φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
15 εργαζόμενοι έχουν να πληρωθούν 9 μήνες σε μια επιχείρηση στη Λάρισα. Η κατάσταση αυτή δεν είναι σπάνια, δεν ήταν, και θα είναι όλο πιο γνώριμη και συχνή με την επιδείνωση της ύφεσης και της κρίσης (του κεφαλαίου, του Κράτους και της εργασίας, πρώτιστα της τελευταίας). Η σοβαρότητα αυτής της κατάστασης δεν μας αφήνει αδιάφορους και αισθάνομαι την ανάγκη να την σχολιάσω με το σημερινό σημείωμα.
Θα κινηθώ πέραν του εργατικού δικαίου και της προσφυγής στο νόμο, στα δικαστήρια και το Κράτος, όχι διότι τα θεωρώ περιττά και αναποτελεσματικά, όχι, αλλά διότι υπάρχουν κάποιες πτυχές πέραν αυτού του τρόπου αντιμετώπισης. Το ότι αυτός ο τρόπος αντιμετώπισης θα βαίνει ολοταχώς απαξιούμενος το θεωρώ βέβαιο, όπως όμως και να ‘χει το πράγμα υπάρχει μια διάσταση της εξεταζόμενης κατάστασης που αφορά τον τρόπο διεξαγωγής του κοινωνικού πολέμου.
Θέτω τα εξής ερωτήματα. Ο κοινωνικός εταίρος (sic) των εργαζομένων στη Λάρισα ή οπουδήποτε αλλού έχει και δεν τους πληρώνει; Γιατί δεν τους πληρώνει, ενώ έχει; Θα τους πληρώσει; Ή μήπως δεν έχει και δεν τους πληρώνει. Κι αν βρει, αν βρει, θα τους πληρώσει;Πόσο χρόνο πρέπει να περιμένουμε; Όσο μπορούμε;
Αντιλαμβάνεστε ότι η κατάσταση αυτή σχετίζεται με τα ζητήματα της θυσίας, της υπομονής, της υπόσχεσης και της προσδοκίας. Μήπως όταν θυσιαζόμαστε για το μέλλον, θα θυσιαστούμε στο μέλλον, τώρα πια; Μήπως η υπομονή έχει χάσει τώρα πια το νόημά της; Μήπως η προσδοκία, τώρα πια, δεν πρόκειται να εκπληρωθεί; Γιατί τονίζω το ‘τώρα πια’; Το τονίζω γιατί το τώρα και το αύριο είναι και θα είναι πολύ διαφορετικά. Όσο διαφορετικά όμως και να είναι, το βαθύ περιεχόμενο της σχέσης παραμένει ίδιο. Ποιο είναι αυτό;
Ο υποτελής είναι πιστωτής και ο Κύριος, το αφεντικό χρεώστης
– αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε και το τονίζω όσο πιο έντονα μπορώ. Γίνεται η συμφωνία, αλλά ο Κύριος δεν προπληρώνει. Πρώτα θα δουλέψουμε και μετά θα πληρωθούμε. Αλλά, φίλες και φίλοι, όλοι και όλες γνωρίζουμε ότι πολύ συχνά ο κοινωνικός εταίρος δεν πληρώνει – σας διαβεβαιώνω ότι την έχω πατήσει αρκετές φορές. Να δουλεύεις και να μην σε πληρώνουν, τι πόνος! Όσο ο Κύριος καπιταλιστής της παραγωγής και του χρήματος χρειάζεται τους εργαζόμενους και τα πράγματα πάνε καλά, έχει δηλαδή κέρδη, πληρώνει διότι τον συμφέρει να πληρώνει. Για να εξασφαλίσει κέρδη οφείλει να εξασφαλίσει ένα σχετικά ήρεμο εργασιακό περιβάλλον, χωρίς πολλά turn over (κινητικότητα), δηλαδή, δουλεύω μερικές μέρες και φεύγω – το φαινόμενο παρατηρείται όταν υπάρχει μεγάλη ζήτηση εργατικών χεριών και περιορισμένη προσφορά. Ένα τέτοιο κλίμα έζησα ως έφηβος και νέος αμέσως μετά τη μεταπολίτευση. Κάναμε ένα μεροκάματο τη βδομάδα στην οικοδομή και τις υπόλοιπες μέρες σουλατσάραμε. Αν θέλαμε να αγοράσουμε μηχανάκι, καθόμασταν τόσο όσο χρειαζόταν για να συγκεντρώσουμε το ποσό.
Αυτή η κατάσταση έχει αλλάξει άρδην και ανεπιστρεπτί. Ιδιοκτήτης ενός εστιατορίου στη Θεσσαλονίκη μου είπε ότι πήγε κάποιος και του ζήτησε δυο τρεις ώρες δουλειά τη βδομάδα! Τώρα, υπάρχει υπερπροσφορά εργατικών χεριών και μείωση της διαρκώς συρρικνούμενης ζήτησης. Η κατάσταση αυτή επιτρέπει στον κοινωνικό εταίρο να πληρώνει όσο γίνεται λιγότερα και βέβαια να μην πληρώνει καθόλου. Πιστώνουμε τον Κύριο και ο Κύριος χρεωστάει. Πιστώνουμε σημαίνει του δείχνουμε εμπιστοσύνη: θα δουλέψουμε και θα μας πληρώσει.
Αμ δε θα μας πληρώσει! Εμπιστοσύνη; Έχουμε κολλήσει στην εμπιστοσύνη προς τον Κύριο αλλά δεν θα αργήσουμε να ξεκολλήσουμε.
Υπό το φως των όσων παραθέσαμε, ας εξετάσουμε τα ερωτήματα που διατυπώσαμε. Συμβαίνουν δυο τινά: Ο Κύριος ή έχει ή δεν έχει. Ας υποθέσουμε ότι έχει. Γιατί δεν πληρώνει; Θα πληρώσει;
Για να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα θα πρέπει να δούμε πως σκέφτεται ο Κύριος, τι σχέδια έχει, τι κινήσεις έχει αποφασίσει να κάνει. Γνωρίζετε πολύ καλά ότι ένας από τους σκοπούς της Κακιάς Σχολής είναι η γνώση και η αποκάλυψη των σχεδίων του και των επιθυμιών του. Χωρίς αυτή τη γνώση δεν θα μπορέσουμε να διεξάγουμε τον διάχυτο και πολύμορφο κοινωνικό πόλεμο. Εάν δεν γνωρίζεις τον αντίπαλο, για κάθε νίκη θα υπάρχει και μια ήττα, μας λέει ο Σουν Τζου. Την ήττα οφείλουμε να την εξοβελίσουμε.
Η επιχείρηση είναι κερδοφόρα ή όχι; Είναι, δεν είναι, ο Κύριος έχει (χρήμα) αλλά προτίθεται ή να την κρατήσει ή να την κλείσει. Δεν χρειάζεται να έχεις διαβάσει το ‘Κεφάλαιο’ του Μαρξ, το μόνο που χρειάζεται είναι στοιχειώδης λογική και δεν υπάρχει εργαζόμενος, εργαζόμενη που να μην την διαθέτει. Εάν δεν είναι κερδοφόρα, Οο Κύριος προσδοκά ότι θα ανακάμψει. Εάν προσδοκά ότι θα ανακάμψει και θέλει να την κρατήσει, δεν θα πληρώσει. Η προσδοκία όμως δεν είναι βεβαιότητα – κατά συνέπεια, δεν είναι βέβαιος ότι θα ανακάμψει και δεν θα πληρώσει για να εξασφαλίσει το μέλλον του. Μαλάκας είναι να τα δώσει στους εργαζόμενους; 15 μήνες επί 9, μας κάνει 135 μηνιάτικα. Με 1000 εβρά το μήνα, είναι 135.000 εβρά – δεν είναι μικρό το ποσό!
Εάν ανακάμψει; Εάν ανακάμψει θα τους δώσει ένα μικρό μόνο μέρος των μισθών. Θα κηρύξει μονομερή στάση πληρωμών – διότι περί αυτού πρόκειται. Θα ανακάμψει όμως; Σιγά να μην ανακάμψει – η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Οι αυταπασχολούμενοι και οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, σχεδόν στο σύνολό τους, είναι υποψήφια πτώματα. Η επιδείνωση της κρίσης και της συρρίκνωσης του καπιταλισμού δεν προοιωνίζονται επιβίωση και μακροημέρευση, αυτό το γνωρίζει ο πάσα εις, που λένε και στην πιάτσα.
Εάν είναι κερδοφόρα, και οι εργαζόμενοι δεν γίνεται να μην το γνωρίζουν, είναι βέβαιο ότι ο Κύριος θα την κρατήσει. Γιατί όμως δεν πληρώνει; ΔΕν σας φαίνεται παράξενο; Τι μπορεί να συμβαίνει; Τι έχει στο μυαλό του;
Ή θα τους αναγκάσει να φύγουν και δεν θα τους πληρώσει ή θα πάρει την πρωτοβουλία να αναθεωρηθεί η συμφωνία σε βάρος φυσικά των εργαζομένων. Θα αρχίσει να τους πληρώνει με πολύ μικρότερο μισθό, όσο για αυτά που χρωστάει, ή δεν θα τα δώσει ή θα δώσει ένα μικρό μέρος.
Ανακεφαλαιώνω. Εάν η επιχείρηση δεν είναι κερδοφόρα και δεν ανακάμψει, ο Κύριος θα κηρύξει πτώχευση και οι εργαζόμενοι δεν θα πάρουν μία, έχει δεν έχει ο Κύριος. Θα έχουν εργαστεί επί πολλούς μήνες δωρεάν. Εάν η επιχείρηση είναι κερδοφόρα, ή θα χάσουν τη δουλειά τους και τους μισθούς τους ή θα παραμείνουν αμειβόμενοι λιγότερο, έχοντας χάσει ή όλα τα μηνιάτικα ή ένα μεγάλο μέρος τους. Και βέβαια κανείς δεν μπορεί να μας διαβεβαιώσει ότι αυτή η στάση του κοινωνικού εταίρου δεν θα επαναληφθεί και στο μέλλον. Θεωρώ βέβαιο ότι θα επαναληφθεί – τόσο όσο ότι ο ήλιος θα ανατείλει σε δυο τρεις ώρες.
Όλα αυτά τα γνωρίζουν πολύ καλά όλοι οι εργαζόμενοι όλων των επιχειρήσεων. Είναι δυνατόν να μην τα γνωρίζουν; Το 2008, μετά από εννιά χρόνια, ο εργολάβος που δούλευα στο Διδυμότειχο άρχισε να μην μας πληρώνει κάθε Παρασκευή και όταν μας πλήρωνε μας έδινε ένα μέρος. Τα λεφτά μας τα πήραμε αλλά γιατί το έκανε; Για να μην του ζητήσουμε αύξηση. Τσακωνόμασταν, 14 εργάτες και μαστόροι, εάν είχε ή δεν είχε. Υποστήριζα ότι πρέπει να είχε πάνω από 3 εκ. αποταμιεύσεις στις τράπεζες. Επί εννιά χρόνια δουλεύαμε ασταμάτητα. Η εκτίμησή μου όμως ήταν μια υπόθεση. Όσα και να γνωρίζουν οι εργαζόμενοι, δεν γνωρίζουν κάτι πολύ σημαντικό: δεν γνωρίζουν τι χρήμα έχει ο Κύριός τους. Ο οποίος κάνει το κάθε τι για να κρύψει τον πλούτο του. Ο Γιάννης Μηλιός προβάλλει την πρόταση για ένα περιουσιολόγιο – εάν γνωρίζαμε όλοι τι έχει ο καθένας θα αντιμετωπιζόταν αποτελεσματικά η φοροαπαλλαγή και η φοροδιαφυγή. Δεν διαφωνώ, σκέφτομαι όμως ότι και η γιαγιά μου εάν είχε αρχίδια, θα ήτανε παππούς.
Ό,τι και να συμβαίνει, το βέβαιο είναι ότι τώρα πια χαμένοι θα βγουν οι εργαζόμενοι. Ή θα χάσουν τους μισθούς τους και τη δουλειά τους ή θα συνεχίσουν να δουλεύουν με λιγότερο μισθό έχοντας χάσει όλα τα μηνιάτικα ή ένα πολύ μεγάλο μέρος. Αυτή είναι μια όψη της κρίσης εργασίας, της δικής μας κρίσης. Η οποία, προφανέστατα, είναι συνώνυμη της ήττας, είναι το αρνητικό αποτέλεσμα της έκβασης του κοινωνικού πολέμου. Η κρίση μας, η σημερινή δική μας πραγματικότητα (δεν υπάρχει μία πραγματικότητα αλλά δύο) καταγράφει την παρούσα κατανομή ισχύος μεταξύ Κυρίου και ημών, καταγράφει την έκβαση του κοινωνικού πολέμου, την ήττα – βαρύ γαρ το παρόν τοις υπηκόοις, είναι πολύ βαρύ το παρόν για τους υποτελείς, Θουκυδίδης γέγραπται.
Το γεγονός ότι 15 εργζόμενοι συνεχίζουν να εργάζονται χωρίς να πληρώνονται εκφράζει τις σκέψεις, τις προσδοκίες, τα συναισθήματα των εργαζομένων και όχι μόνο αυτών. Τους κατανοώ – έχουν οικογένειες, υποχρεώσεις, δεν θέλουν να χάσουν τη δουλειά τους, και μάλιστα σε μια εποχή με την ανεργία να διευρύνεται και να γενικεύεται. Αλλά το ερώτημα που με απασχολεί είμαι βέβαιος ότι τους έχει ήδη απασχολήσει: μέχρι πότε θα τραβήξει αυτό;
Τι κάνουμε σε αυτές τις περιπτώσεις; Απεργία; Ξέρετε όμως ότι μερικές φορές η απεργία συμφέρει τον Κύριο; Ναι, μάλιστα! Τον συμφέρει όταν έχει αποφασίσει να κλείσει την επιχείρησή του. Τι νόημα έχει η απεργία σε αυτήν την περίπτωση – πέραν του ότι επισπεύδει την ολοκλήρωση του σχεδίου του Κυρίου! Να φύγουν; Θα χάσουν τη δουλειά τους και θα στοιχηθούν στην μακρά ουρά της ανεργίας. Να μείνουν; Κι αν δεν πληρωθούν τελικά; Θα έχουν εργαστεί 9 μήνες ή ένα χρόνο ή δυο χρόνια χωρίς να έχουν πληρωθεί;
Φαίνεται πως προσδοκούν το καλλίτερο: να μείνουν εργαζόμενοι με λιγότερο μισθό έχοντας χάσει όλα τα δεδουλευμένα ή ένα μεγάλο μέρος από αυτά.
Η δική μου η γνώμη είναι ότι αυτή η προσδοκία είναι έωλη, για να μην πω μάταιη. Όχι ότι την αποκλείω κατηγορηματικά. Δεν την αποκλείω. Θεωρώ όμως ότι, εάν εμπεδωθεί αυτή η συμφωνία, η συμφωνία αυτή θα είναι προσωρινή και πολύ σύντομα θα αρχίσει ένας νέος κύκλος στάσης πληρωμών από τον κοινωνικό εταίρο. Με λίγα λόγια:
εάν η επιχείρηση δεν είναι κερδοφόρα, κι αυτό το γνωρίζουν οι εργαζόμενοι, και δεν πρόκειται να ανακάμψει (99%), τότε όσο πιο γρήγορα φύγουν οι εργαζόμενοι, όλοι μαζί, τόσο το καλλίτερο (προτιμώ αυτήν την οερθογραφία της λέξης). Προσεγγίζουμε γι’ άλλη μια φορά το ζήτημα της πάλης-φυγής, με το οποίο έχουμε ασχοληθεί πολλές φορές και έχουμε δείξει ότι η φυγή είναι μορφή πάλης, ενίοτε πιο αποτελεσματική από την πάλη.
Εάν η επιχείρηση είναι κερδοφόρα και ο Κύριος δεν πληρώνει, αυτό σημαίνει ότι είναι μπατακτσής (μπατάκ στα τούρκικα σημαίνει ‘βούρκος’), αδιαφανής, απατεώνας. Και ο απατεώνας είναι ακαταμάχητος, φίλες και φίλοι. Ο μόνος τρόπος να τον πολεμήσεις νικηφόρα είναι να μην τον πολεμήσεις. Σε αυτή όμως την περίπτωση των βάσιμων προσδοκιών των εργαζόμενων εγώ δεν μπορώ να είμαι κατηγορηματικός – το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να εκφράσω ανοιχτά την σκέψη μου και την πρότασή μου: η προσδοκία αναβάλλει αυτό που θα συμβεί αργότερα: την απώλεια της δουλειάς, μιας και δεν είναι βέβαιο ότι η μικρή επιχείρηση θα συνεχίσει να είναι κερδοφόρα. Το δίλημμα είναι ‘σήμερα ή αύριο’. Αλλά αυτό το δίλημμα δεν είναι του τύπου ‘θα πεθάνω – δεν θα πεθάνω’ ! Το δίλημμα είναι εάν θα πεθάνω σήμερα ή αύριο! Ασφαλώς είναι καλλίτερα να πεθάνω αύριο, αλλά είναι καλλίτερα να χάσω αύριο τη δουλειά μου και τους μισθούς μου; Δεν είμαι και πολύ βέβαιος.
Επανεμφανίζονται λοιπόν τα μείζονα ζητήματα της υπόσχεσης, της ελπίδας, της προσδοκίας, της εμπιστοσύνης. Τα ζητήματα όμως αυτά θα πρέπει να τα δούμε μακροσκοπικά, θα πρέπει δηλαδή να τα δούμε συλλογικά.
Με αυτό το ζήτημα θα καταπιαστώ αύριο, εκθέτοντας κάποιες σκέψεις για την κατάσταση και την απεργία στα Μαζικά Μέσα Ενημέρωσης.
Τώρα, θα ζυμώσω.