνικές επαναστάσεις είναι βραδείες, είναι πρώτα κοινωνικές και μετά πολιτικές. Αυτό που λέμε επανάσταση της καθημερινής ζωής δεν είναι παρά μια έκφραση σε προσωπικό/ομαδικό επίπεδο της γενικότερης κοινωνικής επανάστασης. Αν θυμάστε, κάποτε οι μαθήτριες φορούσαν ποδιές αλλά τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης (1974-76) οι μαθήτριες, στην αρχή λίγες, πέταξαν την ποδιά και όταν το Κράτος την κατάργησε, οι μαθήτριες την είχαν κάνει ήδη ξεσκονόπανο. Παρόμοια παραδείγματα μπορούμε να αναφέρουμε πολλά – με την απαγόρευση του καπνίσματος να είναι το πιο πρόσφατο.
Το Σάββατο που μας έρχεται θα φάμε με ένα ζευγάρι στο σπίτι μας. Τέσσερις ενήλικες, τέσσερα παιδιά. Θα μαγειρέψω, θα φάμε, θα πιούμε, τα παιδιά θα παίξουν, εμείς θα συζητήσουμε και για πολιτική και για θεωρία πολέμου και ό,τι άλλο ήθελε προκύψει. Οι σχέσεις μας είναι ο πλούτος μας, αυτός ο πλούτος μας είναι μια πτυχή της κοινωνικοπολιτικής επανάστασης. Εάν ζούσα στην Αθήνα η σε κάποια άλλη πόλη, δεν θα κατέβαινα στην πλατεία για να ζητήσω αληθινή δημοκρατία (τώρα!), για να ζητήσω να τιμωρηθούν οι διεφθαρμένοι πολιτικοί, δεν θα ζητήσω δουλειά από τον Κύριο, δεν θα υποβιαστώ στην κατάσταση του ικέτη, την οποία ο Σάμουελ Μπέκετ έχει περιγράψει ως εξής (Περιμένοντας τον Γκοντό):
ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Εμείς τι ρόλο παίζουμε;
ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Τι ρόλο παίζουμε;
ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Μη βιάζεσαι, με την ησυχία σου.
ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Τι ρόλο παίζουμε; Το ρόλο του ικέτη.
ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Έχουμε ξεπέσει ως εκεί;