in οι πρώτες μέρες της αγοράς/του εμπορεύματος και του χρήματος, εισαγωγή στην Αρχαία Ελληνική Ιστορία

η ποιμενική προέλευση του τόκου: ή θα πεθάνεις από την πείνα ή θα γίνεις δούλος, αποφάσισε!

    φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

    Επιδιώκουμε να δώσουμε μια απάντηση στο ερώτημα εάν θα μπορούσε να μη γίνει ο Πελοποννησιακός Πόλεμος και για να την διατυπώσουμε αναγκαζόμαστε να εκθέσουμε μια σύντομη ανάγνωση της κοινωνικής εξέλιξης στην αρχαία Ελλάδα από μαρξιστικής έποψης· λέγαμε λοιπόν τις προάλλες ότι υπήρχε ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα κατάτμησης της γης   των αριστοκρατών,  και όχι μόνο, μιας και η κατάτμηση ισοδυναμούσε με τη μείωση της διαθέσιμης ισχύος κι όχι με την αύξηση που είναι η βασική επιδίωξη του αριστοκράτη Κυρίου.

    Είδαμε ότι η άμεση αρπαγή της γης των γειτόνων με τη βία ήταν αδύνατη, λόγω του πλήθους και της αλληλεγγύης των μικροκαλλιεργητών. Η γη τους όμως τελικά αρπάχτηκε, περί τα τέλη του 4ου αιώνα. Πώς έγινε αυτό; Συνέβαλε ο Πελοποννησιακός τρόπος με κάποιον τρόπο και με ποιον;  Υπήρχε άλλος τρόπος αρπαγής της γης;

 

    Όποιος και όποια ασχολείται με την καλλιέργεια της γης γνωρίζει πολύ καλά ότι υπάρχουν χρονιές πολύ καλές, καλές, κακές και πολύ κακές. Δύο είναι οι αιτίες αυτής της διακύμανσης:  οι καιρικές και οι κοινωνικές συνθήκες. Εάν τον Μάιο μήνα, όταν ανθίζει το σιτάρι κάνει ζέστη, φυσήξει νοτιάς, και δεν βρέξει, τον Ιούνιο στον θερισμό,  το σιτάρι που θα αλωνίσεις θα είναι ελάχιστο, εάν αλωνίσεις! Εάν γίνει πόλεμος και οι εχθροί σου κάψουν τα χωράφια, θα περάσεις δύσκολη χρονιά. Εάν ένας ή δύο άνδρες αρρωστήσουν και πεθάνουν ή σκοτωθούν στον πόλεμο, ποιος θα οργώσει και θα σπείρει;  Εάν σου ψοφήσει το ένα ή και τα δύο βόδια;  Εμείς σήμερα, φίλες και φίλοι, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε πόσο ευάλωτοι ήταν οι καλλιεργητές. Όχι όλοι – οι μεσαίοι και οι μικροί καλλιεργητές. Τι θα μπορούσαν να κάνουν σε μια κακή ή πολύ κακή χρονιά; 

      Να πάνε στον πλούσιο γαιοκτήμονα και να του ζητήσουν τροφή. Πλούσιος γαιοκτήμονας είναι αυτός που έχει περισσότερη τροφή από ό,τι χρειάζεται και την έχει για να αντιμετωπίσει τις καιρικές συνθήκες που δεν μπορεί να ελέξγει. Η λέξη πλούτος, τη διαβάζουμε στην Ιλιάδα προέρχεται από το μόρφημα pel/pol  που η αρχική του σημασία ήταν γεμίζω, είμαι γεμάτος:  από το μόρφημα αυτό επίσης προέρχονται και οι λέξεις πίμπλημι (γεμίζω), πολύς, πλήρης, πλήθος, πλείων, πλείστος, πλησμονή, πληθώρα. Πλούτος είναι η πολλή τροφή που έχει αποθηκευτεί στις αποθήκες και πλούσιος (<πλούτιος} είναι ο κάτοχος αυτής της πολλής αποθηκευμένης τροφής. Είναι ένας τρόπος αντιμετώπισης των απρόβλεπτων και ανεξέλεγκτων καιρικών συνθήκων, είναι ένας τρόπος ελέγχου, αποίκισης του μέλλοντος. 

     Θα πάει λοιπόν ο δυστυχής μικροκαλλιεργητής και θα ζητήσει τροφή από τον πλούσιο γαιοκτήμονα, που κάποτε ήταν ποιμένας αλλά συνεχίζει να είναι, σε πολύ μικρότερο βαθμό. Με την πράξη της ικεσίας και του αιτήματος εγκαθιδρύεται μια σχέση μεταξύ του αδύναμου (του ικέτη,του αιτούντος) και του ισχυρού, εγκαθιδρύεται η κυριαρχική σχέση. Θα ήθελα να γράψω πολλά γι αυτή τη μορφή της σχέσης αλλά θα φύγω από το θέμα μου. Το πρόβλημα είναι που βρίσκεται η διαταγή –  χωρίς διαταγή, ρητή ή υπόρρητη ή άρρητη,  δεν υπάρχει κυριαρχική σχέση.  Η διαταγή  υπάρχει ήδη, έχει ενσωματωθεί στην κοινωνική διαφορποποίηση, στην  κατανομή της ισχύος –  κατά συνέπεια, θα εκδηλωθεί με την πρώτη ευκαιρία.  Οι νεολιθικές κοινότητες φρόντιζαν να υπάρχει πάντα απόθεμα, στο οποίο είχαν πρόσβαση όλες οι νεολιθικές οικογένειες. Το απόθεμα  των ποιμενικών κοινοτήτων ήταν τα ζώα· εάν όμως δεν υπήρχαν πολλά βοσκοτόπια, ο αριθμός των ζώων λιγόστευε και το απόθεμα εξαντλούνταν –  οι ποιμενικές κοινότητες δεν μπορούσαν να έχουν απόθεμα για τις δύσκολες χρονιές, γι αυτό καί αντιμετώπιζαν συνεχώς το φάσμα του λιμού και του λοιμού. Ο μόνος τρόπος να επιβιώσουν ήταν η αρπαγή των ζώων των άλλων ποιμενικών γενών. Πρόσβαση στο συλλογικό απόθεμα από τη μια, αρπαγή του πλούτου από την άλλη.

    Οι ποιμένες δεν είχαν ιδέα τι ήταν ή πρόσβαση στο συλλογικά δημιουργημένο απόθεμα. Όλα τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν τα έλυναν με τη βία, την απάτη και την αρπαγή. Την αδυναμία την έβλεπαν ώς μια πολύ καλή ευκαιρία αύξησης της δικής τους ισχύος. Υπήρχε όμως κι άλλη μια ιδιαιτερότητα:  τα μέσα που τους εξασφάλιζαν την επιβίωση ήταν μέσα που από αύξαιναν τον πλούτο τους: γεννούσαν πλούτο!  Τα ζώα τους ήταν ο πλούτος τους, τα ζώα γεννούσαν, άρα ο πλούτος γεννάει. Όταν έγιναν γαοκτήμονες, οι δούλοι ήταν ο πλούτος τους και οι δούλοι γεννούσαν πλούτο, με την εργασία τους. Αλλά, για τον ποιμένα-γαιοκτήμονα, ένα σακκί σιτάρι είναι πλούτος και πρέπει κι αυτό να γεννήσει. Πώς όμως ένα σακκί σιτάρι πενήντα κιλών μπορεί να γεννήσει ένα τσουβαλάκι 20 κιλών;  Μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο;  Δεν γίνεται, φίλες και φίλοι, αλλά οι ποιμενογαιοκτήμονες τα κατάφεραν!

     Θα σου δανείσω ένα μέρος από τον πλούτο μου, θα σου δανείσω πενήντα (50)  κιλά σιτάρι αλλά εσύ θα μου επιστρέψεις εβδομήντα (70), είκοσι (20) κιλά περισσότερα. Μα αυτό είναι άδικο, θα διαμαρτηρηθεί ο δανειζόμενος πένητας καλλιεργητής. Αν θέλεις να ζήσεις, θα μου δώσεις 70 –  εάν όχι, πέθανε!  Αυτή η διαφορά των είκοσι κιλών σιταριού λέγεται τόκος, η αρχική σημασία της οποίας ήταν γέννηση! Με αυτή τη σημασία, φίλες και φίλοι, συναντούμε τη λέξη για πρώτη φορά στον  αριστοκτάτη φιλάργυρο και αρχιτσιγγούναρο Πίνδαρο, μεταξύ των ετών 500 και 450 π. Χ. Εικάζω βάσιμα ότι δεν είναι δική του λέξη αλλά κατά πολύ αρχαιότερη. Σύμφωνα με αυτά που έχω εκθέσει, η λέξη απόκτησε αυτή τη σημασία, διευρύνθηκε σημασιολογικά, στο δεύτερο μισό του έβδομου αιώνα (650), όταν οι πεινασμένοι καλλιεργητές ζητούσαν τροφή από τους πλούσιους γαιοκτήμονες.

   Έχει κάποια λογική βάση ο τόκος, φίλες και φίλοι;  Για τον δανειζόμενο δεν έχει:  πενήντα κιλά μου έδωσες, πενήντα θα σου δώσω. Εκτός όμως από την κοινοτική, εξισωτική λογική υπάρχει και η ποιμενική:  ο πλούτος μου γεννάει, θα γεννήσει και τώρα!  Μπορεί να μην μπορώ να καθορίσω πόσα κατσικάκια θα γεννήσει μια κατσίκα, αλλά τώρα μπορώ να καθορίσω πόσο σιτάρι θα γεννήσει ένα τσουβάλι:  αν θέλω είκοσι, θα γεννήσει είκοσι! Έδωσα πενήντα κιλά, κι εάν η χρονιά είναι καλή, θα πάρω εβδομήντα. Εάν δεν είναι καλή, θα σου δανείσω και πάλι –  εάν η χρονιά είναι καλή, θα πάρω 140!  Τι θα μείνει στον καλλιεργητή;  Μπορεί και τίποτα!  Θα δανειστεί και πάλι.

     Η ποιμενική λογική είναι η λογική της αρπαγής. Δεν γίνεται να σου δώσω 50 και να πάρω 50. Ο ποιμένας μπορέι να δωρίζει αλλά δεν δίνει, μόνο αρπάζει. Το δόσιμο είναι μια ευκαρία αρπαγής. Το μέσο αρπαγής δεν είναι τα όπλα αλλά η ανάγκη, η χρεία του αδυνάμου. Ο τόκος είναι η λεία της αρπαγής του αδύναμου:  η αδυναμία είναι η εγγύηση ότι θα επιστρέψει με τόκο το δάνειο. Διότι εάν δεν το επιστρέψει ή θα πεθάνει ή θα γίνει δούλος:  η εμπιστοσύνη (πίστη) του δανεισμού, της πίστωσης, οφείλεται στον φόβο που προκαλεί η απειλή του ισχυρού δανειστή στον αδύναμο δανειζόμενο.

   Μήπως όμως η απειλή είναι κάλυψη της επιδίωξης της υποδούλωσης ή της εξόντωσης του αδύναμου από τον ισχυρό;  Θα το εξετάσουμε αύριο.

Σχολιάστε ελεύθερα!