in Lucifugo

Η διαλεκτική Κυρίου και Υποτελή, η Κριτική Θεωρία, ο Χρόνος και η αφηρημένη Εργασία, δέκα σημειώσεις

Από το blog SHADES MAGAZINE αναδημοσιεύουμε το κείμενο

του Lucifugo, a diabolo in corpo

(1)            

Φαινομενολογικά μιλώντας, ο διαχωρισμός μεταξύ Κυρίου και Υποτελή, τόσο ως συγκεκριμένη αναλυτική κατηγορία της κριτικής θεωρίας όσο και ως συγκεκριμένη κοινωνική πραγματικότητα είναι ιστορικός και μεταβαλλόμενος. Τι σημαίνει όμως αυτό; Σημαίνει πως δεν προϋπάρχει ο Κύριος του Υποτελή και ούτε απλώς και μόνο οι δυο αυτές κοινωνικο-ιστορικές κατηγορίες διαμορφώνονται μέσα σε μια αδιάφορη σχέση αμοιβαίας εξωτερικότητας. Καμιά σχέση κυριαρχίας, εκμετάλλευσης, υποταγής δεν μπορεί να αναπαραχθεί στον ιστορικό κοινωνικό χρόνο και τόπο χωρίς την εσωτερίκευσή της από τον Υποτελή, χωρίς τη μετατροπή της σε καθημερινή “κοινή λογική”, χωρίς την Ιδεώδη ανύψωσή της σε “μοναδικό” τρόπο ύπαρξης της κοινωνικής ζωής.

(2)
Μέσα από μια συγκεκριμένη κοινωνική πολλαπλότητα τρόπων και μορφών η κυριαρχική σκέψη και πράξη παράγεται και αναπαράγεται σαν ιστορικός “κοινός νους”, σαν “μοναδική” κατανοητή γλώσσα (Marx) που συγκροτεί τον εαυτό της απαλείφοντας τα ιστορικά χνάρια της και συσκοτίζοντας το κοινωνικό προελεύσιμό της (Karel Kosík). Ειπωμένο διαφορετικά και θεματοποιώντας την κυριαρχική σχέση σε ένα συγκεκριμένο καθολικό (Adorno), κοινωνικο-ιστορικό “επίπεδο”, η ιδεολογική παραγωγή της πραγματικότητας ως κυριαρχικής τελεολογίας (Will Barnes) συντίθεται (από την οπτική της διαιώνησής της, της ύπαρξής της στον ιστορικό χρόνο και κοινωνικό τόπο) από την αμοιβαία συμπλοκή “όλων” των κοινωνικών τάξεων, ομάδων και ατόμων ρευστοποιώντας τη σχέση Κυρίου και Υποτελή: αυτή η “ρευστοποίηση” όμως, καθώς και η ανταλλαγή και η αστάθεια των ατομικών “ρόλων” και “ενσαρκώσεών” της, (των “μασκών του χαρακτήρα”, όπως θα έλεγε ίσως ο Μαρξ) δεν είναι ακύρωση/εξάλειψη της σχέσης κυριαρχίας και αντιμετάθεσή της σε κάποια αυθύπαρκτα ή αυτο-αναφορικά Υποκείμενα αλλά τόσο η εγγύηση όσο και το στοίχημα της (ανα)παραγωγής της σε βάθος κοινωνικού/ιστορικού χρόνου.

(3)
Στην καπιταλιστική μορφή κυριαρχίας όπου η κυρίαρχη και “μοναδικά αυθεντική” κοινωνική φιγούρα είναι ο “κάτοχος εμπορευμάτων” ως Αυτοκαθοριζόμενο Υποκείμενο του Κράτους και της Αγοράς, η ρευστοποίηση της σχέσης Κυρίου και Υποτελή βρίσκει την πιο ολοκληρωμένη της σύλληψη καθότι ο Υποτελής, αυτοπειθαρχώντας στην “αυτο-αξιοποίηση της αξίας” (“πρέπει να δουλεύω για να βγάζω/να κερδίζω/να ξοδεύω λεφτά”), γίνεται – σχιζοειδώς – ο Κύριος του Εαυτού του και ως τέτοιος ένα “αντικειμενικό υποκείμενο” της αξίας (Robert Kurz). Και ακόμα παραπέρα, στη “φάση” της ανθρωπομορφοποίησης του κεφαλαίου (Jacques Camatte) όπου “τα πάντα είναι δυνατά” ως “φορείς” επικύρωσης μιας τιμής, η αξιακή μορφή απορροφά και διαλύει στον εαυτό της (χωρίς να τις εξαλείφει) τις κατηγορίες του Κυρίου και του Υποτελή, του Καπιταλιστή και του Εργάτη, του Εκμεταλλευτή και του Εκμεταλλευόμενου κτλ.

(4)
Κίνητρο και κατηγορικός σκοπός της κριτικής θεωρίας που απεγκλωβίζει από τις πρακτικο-νοητικές κατηγορίες του κεφαλαίου – χωρίς αυτόν τον απαραίτητο απεγκλωβισμό η όποια θεωρία δεν είναι κριτική αλλά φαινομενολογία και η όποια πρακτική απλώς αναπαράγει την “ψευδή αμεσότητα του υπαρκτού” (Αdorno, Kosík, Barnes) – είναι η ολοποιητική κοινωνική πρακτική κατάργησης των “κοινωνικών σχέσεων των ανθρώπων ως κοινωνικών σχέσεων της αξίας” (Robert Kurz). Η φαινομενολογική κριτική του υπαρκτού που δεν καταλήγει ποτέ στη συγκεκριμένη “ουσία” του είναι αδιαχώριστη όψη και πλευρά του ίδιου του μυστικοποιημένου υπαρκτού με την πρώτη να θεωρεί πως το δεύτερο είναι απλώς μια “μη Αυθεντική εφαρμογή” κάποιων αναλλοίωτων υπερβατoλογικών Ιδεωδών περί της Φύσης του Ανθρώπου, της Κοινωνίας και της Ιστορίας. Με άλλα λόγια η φαινομενολογική “κριτική” είναι μια μη κριτική επιζητώντας το παράδοξο: την “Αληθινή εφαρμογή” των Ιδεωδών της αστικής κοινωνίας (ατομική Ελευθεριά, ατομική Μοναδικότητα, πραγματική Δημοκρατία κτλ κτλ) που για έναν “ακατανόητο και μυστήριο λόγο” εκείνη η ίδια αιωνίως τα μυστικοποιεί.

(5)
Η αφηρημένη σύλληψη του χρόνου (και του χώρου), η εννόησή τους ως a priori κατηγορία του “Πνεύματος” (Kant) και της “Επιστημονικής Λογικής” (Hegel)[1], συνδέεται, χωρίς να ανάγεται μονομερώς σ’ αυτήν, με τη γενίκευση της εμπορευματικής κοινωνικής (ανα)παραγωγής και την καθολική κυριαρχία του “γενικού ισοδύναμου”: του χρήματος. Αυτή η σύνδεση δεν είναι μονομερής και αναγωγική αλλά λογική και ιστορική καθώς η καθολική κυριαρχία του “γενικού ισοδύναμου” θεμελιώθηκε στην καπιταλιστική προϊστορία με την Πολιτική Οικονομία των Όπλων και την ανάδυση του Απολυταρχικού Κράτους (Kurz, Barnes).

(6)
Ποια είναι η ελάχιστη λογική και ιστορική αφετηρία για την κατανόηση της ανάδυσης, των ιστορικών όρων γέννησης του καπιταλισμού (δηλαδή της καπιταλιστικής προϊστορίας) από μια αγροτική-φεουδαρχική κοινωνική (ανα)παραγωγή που είναι λίγο-πολύ ξένη (και εχθρική ακόμα) ως προς αυτόν; Η δίψα του Απολυταρχικού Κράτους για χρήμα και πιστώσεις (πολεμική οικονομία) έτσι ώστε να ανατροφοδοτεί τόσο μια παραγωγή όπλων όσο και τους επαγγελματίες μισθωτούς δολοφόνους[2] είναι το όχημα που μπορεί να προωθήσει μια γενικότερη “οικονομία της αγοράς” όπου η συσσώρευση (παραγωγή-κυκλοφορία-κατανάλωση) της αφηρημένης “αξίας” (“χρήμα που τίκτει χρήμα” αλέθοντας “αφηρημένη εργασία”) λειτουργεί ως (αντι)κοινωνικός / καταστροφικός / ταυτολογικός γενικός αυτοσκοπός (Kurz); Είναι η προνεωτερική νοοτροπία των πολεμικών επιχειρήσεων (το “κόστος” της στρατιωτικής μηχανής είναι μικρότερο από τη λεία που έχει αρπαχθεί και πουληθεί ως εμπόρευμα) η αρχετυπική μορφή (λογικά και ιστορικά) της σύγχρονης καπιταλιστικής επιχείρησης, της αφηρημένης λογικής “κόστους-οφέλους” της συσσώρευσης του κεφαλαίου; Και για να χαριτολογήσουμε – αλλά όχι και τόσο – είναι το “φως του Διαφωτισμού” η κοινωνική “μεταγλώσσα” – για να μιλήσουμε λίγο με τη μη γλώσσα των μεταμοντέρνων – των “λάμψεων των κανονιών”[3];

(7)
Ο μετρήσιμος με-το-ρολόι χρόνος (δευτερόλεπτα, λεπτά, ώρες “εργασίας” χωρίς κανένα συγκεκριμένο περιεχόμενο) γίνεται το γενικευμένο κριτήριο της αφηρημένης ανταλλακτικής αξίας, ο χρόνος που ασταμάτητα διαιρείται για να συγκριθεί και στη συνέχεια ομογενοποιείται και συμμετροποιείται για να ανταλλαχθεί. Αυτή η a priori Λογική αντίληψη του χρόνου αποτελεί ένα σώμα με την παραγωγή / κυκλοφορία / κατανάλωση των εμπορευμάτων, με την ταυτολογική συσσώρευση του κεφαλαίου, με την αέναη εμφάνιση και εξαφάνιση της αφηρημένης αξίας που η φετιχοποιημένη της αντικειμενική/συμβολική/ιδεατή ύπαρξη υπάρχει κοινωνικά και πραγματικά μόνον αν αιωνίως μεταμορφώνεται και αδιαλείπτως-γίνεται-Άλλο: από την εν δυνάμει παραγωγή και την εν δυνάμει δημιουργία της στην κατανάλωση και στην καταστροφή της που ολοκληρώνουν την ενεργό πραγματοποίησή της με το διαρκώς επιταχυνόμενο ενδιάμεσο της κυκλοφορίας της. Μέσα από αυτή την τυφλή, αφηρημένη διαλεκτική[4] και αυτο-προϋποτιθέμενη (Causa Sui) διαδικασία κοινωνικής ολοποίησης και “αυτο-αξιοποίησης”, η αυτονομημένη “κίνηση” της αξιακής μορφής ως πρακτική κοινωνική μεταφυσική παράγει μια εκκοσμικευμένη μεταφυσική του χρόνου.

(8)
Αυτοτελείς και αυτάρεσκες στιγμές παρατάσσονται ομοιόμορφες η μια πίσω από την άλλη καθοδηγώντας αδιάλειπτα από το Ένα σημείο (-pre) στο άλλο Ένα σημείο (-post) εκθρονίζοντας ad infinitum η μία την άλλη. Η μονότονη, σχεδόν υπνωτική ακολουθία των χρονικών σημείων επεκτείνεται ταυτολογικά στο άπειρο, οι στιγμές που τα διατρέχουν τραβάνε πάντα μπροστά, στο Μέλλον και κάθε φορά η εκάστοτε “τελευταία-Τελική” στιγμή θεωρεί την προηγούμενη ως “στάδιο” και “σημείο” διέλευσης που καταλήγει σε Αυτήν. Με τη μορφή της εξελικτικής σειράς, με την αφηρημένη μορφή χωρίς περιεχόμενο μιας αδιάλειπτης ροής εξελίξεων που οδηγούν από το ένα χρονικό σημείο (Pre) στο άλλο (Post), η ατέρμονη χρονο-λογική ακολουθία και διαδοχή μετριέται με-το-ρολόι. Ο χρόνος δεν είναι παρά το αιωνίως μετρήσιμο απόρριμμα αυτής της ταυτολογικής κατάληξης από το “πριν” στο “μετά” (κάπου εδώ συγχωνεύονται η γραμμική με την κυκλική παράσταση του χρόνου) και “έχει διάρκεια” όσο κυλά ομοιογενής και α-διάφορος πάνω στις ράγες των αφηρημένων σημείων. Είναι σαν ο χρόνος να έχει μυστηριωδώς απαχθεί από ένα σαρωτικό Mέλλον που βρίσκεται πάντα “πιο μπροστά” από το παρόν (Kosík). Σε αυτή την εφιαλτική κατάσταση ομηρίας η συγκεκριμένη χρονικότητα του παροδικού και του μόνιμου, του σταθερού και του μεταβαλλόμενου, του συνεχούς και του ασυνεχούς εκκενώνεται από κάθε ζωντανό περιεχόμενο και ρίχνεται με βιάση στα κούφια βάθη ενός αβυσσαλέου μέλλοντος που συνεχώς υπεκφεύγει από κάθε νουθέτηση του παρόντος και του παρελθόντος. Μέσα σε αυτή την κατάσταση απαγωγής και ομηρίας (Giorgio Cesarano) η ίδια η χρονικότητα διαιρείται ασταμάτητα σε άπειρα “πριν” και “μετά”, σε αναρίθμητα “χτες”, “σήμερα” και “αύριο” μόνο και μόνο για να μεταμορφωθεί λαίμαργα ολόσωμος ο ζωντανός χρόνος σε μια αιωνιότητα μη διάρκειας και προσωρινότητας. Το κάθε “σήμερα” αδιάλειπτα αποχρονοποιείται ως ένα-άλλο-μεταβατικό-στάδιο και σημείο-διέλευσης του ίδιου μέλλοντος, του “προωθημένου” μέλλοντος που πάντα (προ)ηγείται του παρόντος για να το καταβροχθίζει και να το αποβάλλει αστραπιαία ως παρελθόν.

(9)
Ο καπιταλιστικός χωροχρόνος της “αέναης” αξιακής συσσώρευσης με τη σαρωτική του έφοδο στο Μέλλον καταβροχθίζει ασταμάτητα το Παρόν για να το αποβάλλει αστραπιαία και να το απαξιώνει ακαριαία ως Παρελθόν. Η υπερβατoλογική και απόκοσμη χρονικότητα του κεφαλαίου επινοεί τον μετρήσιμο “φυσικό χρόνο” για να νεκρανασταίνεται “φυσιολογικά” ο παρελθοντικός ως τετελεσμένος μελλοντικός κι έτσι ο “χρόνος” αιωρείται μονίμως χαμένος στο μετρήσιμο κενό των-δεικτών-του-ρολογιού που γυρίζουν και γυρίζουν ταυτολογικά, “αιωνίως και στο άπειρο”. Το κεφάλαιο, η “αξία που αξιοποιείται” μέσω της σισυφικής διαδικασίας εξειδίκευσης-αποεξειδίκευσης της “αφηρημένης εργασίας”, φαινομενολογικά μιλώντας, είναι μια “αέναη” υπόσχεση κερδοφορίας-για-το-Μέλλον που πραγματοποιείται συσσωρεύοντας τα χαλάσματα[5] του παρόντος και του παρελθόντος. Αυτός είναι και ο “Άγγελος της Ιστορίας” (Walter Benjamin) του κεφαλαίου. Μέσα από αυτούς τους πραγματικά μυστικοποιημένους κοινωνικούς όρους της “χρονικότητας” η “ιστορία” γίνεται αντιληπτή από την αστική σκέψη (γνωσιολογικά και οντολογικά) με την προκατηγορική και “κρυμμένη” προϋπόθεση μιας αναλλοίωτης σχιζοειδούς Δύναμης, ταυτόχρονα Συνεχής και Ασυνεχής πάνω στον καμβά της οποίας ένα Αόρατο Χέρι ζωγραφίζει την ταυτολογική “ενδεχομενικότητα των γεγονότων” [6].

(10)
Η σχιζοειδία της αστικής σκέψης (György Lukács, Kosík, Barnes) ως Λόγος του Κεφαλαίου που τείνει να γίνει Απόλυτος Άνθρωπος/Απόλυτη Κοινωνία/Απόλυτη Ιστορία “εξηγεί τα πάντα” μέσα από την “ενδεχομενικότητα των γεγονότων” (που είναι είτε τυφλά Αναγκαία είτε τυφλά Τυχαία) χωρίς να εξηγεί, συγκεκριμενοποιεί, θεματοποιεί το ίδιο το περιεχόμενό τους και μαζί-με-αυτό τον ίδιο τον εαυτό της. Μέσα από αυτόν τον πραγματικά μεταφυσικό τρόπο (Metafisica Reale) κοινωνικής συγκρότησης των γενικών μορφών της ανθρώπινης δραστηριότητας ως σχιζοειδούς “αντικειμενικού υποκειμένου” για-το-κεφάλαιο εδραιώνονται και τα κάθε λογής καθημερινά καπιταλιστικά “αυτονόητα”: της “κοινωνίας” χωρίς ιστορία και ανθρώπους, της “ιστορίας” χωρίς κοινωνία και ανθρώπους, των “ανθρώπων” χωρίς κοινωνία και ιστορία.


Σημειώσεις

[1] Ο οντολογικός και γνωσιολογικός ροβινσωνισμός του ανθρώπου (Evald Ilyenkov) διατυπώθηκε στους μοντέρνους καιρούς από τους αστούς φιλοσόφους με τη μορφή ενός υπερβατολογικού υποκειμένου διχασμένου και διαιρεμένου ανάμεσα σε δυο οντολογικούς κόσμους, διχασμός που κληρονομείται από τον αρχαίο κόσμο: στον “Κόσμο της Φαινομενικής Εμπειρικής Αίσθησης” που είναι Αναληθής από τη μια, και στον “Κόσμο της Νοητής Λογικής Ουσίας” που είναι Αληθής από την άλλη. Tο υπερβατολογικό υποκείμενο λοιπόν είναι ένα αυθύπαρκτο “φυσικό άτομο”, απομονωμένο και ξεκομμένο από κάθε κοινωνική-ιστορική σχέση που αρχικά αντιλαμβάνεται την συσσώρευση μεμονωμένων και απομονωμένων αισθητηριακών “εντυπώσεων” από τις οποίες στη συνέχεια αφαιρεί με επαγωγή κάτι πολλαπλά επαναλήψιμο, ταυτόσημο, κοινό και γενικό. Αυτό το αφηρημένο γενικό το υπερβατολογικό υποκείμενο το περιγράφει στον ταυτολογικό Εαυτό του με ένα εξατομικευμένο κοινό όνομα, με μια λέξη μέσα στο κεφάλι του τη γενική σημασία της οποίας αναστοχάζεται απαγωγικά με τις a priori καθολικές κατηγορίες του Πνεύματος (αιτία και αποτέλεσμα, ποιότητα και ποσότητα, ταυτότητα/ενότητα και διαφορά/ετερότητα, αναγκαιότητα και τυχαιότητα, φαινόμενο και ουσία, εξωτερικό και εσωτερικό, αντικείμενο και υποκείμενο, χώρος και χρόνος, πρωταρχικό και δευτερεύων κτλ) οι οποίες και βάζουν σε Έσχατη Λογική Τάξη τον Φαινομενικό Εμπειρικό Κόσμο του Υπερβατολογικού Υποκειμένου.

[2] Soldati (μισθοφόροι/έμμισθοι στρατιώτες) που πρέπει να αναπαράγονται εξολοκλήρου με το χρηματικό τους εισόδημα (soldo) και την κατανάλωση εμπορευμάτων. Ως τέτοιες “αντικοινωνικές κοινωνικές φιγούρες” αποτελούν οι μισθοφόροι την αρχετυπική μορφή, τόσο λογικά όσο και ιστορικά, του νεωτερικού κρετινισμού του επαγγέλματος και της μισθωτής, αφηρημένης εργασίας;

[3] Οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις είναι σαν ένα Πιστόλι: η Οικονομία οπλίζει τη σκανδάλη, η Επιστήμη τη λιπαίνει, η Πολιτική και το Κράτος εκτελούν. Βλέπε και Robert Kurz, The “Big Bang” of Modernity.

[4] Η συσσώρευση του Κεφαλαίου ως ταυτολογική κοινωνική πρακτική είναι λογικά ομόλογη με την ταυτολογική συσσώρευση της Γνώσης μέσω της Απόλυτης/Καθολικής χεγκελιανής Έννοιας: το Απόλυτο/Καθολικό σε αέναη κίνηση-αλλαγή-μεταμόρφωση (που-γίνεται-Άλλο) προβάλλοντας τον Εαυτό του στην ολότητα της πραγματικότητας ως μορφή της αυτοδιαμεσολάβησης και της Αιώνιας Επιστροφής εις Εαυτόν. Ο εσώτερος λογικός και ιστορικός δεσμός μεταξύ της ανάδυσης της Νεώτερης Επιστήμης, του Απολυταρχικού Κράτους και των κοινωνικών πρακτικών συσσώρευσης κεφαλαίου δεν μπορεί να θεματοποιηθεί εδώ. Ας αρκεστούμε σε μια θεωρητική σύνοψη. Οι Επιστήμες του Κεφαλαίου ως μορφές γνώσης και μυστικοποίησης ταυτόχρονα, ως όροι και αποτελέσματα οι ίδιες της πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο, με το δαιδαλώδη καταμερισμό / θρυμματισμό των δραστηριοτήτων τους και τον αντίστοιχο προσδιορισμό των “αντικειμένων” τους, δεν αναπτύχθηκαν και δεν αναπτύσσονται μέσα από μια αδιάφορη σχέση αμοιβαίας εξωτερικότητας και ανεξαρτησίας. Το αντίθετο, θεμελιώνονται προκατηγορικά κάνοντας κυριολεκτικά “πάσα” και “εννοιακά δάνεια” η μία στην άλλη από έννοιες, ορολογίες και παραστάσεις που θεματοποιούνται ταυτολογικά ως “καθολικής, απόλυτης εμβέλειας” και ως τέτοιες είναι χαρακτηριστικές της καπιταλιστικής κοινωνικής μορφής. Μέσα σε αυτή την “εμποροπανήγυρη της Γνώσης”, η Επιστήμη της Φύσης ως Μηχανικής Υλικών Σωμάτων έχει μια σιωπηλή προνομιακή θέση και λειτουργεί ως ιερό πρότυπο/αρχέτυπο “σκληρής Επιστημονικότητας” (Barnes) με όλες τις άλλες Επιστήμες να συγκρίνουν, να προκρίνουν και να αποκλείουν την Επιστημονικότητά τους σε σχέση με αυτή. Και τούτο δεν είναι τυχαίο. Η νεώτερη Επιστήμη δεν ασκεί την κυριαρχία της στο όνομα των Μυστηρίων του Θεού αλλά εξ’ ονόματος μιας πραγμώδους υλικής φύσης (Res Extensa) που είναι άπειρη και αδιαφοροποίητη, χωρίς εσωτερικά όρια και ποιοτικές διακρίσεις πλην των αδιαίρετων (ή και απείρως διαιρετέων) και μη αντιληπτών ταυτόσημων ατομικών “στοιχείων-σωματιδίων” που συγκροτούν τη “θεμελιακή”, την “πραγματικά πραγματική” φύση. Αυτή η πραγμώδης φύση, η φύση ως ένα αναλλοίωτο και ταυτόχρονα ποσοτικά δυναμοποιημένο συνεχές/ασυνεχές, θεματοποιείται εν κρυπτώ από την ίδια τη νεώτερη Επιστήμη ως ισο-μορφική με την αφηρημένη Διάνοια του Υπερβατολογικού Υποκειμένου (Res Cogitans). Συγκροτείται, με άλλα λόγια, η νεώτερη Επιστήμη και η εννοιολογική της αυτονόμηση στο Πείραμα ως το κυρίαρχο “πνευματικό άρωμα” (το “Απόλυτο Πνεύμα” με χεγκελιανούς όρους) των κοινωνιών του κεφαλαίου, ως γνώση εργαλειακή που-είναι-άμεσα-τεχνολογική συλλαμβάνοντας εννοιακά και ανάγοντας πρακτικά τους ανθρώπους, τις σχέσεις των ανθρώπων, τις σχέσεις των ανθρώπων με τη γήινη φύση, την ίδια τη γήινη φύση ως α-διάφορη “Ύλη σε ποσοτική Έκταση” (Res Extensa), ως άπειρες “πρώτες ύλες” για την παραγωγή ενός κόσμου εμπορευμάτων. Η “Ύλη σε ποσοτική Έκταση” (Μάζα, Βιομάζα, Ενέργεια κτλ κτλ) δεν είναι παρά το προκατηγορικό υπόστρωμα της συσσώρευσης του κεφαλαίου (Barnes) που εγγυάται τυφλά ως μουγκό κοινωνικό a priori (πριν από κάθε πείραμα, πριν από κάθε παρατήρηση, πριν από κάθε θεωρία) το “πραγματικά πραγματικό” με το νομιναλισμό των Επιστημονικών Εννοιών να αποτελούν την άλλη όψη και πλευρά του τεχνολογικού ρεαλισμού τους. Ο “αντικειμενικός ζουρλομανδύας” του Πειράματος είναι το νεωτερικό ιερό “Αποκάλυψης της Αλήθειας” ως κοινός τόπος που συμφύεται η διαχωρισμένη/εργαλειακή γνώση με το “άλλο” της, τις τεχνολογίες του κεφαλαίου. Το θεόπνευστο και θεο-λογικό επεξηγηματικό Χέρι της Επιστήμης σηκώνει το δάκτυλο προς το εκτυφλωτικό “Φως της Αλήθειας” αρκεί η ίδια η εννοιολογική δομή της Επιστήμης, το ίδιο το περιεχόμενο των εννοιών της να παραμένει κρυμμένο και σκοτεινό, αρκεί η ίδια η “Επιστήμη που εξηγεί” να παραμένει χωρίς εξήγηση. Η κατηγορία της Ύλης είναι μια αφαίρεση και ως συγκεκριμένη έννοια που νοηματοδοτεί τις σχέσεις των ανθρώπων και τις σχέσεις των ανθρώπων με τη γήινη φύση αναπτύσσεται (με διαφορετικούς βαθμούς αφαίρεσης και γενίκευσης) σε εκείνους τους πολιτισμούς που παρουσιάζουν έντονη εμπορική/εκχρηματισμένη ανταλλαγή. Αναπτύσσεται, με άλλα λόγια, η αφαίρεση της Ύλης, ως γνωσιολογική/οντολογική κατηγορία, ως άλλη πλευρά της πραγματικής αφαίρεσης της “αξίας” των εμπορευμάτων. Τα εμπορεύματα ως πραγματικά κοινωνικά μεταφυσικά πράγματα που εκφράζουν την αφηρημένα γενική “αξιακή τους ισοδυναμία” μέσω του “αισθητά υπεραισθητού χρηματικού υλικού συμβόλου” εμφανίζονται στην πραγμώδη αμεσότητά τους ως “αντικειμενικά υλικά σώματα” με υποστασιοποιημένες (γνωσιολογικά και οντολογικά) τις αφηρημένες ποσοτικές ιδιότητες που θεματοποιούνται ταυτολογικά από τη “φιλοσοφική/επιστημονική συνείδηση” ως εγγενείς και αναλλοίωτες, (προ) ή και (εν)υπάρχουσες σε κάθε, σε όλα τα “φυσικά υλικά σώματα”. Με άλλα λόγια, η πραγμώδης “φυσική υλικότητα των σωμάτων” ως αφηρημένη ταυτολογική “ουσία” όλων των πραγμάτων ως εμπορευμάτων δεν είναι παρά μια οντολογική/γνωσιολογική φετιχιστική προβολή του κοινωνικού “πνεύματος” του κεφαλαίου όπου οι πραγματικές αφαιρέσεις των “πρώτων υλών” είναι – σχιζοφρενικά και παραληρηματικά – οι “καθολικές υλικές ψυχές” των αισθητά υπεραισθητών εμπορευματοσωμάτων, ανθρωπόμορφων και μη.

[5] Γι’ αυτούς που ζουν ευχόμενοι να πεθάνουν “στην ώρα τους”, στα βαθιά γεράματα τους και στο βραδινό ή μεσημεριανό ύπνο, η αυτοχειρία, το να αφαιρέσει κάποιος τη ζωή του με τα ίδια του τα χέρια ισοδυναμεί με μια “μη ορθολογική πράξη” ενός δια/ταραγμένου ανθρώπου που λύγισε κάτω από το βάρος των περιστάσεων και των δυσκολιών της ζωής. Δεν είναι η “ζωή” άλλωστε ένα “ορθολογικό πεδίο αξιοποίησης των ευκαιριών” και ως τέτοια ένα “ιερό ιδανικό” που θα κερδηθεί/αποκτηθεί τη “σωστή στιγμή” με πολύ κόπο/μόχθο/δουλειά και ο θάνατος δεν είναι η φυσιολογική/βιολογική “μη παραγωγική” κατάληξη αυτής της “παραγωγικής ζωής”; Για τους αυτόχειρες λοιπόν, η θηλιά που τελετουργικά σφίγγουν γύρω από το λαιμό τους και το τελικό πήδημα από το σκαμπό είναι μια ολοδικιά τους τραγική πράξη “αυτοκαθορισμού” χωρίς επιστροφή μεν που δεν σηκώνει όμως άλλες αναβολές/αναμονές, ματαιώσεις και κυνήγια “ευκαιριών” στην αρένα του ανταγωνισμού δε. Το μετέωρο στο σχοινί σώμα του αυτόχειρα είναι η άλλη και η μόνη πραγματική όψη του ιδανικού και ιδεώδους “φυσιολογικού θανάτου της ζωής”, της “ζωής” που βιώνεται εξολοκλήρου δια της εξορθολογισμένης απουσίας της, μέσα από την “αέναη” αναστολή της στο Μέλλον που-δεν-υπάρχει-ακόμα παρά μόνο ως υπόσχεση “κερδοφορίας και αξιοποίησης” του “χρόνου ζωής”.

[6] Cogito, ergo sum (“Σκέφτομαι, άρα υπάρχω”) έγραφε ο Καρτέσιος στο “Λόγο περί της Μεθόδου” συνδυάζοντας άψογα τον υλισμό με τη μεταφυσική της Θείας Δημιουργίας: “όλα τα αποτελέσματα, όλες οι υλικές κινήσεις των σωμάτων που εκτείνονται ποσοτικά σε έναν άπειρο, ομοιογενή, κενό και απόλυτο χώρο και χρόνο ικανοποιούν και διατηρούν την Πρώτη Αιώνια Αιτία που καθορίζει-τα-πάντα χωρίς να καθορίζεται-από-τίποτα, το Θεό, που είναι κοινός σε όλα”.

Η διαλεκτική Κυρίου και Υποτελή, η Κριτική Θεωρία, ο Χρόνος και η αφηρημένη Εργασία, δέκα σημειώσεις

Σχολιάστε ελεύθερα!