φίλες και φίλοι, καλημέρα σας
Δεν θυμάμαι που το διάβασα και ποιος το είπε: η ιστορία σε κάνει να πεινάσεις – για έρευνα εννοείται. Μιας και το βιβλίο για τις πρώτες μέρες της αγοράς, του εμπορεύματος και του χρήματος θα αργήσει να ολοκληρωθεί, εάν ποτέ ολοκληρωθεί ασφαλώς, σκέφτηκα να εκθέσω άκρως συνοπτικά, με ένα πρωινό σημείωμα, τα βασικά συμπεράσματα στα οποία έχω καταλήξει, να εκθέσω δηλαδή την κεντρική ιδέα της έρευνας. Αλλά, το ‘άκρως συνοπτικά’ μπορεί να είναι μια πρόταση – από κει και πέρα ανοίγει η όρεξη και όντως μου άνοιξε. Αποφάσισα λοιπόν να ανασυντάξω τις δυνάμεις μου και να προσεγγίσω το ζήτημα που με απασχολεί διεξοδικότερα, αφού εκθέσω άκρως συνοπτικά την άποψή μου: η γένεση της αγοράς, του εμπορεύματος και του χρήματος για πρώτη φορά στον δυτικό πολιτισμό πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της εξάπλωσης και γενίκευσης της δουλείας, του δουλοκτητικού τρόπου παραγωγής, ο οποίος ήταν μια επινόηση των ποιμένων της γεωμετρικής εποχής που εγκατέλειψαν την εκτροφή των ζώων και στράφηκαν προς την καλλιέργεια της γης με την χρησιμοποίηση ολοένα και μεγαλύτερου αριθμού δούλων. Προς το τέλος της αρχαϊκής εποχής (700-500), δούλους βρίσκουμε όχι μόνο στα μεγάλα κτήματα των γαιοκτημόνων αλλά και στα μεσαίας και μικρής έκτασης, στις βιοτεχνίες (κυρίως κεραμεικής και μεταλλοτεχνίας), στα μεταλλεία, στα σπίτια και στη δημόσια διοίκηση.
Πιθανόν κάποιοι και κάποιες να δυσφορούν με την εμμονή μου για τη δουλεία, με την ενασχόλησή μου για την προέλευση του δουλοκτητικού τρόπου παραγωγής, για την συσχέτιση των πολλών και καινοφανών θεσμών που εμφανίστηκαν κατά την αρχαϊκή και κλασική εποχή με τη δουλεία. Ας δυσφορούν. Δεν συμμερίζομαι, κατά κανένα τρόπο, την ιδεολογία της ελληνικής ιδιαιτερότητας, της ιδιαιτερότητας του ελληνικού πολιτισμού, δηλαδή της ελληνικής φυλής. Ο απόηχος του ρατσισμού του 19ου (και του 20ού) αιώνα είναι σαφέστατος.
Οι απόψεις περί της ελληνικής ιδιαιτερότητας, που για πρώτη φορά διατυπώθηκαν τον 19ο αιώνα από αστούς φιλελεύθερους διανοούμενους και καθηγητές Πανεπιστημίων, μερικούς από τους οποίους είχε διαβάσει ο Καστοριάδης (τον Φίνλεϊ και τον Σνέλ κυρίως έχω κατά νου) δεν εξηγούν απολύτως τίποτα. Το λέω αυτό διότι μετά από τόσους αιώνες μελέτης της γλώσσας, της θρησκείας, της μυθολογίας, των φιλολογικών μαρτυριών και των ανασκαφικών ευρημάτων υπάρχουν πολλά ζητήματα τα οποία παραμένουν άλυτα μυστήρια: η προέλευση της πόλεως, της δημοκρατίας, των αθλητικών αγώνων, του μνημειώδους ναού, η παρακμή της ηρωικής ποίησης, η εμφάνιση της αττικής τραγωδίας είναι ζητήματα ανοικτά, ζητήματα για τα οποία γίνονται έρευνες, συζητήσεις, δημοσιεύσεις, προτείνονται διαρκώς νέες λύσεις, κλπ.
Από την άλλη, η μαρξιστική προσέγγιση αυτής της περιόδου από τη μια δεν ελκύει τους ιστορικούς και όταν προτιμάται είναι ανεπαρκέστατη. Εκείνο λοιπόν που με απασχολεί εδώ και πολλά χρόνια είναι το εξής: γιατί δεν μπορούμε να κατανοήσουμε αυτούς τους καινοφανείς θεσμούς, γιατί δεν μπορούμε να καταλήξουμε σε συμπεράσματα αποδεκτά, σε γενικές γραμμές, αν όχι από όλους αλλά από πολλούς; Είναι η έλλειψη μαρτυριών; Είναι η έλλειψη θεωρίας;
Στα ερωτήματα αυτά σκέφτηκα να απαντήσω διατυπώνοντας τις απόψεις μου σε μια μελέτη που φέρει τον τίτλο ‘Σύντομη εισαγωγή στην αρχαία ελληνική ιστορία’ , στην οποία εκθέτω τους τρεις λόγους που κατά την γνώμη μου εξηγούν την αφλογιστία των ιστορικών. Θα τους εκθέσω σήμερα – θεωρώ ότι θα μας βοηθήσουν να προσεγγίσουμε το ζήτημα της προέλευσης της αγοράς, του εμπορεύματος και του χρήματος κάπως διαφορετικά.
Δέχομαι ότι οι αρχαίοι Έλληνες ήταν ποιμένες που εισέβαλαν στην ελλαδική χερσόνησο κατά την περίοδο 2200-1800 π. Χ., σε έναν χώρο μικρών αγροτικών κοινοτήτων, απογόνων των νεολιθικών κοινοτήτων, τις οποίες ασφαλώς κατέκτησαν εξοντώνοντας και αφομοιώνοντας τον πληθυσμό. Η διαδικασία αυτή ολοκληρώθηκε μετά την αποσύνθεση του μυκηναϊκού πολιτισμού – τα κρατικά αρχεία της μυκηναϊκής Πύλου μαρτυρούν την ύπαρξη προελληνικών κοινοτήτων, ενώ πολλά από τα τοπωνύμια και τα ανθρωπωνύμια δεν μπορούμε να τα διαβάσουμε διότι είναι προελληνικά. Υποστηρίζω ότι όλες οι μορφές του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού (μυκηναϊκού, γεωμετρικού, αρχαϊκού, κλασικού) έχουν διαμορφωθεί ως αποτέλεσμα μιας συνάντησης, μιας σύνθεσης του ποιμενικού και νεολιθικού στοιχείου. Κι ενώ η υπεροχή του ποιμενικού στοιχείου είναι συντριπτική, τα κατάλοιπα και οι επιβιώσεις του εξαρθρωμένου νεολιθικού τρόπου παραγωγής είναι πανταχού παρόντα.
Οι έξεστοι και ενδεείς εισβολείς ποιμένες βρήκαν έναν πολύ εξελιγμένο πολιτισμό, από τον οποίο έμαθαν, υιοθέτησαν και αφομοίωσαν πολλά, πάρα πολλά τα οποία δεν τα βλέπουμε διότι αγνοούμε την προέλευσή τους. Θα μου επιτρέψετε να παραθέσω δύο πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Η αρχαία ελληνική γλώσσα μας υποδεικνύει ότι το βασικό οικοδομικό υλικό των ποιμένων ήταν το ξύλο. Η λέξη δομή σημαίνει ‘ξύλινος σκελετός σπιτιού (κτιρίου)’ – από την ίδια ρίζα προέρχονται και τα δόμος, δωμάτιον και άλλα. Οι ποιμένες δεν γνώριζαν το κτίσιμο με τη πέτρα – ακόμα και στις αρχές της αρχαϊκής εποχής οι πρώτοι ναοί ήταν ξύλινοι. Οι μυκηναϊκές ακροπόλεις και τα μυκηναϊκά ανάκτορα, μνημειώδεις λίθινες κατασκευές, δεν κτίστηκαν από τους ποιμένες αλλά από τους οικοδόμους των αγροτικών κοινοτήτων.
Η στροφή προς τη γεωργία κατά την αρχαϊκή εποχή, ιδίως στην Αττική, είχε αποτέλεσμα την αναβίωση θεσμών καταχωνιασμένων, νεολιθκής προέλευσης: οι γιορτές, σε κάποιες συμμετείχαν μόνο γυναίκες, η λαϊκή θρησκεία της Δήμητρας και του Διονύσου, η ναυπηγική, η κεραμεική, η γλυπτική, μουσική και χορός ήταν κάποιοι από αυτούς τους θεσμούς. Η συνάντηση του προελληνικού διθυράμβου και της υπό εξαφάνιση ηρωικής ποίησης είχε ως αποτέλεσμα τη γένεση της αττικής τραγωδίας. Περιορίζομαι σε αυτά τα δύο πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Εκείνο που με έχει απασχολήσει πολύ είναι το ζήτημα του τρόπου συνάντησης, του τρόπου σύνθεσης του ποιμενικού και νεολιθικού-αγροτικού στοιχείου. Μιας και οι ποιμένες ήταν κατακτητές και η υπεροχή τους συντριπτική, η συνάντηση έμφανίζεται με δύο μορφές: την εξωτερική και την εσωτερική Κυριαρχία. Με τον όρο εξωτερική Κυριαρχία εννοώ την υποτέλεια που προϋποθέτει την αυτονομία των κοινοτήτων, η οποία εξασφαλίζεται με τον φόρο υποτέλειας. (Η οικεία σε μας οθωμανική κατάκτηση είναι πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα εξωτερικής Κυριαρχίας). Πάνω σε αυτό το ζήτημα τα αρχεία της μυκηναϊκής Πύλου (και των άλλων διοικητικών κέντρων) μας λένε πολλά. Στην περίπτωση αυτή, οι αγροτικές κοινωνίες εκλαμβάνονται ως ζώα τα οποία αρμέγουμε (φόρος υποτέλειας). Η εξωτερική όμως Κυριαρχία έχει ένα πολύ σοβαρό μειονέκτημα.
Με την αυτοδιάθεση και τη συλλογική φορολόγηση των κοινοτήτων, ο ποιμένας κατακτητής όχι μόνο συμβιώνει με έναν πολιτισμό τελείως διαφορετικό από τον δικό του αλλά αναπαράγει και τον δυνάμει αντιπαλό του, ο οποίος μπορεί να αποβεί πολύ επικίνδυνος. Η αποσύνθεση του μυκηναϊκού πολιτισμού έβαλε ένα τέλος στην εξωτερική Κυριαρχία, οι ενδείξεις όμως που μας παρέχουν τα μυκηναϊκά κρατικά αρχεία ότι η διαδικασία εσωτερικής Κυριαρχίας είχε ήδη εκκινήσει είναι πολλές. Η εξωτερική και η εσωτερική Κυριαρχία κατά την μυκηναϊκή εποχή συνυπάρχουν και εναλλάσσονται. Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι κατά την κλασική εποχή, και πολύ νωρίτερα, δεν υπάρχει πλέον εξωτερική Κυριαρχία.
Μια μορφή συνάντησης, η τελευταία και η πιο ενδιαφέρουσα, του ποιμενικού και του νεολιθικού στοιχείου είναι η γένεση του δουλοκτητικού τρόπου παραγωγής. Το ποιμενικό στοιχείο είναι η πρωτοβουλία των ποιμένων να στραφούν στη γεωργία. Το νεολιθικό-αγροτικό στοιχείο είναι η γεωργία, η καλλιέργεια της γης. Οι ποιμένες ήταν αλλεργικοί με την καλλιέργεια της γης, αναγκάστηκαν όμως να στραφούν σε αυτήν αφενός βλέποντας τους απογόνους των μυκηναϊκών αγροτικών κοινοτήτων να ευημερούν στα περιθώρια του ποιμενισμού της γεωμετρικής εποχής και αφετέρου λόγω της προσέγγισης των αξεπέραστων αδιεξόδων του ποιμενισμού – αύξηση πληθυσμού (ποιμενικών γενών) και, άρα, έλλειψη βοσκοτόπων, που είναι ο εφιάλτης των ποιμένων: το ρήμα στενάζω προέρχεται από το στενός, ενώ από την ίδια ρίζα προέρχεται και ο στόνος,ο στεναγμός (στενοχωρία>στενοχώρια!).
Υποστηρίζω λοιπόν ότι επείγει μια νέα προσέγγιση, μια νέα ανάγνωση της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, από την εισβολή των ποιμένων μέχρι την παρακμή της πόλεως, κατά τον τέταρτο αιώνα. Για να γίνει όμως αυτή η προσέγγιση θα πρέπει να καταπιαστούμε διεξοδικά και να κατανοήσουμε όσο πιο πολύ μπορούμε τον ποιμενικό, τον νεολιθικό και τον δουλοκτητικό τρόπο παραγωγής. Στη διεθνή και ντόπια έρευνα και βιβλιογραφία δεν υπάρχει τίποτα από αυτά – εκτός κι αν τα αγνοώ και θα χρωστούσα ευγνωμοσύνη εάν κάποιος μου άνοιγε τα μάτια.
Μιας και βαριέμαι και κουράζομαι να ασχολούμαι με το ίδιο θέμα, αύριο θα ασχοληθώ με το ζήτημα της πρωτοπορίας (το τέλος της στρατιωτικοποίησης της πρωτοπορίας) και, όποτε έχω διάθεση, θα συνεχίσω την έκθεση των απόψεών μου σχετικά με την επινόηση του δυτικού χρήματος. Εν τω μεταξύ, αν ζείτε στην Αθήνα, και περνάτε από το Νομισματικό Μουσείο, μπείτε μέσα να δείτε το αρχαιότερο νόμισμα, τους (έξι σιδερένιους) οβελούς (οβολούς), κάτι σαν σούβλες, κάτι σαν μικρά ακόντια, που χωρούσαν στην παλάμη ενός άνδρα και αποτελούσαν τη δραχμή (από το δράττω, πιάνω, αδράχνω).
Αυτό κι αν ήταν νόμισμα – και νόμισμα και, οπωσδήποτε, χρηστικό εργαλείο!
Σχολιάστε ελεύθερα!