φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
Εάν μόνο ο άνθρωπος γνωρίζει ότι θα πεθάνει και μόνο ο άνθρωπος μαγειρεύει, τότε οφείλουμε να αναρωτηθούμε εάν το μαγείρεμα, ο εμπλουτισμός της διατροφής, συνέβαλε στην επίγνωση του θανάτου. Αυτή η πιθανή καταγωγική σχέση ίσως να μην είναι η μόνη πτυχή της αλληλοσυσχέτισης μεταξύ αυτών των ειδοποιών χαρακτηριστικών του ανθρώπου: εάν προσθέσουμε και τον έρωτα, την απώλεια του οίστρου στα θηλυκά, τότε το πεδίο της έρευνας διευρύνεται. Και εάν υπάρχει μια αδιαμφισβήτητη σχέση μεταξύ κομμουνισμού και θανάτου ως κοινής μοίρας του ανθρώπου (ανθρωπολογικός κομμουνισμός), τότε θα ήταν αμέλεια να αδιαφορήσουμε για τα στοιχεία του κομμουνισμού που ενυπάρχουν στον έρωτα και στο μαγείρεμα. Για τη σχέση έρωτα και κομμουνισμού θα ασχοληθούμε στο μέλλον, και δεν εννοώ μόνο το ζήτημα της παρτούζας, του ομαδικού έρωτα, των οργίων αλλά και της πολυγαμίας – σήμερα θα καταπιαστούμε να εντοπίσουμε τις κομμουνιστικές πλευρές της πρακτικής του μαγειρέματος.
Θα στρέψουμε το βλέμμα μας στις σημερινές πρακτικές του μαγειρέματος, θα προσπαθήσουμε δηλαδή να εντοπίσουμε πως εμφανίζεται ιστορικά στις ποικίλες πρακτικές του μαγειρέματος ο εμμενής κομμουνισμός, δηλαδή ο κομμουνισμός του παρόντος στο μαγείρεμα.
Ας διατυπώσουμε καταρχήν δυο υποθέσεις εργασίας. Βγαίνω έξω να φάω μόνος μου, βγαίνω έξω να φάω με παρέα. Ας δούμε τι επιλογές έχουμε. Βλέπω ένα εστιατόριο άδειο και ένα γεμάτο – με τον όρο ‘εστιατόριο’ εννοώ κάθε χώρο συλλογικής εστίασης. Που θα πάω να φάω; Στο άδειο. Βλέπω δυο εστιατόρια γεμάτα, το ένα με μοναχικούς, το άλλο με παρέες. Που θα πάω; Σε αυτό με τους μοναχικούς. Βγαίνω έξω με παρέα. Βλέπουμε ένα εστιατόριο άδειο ή με ελάχιστο κόσμο, κι ένα γεμάτο. Που θα πάμε; Στο γεμάτο. Βλέπουμε ένα εστιατόριο γεμάτο με μοναχικούς κι ένα με παρέες. Ποιο θα επιλέξουμε; Το γεμάτο με παρέες. Γιατί θα κάνουμε αυτές τις επιλογές;
Θα καταφύγω σε ένα περιστατικό για να απαντήσω σε αυτό το ερώτημα. Το καλοκαίρι του 1994 δουλεύω σερβιτόρος στη Σίφνο σε μια καλή ψαροταβέρνα. Κάποια στιγμή, άδειο το μαγαζί, έρχονται σχεδόν ταυτόχρονα μια παρέα γυναικών και ένας μοναχικός, με τη παρέα να προηγείται χρονικά κατά λίγα δευτερόλεπτα. Πάω να πάρω παραγγελία από τις γυναίκες. Όταν πάω στον μοναχικό άνδρα, μου λέει. Θα σου πω κάτι διότι είμαι βέβαιος ότι δεν θα παρεξηγηθείς. Υπόδειξη,τρελαίνομαι για υποδείξεις. Είμαι βέβαιος ότι έχω κάνει καλά τη δουλειά μου. Του λέω: εάν η παρατήρησή σου με κάνει να σκεφτώ, θα σου κεράσω το κρασί. Χαμογελάει και δέχεται. Και μου λέει. Πολύ συχνά η τυπολατρία είναι αδικία. Ήρθαν πριν απο μένα αλλά εγώ πρέπει να σερβιριστώ πρώτος. Οι γυναίκες μπορούν να περιμένουν διότι θα συζητηθούν, εγώ τι θα κάνω; Δε χρειάστηκε να πει περισσότερα – το κρασί το κερνάω εγώ, του είπα, και τον ευχαρίστησα.
Πρόκειται για την αμηχανία του μοναχικού όταν βρίσκεται μεταξύ ομάδων, πλήθους, κλπ. Δεν πρόκειται μόνο για τον ανθρωπολογικό φόβο της αδυναμίας, της θυματοποίησης. Στην περίπτωση αυτή η αμηχανία του μοναχικού ανθρώπου εκφράζει μια στέρηση, τη στέρηση της ομαδικής/συλλογικής εστίασης: μας αρέσει να τρώμε με άλλους, με παρέα, όχι κατά μόνας. Η διαπίστωση αυτή φέρνει στο προσκήνιο τους βασικούς τρόπους της κατανάλωσης της τροφής, επομένως και του μαγειρέματος. Δεν μπορούμε να διερευνήσουμε το ζήτημα του μαγειρέματος, εάν δεν εξετάσουμε αυτό της κατανάλωσης της τροφής, της εστίασης.
Ας λάβουμε υπόψη μας τις τρεις οντολογικές καταστάσεις του ανθρώπου: το να είσαι μόνος, το να είσαι ζευγάρι, το να είσαι μέλος μιας ομάδας. Η πρώτη κατάσταση άλλοτε μας επιβάλλεται (μοναξιά), άλλοτε είναι επιλογή μας (μοναχικότητα). Το να είσαι ζευγάρι είναι μια κατάσταση προσωρινή – το ζευγάρι θα γίνει ομάδα ή θα διαλυθεί. Εάν μας ρωτούσαν σε ποια κατάσταση θα θέλαμε να περνούσαμε όλη μας τη ζωή, νομίζω ότι θα επιλέγαμε την κατάσταση της ομάδας. Θα πρέπει λοιπόν να δούμε τη εστίαση και το μαγείρεμα υπό το πρίσμα αυτών των τριών οντολογικών καταστάσεων.
Εάν χαρακτηρίζαμε την κατανάλωση περιοδικών και τηλεοπτικών εκπομπών γαστρονομίας ως γαστρονομική πορνογραφία, τότε την μοναχική εστίαση και το μοναχικό μαγείρεμα θα το χαρακτηρίζαμε γαστρονομική μαλακία. Και την ομαδική εστίαση/μαγείρεμα ως γαστρονομική παρτούζα. Θίγω με αυτόν τον τρόπο το μείζον ζήτημα του εργένη και της σχέσης του με τον καπιταλισμό. Θα ήθελε πολύ ο Κύριος να είμαστε όλοι και όλες εργένηδες – πρόκειται για τον θρίαμβο της εμπορευματοποίησης, της ιδιοχρησίας, του ατομισμού, του εγωισμού. Το να τρως μόνος, το να μαγειρεύεις μόνος για τον εαυτό σου είναι η επιτομή της μιζέριας, της ψυχοπνευματοκοινωνικής εξαθλίωσης. Η κατάσταση του εργένη είναι το όριο της συρρίκνωσης του εμμενούς κομμουνισμού.
Γίνεται όμως να είμαστε όλοι και διαρκώς και μονίμως εργένηδες; Όχι, βέβαια. Κοντά στην κατάσταση του εργένη βρίσκεται η μονογονεϊκή οικογένεια με ένα παιδί, η οποία δεν είναι οικογένεια. Και δεν είναι, διότι η οικογένεια είναι ομάδα και η ελάχιστη ομάδα είναι τριμελής. Δυο πρόσωπα δεν συγκροτούν ομάδα, αλλά ζευγάρι. Η διαρκής αύξηση του αριθμού των εργένηδων και των μονογονεϊκών ‘οικογενειών’ δεν είναι μόνο έκφραση της διάλυσης της πυρηνικής οικογένειας αλλά και της συνεχούς συρρίκνωσης του εμμενούς κομμουνισμού, μιας και η οικογένεια, ακόμα και η πυρηνική, όπως θα δούμε, είναι μια κομμουνιστικότητα (με έντονα αντικοινωνικά, δηλαδή, αντικομμουνιστικά [πατριαρχικά] χαρακτηριστικά).
Ο εργένης ζει μόνος, μαγειρεύει μόνος, τρώει μόνος αλλά για να τα κάνει όλα αυτά στηρίζεται σε ολόκληρη την κοινωνία. Στην εργασία δεν μπορεί να είναι εργένης – κανείς δεν μπορεί να είναι. Η κατοικία του με τον εξοπλισμό της προϋποθέτει την κοινωνία. Το ίδιο και η διατροφή του. Θα πάει στο σούπερ μάρκετ να αγοράσει έτοιμη τροφή, μαγειρεμένη ή μη. Θα βγει έξω να φάει ή να αγοράσει φαγητό για το σπίτι του, ή θα πάρει τηλέφωνο. Πίσω από τον εργένη υπάρχει πληθώρα καπιταλιστικών επιχειρήσεων, μικρών και μεγάλων, που τον επιτρέπουν να υπάρχει. Οι ντελιβεράδες και οι πιτσαδόροι είναι οι υπηρέτες του.
Η ατομική εστίαση και το ατομικό μαγείρεμα είναι μεν ατομικό αλλά τίποτα το ατομικό δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την κοινωνία, το πλέγμα των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων. Ρίχνουμε μια ματιά σε ένα φαστφουντάδικο όπου όλοι σχεδόν τρώνε μόνοι τους. Θα προτιμήσουν να φάνε στο σπίτι τους μόνοι ή στο φαστφουντάδικο; Στο φαστφουντάδικο. Εδώ, υπάρχει ατομική εστίαση αλλά η μιζέρια καταπραΰνεται. Είμαι μόνος αλλά τρώω με άλλους που επίσης είναι μόνοι. Μέσα στην κουζίνα όμως υπάρχουν εργαζόμενοι, υπάρχει μια εργασιακή ομάδα που μαγειρεύει. Μάγειροι και καταναλωτές της τροφής συγκροτούν μια ομάδα, μέλος της οποίας θεωρεί ότι είναι ο μοναχικός καταναλωτής – και κατά κάποιο τρόπο είναι. Το φαστφουντάδικο όμως των μοναχικών καταναλωτών έχει πολλά χαρακτηριστικά με τη στάνη, είναι μια έκφραση του κομμουνισμού της στάνης, του διαχειριζόμενου από τον Κύριο κομμουνισμού, του κομμουνισμού που δεν μπορεί να συρρικωθεί περαιτέρω.
Για το μαγείρεμα και την εστίαση του ζευγαριού δεν έχουμε να πούμε πολλά, μιας και το ζευγάρι, ως προσωρινή κατάσταση, είναι ένα εκκρεμές που αιωρείται μεταξύ της ατομικότητας (διάλυση) και της ομάδας. Πάντως, το ζευγάρι τείνει να προσανατολίζεται προς την ομάδα περισσότερο, μιας και σε αυτήν βλέπει μια εικόνα του μέλλοντός του. Εάν βγει έξω να φάει, θα προτιμήσει μάλλον ένα κατάμεστο εστιατόριο, δεν νιώθει άβολα, αμήχανα – το αντίθετο. Η ομάδα έχει το μέγα πλεονέκτημα να μπορεί να δέχεται στους κόλπους της, μιας και εμπλουτίζεται με αυτόν τον τρόπο, και τον μοναχικό και το ζευγάρι, ως ανώτερη, δηλαδή πληρέστερη, πλουσιότερη, μορφή οντολογικής και κοινωνικής κατάστασης.
Απομένει να εξετάσουμε την ομαδική πτυχή του ζητήματος – αλλά και μια εκδοχή ανώτερη της ομαδικής, της δια-ομαδικής, της κοινοτικής. Οι άνθρωποι δεν μαγειρεύουν και τρώνε μόνο ομαδικά, αλλά πολύ συχνά μεγάλος αριθμός ομάδων καταναλώνουν μαζί την τροφή. Η κατανάλωση της τροφής στα εστιατόρια, τους γάμους, τα βαφτίσια, τις κηδείες, τις γιορτές, τα πανηγύρια είναι μορφές κοινοτικής εστίασης. Όλες αυτές οι μορφές είναι κομμουνιστικότητες. Μια ομάδα αναλαμβάνει το μαγείρεμα και οι άλλες, μαζί με ζευγάρια και μοναχικούς, την καταναλώνουν. Το ομαδικό μαγείρεμα μπορεί να είναι μισθωτή εργασία (μάγειροι σε εστιατόριο, κέτεριγκ, ετοιματζίδικο), μπορεί όμως να είναι και μια ομάδα που μαγειρεύει χωρίς αμοιβή (πανηγύρια, γιορτές σαρδέλας, κρασιού, κλπ).
Μια ομάδα, οικογένεια ή παρέα, μπορεί να καταναλώσει την τροφή είτε αφού την μαγειρέψει η ίδια, είτε να την καταναλώσει ως εμπόρευμα (εστιατόριο, έτοιμο φαγητό). Μιας και η συχνότερη μορφή κατανάλωσης της τροφής είναι η ομαδική, θα στρέψουμε το ενδιαφέρον μας στους ποικίλους τρόπους του μαγειρέματος που κινούνται πέραν της εμπορευματικής σχέσης.
Θα διαπιστώσουμε ότι το μαγείρεμα για την ομάδα είναι μια εργασία την οποία έχει ‘αναλάβει’ η γυναίκα. Όχι οικειοθελώς. Το ότι μαγειρεύει η γυναίκα πολύ το θεωρούν φυσικό γεγονός, όπως την ανατολή του ήλιου. Ο εγκλεισμός της γυναίκας και η ‘ανάληψη’ των οικιακών εργασιών ήταν το αποτέλεσμα μιας ιστορικής διαδικασίας των πρώτων ημερών του καπιταλισμού, κατά την οποία η γυναίκα ανέλαβε το ρόλο της παιδοποιητικής μηχανής, της μηχανής παραγωγής εργατών. Όποια νοικοκυρά κι αν ρωτήσετε θα σας πει ότι το μαγείρεμα είναι κατάρα, μόχθος, εργασία, απλήρωτη κιόλας. Η νοικοκυρά είναι δούλα, ας μην το ξεχνάμε.
Το να μαγειρεύει μια η γυναίκα και η μια ο άνδρας δεν είναι λύση, αν και η γυναίκα ασφαλώς και ανακουφίζεται. Ο μόχθος όμως για τον έναν γίνεται μόχθος και για τους δύο. Το ερώτημα που εγείρεται είναι το εξής: μπορούμε να μαγειρεύουμε όσο γίνεται λιγότερο συχνά;
Ασφαλώς και μπορούμε. Το ερώτημα φέρνει στο προσκήνιο το ζήτημα του μαγειρέματος και της κατανάλωσης της τροφής σε μια διευρυμένη κομμουνιστική κοινωνία. Πως έχει αντιμετωπιστεί στις καπιταλιστικές κοινωνίες αυτό το πρόβλημα; Τι εγχειρήματα έχουν εμφανιστεί;
Τον χειμώνα του 1994 πέρασα από το Ντίσελντορφ. Εκεί μια παρέα μοναχικών και ζευγαριών έκανε το εξής. Κάθε ένας από αυτούς μαγείρευε τη μια μέρα για τους άλλους και τις άλλες πήγαινε να φάει σε αυτόν που μαγείρευε. Ήταν υποχρεωμένος να μαγειρέψει, αλλά όχι και να πάει εάν δεν είχε διάθεση ή ο,τιδήποτε άλλο. Εάν πήγαινε, μπορούσε να πάει με κάποιον φίλο ή φίλη, εκτός της παρέας. Οι Κυριακές ήταν ελεύθερες για όλους. Αυτή η εναλλαγή στο μαγείρεμα και η ομαδική κατανάλωση της τροφής είναι ένα πολύ ενδιαφέρον εγχείρημα – είναι μια μορφή διεύρυνσης του κομμουνισμού. Δεν μαγειρεύεις κάθε μέρα, δεν πλένεις κάθε μέρα, καταναλώνεται λιγότερη ενέργεια, υπάρχει ποικιλία στην διατροφή – μεταξύ των μελών της παρέας ήταν μια κύπρια, μια ισπανίδα, ένας έλληνας, ένα ζευγάρι γερμανών, ένας κούρδος, κλπ.Μια φίλη που έζησε σε μια μικρή πόλη της Ολλανδίας μου είπε ότι αυτό το μοντελάκι εφαρμοζόταν και εκεί. Μετά τη δουλειά, δεν πήγαιναν στο σπίτι τους αλλά μαζεύονταν το ένα βράδυ στο ένα σπίτι, το άλλο σε κάποιο άλλο, κοκ. Τα παιδιά έπαιζαν αντι να βλέπουν τηλεόραση, και οι ενήλικες μαγείρευαν, συζητούσαν όλοι μαζί παρέα. Αυτή η πρακτική είναι μια κομμουνιστικότητα.
Την ίδια εναλλαγή υπήρχε και στην οικοκοινότητα Utopiaggia στην Ιταλία όπου έζησα αρκετούς μήνες. Εγώ μαγείρευα και έπλενα τα πιάτα κάθε Τρίτη, μεσημέρι και βράδυ – μερικές φορές είχα και βοήθεια και παρέα κάποια παιδιά. Τις άλλες μέρες, απλά πήγαινα να φάω και να φύγω. Έτσι, είχα χρόνο να κάνω άλλες δουλειές, να διαβάσω, κλπ.
Το ομαδικό μαγείρεμα, το μαγείρεμα για την ομάδα, η εναλλαγή και η ομαδική κατανάλωση της τροφής μας βοηθούν να διαρτυπώσουμε κάποιες σκέψεις για το πως θα μαγειρεύουμε και θα τρώμε πέραν των εμπορευματικών σχέσεων. Δεν πρόκειται για ουτοπία, για όραμα, για ιδεώδες και πρότυπο που θα υλοποιήσουμε στο μέλλον αλλά για κομμουνιστικές πρακτικές που ήδη υπάρχουν. Ο κομμουνισμός είναι μια υπαρκτή διαδικασία οργάνωσης της κοινωνικής ζωής σε όλες της τις εκφάνσεις, αυτός είναι ο εμμενής κομμουνισμός. Είναι τα θεμέλια πάνω στα οποία θα στηριχτούμε και θα διευρύνουμε τον κομμουνισμό του παρόντος.
Το πως θα μαγειρεύουμε και θα καταναλώνουμε την τροφή εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο συμβιώνουμε. Θα είμαστε εργένηδες; Θα επικρατεί η πυρηνική οικογένεια; Θα ζούμε ομαδικά; Κομμουνισμός δεν σημαίνει κατά κανένα τρόπο την εξάλειψη της μοναχικότητας – το αντίθετο. Η μοναχικότητα θα εμπλουτιστεί επειδή θα αλλάξει η σχέση προσώπου-ομάδας. Αυτή η σχέση είναι μια από τα κομβικά ζητήματα του κομμουνισμού. Έτσι κι αλλιώς, η θνητότητά μας μάς κάνει όντα μοναχικά. Αλλά εκτός παρέας, η μοναχικότητα γίνεται ανυπόφορη και επώδυνη μοναξιά. Το μεγαλείο της μοναχικότητας θα αποκατασταθεί επειδή θα αποκατασταθεί η σχέση προσώπου-ομάδας. Η σχέση αυτή δεν θα είναι στρατωνική ούτε ζαμαμφουτίστικη: η ελευθερία είναι εξάρτηση. Δεν είναι ελεύθερος αυτός που ζει μόνος του στα βουνά – ελεύθερος μπορεί να είναι μόνο αυτός που ζει με τους άλλους. Και ίσος με τους άλλους είναι αυτός που βιώνει την αλληλεγγύη. Χωρίς αλληλεγγύη, δεν υπάρχει ισότητα, χωρίς εξάρτηση δεν υπάρχει ελευθερία. Αλλά η αλληλεγγύη και η ελευθερία δεν είναι κάτι που διεκδικούνται και χαρίζονται, αλλά ασκούνται και επιβεβαιώνονται, είναι σημεία εκκίνησης όχι σκοποί, είναι ταύτιση μέσου και σκοπού.
Θα μπορούσαμε λοιπόν να ισχυριστούμε ότι υπάρχουν και είναι δυνατόν να επεκταθούν δυο τρόποι μαγειρέματος και κατανάλωσης τροφής: ο ομαδικός και ο κοινοτικός.
Στον ομαδικό τρόπο, το μαγείρεμα γίνεται εκ περιτροπής από τα μέλη της ομάδας. Στον κοινοτικό, το μαγείρεμα γίνεται εκ περιτροπής από τις ομάδες. Το εστιατόριο είναι κοινοτική μορφή: μια ομάδα εργάζεται αλλά η εργασία είναι μισθωτή και μόνιμη. Μπορούμε να φανταστούμε ένα εστιατόριο όπου το μαγείρεμα γίνεται εκ περιτροπής και η ‘εργασία’ δεν είναι μόνιμη – κομμουνισμός και μονιμότητα είναι παντελώς ασύμβατα.
Εάν κάποιος υποστηρίξει ότι σε μια κομμουνιστική κοινωνία δεν θα μαγειρεύουμε και δεν θα τρώμε, όλα αυτά που εξέθεσα είναι παντελώς άχρηστα. Εάν δεχτεί ότι και θα μαγειρεύουμε και θα τρώμε, εάν δεχτεί ότι δεν θα μαγειρεύουν και θα πλένουν ρα πιάτα δούλοι, οφείλει να διατυπώσει τις προτάσεις του.
Εγώ τις δικές μου τις διατύπωσα.