in αστυνομικό μυθιστόρημα

κλινική ‘Γλυκιά Ζωή’ (2)

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

2. να μην βρέξει ποτέ, να μη χαλάσει ποτέ ο καιρός

Εάν, φίλες αναγνώστριες και φίλοι αναγνώστες, έχετε πειστεί ότι η βρομιά είναι μισή αρχοντιά, ότι το παν είναι το ήμισυ της αρχής, ότι το πι πρέπει να γραφτεί με κεφαλαίο στη φράση ‘παν μέτρον άριστον’, ότι ο Άμλετ είπε two beers or not two beers, τότε, θα μπορέσετε να συνεχίσετε την ανάγνωση του αστυνομικού μυθιστορήματος που κρατάτε στα χέρια σας, αν και δεν είμαι βέβαιος αν πρόκειται για αστυνομικό ή για μυθιστόρημα. Σας υπόσχομαι ότι θα φρίξετε, σας προειδοποιώ ότι η ζωή σας θα διαιρεθεί σε δύο περιόδους, στην προ και μετά την ανάγνωση της κλινικής ‘Γλυκιά Ζωή’. Όταν θα τελειώσετε την ανάγνωση αυτού του ογκωδέστατου κειμένου, θα αντιληφθείτε ότι στο κρανίο σας έχει μπηχτεί ένα τσεκούρι αλλά μην προσπαθήσετε να το απομακρύνετε – θα έρθει μια μέρα που θα είναι πολύ της μόδας να κυκλοφορούμε με ένα τσεκούρι μπηγμένο στο κρανίο μας. Όσοι δεν θα φέρουν οξύ πέλεκυ σφηνωμένο στο πάνω μέρος του τριχωτού της κεφαλής,  δεν θα είναι ζωντανοί, σας απειλώ και σας διαβεβαιώνω. Αυτός όμως δεν είναι ο μόνος λόγος. Θα πονέσετε, θα πονέσετε πολύ εάν αποπειραθείτε να το βγάλετε, και θα πονέσετε διότι  η τσεκουριά θα είναι ΑΑΑ: αναίμακτη, ανώδυνη και ανεπαίσθητη.

Δεν θα αργήσετε να αντιληφθείτε, εάν δεν το έχετε ήδη αντιληφτεί, ότι η έκταση του μυθιστορήματος δεν θα σας απωθήσει και δεν θα σας ενοχλήσει. Νιώθω την ανάγκη να σας εξομολογηθώ την παρακάτω σκέψη, μια σκέψη που ίσως να την σκεφτήκατε κι εσείς. Γιατί όλα, σχεδόν όλα, θα δείτε που το πάω με αυτόν τον περιορισμό,  τα πολύ μεγάλα σε έκταση μυθιστορήματα είναι αρρωστουργήματα; Γιατί τα διαβάζουμε αργά, με διακοπές, μόνο και μόνο για να μην τελειώσουν; Να σας θυμίσω τον Δον Κιχότη ή τον Μόμπι-Ντίκ; Τη Θεία Κωμωδία ή τον Βιργιλίου Θάνατο; Το Έγκλημα και Τιμωρία ή την Ιστορία του Τομ Τζόουνς; Τον  Οδυσσέα ή τον Μέλμοθ τον περιπλανώμενο;  Τον Ζοφερό Οίκο ή τον Άνθρωπο χωρίς ιδιότητες; Γιατί είναι τόσο εκτενή αυτά τα κείμενα; Γιατί έχουν τόσα πολλά να μας πουν οι συγγραφείς; Όχι, όχι! Τους αρέσει να γράφουν. Τα ωραία κείμενα είναι ή πολύ σύντομα ή πολύ εκτενή. Τα πολύ σύντομα είναι ένα γρήγορο στα όρθια – τρελαίνομαι! Τα πολύ εκτενή είναι ένα τριήμερο γαμήσι με μέλι, κρασί και χασίσι- τρελαίνομαι! Δεν φταίω εγώ εάν εσείς, φίλες αναγνώστριες και φίλοι αναγνώστες, βρίσκετε έντονες διαφορές ανάμεσα στο γράψιμο και το χέσιμο – εγώ όχι. Ίσως εσείς να έχετε σκεφτεί πως θέλετε να πεθάνετε, εγώ όμως δεν έχω αποφασίσει ακόμα. Κλαδεύοντας αμπέλι, όταν η γη θα φοράει ένα εμπριμέ φουστανάκι, όταν θα κελαηδώ απευθυνόμενος στα αηδόνια κι αυτά θα ανταποκρίνονται και θα κελαηδούν μόνο για μένα; Γλείφοντας ένα γλυκύτατο υγρό μουνάκι (καλόγριας; Παναγία μου γλυκιά που έμεινες έγκυος απ’ τα αυτιά!). Γράφοντας;

Κατά συνέπεια, θα σας αρέσει – σας αρέσει ήδη.

Στο προηγούμενο κεφάλαιο γνωρίσαμε τους γονείς μιας νεαρής, ψηλής, ξανθιάς, γαλανομάτας καλόγριας,  μιας καλόγριας που έχει μουνί σα δαχτυλήθρα και βυζί σα λεμόνι. Εάν δεν το γνωρίζετε, νιώστε τώρα την κόψη του τσεκουριού στο  δέρμα του κρανίου σας: αυτό που θα σας πω δεν θα το βρείτε γραμμένο σε καμιά επιστημονική μελέτη – και πολλά τέτοια θα διαβάσετε ακόμα. Οι νεαρές καλόγριες χωρίζονται σε δυο κατηγορίες: στις νεκροζώντανες και στις υπερζώντανες. Οι νεκροζώντανες όλη τη μέρα προσεύχονται – οι υπερζώντανες το μόνο που θέλουν είναι να έχουν και τις τρεις τρύπες βουλωμένες, αν όχι ταυτόχρονα τουλάχιστον τη μία μετά την άλλη. Η κοινωνία μας δεν αντέχει τις απερίγραπτες, βασανιστικές καύλες τους και αναγκάζονται να απομακρυνθούν, και πολύ καλά κάνουν. Τις ευχαριστούμε. Δυστυχώς, η Αφροδίτη ορφάνεψε, είδαμε πως, και τη μάνα της θα την συναντήσουμε παρακάτω. Εγώ φταίω που πέθανε ο πατέρας της; Εγώ, ποιος άλλος; Εγώ είμαι ο συγγραφέας και ο συγγραφέας είναι Θεός και Χάρος και Σκηνοθέτης και Σεναριογράφος και Θεατρικός Συγγραφέας. Πόση ηδονή ένιωσα όταν του αφαίρεσα τη ζωή! Πόσο ξαλάφρωσα!  Ο λογοτεχνικός φόνος, όπως και ο φόνος ο πραγματικός, είναι μια αιφνίδια διοχέτευση τεράστιου συσσωρευμένου άγχους, λόγω στέρησης προφανώς, αν και όχι μόνο. Δεν υπάρχει καλύτερο αγχολυτικό από τον φόνο. Φαντάζεστε πόσο όμορφα νιώθει μια γυναίκα όταν λέει στον εραστή της, δεν θέλω να σε ξαναδώ; Εάν πέθαινε ο εραστής της, θα τον ξανάβλεπε; Όχι, βέβαια. ‘Αρα, τον σκότωσε. Αυτός είναι ένας συμβολικός φόνος. Πραγματικός, συμβολικός, λογοτεχνικός. Ο λογοτεχνικός υπερέχει ως προς τούτο: ο φονιάς, εγώ δηλαδή, δεν έχω ενοχές. Στ’ αρχίδια μου αν πέθανε ο πατέρας της Αφροδίτης!  Ούτε πατέρας μου ήταν ούτε αδερφός μου ούτε φίλος μου, ούτε συνέταιρος.  Ένας ξένος ήταν.

Η Αφροδίτη είναι μία από τις τέσσερις νεαρές γυναίκες που εξαφανίστηκαν, αυτό είναι το θέμα του αστυνομικού μυθιστορήματος. Μια εξαφάνιση που συντάραξε την ελληνική κοινωνία. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσες εικασίες διατυπώθηκαν, πόσα άρθρα γράφτηκαν, πόσες εκπομπές έγιναν στην τηλεόραση,  πόσοι ειδικοί μίλησαν γι’ αυτή την πολύκροτη υπόθεση. Όλα αυτά όμως θα τα διαβάσετε όταν θα έρθει η ώρα. Σήμερα θα γνωρίσουμε τους γονείς της δεύτερης νεαρής γυναίκας. Βρίσκονται μέσα σε αυτοκίνητο, σε μποτιλιάρισμα, έξω από το Μέγαρο Μουσικής. Στο τιμόνι, ο ΠΑΥΛΟΣ· δίπλα του, η ΓΩΓΩ, η γυναίκα του. Πενήντα, πενήντα πέντε, και οι δυο.

 

ΓΩΓΩ Χαλάει ο καιρός. Θα βρέξει!
ΠΑΥΛΟΣ (Κουνάει το κεφάλι του). Όταν βρέχει, ο καιρός χαλάει. Όταν δεν βρέχει, ο καιρός είναι καλός! Να μην βρέξει ποτέ, να μη χαλάσει ποτέ ο καιρός! Να μην έχουμε νερό να πιούμε, να μην έχουμε νερό να πλυθούμε, να μην έχουμε νερό να πλύνουμε τα αυτοκίνητα, να στερέψει ο Μόρνος, να μας φάει η βρώμα, μόνο και μόνο για να μη χαλάσει ο καιρός! Θα πεθάνουμε για να μη βραχούμε.
ΓΩΓΩ Σ’ έπιασε πάλι!
ΠΑΥΛΟΣ. Μ’ έπιασε, και θα με πιάνει μέχρι να πεθάνω. Από το πρωί μέχρι το βράδυ ακούω βλακείες. Μα τέτοια αποβλάκωση! . . . Πόσες φορές της έχω πει να τρώει φακές αυτής της κοπέλας, πόσες; (χτυπάει το τιμόνι με το δεξί του χέρι). Μάλλιασε η γλώσσα μου. Συκώτι,  σπανάκι, ένα ποτηράκι κόκκινο κρασί. Στο στόμα της δε τα βάζει. Θα λιποθυμήσει, δε θα λιποθυμήσει; Έχω βαρεθεί να τρέχω στα νοσοκομεία. Δεν υπάρχει νοσοκομείο που να μην έχω πάει! Γαριδάκια, γαριδάκια, γαριδάκια. Έχει γίνει είκοσι χρονών γαϊδούρα κι ακόμα γαριδάκια τρώει. Τρέχα τώρα από το Μαρούσι να πας στη Βάρκιζα. Λες και δεν έχουμε άλλες δουλειές. Αύριο θα φτάσουμε.
ΓΩΓΩ Τι σου είπε ο Μιχάλης;
ΠΑΥΛΟΣ Πρώτη φορά ακούει γι’ αυτή τη κλινική.
ΓΩΓΩ Τώρα θα άνοιξε.
ΠΑΥΛΟΣ Μάλλον.
ΓΩΓΩ  Τι στο καλό γύρευε στη Γλυφάδα;
ΠΑΥΛΟΣ  Που σου είπε ότι θα πήγαινε;
ΓΩΓΩ  Για καφέ, με την Άντζι
ΠΑΥΛΟΣ Στη πλατεία;
ΓΩΓΩ  Ναι.
ΠΑΥΛΟΣ  Παλιοκόριτσο!
ΓΩΓΩ  Μη μιλάς έτσι για τη Βάσω.
ΠΑΥΛΟΣ  Εσύ φταις για τα γαριδάκια!
ΓΩΓΩ  Τι έχεις πάθει με αυτά τα γαριδάκια;
ΠΑΥΛΟΣ Με ρωτάει τι έχω πάθει! Δε τη βλέπεις πως είναι; Κόκαλο και πέτσα.
ΓΩΓΩ  Κόκαλο και πέτσα; Η Βάσω; Τυφλός είσαι;
ΠΑΥΛΟΣ Κάναμε από το Γηροκομείο μέχρι εδώ μισή ώρα. Μισή ώρα! Δεν είναι μισό χιλιόμετρο.
ΓΩΓΩ  Το καλό με το μποτιλιάρισμα είναι ότι είσαι ασφαλής.
ΠΑΥΛΟΣ Δε το ‘πιασα αυτό;
ΓΩΓΩ Λέω ότι με το μποτιλιάρισμα δε κινδυνεύεις να σκοτωθείς!
ΠΑΥΛΟΣ Έχω πάθει πλάκα. Έχω συγκλονιστεί, μα τη Παναγία!
ΓΩΓΩ  Άδικο έχω; Βλέπεις κανέναν να διαμαρτύρεται;
ΠΑΥΛΟΣ Κι επειδή δεν διαμαρτύρεται κανένας, σημαίνει ότι τους αρέσει;
ΓΩΓΩ Μια ζωή παρεξηγείς και παρερμηνεύεις αυτά που λέω.
ΠΑΥΛΟΣ Κατάλαβα πολύ καλά τι είπες. Όσο πιο πολλές ώρες σπαταλάμε στο μποτιλιάρισμα τόσο πιο ήρεμοι θα είμαστε.
ΓΩΓΩ Ούτε το είπα, ούτε το εννοούσα.  Είπα ότι όταν τα αυτοκίνητα δεν κινούνται, τότε οι οδηγοί χαλαρώνουν διότι δεν διατρέχουν τον κίνδυνο να τρακάρουν με κίνδυνο να τραυματιστούν, να τραυματίσουν, τα σκοτώσουν, να σκοτωθούν . . .
ΠΑΥΛΟΣ Καλά, καλά, όλα τα ξέρεις εσύ. Τι γίνεται; Γιατί δεν προχωράνε;
ΓΩΓΩ. Θα περάσει ο Πούτιν και ο πρόεδρος της Δημοκρατίας.
ΠΑΥΛΟΣ Τώρα;
ΓΩΓΩ  Το άκουσα το πρωί στις ειδήσεις. Τώρα το θυμήθηκα.
ΠΑΥΛΟΣ Όχι ρε Πούστιν!
ΓΩΓΩ. Δε το σβήνεις, να μη καίμε και βενζίνα;
ΠΑΥΛΟΣ Ένα ξυράφι να κόψω τις φλέβες μου! Όχι, όχι, δε θα κόψω τις φλέβες μου. Θα κόψω το χέρι μου σύρριζα αν πάω και ξαναψηφίσω. Σύρριζα!
ΓΩΓΩ. Παύλο, υπομονή. Θα περάσουν και θα φύγουμε!
ΠΑΥΛΟΣ  Εγώ να κάνω υπομονή; Εγώ; Πάλι εγώ; Αυτοί γιατί δεν κάνουν υπομονή; Γιατί δεν περιμένουν στα φανάρια όπως εγώ;
ΓΩΓΩ . . .
ΠΑΥΛΟΣ  Σε ρωτάω, γιατί δεν περιμένουν στα  φανάρια όμως εμείς; Έχεις μια απάντηση;
ΓΩΓΩ Πρόεδροι είναι, πρωθυπουργοί . . .
ΠΑΥΛΟΣ  Και;
ΓΩΓΩ Τι και;
ΠΑΥΛΟΣ Και επειδή είναι πρωθυπουργοί;
ΓΩΓΩ. Δεν κάνει να σταματήσει ο πρωθυπουργός στα φανάρια.
ΠΑΥΛΟΣ Τι είναι αυτά που λες; Γιατί δεν κάνει; Δεν έχουν φρένα τα αυτοκίνητά τους;
ΓΩΓΩ Έχουν αλλά δε σταματάνε.
ΠΑΥΛΟΣ Γιατί, πες μου γιατί. Δε μπορώ να το καταλάβω, δε μπορώ να το χωνέψω!
ΓΩΓΩ Φοβούνται.
ΠΑΥΛΟΣ Τι φοβούνται;
ΓΩΓΩ Άμα σταματήσει ένα αυτοκίνητο είναι πιο εύκολος στόχος.
ΠΑΥΛΟΣ Βλακείες! Ξέρεις τι αυτοκίνητα έχουν; Όχι σφαίρες, ούτε οβίδες περνάνε. Βλέπεις; Άναψε το πράσινο και απαγορεύεται να περάσεις. Ρε συ,
πράσινο είναι! Γιατί δεν μ’ αφήνεις να περάσω; Απαγορεύεις την ελεύθερη κυκλοφορία των αυτοκινήτων; Όταν γίνεται πραξικόπημα, δεν
απαγορεύεται η κυκλοφορία; Όταν απαγορεύεται η κυκλοφορία, δεν έχουμε στρατιωτικό νόμο, δεν έχουμε κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης, δεν
έχουμε κατάλυση της Δημοκρατίας και του Συντάγματος; Καλά λοιπόν! Δεν θα ξαναγίνουν εκλογές; Ξέρεις τι θα κάνω; Θα βάλω μέσα στο φάκελο ένα προφυλακτικό. Αχρησιμοποίητο.
ΓΩΓΩ Βρέχει!
ΠΑΥΛΟΣ Μου φαίνεται πως ξεκινήσανε.
ΓΩΓΩ Πω πω, τι βροχή είναι αυτή! Θα πλημμυρίσουν πάλι υπόγεια!
ΠΑΥΛΟΣ Νερό είναι, στα υπόγεια θα πάει, που θα πάει. Σκεπάσανε όλη την Αττική με άσφαλτο και τσιμέντο . . . (Πάει να βάλει μπρος) Μη μου κάνεις
τέτοια! (Ακούγονται κορναρίσματα)
ΓΩΓΩ Δε παίρνει;
ΠΑΥΛΟΣ Θα πάρει . . . (Ξεφυσάει) . . . (Κορναρίσματα) Βγάλε το χέρι σου και κάν’ τους νόημα να περάσουν.
ΓΩΓΩ Θα γίνω μούσκεμα!
ΠΑΥΛΟΣ Μη το βγάζεις!
ΓΩΓΩ Τι θα κάνουμε τώρα;
ΠΑΥΛΟΣ Θα καλέσουμε την Οδική Βοήθεια. Τηλεφώνησε τους.
ΓΩΓΩ  Δεν έχω μονάδες.
ΠΑΥΛΟΣ Να βρεις.
ΓΩΓΩ Το ξέχασες πάλι το κινητό;
ΠΑΥΛΟΣ Το πέταξα.
ΓΩΓΩ. Αφού το πέταξες, πετάξου μέχρι το θάλαμο να τηλεφωνήσεις.
ΠΑΥΛΟΣ (Βγάζει από το σακάκι του μια τηλεκάρτα και της τη
δίνει) Η σειρά σου είναι, αν θυμάσαι καλά.
ΓΩΓΩ Τρελός είσαι που θα βγω έξω με αυτή τη βροχή.
ΠΑΥΛΟΣ (Ξαναβάζει τη κάρτα στη τσέπη του) Θα έρθει η
Τροχαία να μας τραβήξει.
ΓΩΓΩ Πότε;
ΠΑΥΛΟΣ Σήμερα, αύριο!
ΓΩΓΩ Σήμερα, αύριο;
ΠΑΥΛΟΣ Δε μπορείς να φανταστείς πόσο ασφαλής και ευτυχισμένος νιώθω που δε παίρνει μπρος! Κι αν σου ‘ρθει να κατουρήσεις, βλέπεις τους θάμνους εκεί πέρα; Εκεί θα πας. Μέσα στο αυτοκίνητο δε θα
ξανακατουρήσεις!
ΓΩΓΩ  Που έχει τηλέφωνο;
ΠΑΥΛΟΣ  Στη Πλατεία Μαβίλη, δυο βήματα είναι!
ΓΩΓΩ  Έχουμε ομπρέλα;
ΠΑΥΛΟΣ  Στο σπίτι.

Η Γωγώ τον αγριοκοιτάζει.  Βλέμμα-βλήμα εδάφους εδάφους. Την βλέπουμε να ανοίγει την πόρτα και να βγαίνει έξω χτυπώντας δυνατά την πόρτα. Είμαστε βέβαιοι και βέβαιες ότι τη βρισιά του  άνδρα της και συζύγου της και συνταλαίπωρού της δεν την άκουσε (Γαμώ της μάνας σου το μουνί γαμώ!). Τη βλέπουμε να επιστρέφει.  Μούσκεμα.

ΓΩΓΩ (τρέμοντας από το κρύο) Είναι χαλασμένο!
ΠΑΥΛΟΣ Πάρε ένα ταξί και φύγε. Θα περιμένω εγώ εδώ.

Ανοίγει τη πόρτα και βγαίνει. Πάει στο αντίθετο ρεύμα. Τα ταξί περνούν και δεν τη παίρνουν. Βρέχει καταρρακτωδώς.

Σχολιάστε ελεύθερα!