φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
‘Εάν σου χτυπήσει ένα κακό την πόρτα, άνοιξέ την να μπούνε όλα’, λέει μια κινέζικη παροιμία κι αυτό έκανα κι εγώ. Επανέρχομαι, γερός, για να συνεχίσουμε αυτό που αφήσαμε στη μέση.
Στο προηγούμενο σημείωμα μελετήσαμε δυο πινακίδες της εικονογραφικής γραφής που κατέγραφαν σιτάρι και βέλη η μία, μόνο σιτάρι η άλλη. Είπαμε επίσης ότι η εικονογραφική γραφή εμφανίζεται την εποχή που κτίζονται τα συγκροτήματα κτιρίων που συνηθίζουμε να αποκαλούμε ‘ανάκτορα’. Υποστηρίξαμε ότι τα κτίρια αυτά δεν είναι το ενδιαίτημα και ο διοικητικός μηχανισμός μιας άρχουσας τάξης με επικεφαλής έναν ισχυρό ηγεμόνα αλλά αποθήκες, εργαστήρια και κατοικίες τεχνιτών και των συντονιστών των εργασιών. Βασιζόμενοι σε αυτή την εικασία, υποστηρίξαμε επίσης ότι οι πινακίδες που καταγράφουν σιτάρι και βέλη (για κυνήγι, κατά τη γνώμη μου) δεν είναι πινακίδες φορολόγησης αλλά καταγραφής φορέων προσφοράς, τόπου αποθήκευσης της προσφοράς ή και παραληπτών της προσφοράς.
Κατά τους δυο τελευταίους αιώνες της μεσομινωνιής εποχής (1650-1450) εμφανίζεται μια νέα γραφή, η Γραμμική Α’. Γιατί; Να ένα ερώτημα. Δεν τους έκανε η εικονογραφική γραφή; Για να την αλλάξουν σημαίνει ότι δεν τους έκανε. Αλλά αυτή η αλλαγή δεν ήταν μια απόφαση της στιγμής αλλά της ανάγκης. Οι πινακίδες της εικονογραφικής γραφής έχουν κείμενα με μία ή δυο πληροφορίες. Τα κείμενα των πινακίδων της Γραμμικής Α΄καταγράφουν πολλά προϊόντα, πολλές πληροφορίες, απαρτίζονται δηλαδή από πολλές προτάσεις – κάθε πληροφορία είναι μια πρόταση. Η ανάγκη της καταγραφής περισσότερων προϊόντων ήταν ο λόγος που η εικονογραφική γραφή μετεξελίχθηκε κατά τη διάρκεια ενός μεγάλου χρονικού διαστήματος στην Γραμμική Α’. Πως έγινε αυτό θα το εκθέσω παρακάτω.
Αριστερά σας βλέπετε την ΗΤ 114. (Η μεταφορά της φωτογραφίας έκοψε πάνω και κάτω αλλά εάν κάνετε ένα κλικ θα τη δείτε και μεγεθυμένη και πλήρη). Η πρώτη φωτογραφία είναι η πινακίδα ως έχει. Η δεύτερη είναι αναλυτική: παρουσιάζει τις προτάσεις ξεχωριστά για να μπορέσουμε να τις μελετήσουμε.
Για να μελετήσουμε την Γραμμική Α’ θα πρέπει οπωσδήποτε να γνωρίζουμε την Β’, μιας και η δεύτερη προήλθε από την πρώτη. Οι δυο αυτές γραφές έχουν πολλά κοινά στοιχεία και κάποιες διαφορές. Έχουν τα ίδια ιδεογράμματα, η φωνητική αξία των συλλαβογραμμάτων είναι ίδια. Και αφού είναι ίδια, γιατί δεν την διαβάζουμε και την Α’; Είναι πολύ απλό: τα κείμενα της Γραμμικής Β’ βγάζουν νόημα, αυτά της Α’ δεν βγάζουν. Όταν διαβάζουμε τις λέξεις si-to, e-ra-wo, me-ri και ku-ru-so είμαστε βέβαιοι ότι πρόκειται για τις λέξεις της ελληνικής γλώσσας σίτος, έλαιFον, μέλι και χρυσός. Εάν σας ζητήσω να διαβάσετε τη λέξη te-o-do-ra, που είναι γραμμένη σε πινακίδα των Μυκηνών (V 659) τι θα διαβάσετε, ακόμα κι αν δεν γνωρίζετε τους ‘ορθογραφικούς κανόνες’ της Γραμμικής Β’ ; Δεν θα δυσκολευτείτε να διαβάσετε τη λέξη Θεοδώρα! Καμιά όμως λέξη των κειμένων της Γραμμικής Α’ δεν μας λέει κάτι. Μπορούμε να διαβάσουμε τη λέξη a-du, αλλά τι σημαίνει; Δεν υπάρχει κανένας λόγος να υποθέσουμε ότι η φωνητική αξία των συλλαβογραμμάτων της Α’ είναι διαφορετική από αυτή των της Β’ διότι το πρόβλημα γίνεται δυσκολότερο. Το όλο ζήτημα συμπυκνώνεται στο εξής ερώτημα: η γλώσσα των πινακίδων της Α’ είναι γνωστή (νεκρή ή ζωντανή) ή άγνωστη; Την Β’ την αποκρυπτογραφήσαμε, χωρίς να υπάρχουν δίγλωσσα κείμενα, διότι υποθέσαμε ότι η γλώσσα είναι η ελληνική. Στην περίπτωση της Α’ τι να υποθέσουμε;
Η γλώσσα της Α’ είναι μια γλώσσα που έχει χαθεί δια παντός. Η δική μου άποψη είναι ότι ήταν συγγενική με τις μικρασιατικές νεολιθικές, την προελληνική και μακρινός συγγενής της σουμερικής. Εάν κάποτε αποκτήσουμε περισσότερες γνώσεις για τις μικρασιατικές και μάθουμε καλά τη σουμερική, πιθανόν να διαβάσουμε τις πινακίδες της Α’. Ειδάλλως, θα έχουμε μαύρα μεσάνυχτα.
Παρ΄όλο όμως που δεν μπορούμε να τις διαβάσουμε, τοι γεγονός ότι περιέχουν πολλά ιδεογράμματα, μας βοηθάει να τις κατανοήσουμε κάπως. Ας κάνουμε μια απόπειρα.
Η πρώτη σειρά του κειμένου της ΗΤ 114 αποτελείται από τέσσερα συλλαβογράμματα. Στην αρχή της δεύτερης υπάρχει άλλο ένα. Ακολουθεί ένα ιδεόγραμμα του σιταριού με μια οριζόντια γραμμούλα: είναι ο αριθμός 10. Αυτό σημαίνει ότι τα πέντε πρώτα συλλαβογράμματα είναι μία ή δυο ή τρεις (ή και μέχρι πέντε) λέξεις που μας παρέχουν κάποιες πληροφορίες για τον κατάλογο των προϊόντων που ακολουθεί. Μετά το σιτάρι και τον αριθμό δέκα, έχουμε το ιδεόγραμμα του κριθαριού και εφτά κάθετες γραμμούλες: είναι ο αριθμός 7.
Στην τρίτη γραμμή έχουμε το ιδεόγραμμα των σύκων και τον αριθμό 10. Ακολουθεί το ιδεόγραμμα του κρασιού με τον αριθμό 1 και η γραμμή τελειώνει με το ιδεόγραμμα του βοδιού – αν και δεν είναι πολύ βέβαιο. Ο αριθμός των βοδιών είναι γραμμένος στην τέταρτξ σειρά.
Στο κάτω μέρος της πινακίδας έχουμε ένα συλλαβόγραμμα (μοιάζει με το ελληνικό Υ), το ιδεόγραμμα του κρασιού και τον αριθμό 8. Αυτό το συλλαβόγραμμα είναι μια λέξη, η οποία προσδιορίζει το κρασί, είναι μια πληροφορία σχετικά με το κρασί. Ποια πληροφορία όμως;Το συλλαβόγραμμα αυτό το βλέπουμε και στο τέλος της πρώτης σειράς του κειμένου του επάνω μέρους της πινακίδας. Εάν είναι μια αυτόνομη λέξη, τότε και το επόμενο συλλαβόγραμμα θα είναι μια αυτόνομη λέξη. Θα μπορούσε όμως να αποτελεί μαζί του μια λέξη, ή με το προηγούμενο ή με τα δυο προηγούμενα. Θα μπορούσε αλλά δεν τον γνωρίζουμε. Γιατί θα μπορούσε;
Υποστηρίξαμε ότι η κρητική μινωική γλώσσα ήταν μια συγκολλητική γλώσσα, δηλαδή ήταν μια γλώσσα που ήταν ή απλές και μονοσύλλαβες ή σύνθετες και πολυσύλλαβες, κυρίως δισύλλαβες. Τα συνθετικά μέρη της σύνθετης λέξης ήταν αυτόνομα και σαφή: στη σουμερική, lugal θα πει βασιλιάς και τα συνθετικά μέρη είναι σαφή και αυτόνομα: lu, άνδρας – gal, μεγάλος. Στη τουρκική, at είναι το άλογο, atim σημαίνει το άλογο μου, atlar, άλογα, atlarim, τα άλογά μου, όπου το lar είναι μόρφημα πληθυντικού.
Υποστηρίζω λοιπόν ότι οι βασικές λέξεις της μινωικής ήταν μονοσύλλαβες, οι οποίες ενώνονταν για να δημιουργήσουν μια νέα λέξη. Οι μονοσύλλαβες αυτές λέξεις θα ήταν ή μόνο φωνήεν (Φ) ή φωνήεν και σύμφωνο (ΦΣ), ή σύμφωνο φωνήεν (ΣΦ) ή σύμφωνο – φωνήεν – σύμφωνο (ΣΦΣ). Η φωνητική αξία των συλλαβογραμμάτων της Β’ είναι ή Φ (a, e, i, o, u) ή ΣΦ. Το ίδιο θα ισχύει και για την Α’.
Έχοντας όλα αυτά υπόψη μας ας δούμε τώρα πως προήλθε η Γραμμική Γραφή Α’. Στις πινακίδες της εικονογραφικής γραφής είδαμε ότι το σιτάρι το αναπαρίσταναν με ένα μεγάλο σχετικά σχέδιο πιθαριού γεμάτο με σιτάρι. Στις πινακίδες το αποδίδουν με ένα μικρότερο σχέδιο, με ένα στάχυ, το ιδεόγραμμα του σιταριού. Γνωρίζουμε ότι η λέξη σίτος δεν είναι ελληνική κι ας υποθέσουμε ότι στην μινωική είναι σιτ (ος) (-0ς). Αυτό το ιδεόγραμμα θα μπορούσε να είναι και ιδεόγραμμα αλλά και η φωνητική απόδοση της συλλαβής σι, όχι σιτ – για να περιοριστεί ο αριθμός των συλλαβογραμμάτων.
Κατά συνέπεια, πίσω από κάθε συλλαβόγραμμα της Α’ και της Β’ κρύβεται μια απλή λέξη της μινωικής γλώσσας. Να λοιπόν πως μετεξελίχθηκε η εικονογραφική σε γραμμική, συλλαβογραφική γραφή: τα μεγάλα σχέδια αντικαταστάθηκαν από μικρότερα και διαφορετικά. Κάθε σχέδιο αναπαρίστανε το αντικείμενο αλλά απόκτησε και μια φωνητική αξία, αυτήν του αναπαριστώμενου αντικειμένου.
Ας επανέλθουμε στην πινακίδα μας. Καταγράφει ποσότητες προϊόντων τα οποία είναι τρόφιμα και αποτελείται από δύο μέρη. Στο πρώτο, καταγράφονται σιτάρι (10 μονάδες), κριθάρι (7), σύκα (1), κρασί (1) και βόδια (; 3). Στο δεύτερο, κρασί, 8 μονάδες. Αυτά που δεν μπορούμε να διαβάσουμε είναι πληροφορίες που μας λείπουν αλλά και να τις γνωρίζαμε πάλι δεν υπήρχε σαφήνεια, όπως επιβεβαιώνουν οι πινακίδες της Β’ και το εξής παράδειγμα. Εάν διαβάζατε το σημείωμα Γιάννης 100 πάνω στο γραφείο ή στον πίνακα ανακοινώσεων του φίλου σας του Γιώργου δεν θα γνωρίζατε ποια πληροφορία περιέχει. Θα υποθέσετε εύλογα ότι το 100 θα είναι εβρά αλλά ποιο ρήμα να εννοήσουμε; Έδωσα, θα δώσω, έδωσε ή θα δώσει; Εάν την άλλη μέρα δείτε ότι ο Γιώργος έχει σημειώσει ένα Χ δίπλα στο εκατό, τότε οι εικασίες περιορίζονι: έδωσα, έδωσε. Εάν είχε γραφτεί στον Γ. 100, και πάλι δεν θα γνωρίζαμε εάν ο Γιώργιος έδωσε ή θα δώσει στον Γ. 100 εβρά. Εάν όμως διαβάσουμε στον Γ. 100 Χ, τότε είμαστε βέβαιοι ότι ο Γιώργος έδωσε στον Γιάννη 100 εβρά. Τα οποία όμως ήταν χρέος του Γιώργου ή του τα ζήτησε δανεικά ο Γιάννης;
Τέτοιες δυσκολίες αντιμετωπίζουμε και θα αντιμετωπίζαμε ακόμα κι αν διαβάζαμε τα κείμενα της Γραμμικής Α’. Θα ήταν καλύτερα να μπορούσαμε να τα διαβάσουμε αλλά το ζήτημα είναι κυρίως να κατανοήσουμε τη λειτουργία των κειμένων. Τι καταγράφει η πινακίδα μας; Αυτόν που έδωσε αυτά τα προϊόντα; Ή θα τα δώσει; Τι εννοούμε με τη λέξη ‘αυτόν’; Είναι πρόσωπο, ομάδα η ολόκληρη κοινότητα. Και γιατί τα έδωσε ή θα τα δώσει; Είναι αποτέλεσμα εξαναγκασμού ή ελεύθερης συμφωνίας; Ποιος καθόρισε τα προϊόντα και την ποσότητα; ‘Η μήπως καταγράφει τις ποσότητες που θα χορηγηθούν; Σε ποιους; Σε άτομα ή σε ομάδες; Για ποιό λόγο; Που βρέθηκαν και χορηγούνται αυτά τα προϊόντα;
Επαναλαμβάνω: ακόμα κι αν διαβάζαμε τα κείμενα, απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα δεν θα διαθέταμε.
Στ’ αριστερά μας βλέπετε την πινακίδα ΗΤ 88 και δίπλα της τις προτάσεις, τις πληροφορίες που καταγράφει. Μεταξύ των δύο πρώτων σειρών και των τριών του κάτω μέρους υπάρχει ένα κενό. Αυτό σημαίνει ότι η πινακίδα αποτελείται από δύο μέρη, δηλαδή από δύο καταλόγους μιας όλες οι πινακίδες του αρχείου της Αγίας Τριάδας είναι κατάλογοι. Στην πρώτη σειρά, υπάρχουν δυο συλλαβογράμματα (a-du), ακολουθεί το ιδεόγραμμα του άνδρα και ο αριθμός 20. Ακολουθούν δυο συλλαβoγράμματα (re-do) και ο αριθμός 6, στην αρχή της δεύτερης σειράς. Μετά, το ιδεόγραμμα των σύκων, μια τελεία, που μάλλον χωρίζει το ιδεόγραμμα με τα τρία συλλαβγράμματα που ακολουθούν και ο αριθμός 7.
Τι είναι αυτό το a-du στην αρχή του πρώτου καταλόγου; Είναι ο τόπος που παρείχε τους είκοσι άνδρες, τα 6 re-do και 7 μονάδες σύκων; Είναι ο τόπος που προορίζονται; Ή μήπως είναι ο τόπος που βρίσκονται; Κάθε ένα από αυτά τα ερωτήματα παράγει πληθώρα άλλων ερωτημάτων, τα οποία ήδη έχουμε εκθέσει. Πάρα πολλά τα ερωτήματα, καμιά απάντηση. Μόνο εικασίες.
Ας δούμε τον δεύτερο κατάλογο. Αρχίζει με δύο συλλαβογράμματα. Ακολουθεί μια τελεία, άρα, αρχίζει μια νέα λέξη, η οποία αποτελείται από τρία συλλαβογράμματα κι ακολουθεί ο αριθμός 1. Ακολουθούν άλλες πέντε λέξεις με τον αριθμό 1. Στο τέλος, δυο συλλαβογράμματα και ο αριθμός 6. Αυτά την τελευταία λέξη τη διαβάζουμε στο τέλος πολλών καταλόγων – κατά συνέπεια θα πρέπει να σημαίνει κάτι σαν ‘σύνολο’, άθροισμα’.
Τι δηλώνει η πρώτη λέξη του δεύτερου καταλόγου; Ένα προϊόν ή κάποιον τεχνίτη και ακολουθούν τα ονόματα των οικισμών που πρέπει να παραδώσουν μια μονάδα προϊόντος ή έναν τεχνίτη; Ή δηλώνει έναν οικισμό και οι λέξεις που ακολουθούν είναι ανδρικά ονόματα; Δεν γνωρίζουμε και δεν ξέρω αν θα μάθουμε ποτέ.
Το κομβικό ερώτημα στο οποίο πρέπει να απαντήσουμε είναι: τα προϊόντα και οι άνθρωποι που καταγράφονται είναι φόρος σε είδος ή συλλογική και εθελοντική προσφορά των κοινοτήτων;
Η γνώμη μου είναι ότι τα κτίρια είναι διακονοτικά εργαστήρια και αποθήκες και επομένως τα προϊόντα και οι άνθρωποι είναι προσφορά των κοινοτήτων.
Σχολιάστε ελεύθερα!