in διήγημα

Χριστίνα ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας

1.

Πότε θα ξανάρθεις στην Αθήνα; με ρώτησε μόλις ένιωσε ότι σε λίγο θα λιώσω γλυκά κοντά της και θα πεθάνω. Δεν ξέρω, μπορεί σε ένα μήνα, μπορεί σε έξι. Θέλεις να σου τηλεφωνήσω; Ναι, θέλω. Εντάξει, της είπα. Δε θα με μαχαιρώσεις τώρα που θα κοιμάμαι; Όχι, θα σε προσέχω, θα είμαι ο φύλακας άγγελός σου. Θα διώχνεις και τις μύγες;  Ναι, θα τις διώχνω, δε θα σε ενοχλήσει καμία.

2.

Πεθαίνουμε και ανασταινόμαστε πολλές φορές στη ζωή μας, καμιά φορά και μέσα στη μέρα, της ψιθύρισα στο αυτί.

3.

Πετάχτηκε από το κρεβάτι κι άρχισε να χορεύει, να χοροπηδά, γυμνή, σαν κοριτσάκι πέντε χρονών, αναστήθηκα, αναστήθηκα, φώναζε και  χορεύοντας και φωνάζοντας πανηγυρικά αναστήθηκα, αναστήθηκα, έβαλε χορεύοντας στο γιου τιουμπ μουσική και χορεύοντας  τραγουδούσε με την τραγουδίστρια μαζί μπικόουζ δε νάιτ μπιλόνγκ του λόβερς μπικόουζ δε νάιτ μπιλόγκ του ας, διέκοπτε το τραγούδι φωνάζοντας θριαμβευτικά αναστήθηκα, αναστήθηκα κι όταν τελείωσε ο τραγούδι και της είπα, χαζεύοντας το νεανικό λικνιζόμενο κορμί της, Χριστίνα ανέστη εκ νεκρών, επανέλαβε χορεύοντας και ενθουσιασμένη Χριστίνα ανέστη εκ νεκρών, Χριστίνα ανέστη εκ νεκρών, κι όταν συμπλήρωσα θανάτω θάνατον πατήσας, άρχιζε να φωνάζει χορεύοντας θανάτω, ναι, ναι, θανάτω, θανάτω, θανάτω. . .

4.

αααααα. . .αααααχ. . .ναι . . .ναι . . ναι . . .ααχ . . ααχ. . .ναι, ναι. . . ααχ. . .πεθαίνω. . . ναι. . .ααχ. . . πεθαίνω. . . ααχ. . .Παναγία μου. . ααχ. . . πεθαίνω. . .ναι. . .ναι. . .  τι είναι αυτό; . . .ααχ. . . ααχ. . .ααα. . . τι είναι αυτό;

5.

Τα χέρια μου δύο πύθωνες χοντροί και νηστικοί, πολύ νηστικοί, τύλιξαν το κορμί της, κάτω από τους γλουτούς της και τους έσφιξα δυνατά, πιέζοντας με τις παλάμες μου την κοιλιά της, και κάθε φορά που τραβιόταν να αποφύγει το μοιραίο και το αναπόφευκτο τόσο πιο πολύ τους έσφιγκα, και τόσο πιο δυνατά βόγγαγε, και φοβόταν, και τόσο πιο δυνατά έσφιγγε το κεφάλι μου ανάμεσα στους μηρούς της μήπως και η γλώσσα μου πάψει να γλείφει και να πιέζει ρυθμικά, και όταν ένιωσα ότι μια τελευταία πολύ δυνατή προσπάθεια επρόκειτο να συμβεί, μια έσχατη απεγνωσμένη προσπαθεια να ξεφύγει από τον μοιραίο εναγκαλισμό των πυθώνων και από κάτι τρομερό που αναμενόταν μεν αλλά ήταν άγνωστο εκείνη τη στιγμή, την έσφιξα και την  ακινητοποίησα τόσο δυνατά και αποφασιστικά που δεν μπόρεσε να αποφύγει, το ένιωσα, ναι, το ένιωσα, δεν μπόρεσε να αποφύγει την παράδοση κορμιού και πνεύματος, δεν μπόρεσε να αποφύγει το χάσιμο  του πιο γλυκού θανάτου, το χάσιμο του επίγειου και προσωρινού θανάτου,  το χάσιμο του χρόνου και του χώρου.

6.

Η διαδρομή της γλώσσας από τα δάχτυλα των ποδιών μέχρι το λαιμό, με επιστροφή και χασίματα και περιπλανήσεις ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα διαδρομή. Όταν όμως πλησίαζα εκεί από όπου γεννιόμαστε άκουγα την καρδιά της να χτυπά πολύ δυνατά, κι όταν σταματούσα να δροσιστώ και να ξαποστάσω λιγάκι, πριν συνεχίσω την περιπλάνησή μου, το κορμί έτρεμε, έτρεμε, από το φόβο, τραβιόταν, ήθελε να απομακρυνθεί από κάτι τρομερό, μοιραίο, αναπόφευκτο και όταν έφευγα δεν τραβιόταν πια, δεν έτρεμε, ησύχαζε αλλά ένιωθα σαν να θέλει να φοβηθεί, να θέλει να τρέμει και όταν πια σταμάτησα εκεί άρχισε πάλι να θέλει να αποφύγει τη γλώσσα μου, μέχρι που αναγκάστηκα  να κάνω τα χέρια μου πύθωνες και να τη σφίξω.

7.

Μόλις μπήκαμε μέσα, δωμάτιο φοιτητικό, γκαρσονιέρα στου Γκύζη, κρεβάτι ημίδιπλο, βιβλιοθήκη με χοντρά βιβλία παθολογίας και ανατομίας και φυσιολογίας, ένα μικρό ψυγείο, καναπές και δύο πολυθρόνες, γραφείο, ακούμπησε στην πόρτα το κορμί της, γονάτισα μπροστά της, έχωσα το κεφάλι μου κάτω από την κοντή της φούστα και μύρισα, απλά μύρισα.

8.

21, εσύ; Εγώ είμαι και πέντε και δεκαεφτά και πενήντα οχτώ, της είπα, κοιτάζοντάς την στα μάτια. Και πέντε και δεκαεφτά και πενήντα οχτώ; με ρώτησε έκπληκτη, πίνοντας μια γουλιά απο το κοκτέιλ της . Ναι, είμαι και πέντε και δεκαεφτά και πενήντα οχτώ χρονών. Με ποια απο τις τρεις αυτές ηλικίες θέλεις να παίξεις, τη ρώτησα κοιτάζοντάς την στα μάτια; Και με τις τρεις. Παράγγειλα άλλο ένα καρντού, σκέτο. Μπορείς να γίνεις δεκαεφτά χρονών; Τώρα; τη ρώτησα κοιτάζοντάς την στα μάτια. Ναι, τώρα.  Ναι, μπορώ, της είπα κοιτάζοντας την στα μάτα. Για γίνε λοιπόν. Κάρφωσα το βλέμμα μου στη κοντή της φουστίτσα. Πέντε χρονών, μπορείς;

9.

Το πρόσωπό της και το βλέμμα της ήταν νεκρό –  και ζωντανό. Κάτι ήθελε πολύ και δεν το είχε. Το φοβόταν. Πίσω από το φόβο κρύβεαι η στέρηση. Τι ήθελε φαινόταν από πολύ μακριά, αρκεί να μπορούσες να το δεις. Ένα μήνα στο κρεβάτι, ναι, αυτό ήθελε. Ένα μήνα πάνω σε έναν άνδρα, εκεί να τρώει, εκεί να πίνει, εκεί να κοιμάται.

10.

Μόλις έφυγε η Αφροδίτη, πλησίασε ένα παληκάρι στον πάγκο, ψάχνοντας για κάθισμα. Σηκώθηκε από τη θέση της και κάθισε κοντά μου. Γύρισε την πλάτη της στο παληκάρι και με κοίταξε. Προσπάθησε να τραβήξει τη φούστα της, να κρύψει τη σάρκα της αλλά η φούστα δεν ήθελε τράβηγμα, ύφασμα ήθελε.  Αργότερα έκανε άλλη μια προσπάθεια, ήταν η τελευταία.

11.

Διάβαζα Μπαχτίν, ένα βιβλιαράκι που βγήκε πριν από λίγο, για τα μέρη του λόγου, μου αρέσει πολύ ο Μπαχτίν, πεθαίνω, η ώρα ήταν εννιά μισή, φώτα κάποιου χωριού φαινόταν, η γνωστή φωνή μας ενημέρωσε ότι πλησιάζουμε Λιβαδιά και τότε χτύπησε το κινητό. Καλά είμαι, απάντησα. Ήταν η Αφροδίτη. Κανονίσαμε να συναντηθούμε στο αγαπημένο μου μπιστρό, κοντά στο Μουσείο Ακροπόλεως. Θα είμαι με μια φίλη μου, μου είπε. Τη Χριστίνα, είναι φοιτήτρια Ιατρικής.

Σχολιάστε ελεύθερα!